Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2007
Ο Βενιζέλος εβίασε παράφρονα κόρην
Αυτά γίνονταν κάποτε. Τότε που ήταν άγρια τα πράγματα και ο ημερήσιος Τύπος έμπαινε με όλα τα μέσα -θεμιτά και αθέμιτα- στο πολιτικό παιχνίδι. Τώρα δε γίνονται τέτοια. Όσα γράφονται στις εφημερίδες, όσα φαίνονται στην τηλεόραση, όσα ακούγονται στο ραδιόφωνο είναι μόνον όσα, πραγματικά, γίνονται. Την αλήθεια και μόνον την αλήθεια πληροφορείται ο αναγνώστης-πολίτης, ο θεατής-πολίτης, ο ακροατής-πολίτης.
Με τις υγείες μας.
Υ.Γ. Το απόκομμα είναι από την εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Το φως», 14.3.1935, τις ημέρες του Κινήματος των Βενιζελικών.
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 17, 2007
Εμπεριστατωμένος μετεκλογικός διάλογος
(Πρωινό Δευτέρας, 17.9.2007, σε συνοικιακό αρτοποιείο)
Πωλήτρια: Καλημέρα, είσαι πολύ όμορφη σήμερα.
Πελάτισσα: Ευχαριστώ πολύ. Δύο πρασσόπιτες.... Τελικά τι έγινε με το ΠΑΣΟΚ; Τον έκανε αυτόν τον δικομματισμό με τον ΣΥΡΙΖΑ;
Πωλήτρια: Πού να ξέρω; Εγώ κοιμήθηκα κατά τις έντεκα. Μπορεί να τον κάνανε αργότερα...
Πωλήτρια: Καλημέρα, είσαι πολύ όμορφη σήμερα.
Πελάτισσα: Ευχαριστώ πολύ. Δύο πρασσόπιτες.... Τελικά τι έγινε με το ΠΑΣΟΚ; Τον έκανε αυτόν τον δικομματισμό με τον ΣΥΡΙΖΑ;
Πωλήτρια: Πού να ξέρω; Εγώ κοιμήθηκα κατά τις έντεκα. Μπορεί να τον κάνανε αργότερα...
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 06, 2007
Αυτή η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου…
Ήρθε και στάθηκε πάνω απ’ την αστραφτερή Machules. Με νωχελικές κινήσεις πέρασε στα χέρια του ένα ζευγάρι μαύρα γάντια κεντημένα όλο μ’ ασημόκαρφα. Μετά φόρεσε τα γυαλιά του… Κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι.
«Δεν καταλαβαίνω κανέναν», μουρμούρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του και σήκωσε αργά το πόδι του, το ζύγιασε και το τίναξε με δύναμη πάνω στο πεντάλ καθώς τα γαντοφορεμένα χέρια του πέταξαν κι άρπαξαν το στριφτοκέρατο τιμόνι. Μαρσάρισε σκληρά ώσπου ένα σύννεφο σκόνης ξεσηκώθηκε και τον τύλιξε. Μετά, πάντα χωρίς να βιάζεται, καβάλησε τη μοτοσυκλέτα. Κοίταξε δεξιά, αριστερά, κι ύστερα σφίγγοντας τη Machules μες στα σκέλια του, έδωσε όλο το γκάζι κι αναδύθηκε μέσα απ’ το γαλανό σύννεφο της εξάτμισης σαν μαύρος άγγελος εκδικητής, ιππεύοντας τα εκατόν είκοσι βρυχώμενα μίλια της και χύθηκε στην άσφαλτο, χαράζοντας μιαν ασημένια λάμψη μες στ’ απομεσήμερο.
«Θέλεις να μάθεις τη φιλοσοφία μου για τη ζωή; Να λοιπόν», έλεγε, κι έσφιγγε τη γροθιά του κι έφτυνε πάνω της έν’ άσπρο κόμπο σάλιο. Μετά κοιτούσε το συνομιλητή του κατάματα, κουνούσε το κεφάλι του και του σιγομουρμούριζε του κόσμου τα πουστιρλίκια ή πάλι του γύριζε απότομα την πλάτη κι έβγαζε την τσατσάρα του και χτένιζε τα μαλλιά του κι εκεί που ο άλλος δεν το περίμενε ξαναγύριζε και τεντώνοντας το χέρι του μιλούσε αργά και καθαρά με μια αηδία στο στόμα. «Ξύπνα ρε, αυτή η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου… Βούρλο!» Και ξαφνικά του την έδινε για τα καλά και τον έπιανε το τρελό του κι άρχιζε να ουρλιάζει και να κουνάει τα χέρια του. «Ξυπνήστε λιγούρια γιατί θα ’ρθει η μπόμπα και θα μας κάνει όλους χαλκομανίες… Σκατά θα γίνουμε».
…Κι έτσι κάπως ξεφούντωνε κι ησύχαζε κι έσκυβε το κεφάλι κι έπειτα σαν να σκεπτόταν κάτι θλιβερό σούρωνε τα χείλη του κι έσμιγε τα φρύδια χαράζοντας ένα οδυνηρό μορφασμό στο μακρουλό του πρόσωπο. «Έχει γεμίσει ο κόσμος κομπιναδόρους και Κρατικά δάνεια… Πού τα βρίσκουνε ρε; Για πες μου…» Κι όπως ο άλλος τύχαινε πάντα να μην ξέρει, ο Φάνης αναλάμβανε να του λύσει το μυστήριο. Τον κάρφωνε με το δείκτη του χεριού του στο στήθος και σκύβοντας πάνω του μιλούσε ήσυχα, φτύνοντας τις λέξεις μέσ’ απ’ τ’ αλογίσια δόντια του. «Κλέβουν… Αυτός είσαι… Κλέβουν», κι έπειτα βλέποντας ότι άφησε τον άλλον εμβρόντητο, ξανάβγαζε την τσατσάρα του και την περνούσε δυο τρεις φορές μέσ’ απ’ τα κατσαρά μαλλιά του… «Κομπιναδόροι… Είσαι μέσα; Αυτό ’ναι η ζωή!» Κι έσφιγγε τη γροθιά του με μανία κι έφτυνε πάνω. «Κομπίνα, λιγούρι, κι όλα τ’ άλλα είναι προπαγάνδες του κερατά!»
[…]
Ο οργισμένος Βαλκάνιος
Νίκος Νικολαΐδης, 1977
Είχαμε συναντηθεί πριν είκοσι χρόνια. Είχε κυκλοφορήσει η πρώτη έκδοση του βιβλίου μου «Η μοτοσυκλέτα στην ελληνική λογοτεχνία», και ο Νικολαΐδης βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου για την προβολή της ταινίας του «Πρωινή περίπολος». Ένα πρωί στο ξενοδοχείο του, του έδωσα το βιβλίο και με ξενάγησε με σχόλια στις κριτικές των εφημερίδων για την ταινία του που προβλήθηκε το προηγούμενο βράδυ.
Τον αναζήτησα πριν λίγους μήνες για την μετεξέλιξη εκείνου του βιβλίου μου σε ανθολογία κειμένων της ελληνικής λογοτεχνίας με ήρωες μοτοσυκλέτες και μοτοσυκλετιστές. Ανταλλάξαμε e-mail. Συνολικά αναζήτησα περίπου εκατό λογοτέχνες. Οι υπόλοιποι της ανθολογίας είχαν ήδη περάσει στην απέναντι όχθη. Νιώθω ένα βάρος που μεγαλώνει. Ήδη δύο καλοί συγγραφείς και γνωστοί εκ του σύνεγγυς που μου επέτρεψαν να ανθολογήσω κομμάτια τους, έφυγαν από την ζωή, χωρίς να προλάβω να τους ευχαριστήσω με κάποιο αντίτυπο, αφού το βιβλίο βρίσκεται ακόμη στην προ του τυπογραφείου φάση. Προηγήθηκε ο Γιώργος Κάτος και ακολούθησε ο Νίκος Νικολαΐδης. Ο Φάνης του Οργισμένου Βαλκάνιου δεν είναι ένας απλός λογοτεχνικός ήρωας. Είναι ένας συγκλονιστικός χαρακτήρας που αναπνέει δίπλα μας, όπου κι αν βρισκόμαστε.
«Ψάξε και στα Γουρούνια στον Άνεμο» μου είχε πει, «κι εκεί θα βρεις μοτοσυκλέτες». Τις είχα βρει εκείνες τις μοτοσυκλέτες και έλεγα να μην ανθολογήσω από εκεί. Μετά από αυτήν την παρότρυνση όμως το ξαναείδα και έβαλα ένα όμορφο μικρό κομμάτι. Πού να ήξερα ότι αυτό το απόσπασμα θα ήταν ένα κεράκι στον τάφο του, που θα τον υποδεχτεί την Παρασκευή. Έτσι το βλέπω.
[…]
Ήρθε στις τέσσερις, καβάλα σ’ ένα νοικιασμένο Ζακς, απ’ αυτά με τα καρφιά στο πίσω φτερό. Μοιραστήκαμε τη μοναδική σέλα και φύγαμε για το Κεφαλάρι. Στο δρόμο βέβαια έγινε διαδήλωση, γιατί δεν είχανε ξαναδεί κορίτσι πάνω σε μηχανάκι. Μένανε οι μαλάκες με το στόμα ανοιχτό και το χέρι τεντωμένο και μας δείχνανε. Εγώ την είχα αγκαλιάσει απ’ τη μέση κι είχα κολλήσει απάνω της. Το κορμί της λεπτό και μυώδες, κοντράριζε τον άνεμο πάνω απ’ το Χαλάνδρι, που το ’φερνε πιο κοντά στο δικό μου. Το γαλανό πουκαμισάκι της ανέμιζε ξεσηκωμένο πάνω απ’ τη μέση της κι άφηνε να φαίνεται το λεπτό κομπολόι της ραχοκοκαλιάς κι αυτή μύριζε σαν μωρό. Τρέχαμε δίπλα στις ασημένιες αμπολές της Κηφισίας, ανάμεσα απ’ τα κυπαρίσσια και τους ευκαλύπτους˙ κι ο αέρας, όσο ανεβαίναμε, έφερνε μια ευωδιά μελιού και τα μαλλιά της βιτσίζανε το πρόσωπό μου.
[…]
Γουρούνια στον Άνεμο
Νίκος Νικολαΐδης, 1992
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2007
Ένα κουρέλι που τραγούδησε με οργή
Ο κινηματογραφιστής, σεναριογράφος και συγγραφέας Νίκος Νικολαϊδης έφυγε σήμερα 5/9 σε ηλικία 68 χρόνων. Νοσηλευόταν στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Είχε γεννηθεί στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και σκηνογραφία θεάτρου. Εργάστηκε σε δισκογραφική εταιρεία ιδιαίτερα ως σκηνοθέτης διαφημιστικών, σεναριογράφος και παραγωγός [...] Ήταν από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες και διανοητές της γενιάς του. Ως χαρακτήρας ήταν ευγενής με χιούμορ,εσωστρεφής και μάλλον ευάλωτος. Η κηδεία του θα γίνει το απόγευμα της Παρασκευής από το Νεκροταφείο Κηφισιάς. (Από το site της ΕΡΤ)
Κάνοντας μια βόλτα στις «τροφοδοσίες» πέφτω σε κάτι αμείλικτες παρενθέσεις: (1939-2007) οι οποίες ακολουθούν ένα αγαπημένο όνομα: Νίκος Νικολαΐδης.
Δεν τολμώ να το πιστέψω. Τρέχω στο site της ΕΡΤ. Είναι αλήθεια. Μερικοί άνθρωποι γίνονται με τον τσαμπουκά τους και την ευαισθησία τους, δικοί μας.
Πολύ δικοί μας. Και μας πονάει το φευγιό τους, όσο κι αν το ύμνησαν στη ζωή τους.
Δημοκρατία
Τα παιδιά του προσφυγικού οικισμού, μόλις τελείωναν το δημοτικό σχολείο κοντά στα σπίτια τους, κατέβαιναν στο κέντρο της μεγάλης πόλης για να συνεχίσουν τις σπουδές τους. Μέχρι που σκόρπισαν τα χώματα της τούμπας όπου γίνονταν οι φριχτές εκτελέσεις και στη θέση της άρχισε να υψώνεται ένα μεγάλο σχολείο. Το γυμνάσιο, που μάζευε στις τάξεις του για τα επόμενα δέκα χρόνια, παιδιά απ’ όλες τις δυτικές συνοικίες της μεγάλης πόλης. Δέκα χρόνια, εφτά από τα οποία, ήταν και πάλι μαύρα. Όχι τώρα από ξένους κατακτητές μα από ντόπιους δικτάτορες.
Η χώρα μπήκε στο γύψο και το νέο σχολείο έπρεπε να συνταιριάξει την ορμή όλων των παιδιών που μεγάλωναν στα δυτικά της μεγάλης πόλης με την ασφυκτική πειθαρχία που ήθελαν να επιβάλλουν οι άνθρωποι με τα σκούρα σακάκια και τα μαύρα γυαλιά.
Οι μαθητές αυτού του σχολείου διέπρεπαν σε όλα. Επιστήμονες, αθλητές, καλλιτέχνες, πολιτικοί βγήκαν από τις αίθουσες με την λαδομπογιά στους τοίχους. Θες γιατί ήταν καλοί μαθητές και δάσκαλοι, θες γιατί ήταν κόσμος πολύς κι όλο και κάποιος πρόκοβε, σημασία έχει πως οι επιτυχίες ήταν συχνές. Πανελλήνια σχολικά πρωταθλήματα, λαμπρά τουρνουά στο γήπεδο με την άσφαλτο και τις τσιμεντένιες κερκίδες κάθε του Αγίου Δημητρίου, πρωτιές στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο.
Άτομα από τα δυτικά αυτά χώματα διακρίθηκαν και τα ονόματά τους έγιναν γνωστά σ’ ολόκληρη την χώρα για τα επιτεύγματά τους. Ο γύψος συνέχιζε να κρατάει την χώρα ακίνητη. Όχι όμως τα παιδιά της. Εκείνες οι τσιμεντένιες κερκίδες γέμισαν ένα πρωινό από όλα τ’ αγόρια της Έκτης τάξης που είχαν κουρέψει με την ψιλή μηχανή τα κεφάλια τους και αρνιόντουσαν να μπούνε στις τάξεις τους. Οι αφορμές για το ξέσπασμα αυτό ήταν πολλές μα ο λόγος ήταν ένας. Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και οι αυθαιρεσίες των χουντικών με τα σκούρα κουστούμια και τα μαύρα γυαλιά δεν θα περνούσαν πια τόσο εύκολα. Η σπίθα άναψε. Οι τοπικές εφημερίδες κυκλοφόρησαν την επομένη μ’ ένα θεαματικό πρωτοσέλιδο. Τέλος πια στο εξευτελιστικό μέτρημα του μήκους της τρίχας κάθε πρωί από τον βλοσυρό και αγενή γυμνασιάρχη.
Τα γυμνά κεφάλια των παιδιών του γυμνασίου της προσφυγικής συνοικίας, έδωσαν την θέση τους στα πρωτοσέλιδα, στις μακριές τρίχες των φοιτητών που άρχισαν να συγκεντρώνονται στις σχολές τους και να ζητάνε ελεύθερες εκλογές στους συλλόγους τους. Ο γύψος άρχισε να θρυμματίζεται. Τα τεθωρακισμένα στρατιωτικά οχήματα μπήκαν στα πανεπιστήμια. Νέα ονόματα προστέθηκαν στον μεγάλο κατάλογο των θυμάτων της βίας. Τα τελευταία, εύχονταν όλοι.
Από τον επόμενο κιόλας χρόνο, παράνομα ακόμη αφού πέρασαν πολλά χρόνια για να γίνει εκείνος ο ξεσηκωμός σχολική γιορτή και μέρα μνήμης, τα παιδιά του γυμνασίου άρχισαν να τιμούν την εξέγερση. Την ημέρα που συμπληρωνόταν χρόνος από τα αιματηρά γεγονότα που σήμαναν την αρχή της μεταπολίτευσης, οι μαθητές του γυμνασίου που στήθηκε στη θέση της φριχτής τούμπας των εκτελέσεων, πήραν τον δρόμο που οδηγούσε στο κέντρο της πόλης, τον ίδιο τον πανάρχαιο δρόμο που ένωνε την μεγάλη πολιτεία με όλον τον κόσμο και βουβοί πορεύτηκαν μέχρι το Πολυτεχνείο για ν’ αφήσουν λίγα λουλούδια.
Σ’ αυτήν την πορεία έσκυψε ένας μαθητής και έβγαλε από τα χώματα ένα χαλασμένο μικρό αυτοκινητάκι και το έσφιξε στην χούφτα του. Αργότερα, στο σπίτι του, το έβαψε με τα στρατιωτικά χρώματα της παραλλαγής και το φυλάει ακόμα στο συρτάρι του σαν ένα από τα πιο πολύτιμα προσωπικά του αντικείμενα.
Οι γύρω συνοικίες μεγάλωναν κι αυτές και άρχισαν να κτίζουν τα δικά τους σχολεία. Το γυμνάσιο άρχισε να ξεσκίζει τις σάρκες του. Πρώτα χωρίστηκε στα δύο, μετά χωρίστηκε σε γυμνάσιο και λύκειο, κατόπιν έπαψε να είναι αρρένων και έγινε μικτό, πιο ύστερα έπαψε να αριθμείται με τα σχολεία της μεγάλης πόλης αφού απέκτησε και η συνοικία τον δικό της κατάλογο σχολείων.
Οι θρυλικές αναμετρήσεις των δύο πρώτων κομματιών του, στο βόλεϊ και στα μονόζυγα της αυλής που άρχιζαν μόλις τελείωνε η πρωινή βάρδια του ενός σχολείου και τελείωναν μόλις άρχιζε η απογευματινή βάρδια του άλλου σχολείου, ανήκουν στο παρελθόν. Στο ίδιο παρελθόν που η διαδρομή από την μακρινή γειτονιά του μαθητή της διπλανής συνοικίας μέχρι το γυμνάσιο μετριόταν με τον χρόνο ζωής μιας σοκολάτας αμυγδάλου. Η ιεροτελεστία άρχιζε στο περίπτερο του δημόσιου δρόμου που ένωνε τις δύο συνοικίες, διαρκούσε σε όλον τον ποδαρόδρομο ανάμεσα στα τουρκόσπιτα που βρίσκονταν δίπλα στον χείμαρρο και τελείωνε στην αυλή του σχολείου. Τότε που ένα τελευταίο αμύγδαλο γυρόφερνε ανάμεσα στα δόντια μέχρι να διαβούν τα πόδια το κατώφλι και να πέσει η μοιραία δαγκωνιά που θα σήμαινε την έναρξη μιας ακόμη σχολικής ημέρας.
Ο μαθητής εκείνος που μάζεψε το αυτοκινητάκι και έγλειφε την σοκολάτα, μεγάλωσε πια, σπούδασε κι αυτός και τα ‘φερε έτσι η ζωή και βρέθηκε δάσκαλος στις ίδιες αίθουσες. Αναζήτησε με συγκίνηση ο,τιδήποτε θα του θύμιζε το παρελθόν. Κάποια φωτογραφία, ας πούμε. Και ανακάλυψε πως όλο το παρελθόν είχε καεί από κάποιον δημοκράτη συνάδελφο που δεν άντεχε να έχει ούτε στο συρτάρι του την φάτσα του χουντικού προκάτοχού του. Η δημοκρατική λαίλαπα που σάρωνε τα τελευταία χρόνια την χώρα, σάρωσε και τα χνάρια όλων των παιδιών που μεγάλωσαν στα δυτικά της μεγάλης πόλης, ξόρκισαν με την χαρά τους την φρίκη της τούμπας των εκτελέσεων και φώτισαν με τα ξυρισμένα κεφάλια τους τα σκοτάδια των σκούρων κουστουμιών και των μαύρων ματογυαλιών.
Η χώρα μπήκε στο γύψο και το νέο σχολείο έπρεπε να συνταιριάξει την ορμή όλων των παιδιών που μεγάλωναν στα δυτικά της μεγάλης πόλης με την ασφυκτική πειθαρχία που ήθελαν να επιβάλλουν οι άνθρωποι με τα σκούρα σακάκια και τα μαύρα γυαλιά.
Οι μαθητές αυτού του σχολείου διέπρεπαν σε όλα. Επιστήμονες, αθλητές, καλλιτέχνες, πολιτικοί βγήκαν από τις αίθουσες με την λαδομπογιά στους τοίχους. Θες γιατί ήταν καλοί μαθητές και δάσκαλοι, θες γιατί ήταν κόσμος πολύς κι όλο και κάποιος πρόκοβε, σημασία έχει πως οι επιτυχίες ήταν συχνές. Πανελλήνια σχολικά πρωταθλήματα, λαμπρά τουρνουά στο γήπεδο με την άσφαλτο και τις τσιμεντένιες κερκίδες κάθε του Αγίου Δημητρίου, πρωτιές στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο.
Άτομα από τα δυτικά αυτά χώματα διακρίθηκαν και τα ονόματά τους έγιναν γνωστά σ’ ολόκληρη την χώρα για τα επιτεύγματά τους. Ο γύψος συνέχιζε να κρατάει την χώρα ακίνητη. Όχι όμως τα παιδιά της. Εκείνες οι τσιμεντένιες κερκίδες γέμισαν ένα πρωινό από όλα τ’ αγόρια της Έκτης τάξης που είχαν κουρέψει με την ψιλή μηχανή τα κεφάλια τους και αρνιόντουσαν να μπούνε στις τάξεις τους. Οι αφορμές για το ξέσπασμα αυτό ήταν πολλές μα ο λόγος ήταν ένας. Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και οι αυθαιρεσίες των χουντικών με τα σκούρα κουστούμια και τα μαύρα γυαλιά δεν θα περνούσαν πια τόσο εύκολα. Η σπίθα άναψε. Οι τοπικές εφημερίδες κυκλοφόρησαν την επομένη μ’ ένα θεαματικό πρωτοσέλιδο. Τέλος πια στο εξευτελιστικό μέτρημα του μήκους της τρίχας κάθε πρωί από τον βλοσυρό και αγενή γυμνασιάρχη.
Τα γυμνά κεφάλια των παιδιών του γυμνασίου της προσφυγικής συνοικίας, έδωσαν την θέση τους στα πρωτοσέλιδα, στις μακριές τρίχες των φοιτητών που άρχισαν να συγκεντρώνονται στις σχολές τους και να ζητάνε ελεύθερες εκλογές στους συλλόγους τους. Ο γύψος άρχισε να θρυμματίζεται. Τα τεθωρακισμένα στρατιωτικά οχήματα μπήκαν στα πανεπιστήμια. Νέα ονόματα προστέθηκαν στον μεγάλο κατάλογο των θυμάτων της βίας. Τα τελευταία, εύχονταν όλοι.
Από τον επόμενο κιόλας χρόνο, παράνομα ακόμη αφού πέρασαν πολλά χρόνια για να γίνει εκείνος ο ξεσηκωμός σχολική γιορτή και μέρα μνήμης, τα παιδιά του γυμνασίου άρχισαν να τιμούν την εξέγερση. Την ημέρα που συμπληρωνόταν χρόνος από τα αιματηρά γεγονότα που σήμαναν την αρχή της μεταπολίτευσης, οι μαθητές του γυμνασίου που στήθηκε στη θέση της φριχτής τούμπας των εκτελέσεων, πήραν τον δρόμο που οδηγούσε στο κέντρο της πόλης, τον ίδιο τον πανάρχαιο δρόμο που ένωνε την μεγάλη πολιτεία με όλον τον κόσμο και βουβοί πορεύτηκαν μέχρι το Πολυτεχνείο για ν’ αφήσουν λίγα λουλούδια.
Σ’ αυτήν την πορεία έσκυψε ένας μαθητής και έβγαλε από τα χώματα ένα χαλασμένο μικρό αυτοκινητάκι και το έσφιξε στην χούφτα του. Αργότερα, στο σπίτι του, το έβαψε με τα στρατιωτικά χρώματα της παραλλαγής και το φυλάει ακόμα στο συρτάρι του σαν ένα από τα πιο πολύτιμα προσωπικά του αντικείμενα.
Οι γύρω συνοικίες μεγάλωναν κι αυτές και άρχισαν να κτίζουν τα δικά τους σχολεία. Το γυμνάσιο άρχισε να ξεσκίζει τις σάρκες του. Πρώτα χωρίστηκε στα δύο, μετά χωρίστηκε σε γυμνάσιο και λύκειο, κατόπιν έπαψε να είναι αρρένων και έγινε μικτό, πιο ύστερα έπαψε να αριθμείται με τα σχολεία της μεγάλης πόλης αφού απέκτησε και η συνοικία τον δικό της κατάλογο σχολείων.
Οι θρυλικές αναμετρήσεις των δύο πρώτων κομματιών του, στο βόλεϊ και στα μονόζυγα της αυλής που άρχιζαν μόλις τελείωνε η πρωινή βάρδια του ενός σχολείου και τελείωναν μόλις άρχιζε η απογευματινή βάρδια του άλλου σχολείου, ανήκουν στο παρελθόν. Στο ίδιο παρελθόν που η διαδρομή από την μακρινή γειτονιά του μαθητή της διπλανής συνοικίας μέχρι το γυμνάσιο μετριόταν με τον χρόνο ζωής μιας σοκολάτας αμυγδάλου. Η ιεροτελεστία άρχιζε στο περίπτερο του δημόσιου δρόμου που ένωνε τις δύο συνοικίες, διαρκούσε σε όλον τον ποδαρόδρομο ανάμεσα στα τουρκόσπιτα που βρίσκονταν δίπλα στον χείμαρρο και τελείωνε στην αυλή του σχολείου. Τότε που ένα τελευταίο αμύγδαλο γυρόφερνε ανάμεσα στα δόντια μέχρι να διαβούν τα πόδια το κατώφλι και να πέσει η μοιραία δαγκωνιά που θα σήμαινε την έναρξη μιας ακόμη σχολικής ημέρας.
Ο μαθητής εκείνος που μάζεψε το αυτοκινητάκι και έγλειφε την σοκολάτα, μεγάλωσε πια, σπούδασε κι αυτός και τα ‘φερε έτσι η ζωή και βρέθηκε δάσκαλος στις ίδιες αίθουσες. Αναζήτησε με συγκίνηση ο,τιδήποτε θα του θύμιζε το παρελθόν. Κάποια φωτογραφία, ας πούμε. Και ανακάλυψε πως όλο το παρελθόν είχε καεί από κάποιον δημοκράτη συνάδελφο που δεν άντεχε να έχει ούτε στο συρτάρι του την φάτσα του χουντικού προκάτοχού του. Η δημοκρατική λαίλαπα που σάρωνε τα τελευταία χρόνια την χώρα, σάρωσε και τα χνάρια όλων των παιδιών που μεγάλωσαν στα δυτικά της μεγάλης πόλης, ξόρκισαν με την χαρά τους την φρίκη της τούμπας των εκτελέσεων και φώτισαν με τα ξυρισμένα κεφάλια τους τα σκοτάδια των σκούρων κουστουμιών και των μαύρων ματογυαλιών.
Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), την άνοιξη του 2003. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά.
Η περίοδος που διανύουμε είναι προεκλογική και κάποιοι ντούροι «δημοκράτες» και «δημοκράτισσες» μιλάνε με στόμφο για την παλιά αμετανόητη δεξιά υπερφαλαγγίζοντας ακόμη και μπαρουτοκαπνισμένους αριστερούς. Ένας τέτοιος «δημοκράτης» καθηγητής γυμνασίου κάνοντας, εκ των υστέρων, αντίσταση έκαψε και έσκισε όλο το φωτογραφικό αρχείο του Στ΄ Γυμνασίου Αρρένων με τις νίκες των αθλητών μαθητών, επειδή φαινόταν και ο χουντικός καθηγητής. Αυτός ο λαμπρός εκπαιδευτικός έγινε διευθυντής επί ΠΑΣΟΚ, συνεχίζει επί ΝΔ και διδάσκει ήθος και αδιαπραγμάτευτη σγωνιστικότητα.
Ας είναι αυτή η αναδημοσίευση, μια συμβολή στην αντιμετώπιση του δικομματισμού. Ψήφο σε κόμματα που δεν κινδυνεύουν, ακόμα, να κυβερνήσουν. Για να ισχυροποιήσουμε την μόνωση -κατά Λαζόπουλο, 4.9.2007- στο σπίτι μας αλλιώς θα μας πνίξει η διάβρωση και η σαπίλα των αυτοδύναμων.
Η φωτογραφία είναι από το Indymedia Athens
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)