Η «ντιζέζ» του Σάκη Σερέφα είναι ένα βιβλίο που μοσχοβολάει κέφι και ταλέντο.
Ο συγγραφέας στήνει ένα τρελό χορό με λέξεις που άλλες τις λέει κι άλλες τις κρύβει, με ανθρώπους που τους προικίζει με σουσούμια και γινάτια , με μια γλώσσα που αφηγείται και γητεύει.
Ένα τσαλίμι αλλιώτικο από τ’ άλλα, μια έντυπη δεξιοτεχνία, μαστοριά συγγραφική και δροσιά σχεδιαστική.
Μια αληθινή ιστορία, βγαλμένη μέσα από τη ζωή. Μια αληθινήζωή, βγαλμένη μέσα από τη συγγραφή.
Από τα λίγα βιβλία που ξεπερνούν το θέμα τους και αναδεικνύουν τη γραφή αυτή καθεαυτή, ντιζέζα μερακλού και καταφερτζού.
11/12/2006, προσθήκη εκ των υστέρων, αφού η τεχνολογία το επιτρέπει: Αλέξης Σταμάτης
Πέμπτη, Νοεμβρίου 23, 2006
Τετάρτη, Νοεμβρίου 01, 2006
Το πλαστικό μπουκάλι
Ο γλύπτης έστηνε στο πεζοδρόμιο, μπροστά από τη γαλακτοβιομηχανία, το τεράστιο γύψινο μπουκάλι, ομοίωμα του πλαστικού μπουκαλιού στο οποίο συσκευαζόταν το παστεριωμένο γάλα.
Το θρυλικό εκείνο μπουκάλι που γλίτωσε τις νοικοκυρές από τον βραχνά της επιστροφής του παλαιότερου γυάλινου αλλά και λιγόστεψε τις δουλειές των πλανόδιων γαλατάδων. Συνόδευε τις πρωινές τυρόπιτες και με τις δύο ποικιλίες του. Άσπρο και κακάο.
Οι μαθητές που κατευθύνονταν προς το μοναδικό γυμνάσιο των δυτικών συνοικιών, είχαν δει τον γλύπτη να εργάζεται σ’ εκείνο το γύψινο ομοίωμα που ήταν το πρώτο γλυπτό σε δημόσια θέα στη συνοικία. Οι ίδιοι μαθητές πρόλαβαν και την αποκαθήλωση.
Το πλαστικό βλάπτει σοβαρά την υγεία και η εταιρία διάλεξε μια χάρτινη συσκευασία σ’ ένα μακρόστενο σχήμα. Δεν χρειαζόταν πια γλύπτης. Ο τεχνίτης που τον αντικατέστησε κατέστρεφε τις λευκές καμπύλες και έστηνε στη θέση τους το επίπεδο σχήμα με το κόκκινο χρώμα. Το πλαστικό που έφυγε από τη συσκευασία μπήκε στο νέο κατασκεύασμα και του έδινε τη δυνατότητα να φωτίζεται από το εσωτερικό του. Ένα γλυπτό έφυγε, μια φωτεινή διαφήμιση ήρθε.
Σειρά να φύγει τελείως από την περιοχή είχε πια η ίδια η γαλακτοβιομηχανία. Το πλαστικό ομοίωμα της χάρτινης συσκευασίας ρήμαξε εγκαταλελειμμένο και έμεινε μόνο η τσιμεντένια βάση του. Όλο το κτιριακό συγκρότημα ήταν πια ένα θλιβερό κουφάρι που κρατούσε φυλακισμένη πολύτιμη γη. Μεγαλόσχημες εταιρίες, τράπεζες και επιτήδειοι εργολάβοι πολιορκούσαν τον δήμαρχο για να μπορέσουν να πατήσουν πόδι στο πιο γωνιακό μαγαζί της συνοικίας. Μιας συνοικίας που γέμισε με κόσμο αλλά δεν αξιώθηκε να τον κρατήσει στα μικρά καταστήματά της˙ τον έβλεπε να ξοδεύει τα χρήματά του στο κέντρο της πόλης. Μια αγορά. Να τι της έλειπε. Μ’ αυτήν την πρόταση γλύκαιναν τ’ αυτιά του δημάρχου οι καλοθελητές.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)