Δευτέρα, Ιουνίου 25, 2007

Οι αλλαγές

Είχε κάνει εγχείρηση στην καρδιά και κάθε μέρα έπαιρνε τους δρόμους της συνοικίας για να συμπληρώσει τα απαραίτητα χιλιόμετρα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κατέληγε στην άλλη πλευρά της πόλης, την ανατολική, συνήθως όμως περπατούσε στην συνοικία που γεννήθηκε και μεγάλωσε.
Ήταν δεύτερης γενιάς πρόσφυγας. Γεννήθηκε στα θαλάματα και έζησε όλη την μεταμόρφωση του προσφυγικού οικισμού σε πυκνοκατοικημένη συνοικία. Όμως αλλιώς τις βλέπει και τις νιώθει τις αλλαγές που έγιναν στο σώμα της πόλης του, τώρα που την περπατάει βήμα-βήμα. Απορεί και ο ίδιος πώς και δεν τις πρόσεχε όταν συνέβαιναν. Τις κρίνει και με διαφορετικό μάτι μετά την εγχείρηση. Όσο να πεις υπάρχουν ομοιότητες. Και οι πόλεις θέλουν το νυστέρι τους, όταν φράζουν οι αρτηρίες και όταν τα άλατα και οι πέτρες συσσωρεύονται και δεν αφήνουν τα σπλάχνα να αναπνεύσουν. Έτσι τις κρίνει.

Υπάρχουν βέβαια και οι στιγμές που η νοσταλγία ξεχειλίζει και τον πιάνει το παράπονο για την γειτονιά που χάθηκε ή για το δέντρο που κόπηκε, αλλά σε γενικές γραμμές είναι συμφιλιωμένος με την εξέλιξη των πραγμάτων. Ζωντανή είναι και η πόλη. Θα αλλάζει ξανά και ξανά σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων. Μήπως και οι πατεράδες τους δεν έστησαν τα παραπήγματα στην ανοιχτωσιά του τοπίου δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο;

Κάθε μέρα τον συντρόφευε ένας αδέσποτος σκύλος. Από το ίδιο πάντα σημείο της διαδρομής και μέχρι ένα άλλο, επίσης συγκεκριμένο. Ούτε βήμα νωρίτερα, ούτε μέτρο παραπάνω. Αυτόν τον μούργο τον βάφτισε Πεπρωμένο. Επειδή ήξερε εκείνος πότε και γιατί. Κανείς άλλος. Μόνο ο Πεπρωμένος. Δεν τον ένοιαξε να το εξηγήσει. Το χαιρόταν που συνέβαινε. Εκείνη την ημέρα το πρόγραμμα είχε χείμαρρο. Περπατούσε δίπλα στην όχθη του παλιού ρέματος. Ρέμα φυσικά δεν υπήρχε εδώ και πολλά χρόνια. Είχε τιθασευτεί κάτω από την μαύρη άσφαλτο και έγινε λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας.
Ο χείμαρρος που ήταν πιο παλιός κι από τον πανάρχαιο δρόμο που ένωνε την μεγάλη πόλη με όλον τον κόσμο, κυλούσε τα βρώμικα νερά του κρυφά, κάτω από τα αυτοκίνητα και τα οδηγούσε προς τη θάλασσα. Αυτό δεν μπορούσε να αλλάξει. Από πάντα τα νερά του, εκεί τα οδηγούσε. Άλλοτε περήφανα και με ορμή και τώρα ντροπαλά και στα μουλωχτά. Ο τρόπος άλλαξε. Ο προορισμός και η διαδρομή έμειναν όπως ήταν και πριν χιλιάδες χρόνια. Είχε ακούσει πως ξανάρχισαν τα έργα και πως ο εγκιβωτισμός του χειμάρρου θα συνεχίζονταν μέχρι του σημείου που συναντούσε τον πανάρχαιο δρόμο και περνούσε από κάτω του. Μέχρι εκεί έφταναν τα χρήματα. Από εκεί και ύστερα ας έμενε και πάλι χείμαρρος.

Μόλις έφτασε στο εργοτάξιο, θόλωσε το μάτι του από το κίτρινο χρώμα. Οι κίτρινες φαγάνες συνέχιζαν απτόητες το μακάβριο έργο τους. Την ταφή των νερών. Ο πανάρχαιος δρόμος τραβάει δίπλα του τα νεκροταφεία σαν μαγνήτης. Ακόμα και νεκροταφεία υδάτων έμελλε να στηθούν πλάι του! Τα κίτρινα μηχανήματα έγιναν ξαφνικά κίτρινα, θολά και ορμητικά νερά και η μνήμη του γέμισε μ’ εκείνες τις φοβερές σκηνές της πλημμύρας πριν τριάντα χρόνια. Τι καλό είδαν από αυτό το βρωμόρεμα; Δεν θρήνησαν ζωές και περιουσίες όταν ξεχείλισε; Χρόνια δεν προσπαθούσε ο δήμαρχος να βρει χρήματα να τον σκεπάσει, για να γλιτώσει η συνοικία από την μπόχα; Βρωμόρεμα τον ανέβαζε, Βρωμοπόταμο τον κατέβαζε.








Αυτά σκεφτόταν και προσπαθούσε να αποδεχτεί σαν φυσιολογική, την εικόνα που έβλεπε μπροστά του. Το ερώτημα όμως δεν έφευγε από το νου του. Τι θα γίνει όταν όλη αυτή η φυλακισμένη οργή ξεσπάσει; Κι από την άλλη, το μολυσμένο αίμα δεν το φυλακίζουν στη φλέβα, σκέφτηκε. Το φιλτράρουν, το καθαρίζουν, το αλλάζουν. Δεν το φυλακίζουν. Ένιωθε το δικό του αίμα να τρέχει καθαρό στην ξεβουλωμένη αρτηρία και σιγουρεύτηκε για άλλη μια φορά. Το θέλουν και οι πόλεις το νυστέρι τους.

Χαμένος στις σκέψεις του, κοιτούσε το σιδερένιο χέρι να βουτάει στη λάσπη και να φορτώνει τα φορτηγά που περίμεναν υπομονετικά. Από τις λάσπες ξεπρόβαλε μια καγκελόπορτα, σκουριασμένη και στραπατσαρισμένη που στρίγκλισε παράταιρα όταν την στρίμωξε η μεταλλική δαγκάνα. Συνήλθε. Η γη συνεχίζει να διηγείται ιστορίες, σκέφτηκε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί που τα χώματα έβρισκαν τρόπο να θυμίζουν το παρελθόν, ή αν έπρεπε να στεναχωρηθεί που αυτό το παρελθόν στην συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν η φριχτή πλημμύρα του χειμάρρου πριν τριάντα χρόνια. Κι αν το απομεινάρι της πλημμύρας δεν ήρθε για να θυμίσει, αλλά να προειδοποιήσει;

Απάντηση δεν μπορούσε να δώσει και συνέχισε την πορεία του. Διασταυρώθηκε με άλλους διαβάτες. Τους γνώριζε. Ήταν δικοί του άνθρωποι. Πιστοί σε λιτανεία. Περπατούσαν και ευλογούσανε τα άγια χέρια που ξεβούλωσαν τις αρτηρίες και τους έδωσαν κι άλλη ζωή να γερνούνε και να βλέπουν την πόλη να μεγαλώνει. Μεγάλωσαν κι αυτοί μαζί της. Άλλος έδωσε ένα διαμέρισμα στο γιο που σπούδασε και το έκανε γραφείο, άλλος βγήκε πρόωρα στην σύνταξη για να πάρει την θέση του στην τράπεζα η κόρη, άλλος έβλεπε με συγκίνηση το μαγαζί που έστησε με χίλια βάσανα, να προκόβει στα χέρια του γαμπρού. Έτσι αλλάζει η ζωή των ανθρώπων. Οι πρόσφυγες της δεύτερης γενιάς στρώνουν το δρόμο στα παιδιά τους, παίρνουν τα απογεύματα τα εγγόνια τους και τα πηγαίνουν στα γυμναστήρια, στα ωδεία και στα φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Βλέπουν νέα νοικοκυριά να στήνονται και άλλους ανθρώπους να παίρνουν την θέση τους στο περιθώριο της ζωής. Νέοι πρόσφυγες. Ατελείωτη αυτή η ράτσα και μακρύς ο κατάλογος των ξεριζωμών. Κάπου, σε κάποια μακρινή χώρα ξέσπασαν ταραχές και πάλι ο πανάρχαιος δρόμος βλέπει δίπλα του, κοντά στην τούμπα με τον μακεδονικό τάφο στα σπλάχνα της, να ξεφυτρώνουν νέες γειτονιές και νέες ιστορίες να ακούγονται τα βράδια. Δεν θα έχουν τα καινούργια ξωτικά, καταφύγια στους τόπους των νερών, μα στα πεδία της ασφάλτου. Το νερό θα κυλάει αόρατο και υποταγμένο. Για πάντα πια.

Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), την άνοιξη του 2003. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά. Οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ανήκουν στο αρχείο του Σ.Λ. Αυτή η αναδημοσίευση είναι ένα καλωσόρισμα.

update, 6.8.2007: Φωτογραφίες των εκβολών του Δενδροπόταμου στο http://mavrosgatos.blogspot.com/2007/01/dendropotamos-river.html

7 σχόλια:

έφη είπε...

Ευχαριστώ για το καλωσόρισμα, αλλά αυτό το "Για πάντα πια" με πλήγωσε..Αν και από όποια πλευρά και να το δούμε δεν μπορεί να ισχύει. Ακόμα και ένας καρδιολόγος μπορεί να το βεβαιώσει. Πάντως την πλημμύρα την θυμάμαι και γω. Έτσι έμαθα ότι μένουμε κοντά σε ποτάμι.

tsalimi είπε...

Δυστυχώς κάνουμε ότι μπορούμε για να θάψουμε το ποτάμι. Το κάνουμε μνήμη. Στο κομμάτι που ενώνεται ο Δενδροπόταμος με τη Λαγκαδά, μπήκε και μια μακάβρια σχάρα, σε όλο το μήκος της πλατείας-πεζόδρομου για να μνημονεύει το φυλακισμένο νερό.
Μ΄αρέσει που ψάχνουνε για όνομα σ’ αυτήν την πλατεία και το αναζητούν σε πολιτικές φυσιογνωμίες σαν αυτή του Αλέκου Παναγούλη.
«Το ποτάμι από κάτω» πρέπει να την λέμε.

paraxeno είπε...

καλημερρρρρρρρρρα σήμερα που επεσε η ζέστη κατάφερα να μείνω λίγο περισσότερο στον υπολογιστή που κοντεψε να λιώσει κι αυτός μαζί μου... και καλημερίζω αγαπημένους φίλους... και εχω και μια ερώτηση οποτε βρεις καιρό να μου πεις το κόλπο για το μεγαλο μπανερ πανω πανω στο μπλογκ σου - ειναι πολύ πολύ ενδιαφέρον..

να σαι καλά φιλε μου

Χριστίνα

tsalimi είπε...

Καλώς την Χριστίνα. Ρίξε μια ματιά
εδώ.
Ουσιαστικά προσθέτεις ένα νέο page element.
Μην νομίζεις, κι εγώ για κάτι άλλο πήγαινα και μου προέκυψε αυτό. Μ’ άρεσε και το κράτησα.
Καλό καλοκαίρι.

έφη είπε...

"Όπως κρύβουν οι οικογένειές µας τους επιληπτικούς συγγενείς, έτσι έκρυψε η πόλη µου τον ζωντανό της ποταµό, διότι ένας τρελός κοµµουνιστής πολεοδόµος αποφάσισε να τον σκεπάσει µε µπετόν. ... "

Συγγραφέας: Barbara Spengler - Axiopoulos
Ήρωες στην πόλη δίχως ποτάμι
Λογοτεχνία στο Κόσοβο

http://arxskg.blogspot.com/search?q

tsalimi είπε...

Στην περίπτωσή μας ο κομμουνιστής δήμαρχος δεν πρόλαβε. Ο σοσιαλιστής τα κατάφερε.

Ανώνυμος είπε...

Αποκωδικοποίηση....: θρησκειών, μυθολογιών, ψυχής, σιωπής,.....
Σχηματοποίηση λόγου, κοσμογονία, θεογονία,.....
URL : www.siopi.gr
Γεια.....