Την Τετάρτη17 Απριλίου 2013 έγινε στο βιβλιοπωλείο Πάπυρος στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης η παρουσίαση του ββιβλίου της Χαράς Ανδρεΐδου "Ημερολόγια διαδρομών".
Εκτός της συγγραφέως μίλησε ο Σπύρος Λαζαρίδης και αποσπάσματα διάβασε η ποιήτρια Ολυμπία Σταύρου. Η συγγραφέας δημοσίευσε στο προσωπικό της fb το κείμενο της παρουσίασης του ΣΛ. Το αναδημοσιεύω κι εγώ εδώ. Μια επίσκεψη στη σελίδα της Χαράς θα σας επιτρέψει να δείτε και τα σχόλια που τρύπωσαν κάτω από την ανάρτησή της.
Με πόσους τρόπους διαβάζεται η λογοτεχνία;
Με πόσους τρόπους γράφεται η λογοτεχνία;
Οι προφανείς απαντήσεις δεν είναι κατ’ ανάγκην και οι σωστές απαντήσεις. Ούτε διαβάζεται με τόσους τρόπους όσοι είναι και οι αναγνώστες της, ούτε γράφεται με τόσους τρόπους όσοι είναι και οι συγγραφείς της. Σχολές και ρεύματα διαμορφώνουν πρότυπα και μεθόδους γραφής που αντανακλούν στη μορφή και το περιεχόμενο του έργου, άρα οι τρόποι γραφής είναι λιγότεροι από τους συγγραφείς. Οι αναγνώσεις όμως είναι περισσότερες από τους αναγνώστες. Δεν διαβάζει με τον ίδιο τρόπο, ο ίδιος άνθρωπος, το ίδιο λογοτεχνικό έργο, επειδή απλούστατα δεν βρίσκεται πάντοτε με την ίδια διάθεση. Το ίδιο έργο, το προσλαμβάνει με άλλο τρόπο. Δηλαδή: αλλιώς μιλάει στην ψυχούλα του κάθε φορά. Και για να πούμε όλη την αλήθεια αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη διάθεση και την ψυχική κατάσταση του αναγνώστη.
«Ο κάμπος του Κιλκίς απλώνεται μπροστά τους. Προχωρημένος Οκτώβρης κι όμως η φύση αντιστέκεται σθεναρά στο φθινόπωρο που, όπως δείχνουν οι σελίδες του ημερολογίου, θα έπρεπε πια να έχει έρθει. Ο καιρός βγάζει ψεύτη το ημερολόγιο. Ο καιρός, τα δένδρα, ο ουρανός. Ο μήνας κοντεύει στο τέλος του, κι όμως νομίζεις πως μόλις πατήσαμε στο Σεπτέμβριο. Τα δένδρα, πράσινα ακόμα, στολισμένα με τα καλοκαιρινά τους φύλλα, θυμίζουν Ιούλιο, Αύγουστο. Ο ουρανός αψεγάδιαστος, καταγάλανος. Κάτι άσπρα, κάτασπρα συννεφάκια, ανάρια σαν αραιοπλεγμένη δαντέλα, είναι περισσότερο διακοσμητικά, απλώς και μόνο για να σπάει πού και πού αυτό το απέραντο, το μονότονο γαλάζιο που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας μήνες τώρα. Αποκλείεται αυτοί οι μικροί άσπροι λεκέδες, σκορπισμένοι από δω κι από κει, να αποφασίσουν κάποια στιγμή να σμίξουν, ν’ αγκαλιαστούν σφιχτά από αγάπη ή να μπλεχτούν μεταξύ τους από οργή κι έτσι, σμιχτά ο ένας πλάι στον άλλο, να ανοίξουν και να στάξει από μέσα τους η ευεργετική βροχή. Τα χωράφια καρτερούν διψασμένα, το χώμα ξεράθηκε κι έγινε σκληρό σαν την πέτρα, «μπετό σκέτο», έτσι λένε απαυδισμένοι οι αγρότες και το κλοτσάνε θυμωμένα, λες και φταίει το χώμα που ξεράθηκε, λες και φταίει το χώμα για την ανυδρία μηνών που δεν λέει πια να τελειώσει.» (σελ.11-12).
Ορίστε. Η φύση και τα γινάτια της διαψεύδουν το ημερολόγιο. Τι είναι όμως αυτή η παράγραφος που διαβάσαμε μόλις τώρα; Και τι μπορεί να πει στον καθένα μας; Και επίσης, ένα πιο βίαιο ερώτημα. Τι εξυπηρετεί αυτή η πρώτη παράγραφος σ’ ένα βιβλίο που διηγείται μιαν ιστορία σε 325 σελίδες; Σας βεβαιώ πως αν, αφού διαβάσετε όλο το βιβλίο της Χαράς Ανδρεΐδου, Ημερολόγια διαδρομών, και επιστρέψετε στην πρώτη αυτή παράγραφο, θα την διαβάσετε με τελείως διαφορετικό τρόπο. Αλλιώς θα σας μιλήσει. Τα μαγικά του συγγραφέα αποκαλύπτονται σε ανύποπτο χρόνο καθώς εξελίσσεται η ανάγνωση και η πλοκή. Και αυτές οι αποκαλύψεις είναι μία από τις γοητείες της καλής λογοτεχνίας. Που αποστρέφει το πρόσωπο από το προφανές και προβλέψιμο και ασχολείται με το καλυμμένο και απρόσμενο. Η πρώτη ανάγνωση δεν είναι και η μοναδική ανάγνωση. Το πρώτο επίπεδο δεν είναι και το μοναδικό επίπεδο. Αλλοίμονο στη λογοτεχνία που λέει ένα μόνο πράγμα, με έναν μόνο τρόπο.
Γιατί λοιπόν Οκτώβρης, γιατί σκληρό και άνυδρο Κιλκίς, γιατί τόση προσμονή, στην πρώτη κιόλας σελίδα, για την ευεργετική βροχή; Πόσες μορφές μπορεί να πάρει αυτή η ευεργετική βροχή στα εσώψυχα του καθενός;
«Το κόκκινο αυτοκίνητο με τις αφράτες καμπύλες διασχίζει με αργούς ρυθμούς την εθνική οδό που οδηγεί από τη Θεσσαλονίκη στο τελωνείο της Δοϊράνης και στα σύνορα με τα γειτονικά Σκόπια. Μέσα του κουβαλάει τέσσερις γυναίκες. Τέσσερις γυναίκες, τέσσερις άνθρωποι, τέσσερις ψυχές. Με κομμάτια ίδια και κομμάτια διαφορετικά. Με μια καθημερινότητα που τις ενώνει και τις χωρίζει, που τις ταυτίζει και τις διαφοροποιεί. Τέσσερις εκπαιδευτικοί, τέσσερις δασκάλες. Μένουν όλες στη Θεσσαλονίκη και διδάσκουν σε σχολεία σε διάφορα χωριά του νομού Κιλκίς. Η καθεμιά τους βιώνει μια διαφορετική προσωπική κατάσταση, έχει διαφορετικά ενδιαφέροντα, άλλες αγωνίες, διαφορετικές προσδοκίες από τη ζωή, από τους άλλους, από τον εαυτό της, από την κάθε μέρα. Κι όμως, πέντε μέρες την εβδομάδα, δυο ώρες κάθε μέρα, ανακαλύπτουν κοινά ενδιαφέροντα, κοινές αγωνίες, θέματα συζήτησης που δεν εξαντλούνται ποτέ, νέα πεδία ενδιαφερόντων που ξεφυτρώνουν χωρίς προσπάθεια μέσα στις ώρες της αναγκαστικής συνύπαρξης, του υποχρεωτικού συγχρωτισμού, της ακούσιας και εκούσιας φιλίας.» (σελ.12-13).
Αναγκαστική συνύπαρξη, υποχρεωτικός συγχρωτισμός, ακούσια και εκούσια φιλία. Αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πλαίσιο. Και χωράνε σ’ αυτό άπειρες εφαρμογές. Η φυλακή περιέχει αναγκαστική συνύπαρξη, υποχρεωτικό συγχρωτισμό, ακούσια και εκούσια φιλία. Και ο στρατός. Και τα ποικίλα ιδρύματα θεραπευτικού εγκλεισμού. Και τα οικοτροφεία. Και τα μοναστήρια. Όλα αυτά όμως αφήνουν στους ανθρώπους τους μιαν σχετική άνεση κινήσεων, όσο να πεις. Η Χαρά Ανδρεΐδου επιλέγει το πιο ασφυκτικό πλαίσιο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Το εσωτερικό ενός αυτοκινήτου. Με τις ηρωίδες της ακίνητες. Ποιες αισθήσεις αναπτύσσονται όταν ο χώρος σε περιορίζει; Η όραση, η όσφρηση. Ετοιμαζόμαστε λοιπόν, οι αναγνώστες, και περιμένουμε από τη συγγραφέα να μας οδηγήσει έξω από το κλειστοφοβικό πλαίσιο που υποψιαζόμαστε πως επιφυλάσσει για μας και πέφτουμε από έκπληξη σε έκπληξη καθώς ούτε μια στιγμή δεν καταλαβαίνουμε πως η πλοκή του βιβλίου εξελίσσεται ή τουλάχιστον γεννιέται στο εσωτερικό ενός μικρού αυτοκινήτου. Γιατί δεν το καταλαβαίνουμε; Επειδή αυτό είναι η καλή λογοτεχνία είπαμε. Που αποστρέφει το πρόσωπο από το προφανές, από το προβλέψιμο. Επειδή η Χαρά Ανδρεΐδου γράφει καλά!
«Θ’ αργήσουμε πάλι», λέει ξερά από τη θέση του συνοδηγού η Στέλλα, μια ψηλή, αδύνατη γυναίκα, με ίσιο τετραγωνισμένο καστανό μαλλί, άψογα φορμαρισμένο, που στέκεται σαν κράνος πάνω στο κεφάλι της και φθάνει ως τη βάση του ψηλού, σαν κύκνου, λαιμού της.(σελ.13)
Η Στέλλα λοιπόν. Ηρωίδα του μυθιστορήματος «Ημερολόγια διαδρομών». Η Στέλλα, της οποίας έχουμε μια πρώτη, εξωτερική περιγραφή. Είναι αυτή, στα χείλη της οποίας η συγγραφέας βάζει την πρώτη και την τελευταία φράση του βιβλίου. Και της οποίας τη ζωή θα μας την ξεδιπλώσει, σταδιακά, λίγο-λίγο, μέχρι να τελειώσουμε την ανάγνωση. Όπως καταλαβαίνετε, εδώ δεν βρισκόμαστε για να αποκαλύψουμε την πλοκή του βιβλίου. Αυτό είναι αναφαίρετο προνόμιο του αναγνώστη και της αναγνώστριας. Εδώ επιχειρούμε μια καταγραφή της δικής μου αναγνωστικής εμπειρίας ως παρότρυνση για να ξεκινήσει μια δική σας αναγνωστική περιπέτεια στον κόσμο της Χαράς Ανδρεΐδου. Η Στέλλα πάντως έχει έναν γιο στην εφηβεία και ζει μαζί του χωρίς άνδρα. Το αυτοκίνητο το οδηγεί η Κατερίνα. Παντρεμένη και με δυο κοριτσάκια και ευτυχισμένη αυτή.
«Τι να κάνω; Δεν βλέπεις που έχω κολλήσει πίσω απ’ αυτό το ηλίθιο φορτηγό και δεν μπορώ να το προσπεράσω με τίποτα;» της απαντάει νευριασμένα η Κατερίνα, που δικό της είναι το αυτοκίνητο με τις αφράτες καμπύλες. Αφράτες καμπύλες όπως και οι δικές της, ένα στρογγυλό πρόσωπο με φουντωτά σπαστά μαλλιά βαμμένα χαλκοκόκκινα, πλούσιο στήθος, στρογγυλεμένοι γοφοί, μια καμπύλη μονοκοντυλιά ολόκληρη.» (σελ.13)
Από το πίσω κάθισμα ακούγεται η φωνή της Μάρθας. Μόνη, κατάμονη. Μ’ έναν γάτο και έναν σύντροφο εκτός οικίας. Άφαντο όταν πεταρίζει η ψυχή ξαφνικά ένα βράδυ αναπάντεχο και η Μάρθα γέρνει για ένα χάδι ή για ένα βλέμμα.
«Ε, καλά, δεν χάλασε ο κόσμος κι αν αργήσουμε πέντε λεπτά!», υποστηρίζει ζωηρά η Μάρθα από το πίσω κάθισμα, γέρνοντας μπροστά. Με την κίνησή της αναδεύονται τα εκατοντάδες μπουκλάκια που στεφανώνουν το πρόσωπό της και πέφτουν άτακτα στους ώμους της. Μικρά σγουρά μπουκλάκια σε διάφορους τόνους του κόκκινου και του ξανθού, αναλόγως με το πού έχουν πιάσει οι ανταύγειες και πού φαίνεται το φυσικό, σκούρο καστανό μαλλί. Λαμποκοπάει και το στρασάκι που έχει περασμένο σαν σκουλαρίκι στο πλάι της μύτης της. "Μήπως δεν ξέρουν τι ταξίδι κάνουμε κάθε πρωί για να ‘ρθουμε μέχρι εδώ;", συμπληρώνει.» (σελ.13-14).
Θα χρειαστούμε λίγες σελίδες ακόμη για να συναντήσουμε την Ελένη. Είναι μαζί τους από την πρώτη στιγμή, αλλά η συγγραφέας μας την αποκαλύπτει τελευταία. Δίνει μια μάχη καθόλα γυναικεία. Θέλει να γίνει μητέρα και το προσπαθεί με εξωσωματική. Αυτές οι τέσσερις γυναίκες, άγνωστες μεταξύ τους μέχρι χθες, είναι η παρέα των συναδέλφων που πηγαινοέρχονται Θεσσαλονίκη-Κιλκίς.
«Είναι συνάδελφοι λοιπόν, όχι φίλες, αλλά αυτό είναι καλό. Και είναι αρκετό. Τις ικανοποιεί, τις καλύπτει, δεν θέλουν, δεν χρειάζονται να προχωρήσουν πιο πέρα. Δεν θέλουν να κουβαλήσουν αυτή τη σχέση πέρα από κει που είναι η θέση της, από κει που ανήκει. Δεν θέλουν να τη βάλουν μέσα στην υπόλοιπη ζωή τους, να διεκδικήσει χώρο, μια θέση μέσα στην οικογένεια, στην παρέα, στις κοινωνικές συναναστροφές. Ό,τι ξέρουν η μία για τη ζωή της άλλης είναι μέσα από τις διηγήσεις της καθεμιάς. Έχουν δει φωτογραφίες από τις κόρες της Κατερίνας κι έχουν ακούσει άπειρες ιστορίες για τις σκανταλιές τους, για τα νάζια και τα χάζια τους, για το πείσμα τους, τις δυσκολίες τους στο σχολείο, τον τρόπο τους να τουμπάρουν τον μπαμπά τους. Ξέρουν και για τη δύσκολη εφηβεία που περνάει ο γιός της Στέλλας, μιλάνε για τις εμμονές του, αναλύουν τις συμπεριφορές του, προβληματίζονται για την απάθεια και την απομόνωσή του. Γνωρίζουν με λεπτομέρειες το παρουσιαστικό, τη δουλειά, τις προτιμήσεις του άνδρα της Κατερίνας, της Ελένης, του πρώην άνδρα της Στέλλας, του άνδρα που πάει κι έρχεται στη ζωή της Μάρθας, αλλά μέχρι εκεί. Δεν τους έχουν συναντήσει στην πραγματικότητα, δεν έχουν πάει η μια στο σπίτι της άλλης, δεν έχουν βρεθεί σε κοινές παρέες, δεν έχουν καν πιεί έναν καφέ μαζί έξω από το αυτοκίνητο. Η επαφή τους περιορίζεται στις δυο ώρες διαδρομής κάθε μέρα, οι εξομολογήσεις τους σταματούν στα όρια της αποδεκτής κοινωνικής αποκάλυψης, η έγνοια της μιας για την άλλη έχει συγκεκριμένα όρια. Όχι ότι δεν νοιάζεται η μια για την άλλη, νοιάζεται, με ειλικρινές ενδιαφέρον, με άδολη διάθεση για βοήθεια, για συμπαράσταση, για στήριξη. Αλλά όσο κρατάει η διαδρομή, από τη Θεσσαλονίκη στα χωριά του Κιλκίς και πάλι πίσω, κι αυτό τους είναι αρκετό.» (σελ. 30-31).
Έχουμε και λέμε λοιπόν. Τοπίο, αυτοκίνητο, τέσσερις γυναίκες εκπαιδευτικοί άγνωστες μεταξύ τους. Οι πρώτες σελίδες του βιβλίου, ενώ προϊδεάζουν για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ενώ φαίνεται να ανοίγουν τα χαρτιά της συγγραφέως, ενώ μοιάζουν με αστυνομική ιστορία που ξεκινάει αποκαλύπτοντας τον ένοχο, δεν κάνουν αυτό ακριβώς. Κάνουν άλλα. Κρατούν, ακόμα, μακριά από το μυαλό του αναγνώστη την πλοκή του μυθιστορήματος.
Οι πρώτες σελίδες ενός βιβλίου, ακόμη πιο αυστηρά, οι πρώτες σελίδες ενός μυθιστορήματος είναι κρίσιμες. Έχουν το βαρύ φορτίο να κερδίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Δεν πρέπει να τον κουράσουν, δεν πρέπει να τον ξεγελάσουν. Γιατί λοιπόν οι πρώτες σελίδες της Χαράς Ανδρεΐδου, αφού δεν ξεδιπλώνουν κάποια εντυπωσιακά δεδομένα της πλοκής, τα καταφέρνουν μια χαρά στο να κερδίσουν τον αναγνώστη; Για τέσσερις λόγους:
Πρώτον: ο χρόνος. Τώρα. Σήμερα. Άρα καταστάσεις και πρόσωπα μάλλον αναγνωρίσιμα. Και καλό και κακό. Καλό επειδή ο αναγνώστης αισθάνεται πως θα κινηθεί σε οικείο περιβάλλον αλλά και κακό επειδή η συγγραφική πένα πρέπει να έχει μερικά καντάρια αξιοσύνης παραπάνω για να τα βγάλει πέρα με «την ιδίαν αντίληψιν επί του θέματος» του αναγνώστη. Η πένα της Χαράς τα διαθέτει.
Δεύτερον: ο τόπος. Το τοπίο. Μεταβαλλόμενο. Εξελισσόμενο στο χρόνο. Και προσέξτε. Το τοπίο, το περιβάλλον, η αύρα. Σ’ ένα ανθρωποκεντρικό μυθιστόρημα, σ’ ένα μυθιστόρημα όπου σε πολλές σελίδες καταγράφονται και περιγράφονται συναισθήματα, σκέψεις, όνειρα και ευχές, βιώματα και απωθημένα, δεν περιγράφεται σχολαστικά κανένα κατάλυμα, ούτε σπίτι, ούτε δωμάτιο, ούτε χώρος εργασίας, ούτε δρόμος και σοκάκι της πόλης όπου διαμένουν μόνιμα οι άνθρωποι του μυθιστορήματος, αλλά αναδεικνύεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια το τοπίο. Όχι αναγκαστικά οριοθετημένο. Δεν υπάρχουν τοπωνύμια, δεν υπάρχουν ιστορικές μνήμες, δεν αφήνεται ο νους να φύγει από αυτό που τα μάτια, τα δυο του προσώπου-τα μύρια της ψυχής, βλέπουν.
«Πέμπτη 7 Απριλίου
Η φύση ξυπνάει, τεντώνεται, τανιέται. Τινάζει από πάνω της τα υπόλευκα και τα γκρίζα, τα μουντά και τα υποτονικά, τα ακαθόριστα. Τα χρώματα αποκτούν υφή, υπόσταση, ταυτότητα ,αντιπαλεύουν με τις μυρωδιές, μάχονται ποιο θα κυριαρχήσει. Το τρυφερό πράσινο, το νεανικό, το ανοιχτόχρωμο, των φύλλων που μόλις ανοίγουν στον ήλιο καθώς ξεδιπλώνονται αργά μέσα από τα κουκούλια τους. Το πράσινο των νεαρών φύλλων ανταγωνίζεται τα απαλά χρώματα των λουλουδιών των δένδρων, που αργοπόρησαν να ανοίξουν και κρατούν ακόμα με ψυχή που τρέμει τα πανάλαφρα, τα αλαφροΐσκιωτα πέταλά τους. Και το πράσινο του νεαρού χόρτου, σιτάρια, κριθάρια, βρόμη, σίκαλη, μέσα σε τετραγωνισμένα χωράφια, παρέα με τα αγριόχορτα στις άκρες των δρόμων, αντιπαλεύουν κι ανταγωνίζονται το καφετί των χωμάτων, το καστανό της γης. Και η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, της γεμάτης υγρασία ατμόσφαιρας αντιπαλεύει με την υποψία της ευωδιάς των δενδρολούλουδων, με το βαρύ άρωμα της πασχαλιάς και της αγγελικής στα πάρκα, των νάρκισσων και των ζουμπουλιών στις γλάστρες και στους κήπους. Μια υποψία λουλουδιαστής ευωδιάς που υπόσχεται την άνοιξη που άργησε, την άνοιξη που δεν ήρθε ακόμα, Απρίλης μήνας και το Πάσχα προ των πυλών.» (σελ.199-200).
Τρίτον: το μέσον. Το αυτοκίνητο. Ο παρών-απών ήρωας. Χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε μυθιστόρημα. Δεν θα υπήρχε αυτό το μυθιστόρημα. Η παρουσία του όμως είναι διακριτική. Περνά απαρατήρητο. Όπως ένας πολύ καλός διαιτητής σ’ έναν αγώνα. Πρωταγωνιστές πρέπει να είναι οι αθλητές. Αυτός φροντίζει να υπάρξει ο αγώνας ώστε να διακριθούν αυτοί. Έτσι κι εδώ. Κανένας συμβολισμός, καμία διάθεση για συναισθηματικές επενδύσεις πάνω στο κατ’ εξοχήν καταναλωτικό αγαθό των ημερών μας. Απλώς όχημα. Μέσον εξυπηρέτησης. Τελεία και παύλα. Από αυτήν την άποψη, το μυθιστόρημα «Ημερολόγια διαδρομών» (με αυτοκίνητο εννοείται) θα πρέπει να καταγραφεί ως μνημείο αντιμετώπισης του αυτοκινήτου ως μέσου και όχι ως συμβόλου. Πιστέψτε με, δεν είναι καθόλου αυτονόητο.
Τέταρτον: οι άνθρωποι. Η καρδιά του μυθιστορήματος. Λοιπόν, ούτε πλούσιοι μεγιστάνες, ούτε μοιραίες γυναίκες, ούτε οιδιπόδεια συμπλέγματα, ούτε άνθρωποι του περιθωρίου, ούτε εγκλήματα, ούτε παχιά λόγια, ούτε βαθυστόχαστες αναλύσεις, ούτε αποφάσεις ζωής και θανάτου. Άνθρωποι δικοί μας, της δουλειάς και του μεροκάματου, με σώματα που πάλλονται και φθείρονται μακριά από τα λιπόσαρκα ανορεξικά, γυαλιστερά πρότυπα, ούτε θεληματικό πηγούνι στον άντρα, ούτε αβυσσαλέα ντεκολτέ στις γυναίκες, ούτε εκθαμβωτικές ομορφιές, ούτε ανελέητο σεξ. Όχι. Καθημερινοί, απλοί άνθρωποι που εργάζονται, που αγωνιούν, που χαίρονται, που αγαπούν, που θέλουν την κανονικότητα στη ζωή τους αλλά που θα τολμήσουν και να πετάξουν το βότσαλο που θα ταράξει τα νερά της λίμνης τους.
Και αρχίζει επιτέλους η πλοκή. Η Ελένη, τη θυμάστε που εμφανίστηκε τελευταία στις πρώτες σελίδες; Φεύγει πρώτη. Επαπειλούμενη εγκυμοσύνη αφού η εξωσωματική αυτή τη φορά απέδωσε καρπούς και αντικατάστασή της στην εργασία της από άλλο συνάδελφο. Στο βιβλίο αυτό, αποτυπώνονται ιδιαιτερότητες της σύγχρονης ζωής, είτε αφορούν στην καθημερινότητα όλων μας (όλοι οι ήρωες έχουν αυτοκίνητο και γνωρίζουν να το χρησιμοποιούν, έχουν κινητά και μιλούν με τις ώρες στο τηλέφωνο, κρατούν ακόμα κοινωνικές-οικογενειακές συμβάσεις ιδιαίτερα στις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα), είτε αφορούν στο εργασιακό περιβάλλον (αντικατάσταση εκπαιδευτικού στη μέση της σχολικής χρονιάς και δυο και τρεις φορές, εργασία μακριά από τον τόπο κατοικίας, δεύτερη απασχόληση έστω και ως χόμπι). Στη θέση της Ελένης έρχεται ο Γιάννης. Όλα πλέον θα αλλάξουν. Δεν γίνεται αλλιώς. Πριν ακόμα μπει την παρέα τους ήξεραν όλες τους το χαμόγελό του από τις επισκέψεις τους στα γραφεία της Διεύθυνσης όπου εργαζόταν έως ότου κληθεί να αντικαταστήσει την Ελένη. Από τα πρώτα που αναδεικνύονται μετά την ένταξή του στην παρέα είναι η έφεσή του για την επαφή, το άγγιγμα.
«Μια καλή κουβέντα για όλες, ένα κομπλιμέντο για όλες, ένα άγγιγμα για όλες. Αυτή η συνήθειά του να τις αγγίζει τις ταράζει και τις ευχαριστεί. Για τον Γιάννη είναι πολύ φυσιολογικό να απλώσει το χέρι του και ν’ αγγίξει το αυτί της μίας για να δει καλύτερα το σκουλαρίκι της, να τραβήξει τα μαλλιά της άλλης πίσω για να βλέπει το πρόσωπό της όταν μιλάει, να κρατήσει την παλάμη της στο χέρι του για να θαυμάσει το δαχτυλίδι της, να της σφίξει το μπράτσο, να την αγγίξει στον ώμο ή στο γόνατο. Μικρές, φυσιολογικές κινήσεις ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν οικειότητα ή ανάμεσα σε ανθρώπους του ίδιου φύλου, σε γυναίκες κυρίως, παράξενες όμως, αταξινόμητες, απροσδόκητες όταν γίνονται από έναν άνδρα για μια γυναίκα, μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο σχέσης σαν το δικό τους, μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Παράξενες και γι αυτό ξεχωριστές, και σίγουρα καλοδεχούμενες. Και οι τρεις τους τις επιθυμούν και εφευρίσκουν τρόπους για να προκαλέσουν αυτό το άγγιγμα, αυτή τη φευγαλέα αίσθηση της ζέστης της σάρκας, τη μικρή ανατριχίλα που τις κυριεύει και που προσπαθούν με κάθε τρόπο να κρύψουν. Ξέρουν, έχουν καταλάβει ότι αυτά τα αγγίγματα για κείνον δεν σημαίνουν κάτι διαφορετικό, δεν είναι καμουφλαρισμένα μηνύματα, δεν κουβαλούν πίσω τους υπαινιγμούς, προτροπές και προσκλήσεις. Έχουν καταλάβει ότι αυτός είναι ο τρόπος του, με την αφή, να πλησιάζει τους ανθρώπους, να επικοινωνεί μαζί τους, να τους νιώθει. Εξάλλου το ίδιο κάνει και με τον εαυτό του. Χαϊδεύεται συνεχώς. Σαν ένας γάτος που φροντίζει ολημερίς τη γούνα του, περνάει συνεχώς τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, τρίβει το πηγούνι του, τρίβει τον αυχένα του, παίζει με τα δάχτυλά του. Τη στιγμή που μιλάει, που ακούει, που βλέπει έξω, το κάνει αφηρημένα, χωρίς να το συνειδητοποιεί, χαϊδεύει τον εαυτό του. Τον βλέπουν και γεννιέται μέσα τους μια αβάσταχτη τρυφερότητα γι’ αυτόν τον άνδρα, μια έντονη παρόρμηση ν’ απλώσουν το χέρι, να χαϊδέψουν αυτές τα σπαστά μαλλιά, το αξύριστο μάγουλο, τη ζεστή παλάμη. Πώς να το κάνουν όμως; Ξορκίζουν την επιθυμία τους μέσα από αστειότητες και πειράγματα.» (σελ. 65-66).
Η λογοτεχνία την οποία υπηρετεί το βιβλίο της Χαράς Ανδρεΐδου είναι η λογοτεχνία για το υπαρκτό, το σημερινό, το «εν εξελίξει». Υπάρχουν σημεία διάσπαρτα στις σελίδες των «Ημερολογίων» τα οποία μπορούν να αποτελέσουν εξαιρετικό υλικό για τον ιστορικό του μέλλοντος αν αυτόν θα τον ενδιαφέρουν συμπεριφορές και συναισθήματα. Μια υπηρεσιακή διαδρομή με υποχρεωτικό συγχρωτισμό μετατρέπεται αίφνης σε μια άμιλλα αισθησιασμού και πρόκλησης. Η παρουσία του άντρα επέδρασε στον τρόπο ντυσίματος των γυναικών, μπήκαν νέα ζητήματα στην καθημερινή κουβέντα. Ήδη η συναδελφικότητα των αγνώστων πρωτύτερα συνεπιβατών εξελίχθηκε σε φιλία. Και όσο ήταν φιλία μεταξύ γυναικών μπορούσαν να επιδίδονται και σε κοσμικά κουτσομπολιά ή να ασχολούνται με γεγονότα που βρίσκονται πιο κοντά σε μιαν ανάλαφρη αντιμετώπιση η οποία να αντισταθμίζει το βάρος της καθημερινής οδήγησης και τη ρουτίνα της δίωρης διαδρομής. Όπως άλλωστε κι αν ήταν αποκλειστικά αντρική συντροφιά. Φανταστείτε λοιπόν την αναζωογονητική αύρα που χαϊδεύει τα κορμιά τους ολόκληρα όταν ακούγονται μέσα στο αυτοκίνητο διάλογοι σαν αυτούς που ακολουθούν.
«Ποια μορφή μπορεί να παίρνει η αγάπη, η φιλία ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα;
«Κάθε μορφή», επιμένει ο Γιάννης. «Γιατί να πρέπει να υπάρχει ένα συγκεκριμένο μοντέλο και μόνο μέσα στο πλαίσιό του να επιτρέπεται να κινούμαστε; Η αγάπη, η φιλία ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα μπορεί να πάρει κάθε μορφή, ακόμα κι αυτή της ερωτικής επαφής, της συνουσίας, του σεξ».
Έχει έναν ελαστικό τρόπο να βλέπει τα πράγματα, σαν μια ομπρέλα που απλώνει και απλώνει και μπορεί να τα χωρέσει όλα από κάτω της, φυσικά, αβίαστα, χωρίς περιττούς προβληματισμούς. Και ακόμα κι αν το μυαλό σου, οι εμπειρίες σου, η κοινή λογική, η συσσωρευμένη γνώση της ανθρωπότητας σού λέει το αντίθετο, τελικά δεν μπορείς να αντισταθείς στη γοητευτική απλοϊκότητα της σκέψης του. Τελικά υποκύπτεις. Και οι τρεις γυναίκες θέλουν να υποκύψουν. Ωστόσο δεν μπορούν, όχι τόσο εύκολα, όχι αμαχητί, χωρίς να παλέψουν πρώτα για την τιμή των όπλων. Μόνο γι’ αυτήν.
«Δεν είναι τόσο απλό», του λέει η Στέλλα. «Δεν μπορούν δυο φίλοι, ένας άνδρας και μια γυναίκα, να κάνουν και έρωτα. Η σαρκική επαφή θέτει άλλες παραμέτρους, βάζει τη σχέση σε άλλο πλαίσιο».
«Η σαρκική επαφή», επαναλαμβάνει στωικά ο Γιάννης. «Δηλαδή αν εσύ χρειάζεσαι μια αγκαλιά κι εγώ σ’ αγκαλιάσω, αυτό δεν είναι σαρκική επαφή, Στέλλα μου;», τη ρωτάει κοιτάζοντας την στα μάτια, σίγουρος ότι μπορεί να συντρίψει τις αντιστάσεις της.
Η Στέλλα ανατριχιάζει στη σκέψη της αγκαλιάς, της αίσθησης από την αγκαλιά του που εκείνη τη στιγμή τής φαίνεται το πιο επιθυμητό καταφύγιο στον κόσμο. Ανατριχιάζει, παίρνει μια βαθιά ανάσα, συνέρχεται, ανασυντάσσεται.
«Μια αγκαλιά είναι μόνο μια αγκαλιά, δεν είναι σαρκική επαφή. Μια αγκαλιά τη χαρίζουμε όλοι σε όλους».
«Κι αν μαζί με την αγκαλιά σού χαϊδέψω και τα μαλλιά; Αν σου δώσω κι ένα φιλί στο μάγουλο; Αν σε σφίξω πάνω μου γιατί τρέμεις και το έχεις ανάγκη; Αν σου ψιθυρίσω καθησυχαστικά λόγια στο αυτί για να σε ηρεμήσω; Ποια είναι η διαφορά από τη σαρκική επαφή; Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στη σαρκική και τη φιλική επαφή;» Ακούγεται τόσο σίγουρος γι’ αυτά που λέει!
«Δεν πρέπει να υπάρχουν κάποια όρια, κάποιο πλαίσιο;», τολμά μια τελευταία προσπάθεια αμφισβήτησης.
«Τα όρια είναι κάτι πολύ προσωπικό, δεν ορίζονται a priori. Τα όρια ανάμεσα σε δυο ανθρώπους ορίζονται μόνο από τους ίδιους και αίρονται ξανά και ξανά, μόνο από τους ίδιους, μέσα από τις καταστάσεις που ζουν. Πώς να αρνηθώ το φιλί, την αγκαλιά, τον έρωτα σε μια γυναίκα που την αγαπάω και που μου τα ζητάει, που μου δείχνει ότι τα έχει ανάγκη, ότι θα την ανακουφίσουν; Πώς να αρνηθώ τον εαυτό μου σε μια φίλη που με χρειάζεται, με όποια μορφή κι αν με ζητάει; Αν ζητούσες την αγκαλιά μου, Στέλλα μου, ή η Μάρθα ή η Κατερίνα, θα έπρεπε να σας την αρνηθώ; Ή αν την ζητούσα εγώ από κάποια από σας, θα μου την αρνιόσαστε;»
Εξακολουθεί να την κοιτάζει στα μάτια, στρέφει και κοιτάζει και την Κατερίνα που κάθεται μαζί της στο πίσω κάθισμα και τη Μάρθα που οδηγεί δίπλα του. Τις κοιτάζει και τις τρεις κι εκείνες προσπαθούν να κρύψουν το τρέμουλό τους, το ανατρίχιασμα του κορμιού, το πετάρισμα της ψυχής στις εικόνες και στις αισθήσεις που γέννησαν μέσα τους τα λόγια του.
«Λες δηλαδή πως δυο φίλοι, ένας άνδρας και μια γυναίκα, μπορούν να κάνουν και έρωτα;», αναλαμβάνει η Κατερίνα να σπάσει τη σιωπή, να προφέρει εκείνη τις πολυαγαπημένες λέξεις.
«Λέω πως μπορούν να κάνουν ό,τι νομίζουν, ό,τι νιώθουν πως το χρειάζονται, πως τους ευχαριστεί και τους ανακουφίζει. Αρκεί να συναινούν και οι δύο σ’ αυτό. Δεν υπάρχουν στεγανά ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που αγαπιούνται. Και η αγάπη δεν περιορίζεται μόνο ανάμεσα σε δυο εραστές. Και γιατί δυο εραστές πρέπει να είναι και φίλοι ενώ δυο φίλοι δεν επιτρέπεται να είναι και εραστές; Το κορμί είναι μόνο η αφορμή, όπως λέει και ο ποιητής. Η αφορμή για να νιώσεις πιο κοντά σου τον άλλο», της απαντάει με σταθερή, πειστική φωνή.
…………………………………………………………………………..
Είναι τόσο δύσκολο να τον αντικρούσεις! Κι όμως πρέπει. Η Στέλλα, η Κατερίνα νιώθουν τα θεμέλια των κόσμων τους, των αρχών τους, των βεβαιοτήτων τους να τραντάζονται συθέμελα, να κλυδωνίζονται. Δεν μπορούν να παραδοθούν σ’ αυτήν την ανατρεπτική αλήθεια!
«Κι αν ο ένας από τους δυο παρεξηγήσει αυτήν την εκδήλωση αγάπης προς το μέρος του;» παίρνει τη σκυτάλη η Κατερίνα. «Αν δεν μπορεί να κατανοήσει, να δεχτεί το δικό σου τρόπο σκέψης και έκφρασης;»
«Μιλάμε για δυο ανθρώπους που ξέρουν ο ένας τον άλλο, που σέβονται και αποδέχονται ο ένας τον άλλον. Αλλιώς δεν θα είναι καταρχήν φίλοι», ο Γιάννης λέει το δικό του αυτονόητο ανασηκώνοντας τους ώμους και ανοίγοντας τα χέρια του. «Και στο τέλος, αν δεν μπορούν να το χειριστούν, κάτι λέει αυτό για τη σχέση τους, για τον τρόπο που μπορούν ή δεν μπορούν να προχωρήσουν παρακάτω. Αν όμως αποδέχονται ο ένας τον άλλο και μπορούν και χωράνε και τον έρωτα στη σχέση τους…». Σταματάει για λίγο, δείχνει να αναλογίζεται. «Δεν μπορούμε να ζούμε συνεχώς με το φόβο της απώλειας των άλλων», λέει στο τέλος σιγανά, σαν να μιλάει στον εαυτό του. «Πρέπει να ορίζουμε αυτό που είμαστε και οι άλλοι ας μας δεχτούν ή ας μας απορρίψουν». (σελ.180-184).
Οι αλλαγές που γίνονται στις γυναίκες μα και στον άντρα δεν εξαντλούνται σε λεπτομέρειες της εξωτερικής εμφάνισης ή σε ενδοσκοπήσεις στους εαυτούς τους οποίους είχαν αφήσει στην αδράνεια της ρουτίνας. Τα βοτσαλάκια στις λίμνες τους έκαναν το θαύμα τους και η συγγραφέας μας το αποκαλύπτει με υπομονή και μαστοριά για όλους τους. Δεν έχει κανένα νόημα η καταγραφή των λεπτομερειών σ’ αυτήν την παρουσίαση. Η περιπέτεια της ανάγνωσης δεν αντικαθίσταται με καμία περιγραφή κανενός. Ό,τι γράφτηκε γράφτηκε για να διαβαστεί απ’ ευθείας από τον αναγνώστη και όχι δι’ αντιπροσώπου. «Ημερολόγια διαδρομών» λέγεται το βιβλίο, Χαρά Ανδρεΐδου η συγγραφέας και είναι μεγάλη μου χαρά που μίλησα γι’ αυτό. Με όσα είπα θέλησα, αν και δεν το είχε καμία ανάγκη ούτε το βιβλίο ούτε η συγγραφέας, να εντάξω τα «Ημερολόγια» στη λογοτεχνία που της αξίζει να διαβαστεί. Κι ο καθένας και η κάθε μία ας πάρουν την έκφραση που θέλουν όταν κλείσουν το βιβλίο έχοντας φτάσει στην τελευταία του αράδα. Κάτι μου λέει πως θα είναι έκφραση ικανοποίησης και έντασης. Όχι απαραίτητα λόγω αποδοχής και συμφωνίας με όσα και όπως η συγγραφέας κατέθεσε. Αλλά λόγω ειλικρίνειας στη γραφή της, τόλμης στον τρόπο που επέλεξε να κυλήσει την ιστορία της και ικανότητας να μιλήσει για το καθημερινό με την αισθαντικότητα και τη σοβαρότητα που του αρμόζουν και που δεν του την χαλαλίζουμε συνήθως.
Εκτός της συγγραφέως μίλησε ο Σπύρος Λαζαρίδης και αποσπάσματα διάβασε η ποιήτρια Ολυμπία Σταύρου. Η συγγραφέας δημοσίευσε στο προσωπικό της fb το κείμενο της παρουσίασης του ΣΛ. Το αναδημοσιεύω κι εγώ εδώ. Μια επίσκεψη στη σελίδα της Χαράς θα σας επιτρέψει να δείτε και τα σχόλια που τρύπωσαν κάτω από την ανάρτησή της.
Με πόσους τρόπους διαβάζεται η λογοτεχνία;
Με πόσους τρόπους γράφεται η λογοτεχνία;
Οι προφανείς απαντήσεις δεν είναι κατ’ ανάγκην και οι σωστές απαντήσεις. Ούτε διαβάζεται με τόσους τρόπους όσοι είναι και οι αναγνώστες της, ούτε γράφεται με τόσους τρόπους όσοι είναι και οι συγγραφείς της. Σχολές και ρεύματα διαμορφώνουν πρότυπα και μεθόδους γραφής που αντανακλούν στη μορφή και το περιεχόμενο του έργου, άρα οι τρόποι γραφής είναι λιγότεροι από τους συγγραφείς. Οι αναγνώσεις όμως είναι περισσότερες από τους αναγνώστες. Δεν διαβάζει με τον ίδιο τρόπο, ο ίδιος άνθρωπος, το ίδιο λογοτεχνικό έργο, επειδή απλούστατα δεν βρίσκεται πάντοτε με την ίδια διάθεση. Το ίδιο έργο, το προσλαμβάνει με άλλο τρόπο. Δηλαδή: αλλιώς μιλάει στην ψυχούλα του κάθε φορά. Και για να πούμε όλη την αλήθεια αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη διάθεση και την ψυχική κατάσταση του αναγνώστη.
«Ο κάμπος του Κιλκίς απλώνεται μπροστά τους. Προχωρημένος Οκτώβρης κι όμως η φύση αντιστέκεται σθεναρά στο φθινόπωρο που, όπως δείχνουν οι σελίδες του ημερολογίου, θα έπρεπε πια να έχει έρθει. Ο καιρός βγάζει ψεύτη το ημερολόγιο. Ο καιρός, τα δένδρα, ο ουρανός. Ο μήνας κοντεύει στο τέλος του, κι όμως νομίζεις πως μόλις πατήσαμε στο Σεπτέμβριο. Τα δένδρα, πράσινα ακόμα, στολισμένα με τα καλοκαιρινά τους φύλλα, θυμίζουν Ιούλιο, Αύγουστο. Ο ουρανός αψεγάδιαστος, καταγάλανος. Κάτι άσπρα, κάτασπρα συννεφάκια, ανάρια σαν αραιοπλεγμένη δαντέλα, είναι περισσότερο διακοσμητικά, απλώς και μόνο για να σπάει πού και πού αυτό το απέραντο, το μονότονο γαλάζιο που κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας μήνες τώρα. Αποκλείεται αυτοί οι μικροί άσπροι λεκέδες, σκορπισμένοι από δω κι από κει, να αποφασίσουν κάποια στιγμή να σμίξουν, ν’ αγκαλιαστούν σφιχτά από αγάπη ή να μπλεχτούν μεταξύ τους από οργή κι έτσι, σμιχτά ο ένας πλάι στον άλλο, να ανοίξουν και να στάξει από μέσα τους η ευεργετική βροχή. Τα χωράφια καρτερούν διψασμένα, το χώμα ξεράθηκε κι έγινε σκληρό σαν την πέτρα, «μπετό σκέτο», έτσι λένε απαυδισμένοι οι αγρότες και το κλοτσάνε θυμωμένα, λες και φταίει το χώμα που ξεράθηκε, λες και φταίει το χώμα για την ανυδρία μηνών που δεν λέει πια να τελειώσει.» (σελ.11-12).
Ορίστε. Η φύση και τα γινάτια της διαψεύδουν το ημερολόγιο. Τι είναι όμως αυτή η παράγραφος που διαβάσαμε μόλις τώρα; Και τι μπορεί να πει στον καθένα μας; Και επίσης, ένα πιο βίαιο ερώτημα. Τι εξυπηρετεί αυτή η πρώτη παράγραφος σ’ ένα βιβλίο που διηγείται μιαν ιστορία σε 325 σελίδες; Σας βεβαιώ πως αν, αφού διαβάσετε όλο το βιβλίο της Χαράς Ανδρεΐδου, Ημερολόγια διαδρομών, και επιστρέψετε στην πρώτη αυτή παράγραφο, θα την διαβάσετε με τελείως διαφορετικό τρόπο. Αλλιώς θα σας μιλήσει. Τα μαγικά του συγγραφέα αποκαλύπτονται σε ανύποπτο χρόνο καθώς εξελίσσεται η ανάγνωση και η πλοκή. Και αυτές οι αποκαλύψεις είναι μία από τις γοητείες της καλής λογοτεχνίας. Που αποστρέφει το πρόσωπο από το προφανές και προβλέψιμο και ασχολείται με το καλυμμένο και απρόσμενο. Η πρώτη ανάγνωση δεν είναι και η μοναδική ανάγνωση. Το πρώτο επίπεδο δεν είναι και το μοναδικό επίπεδο. Αλλοίμονο στη λογοτεχνία που λέει ένα μόνο πράγμα, με έναν μόνο τρόπο.
Γιατί λοιπόν Οκτώβρης, γιατί σκληρό και άνυδρο Κιλκίς, γιατί τόση προσμονή, στην πρώτη κιόλας σελίδα, για την ευεργετική βροχή; Πόσες μορφές μπορεί να πάρει αυτή η ευεργετική βροχή στα εσώψυχα του καθενός;
«Το κόκκινο αυτοκίνητο με τις αφράτες καμπύλες διασχίζει με αργούς ρυθμούς την εθνική οδό που οδηγεί από τη Θεσσαλονίκη στο τελωνείο της Δοϊράνης και στα σύνορα με τα γειτονικά Σκόπια. Μέσα του κουβαλάει τέσσερις γυναίκες. Τέσσερις γυναίκες, τέσσερις άνθρωποι, τέσσερις ψυχές. Με κομμάτια ίδια και κομμάτια διαφορετικά. Με μια καθημερινότητα που τις ενώνει και τις χωρίζει, που τις ταυτίζει και τις διαφοροποιεί. Τέσσερις εκπαιδευτικοί, τέσσερις δασκάλες. Μένουν όλες στη Θεσσαλονίκη και διδάσκουν σε σχολεία σε διάφορα χωριά του νομού Κιλκίς. Η καθεμιά τους βιώνει μια διαφορετική προσωπική κατάσταση, έχει διαφορετικά ενδιαφέροντα, άλλες αγωνίες, διαφορετικές προσδοκίες από τη ζωή, από τους άλλους, από τον εαυτό της, από την κάθε μέρα. Κι όμως, πέντε μέρες την εβδομάδα, δυο ώρες κάθε μέρα, ανακαλύπτουν κοινά ενδιαφέροντα, κοινές αγωνίες, θέματα συζήτησης που δεν εξαντλούνται ποτέ, νέα πεδία ενδιαφερόντων που ξεφυτρώνουν χωρίς προσπάθεια μέσα στις ώρες της αναγκαστικής συνύπαρξης, του υποχρεωτικού συγχρωτισμού, της ακούσιας και εκούσιας φιλίας.» (σελ.12-13).
Αναγκαστική συνύπαρξη, υποχρεωτικός συγχρωτισμός, ακούσια και εκούσια φιλία. Αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πλαίσιο. Και χωράνε σ’ αυτό άπειρες εφαρμογές. Η φυλακή περιέχει αναγκαστική συνύπαρξη, υποχρεωτικό συγχρωτισμό, ακούσια και εκούσια φιλία. Και ο στρατός. Και τα ποικίλα ιδρύματα θεραπευτικού εγκλεισμού. Και τα οικοτροφεία. Και τα μοναστήρια. Όλα αυτά όμως αφήνουν στους ανθρώπους τους μιαν σχετική άνεση κινήσεων, όσο να πεις. Η Χαρά Ανδρεΐδου επιλέγει το πιο ασφυκτικό πλαίσιο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Το εσωτερικό ενός αυτοκινήτου. Με τις ηρωίδες της ακίνητες. Ποιες αισθήσεις αναπτύσσονται όταν ο χώρος σε περιορίζει; Η όραση, η όσφρηση. Ετοιμαζόμαστε λοιπόν, οι αναγνώστες, και περιμένουμε από τη συγγραφέα να μας οδηγήσει έξω από το κλειστοφοβικό πλαίσιο που υποψιαζόμαστε πως επιφυλάσσει για μας και πέφτουμε από έκπληξη σε έκπληξη καθώς ούτε μια στιγμή δεν καταλαβαίνουμε πως η πλοκή του βιβλίου εξελίσσεται ή τουλάχιστον γεννιέται στο εσωτερικό ενός μικρού αυτοκινήτου. Γιατί δεν το καταλαβαίνουμε; Επειδή αυτό είναι η καλή λογοτεχνία είπαμε. Που αποστρέφει το πρόσωπο από το προφανές, από το προβλέψιμο. Επειδή η Χαρά Ανδρεΐδου γράφει καλά!
«Θ’ αργήσουμε πάλι», λέει ξερά από τη θέση του συνοδηγού η Στέλλα, μια ψηλή, αδύνατη γυναίκα, με ίσιο τετραγωνισμένο καστανό μαλλί, άψογα φορμαρισμένο, που στέκεται σαν κράνος πάνω στο κεφάλι της και φθάνει ως τη βάση του ψηλού, σαν κύκνου, λαιμού της.(σελ.13)
Η Στέλλα λοιπόν. Ηρωίδα του μυθιστορήματος «Ημερολόγια διαδρομών». Η Στέλλα, της οποίας έχουμε μια πρώτη, εξωτερική περιγραφή. Είναι αυτή, στα χείλη της οποίας η συγγραφέας βάζει την πρώτη και την τελευταία φράση του βιβλίου. Και της οποίας τη ζωή θα μας την ξεδιπλώσει, σταδιακά, λίγο-λίγο, μέχρι να τελειώσουμε την ανάγνωση. Όπως καταλαβαίνετε, εδώ δεν βρισκόμαστε για να αποκαλύψουμε την πλοκή του βιβλίου. Αυτό είναι αναφαίρετο προνόμιο του αναγνώστη και της αναγνώστριας. Εδώ επιχειρούμε μια καταγραφή της δικής μου αναγνωστικής εμπειρίας ως παρότρυνση για να ξεκινήσει μια δική σας αναγνωστική περιπέτεια στον κόσμο της Χαράς Ανδρεΐδου. Η Στέλλα πάντως έχει έναν γιο στην εφηβεία και ζει μαζί του χωρίς άνδρα. Το αυτοκίνητο το οδηγεί η Κατερίνα. Παντρεμένη και με δυο κοριτσάκια και ευτυχισμένη αυτή.
«Τι να κάνω; Δεν βλέπεις που έχω κολλήσει πίσω απ’ αυτό το ηλίθιο φορτηγό και δεν μπορώ να το προσπεράσω με τίποτα;» της απαντάει νευριασμένα η Κατερίνα, που δικό της είναι το αυτοκίνητο με τις αφράτες καμπύλες. Αφράτες καμπύλες όπως και οι δικές της, ένα στρογγυλό πρόσωπο με φουντωτά σπαστά μαλλιά βαμμένα χαλκοκόκκινα, πλούσιο στήθος, στρογγυλεμένοι γοφοί, μια καμπύλη μονοκοντυλιά ολόκληρη.» (σελ.13)
Από το πίσω κάθισμα ακούγεται η φωνή της Μάρθας. Μόνη, κατάμονη. Μ’ έναν γάτο και έναν σύντροφο εκτός οικίας. Άφαντο όταν πεταρίζει η ψυχή ξαφνικά ένα βράδυ αναπάντεχο και η Μάρθα γέρνει για ένα χάδι ή για ένα βλέμμα.
«Ε, καλά, δεν χάλασε ο κόσμος κι αν αργήσουμε πέντε λεπτά!», υποστηρίζει ζωηρά η Μάρθα από το πίσω κάθισμα, γέρνοντας μπροστά. Με την κίνησή της αναδεύονται τα εκατοντάδες μπουκλάκια που στεφανώνουν το πρόσωπό της και πέφτουν άτακτα στους ώμους της. Μικρά σγουρά μπουκλάκια σε διάφορους τόνους του κόκκινου και του ξανθού, αναλόγως με το πού έχουν πιάσει οι ανταύγειες και πού φαίνεται το φυσικό, σκούρο καστανό μαλλί. Λαμποκοπάει και το στρασάκι που έχει περασμένο σαν σκουλαρίκι στο πλάι της μύτης της. "Μήπως δεν ξέρουν τι ταξίδι κάνουμε κάθε πρωί για να ‘ρθουμε μέχρι εδώ;", συμπληρώνει.» (σελ.13-14).
Θα χρειαστούμε λίγες σελίδες ακόμη για να συναντήσουμε την Ελένη. Είναι μαζί τους από την πρώτη στιγμή, αλλά η συγγραφέας μας την αποκαλύπτει τελευταία. Δίνει μια μάχη καθόλα γυναικεία. Θέλει να γίνει μητέρα και το προσπαθεί με εξωσωματική. Αυτές οι τέσσερις γυναίκες, άγνωστες μεταξύ τους μέχρι χθες, είναι η παρέα των συναδέλφων που πηγαινοέρχονται Θεσσαλονίκη-Κιλκίς.
«Είναι συνάδελφοι λοιπόν, όχι φίλες, αλλά αυτό είναι καλό. Και είναι αρκετό. Τις ικανοποιεί, τις καλύπτει, δεν θέλουν, δεν χρειάζονται να προχωρήσουν πιο πέρα. Δεν θέλουν να κουβαλήσουν αυτή τη σχέση πέρα από κει που είναι η θέση της, από κει που ανήκει. Δεν θέλουν να τη βάλουν μέσα στην υπόλοιπη ζωή τους, να διεκδικήσει χώρο, μια θέση μέσα στην οικογένεια, στην παρέα, στις κοινωνικές συναναστροφές. Ό,τι ξέρουν η μία για τη ζωή της άλλης είναι μέσα από τις διηγήσεις της καθεμιάς. Έχουν δει φωτογραφίες από τις κόρες της Κατερίνας κι έχουν ακούσει άπειρες ιστορίες για τις σκανταλιές τους, για τα νάζια και τα χάζια τους, για το πείσμα τους, τις δυσκολίες τους στο σχολείο, τον τρόπο τους να τουμπάρουν τον μπαμπά τους. Ξέρουν και για τη δύσκολη εφηβεία που περνάει ο γιός της Στέλλας, μιλάνε για τις εμμονές του, αναλύουν τις συμπεριφορές του, προβληματίζονται για την απάθεια και την απομόνωσή του. Γνωρίζουν με λεπτομέρειες το παρουσιαστικό, τη δουλειά, τις προτιμήσεις του άνδρα της Κατερίνας, της Ελένης, του πρώην άνδρα της Στέλλας, του άνδρα που πάει κι έρχεται στη ζωή της Μάρθας, αλλά μέχρι εκεί. Δεν τους έχουν συναντήσει στην πραγματικότητα, δεν έχουν πάει η μια στο σπίτι της άλλης, δεν έχουν βρεθεί σε κοινές παρέες, δεν έχουν καν πιεί έναν καφέ μαζί έξω από το αυτοκίνητο. Η επαφή τους περιορίζεται στις δυο ώρες διαδρομής κάθε μέρα, οι εξομολογήσεις τους σταματούν στα όρια της αποδεκτής κοινωνικής αποκάλυψης, η έγνοια της μιας για την άλλη έχει συγκεκριμένα όρια. Όχι ότι δεν νοιάζεται η μια για την άλλη, νοιάζεται, με ειλικρινές ενδιαφέρον, με άδολη διάθεση για βοήθεια, για συμπαράσταση, για στήριξη. Αλλά όσο κρατάει η διαδρομή, από τη Θεσσαλονίκη στα χωριά του Κιλκίς και πάλι πίσω, κι αυτό τους είναι αρκετό.» (σελ. 30-31).
Έχουμε και λέμε λοιπόν. Τοπίο, αυτοκίνητο, τέσσερις γυναίκες εκπαιδευτικοί άγνωστες μεταξύ τους. Οι πρώτες σελίδες του βιβλίου, ενώ προϊδεάζουν για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ενώ φαίνεται να ανοίγουν τα χαρτιά της συγγραφέως, ενώ μοιάζουν με αστυνομική ιστορία που ξεκινάει αποκαλύπτοντας τον ένοχο, δεν κάνουν αυτό ακριβώς. Κάνουν άλλα. Κρατούν, ακόμα, μακριά από το μυαλό του αναγνώστη την πλοκή του μυθιστορήματος.
Οι πρώτες σελίδες ενός βιβλίου, ακόμη πιο αυστηρά, οι πρώτες σελίδες ενός μυθιστορήματος είναι κρίσιμες. Έχουν το βαρύ φορτίο να κερδίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Δεν πρέπει να τον κουράσουν, δεν πρέπει να τον ξεγελάσουν. Γιατί λοιπόν οι πρώτες σελίδες της Χαράς Ανδρεΐδου, αφού δεν ξεδιπλώνουν κάποια εντυπωσιακά δεδομένα της πλοκής, τα καταφέρνουν μια χαρά στο να κερδίσουν τον αναγνώστη; Για τέσσερις λόγους:
Πρώτον: ο χρόνος. Τώρα. Σήμερα. Άρα καταστάσεις και πρόσωπα μάλλον αναγνωρίσιμα. Και καλό και κακό. Καλό επειδή ο αναγνώστης αισθάνεται πως θα κινηθεί σε οικείο περιβάλλον αλλά και κακό επειδή η συγγραφική πένα πρέπει να έχει μερικά καντάρια αξιοσύνης παραπάνω για να τα βγάλει πέρα με «την ιδίαν αντίληψιν επί του θέματος» του αναγνώστη. Η πένα της Χαράς τα διαθέτει.
Δεύτερον: ο τόπος. Το τοπίο. Μεταβαλλόμενο. Εξελισσόμενο στο χρόνο. Και προσέξτε. Το τοπίο, το περιβάλλον, η αύρα. Σ’ ένα ανθρωποκεντρικό μυθιστόρημα, σ’ ένα μυθιστόρημα όπου σε πολλές σελίδες καταγράφονται και περιγράφονται συναισθήματα, σκέψεις, όνειρα και ευχές, βιώματα και απωθημένα, δεν περιγράφεται σχολαστικά κανένα κατάλυμα, ούτε σπίτι, ούτε δωμάτιο, ούτε χώρος εργασίας, ούτε δρόμος και σοκάκι της πόλης όπου διαμένουν μόνιμα οι άνθρωποι του μυθιστορήματος, αλλά αναδεικνύεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια το τοπίο. Όχι αναγκαστικά οριοθετημένο. Δεν υπάρχουν τοπωνύμια, δεν υπάρχουν ιστορικές μνήμες, δεν αφήνεται ο νους να φύγει από αυτό που τα μάτια, τα δυο του προσώπου-τα μύρια της ψυχής, βλέπουν.
«Πέμπτη 7 Απριλίου
Η φύση ξυπνάει, τεντώνεται, τανιέται. Τινάζει από πάνω της τα υπόλευκα και τα γκρίζα, τα μουντά και τα υποτονικά, τα ακαθόριστα. Τα χρώματα αποκτούν υφή, υπόσταση, ταυτότητα ,αντιπαλεύουν με τις μυρωδιές, μάχονται ποιο θα κυριαρχήσει. Το τρυφερό πράσινο, το νεανικό, το ανοιχτόχρωμο, των φύλλων που μόλις ανοίγουν στον ήλιο καθώς ξεδιπλώνονται αργά μέσα από τα κουκούλια τους. Το πράσινο των νεαρών φύλλων ανταγωνίζεται τα απαλά χρώματα των λουλουδιών των δένδρων, που αργοπόρησαν να ανοίξουν και κρατούν ακόμα με ψυχή που τρέμει τα πανάλαφρα, τα αλαφροΐσκιωτα πέταλά τους. Και το πράσινο του νεαρού χόρτου, σιτάρια, κριθάρια, βρόμη, σίκαλη, μέσα σε τετραγωνισμένα χωράφια, παρέα με τα αγριόχορτα στις άκρες των δρόμων, αντιπαλεύουν κι ανταγωνίζονται το καφετί των χωμάτων, το καστανό της γης. Και η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, της γεμάτης υγρασία ατμόσφαιρας αντιπαλεύει με την υποψία της ευωδιάς των δενδρολούλουδων, με το βαρύ άρωμα της πασχαλιάς και της αγγελικής στα πάρκα, των νάρκισσων και των ζουμπουλιών στις γλάστρες και στους κήπους. Μια υποψία λουλουδιαστής ευωδιάς που υπόσχεται την άνοιξη που άργησε, την άνοιξη που δεν ήρθε ακόμα, Απρίλης μήνας και το Πάσχα προ των πυλών.» (σελ.199-200).
Τρίτον: το μέσον. Το αυτοκίνητο. Ο παρών-απών ήρωας. Χωρίς αυτό δεν θα υπήρχε μυθιστόρημα. Δεν θα υπήρχε αυτό το μυθιστόρημα. Η παρουσία του όμως είναι διακριτική. Περνά απαρατήρητο. Όπως ένας πολύ καλός διαιτητής σ’ έναν αγώνα. Πρωταγωνιστές πρέπει να είναι οι αθλητές. Αυτός φροντίζει να υπάρξει ο αγώνας ώστε να διακριθούν αυτοί. Έτσι κι εδώ. Κανένας συμβολισμός, καμία διάθεση για συναισθηματικές επενδύσεις πάνω στο κατ’ εξοχήν καταναλωτικό αγαθό των ημερών μας. Απλώς όχημα. Μέσον εξυπηρέτησης. Τελεία και παύλα. Από αυτήν την άποψη, το μυθιστόρημα «Ημερολόγια διαδρομών» (με αυτοκίνητο εννοείται) θα πρέπει να καταγραφεί ως μνημείο αντιμετώπισης του αυτοκινήτου ως μέσου και όχι ως συμβόλου. Πιστέψτε με, δεν είναι καθόλου αυτονόητο.
Τέταρτον: οι άνθρωποι. Η καρδιά του μυθιστορήματος. Λοιπόν, ούτε πλούσιοι μεγιστάνες, ούτε μοιραίες γυναίκες, ούτε οιδιπόδεια συμπλέγματα, ούτε άνθρωποι του περιθωρίου, ούτε εγκλήματα, ούτε παχιά λόγια, ούτε βαθυστόχαστες αναλύσεις, ούτε αποφάσεις ζωής και θανάτου. Άνθρωποι δικοί μας, της δουλειάς και του μεροκάματου, με σώματα που πάλλονται και φθείρονται μακριά από τα λιπόσαρκα ανορεξικά, γυαλιστερά πρότυπα, ούτε θεληματικό πηγούνι στον άντρα, ούτε αβυσσαλέα ντεκολτέ στις γυναίκες, ούτε εκθαμβωτικές ομορφιές, ούτε ανελέητο σεξ. Όχι. Καθημερινοί, απλοί άνθρωποι που εργάζονται, που αγωνιούν, που χαίρονται, που αγαπούν, που θέλουν την κανονικότητα στη ζωή τους αλλά που θα τολμήσουν και να πετάξουν το βότσαλο που θα ταράξει τα νερά της λίμνης τους.
Και αρχίζει επιτέλους η πλοκή. Η Ελένη, τη θυμάστε που εμφανίστηκε τελευταία στις πρώτες σελίδες; Φεύγει πρώτη. Επαπειλούμενη εγκυμοσύνη αφού η εξωσωματική αυτή τη φορά απέδωσε καρπούς και αντικατάστασή της στην εργασία της από άλλο συνάδελφο. Στο βιβλίο αυτό, αποτυπώνονται ιδιαιτερότητες της σύγχρονης ζωής, είτε αφορούν στην καθημερινότητα όλων μας (όλοι οι ήρωες έχουν αυτοκίνητο και γνωρίζουν να το χρησιμοποιούν, έχουν κινητά και μιλούν με τις ώρες στο τηλέφωνο, κρατούν ακόμα κοινωνικές-οικογενειακές συμβάσεις ιδιαίτερα στις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα), είτε αφορούν στο εργασιακό περιβάλλον (αντικατάσταση εκπαιδευτικού στη μέση της σχολικής χρονιάς και δυο και τρεις φορές, εργασία μακριά από τον τόπο κατοικίας, δεύτερη απασχόληση έστω και ως χόμπι). Στη θέση της Ελένης έρχεται ο Γιάννης. Όλα πλέον θα αλλάξουν. Δεν γίνεται αλλιώς. Πριν ακόμα μπει την παρέα τους ήξεραν όλες τους το χαμόγελό του από τις επισκέψεις τους στα γραφεία της Διεύθυνσης όπου εργαζόταν έως ότου κληθεί να αντικαταστήσει την Ελένη. Από τα πρώτα που αναδεικνύονται μετά την ένταξή του στην παρέα είναι η έφεσή του για την επαφή, το άγγιγμα.
«Μια καλή κουβέντα για όλες, ένα κομπλιμέντο για όλες, ένα άγγιγμα για όλες. Αυτή η συνήθειά του να τις αγγίζει τις ταράζει και τις ευχαριστεί. Για τον Γιάννη είναι πολύ φυσιολογικό να απλώσει το χέρι του και ν’ αγγίξει το αυτί της μίας για να δει καλύτερα το σκουλαρίκι της, να τραβήξει τα μαλλιά της άλλης πίσω για να βλέπει το πρόσωπό της όταν μιλάει, να κρατήσει την παλάμη της στο χέρι του για να θαυμάσει το δαχτυλίδι της, να της σφίξει το μπράτσο, να την αγγίξει στον ώμο ή στο γόνατο. Μικρές, φυσιολογικές κινήσεις ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν οικειότητα ή ανάμεσα σε ανθρώπους του ίδιου φύλου, σε γυναίκες κυρίως, παράξενες όμως, αταξινόμητες, απροσδόκητες όταν γίνονται από έναν άνδρα για μια γυναίκα, μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο σχέσης σαν το δικό τους, μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Παράξενες και γι αυτό ξεχωριστές, και σίγουρα καλοδεχούμενες. Και οι τρεις τους τις επιθυμούν και εφευρίσκουν τρόπους για να προκαλέσουν αυτό το άγγιγμα, αυτή τη φευγαλέα αίσθηση της ζέστης της σάρκας, τη μικρή ανατριχίλα που τις κυριεύει και που προσπαθούν με κάθε τρόπο να κρύψουν. Ξέρουν, έχουν καταλάβει ότι αυτά τα αγγίγματα για κείνον δεν σημαίνουν κάτι διαφορετικό, δεν είναι καμουφλαρισμένα μηνύματα, δεν κουβαλούν πίσω τους υπαινιγμούς, προτροπές και προσκλήσεις. Έχουν καταλάβει ότι αυτός είναι ο τρόπος του, με την αφή, να πλησιάζει τους ανθρώπους, να επικοινωνεί μαζί τους, να τους νιώθει. Εξάλλου το ίδιο κάνει και με τον εαυτό του. Χαϊδεύεται συνεχώς. Σαν ένας γάτος που φροντίζει ολημερίς τη γούνα του, περνάει συνεχώς τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, τρίβει το πηγούνι του, τρίβει τον αυχένα του, παίζει με τα δάχτυλά του. Τη στιγμή που μιλάει, που ακούει, που βλέπει έξω, το κάνει αφηρημένα, χωρίς να το συνειδητοποιεί, χαϊδεύει τον εαυτό του. Τον βλέπουν και γεννιέται μέσα τους μια αβάσταχτη τρυφερότητα γι’ αυτόν τον άνδρα, μια έντονη παρόρμηση ν’ απλώσουν το χέρι, να χαϊδέψουν αυτές τα σπαστά μαλλιά, το αξύριστο μάγουλο, τη ζεστή παλάμη. Πώς να το κάνουν όμως; Ξορκίζουν την επιθυμία τους μέσα από αστειότητες και πειράγματα.» (σελ. 65-66).
Η λογοτεχνία την οποία υπηρετεί το βιβλίο της Χαράς Ανδρεΐδου είναι η λογοτεχνία για το υπαρκτό, το σημερινό, το «εν εξελίξει». Υπάρχουν σημεία διάσπαρτα στις σελίδες των «Ημερολογίων» τα οποία μπορούν να αποτελέσουν εξαιρετικό υλικό για τον ιστορικό του μέλλοντος αν αυτόν θα τον ενδιαφέρουν συμπεριφορές και συναισθήματα. Μια υπηρεσιακή διαδρομή με υποχρεωτικό συγχρωτισμό μετατρέπεται αίφνης σε μια άμιλλα αισθησιασμού και πρόκλησης. Η παρουσία του άντρα επέδρασε στον τρόπο ντυσίματος των γυναικών, μπήκαν νέα ζητήματα στην καθημερινή κουβέντα. Ήδη η συναδελφικότητα των αγνώστων πρωτύτερα συνεπιβατών εξελίχθηκε σε φιλία. Και όσο ήταν φιλία μεταξύ γυναικών μπορούσαν να επιδίδονται και σε κοσμικά κουτσομπολιά ή να ασχολούνται με γεγονότα που βρίσκονται πιο κοντά σε μιαν ανάλαφρη αντιμετώπιση η οποία να αντισταθμίζει το βάρος της καθημερινής οδήγησης και τη ρουτίνα της δίωρης διαδρομής. Όπως άλλωστε κι αν ήταν αποκλειστικά αντρική συντροφιά. Φανταστείτε λοιπόν την αναζωογονητική αύρα που χαϊδεύει τα κορμιά τους ολόκληρα όταν ακούγονται μέσα στο αυτοκίνητο διάλογοι σαν αυτούς που ακολουθούν.
«Ποια μορφή μπορεί να παίρνει η αγάπη, η φιλία ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα;
«Κάθε μορφή», επιμένει ο Γιάννης. «Γιατί να πρέπει να υπάρχει ένα συγκεκριμένο μοντέλο και μόνο μέσα στο πλαίσιό του να επιτρέπεται να κινούμαστε; Η αγάπη, η φιλία ανάμεσα σε έναν άνδρα και μια γυναίκα μπορεί να πάρει κάθε μορφή, ακόμα κι αυτή της ερωτικής επαφής, της συνουσίας, του σεξ».
Έχει έναν ελαστικό τρόπο να βλέπει τα πράγματα, σαν μια ομπρέλα που απλώνει και απλώνει και μπορεί να τα χωρέσει όλα από κάτω της, φυσικά, αβίαστα, χωρίς περιττούς προβληματισμούς. Και ακόμα κι αν το μυαλό σου, οι εμπειρίες σου, η κοινή λογική, η συσσωρευμένη γνώση της ανθρωπότητας σού λέει το αντίθετο, τελικά δεν μπορείς να αντισταθείς στη γοητευτική απλοϊκότητα της σκέψης του. Τελικά υποκύπτεις. Και οι τρεις γυναίκες θέλουν να υποκύψουν. Ωστόσο δεν μπορούν, όχι τόσο εύκολα, όχι αμαχητί, χωρίς να παλέψουν πρώτα για την τιμή των όπλων. Μόνο γι’ αυτήν.
«Δεν είναι τόσο απλό», του λέει η Στέλλα. «Δεν μπορούν δυο φίλοι, ένας άνδρας και μια γυναίκα, να κάνουν και έρωτα. Η σαρκική επαφή θέτει άλλες παραμέτρους, βάζει τη σχέση σε άλλο πλαίσιο».
«Η σαρκική επαφή», επαναλαμβάνει στωικά ο Γιάννης. «Δηλαδή αν εσύ χρειάζεσαι μια αγκαλιά κι εγώ σ’ αγκαλιάσω, αυτό δεν είναι σαρκική επαφή, Στέλλα μου;», τη ρωτάει κοιτάζοντας την στα μάτια, σίγουρος ότι μπορεί να συντρίψει τις αντιστάσεις της.
Η Στέλλα ανατριχιάζει στη σκέψη της αγκαλιάς, της αίσθησης από την αγκαλιά του που εκείνη τη στιγμή τής φαίνεται το πιο επιθυμητό καταφύγιο στον κόσμο. Ανατριχιάζει, παίρνει μια βαθιά ανάσα, συνέρχεται, ανασυντάσσεται.
«Μια αγκαλιά είναι μόνο μια αγκαλιά, δεν είναι σαρκική επαφή. Μια αγκαλιά τη χαρίζουμε όλοι σε όλους».
«Κι αν μαζί με την αγκαλιά σού χαϊδέψω και τα μαλλιά; Αν σου δώσω κι ένα φιλί στο μάγουλο; Αν σε σφίξω πάνω μου γιατί τρέμεις και το έχεις ανάγκη; Αν σου ψιθυρίσω καθησυχαστικά λόγια στο αυτί για να σε ηρεμήσω; Ποια είναι η διαφορά από τη σαρκική επαφή; Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στη σαρκική και τη φιλική επαφή;» Ακούγεται τόσο σίγουρος γι’ αυτά που λέει!
«Δεν πρέπει να υπάρχουν κάποια όρια, κάποιο πλαίσιο;», τολμά μια τελευταία προσπάθεια αμφισβήτησης.
«Τα όρια είναι κάτι πολύ προσωπικό, δεν ορίζονται a priori. Τα όρια ανάμεσα σε δυο ανθρώπους ορίζονται μόνο από τους ίδιους και αίρονται ξανά και ξανά, μόνο από τους ίδιους, μέσα από τις καταστάσεις που ζουν. Πώς να αρνηθώ το φιλί, την αγκαλιά, τον έρωτα σε μια γυναίκα που την αγαπάω και που μου τα ζητάει, που μου δείχνει ότι τα έχει ανάγκη, ότι θα την ανακουφίσουν; Πώς να αρνηθώ τον εαυτό μου σε μια φίλη που με χρειάζεται, με όποια μορφή κι αν με ζητάει; Αν ζητούσες την αγκαλιά μου, Στέλλα μου, ή η Μάρθα ή η Κατερίνα, θα έπρεπε να σας την αρνηθώ; Ή αν την ζητούσα εγώ από κάποια από σας, θα μου την αρνιόσαστε;»
Εξακολουθεί να την κοιτάζει στα μάτια, στρέφει και κοιτάζει και την Κατερίνα που κάθεται μαζί της στο πίσω κάθισμα και τη Μάρθα που οδηγεί δίπλα του. Τις κοιτάζει και τις τρεις κι εκείνες προσπαθούν να κρύψουν το τρέμουλό τους, το ανατρίχιασμα του κορμιού, το πετάρισμα της ψυχής στις εικόνες και στις αισθήσεις που γέννησαν μέσα τους τα λόγια του.
«Λες δηλαδή πως δυο φίλοι, ένας άνδρας και μια γυναίκα, μπορούν να κάνουν και έρωτα;», αναλαμβάνει η Κατερίνα να σπάσει τη σιωπή, να προφέρει εκείνη τις πολυαγαπημένες λέξεις.
«Λέω πως μπορούν να κάνουν ό,τι νομίζουν, ό,τι νιώθουν πως το χρειάζονται, πως τους ευχαριστεί και τους ανακουφίζει. Αρκεί να συναινούν και οι δύο σ’ αυτό. Δεν υπάρχουν στεγανά ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που αγαπιούνται. Και η αγάπη δεν περιορίζεται μόνο ανάμεσα σε δυο εραστές. Και γιατί δυο εραστές πρέπει να είναι και φίλοι ενώ δυο φίλοι δεν επιτρέπεται να είναι και εραστές; Το κορμί είναι μόνο η αφορμή, όπως λέει και ο ποιητής. Η αφορμή για να νιώσεις πιο κοντά σου τον άλλο», της απαντάει με σταθερή, πειστική φωνή.
…………………………………………………………………………..
Είναι τόσο δύσκολο να τον αντικρούσεις! Κι όμως πρέπει. Η Στέλλα, η Κατερίνα νιώθουν τα θεμέλια των κόσμων τους, των αρχών τους, των βεβαιοτήτων τους να τραντάζονται συθέμελα, να κλυδωνίζονται. Δεν μπορούν να παραδοθούν σ’ αυτήν την ανατρεπτική αλήθεια!
«Κι αν ο ένας από τους δυο παρεξηγήσει αυτήν την εκδήλωση αγάπης προς το μέρος του;» παίρνει τη σκυτάλη η Κατερίνα. «Αν δεν μπορεί να κατανοήσει, να δεχτεί το δικό σου τρόπο σκέψης και έκφρασης;»
«Μιλάμε για δυο ανθρώπους που ξέρουν ο ένας τον άλλο, που σέβονται και αποδέχονται ο ένας τον άλλον. Αλλιώς δεν θα είναι καταρχήν φίλοι», ο Γιάννης λέει το δικό του αυτονόητο ανασηκώνοντας τους ώμους και ανοίγοντας τα χέρια του. «Και στο τέλος, αν δεν μπορούν να το χειριστούν, κάτι λέει αυτό για τη σχέση τους, για τον τρόπο που μπορούν ή δεν μπορούν να προχωρήσουν παρακάτω. Αν όμως αποδέχονται ο ένας τον άλλο και μπορούν και χωράνε και τον έρωτα στη σχέση τους…». Σταματάει για λίγο, δείχνει να αναλογίζεται. «Δεν μπορούμε να ζούμε συνεχώς με το φόβο της απώλειας των άλλων», λέει στο τέλος σιγανά, σαν να μιλάει στον εαυτό του. «Πρέπει να ορίζουμε αυτό που είμαστε και οι άλλοι ας μας δεχτούν ή ας μας απορρίψουν». (σελ.180-184).
Οι αλλαγές που γίνονται στις γυναίκες μα και στον άντρα δεν εξαντλούνται σε λεπτομέρειες της εξωτερικής εμφάνισης ή σε ενδοσκοπήσεις στους εαυτούς τους οποίους είχαν αφήσει στην αδράνεια της ρουτίνας. Τα βοτσαλάκια στις λίμνες τους έκαναν το θαύμα τους και η συγγραφέας μας το αποκαλύπτει με υπομονή και μαστοριά για όλους τους. Δεν έχει κανένα νόημα η καταγραφή των λεπτομερειών σ’ αυτήν την παρουσίαση. Η περιπέτεια της ανάγνωσης δεν αντικαθίσταται με καμία περιγραφή κανενός. Ό,τι γράφτηκε γράφτηκε για να διαβαστεί απ’ ευθείας από τον αναγνώστη και όχι δι’ αντιπροσώπου. «Ημερολόγια διαδρομών» λέγεται το βιβλίο, Χαρά Ανδρεΐδου η συγγραφέας και είναι μεγάλη μου χαρά που μίλησα γι’ αυτό. Με όσα είπα θέλησα, αν και δεν το είχε καμία ανάγκη ούτε το βιβλίο ούτε η συγγραφέας, να εντάξω τα «Ημερολόγια» στη λογοτεχνία που της αξίζει να διαβαστεί. Κι ο καθένας και η κάθε μία ας πάρουν την έκφραση που θέλουν όταν κλείσουν το βιβλίο έχοντας φτάσει στην τελευταία του αράδα. Κάτι μου λέει πως θα είναι έκφραση ικανοποίησης και έντασης. Όχι απαραίτητα λόγω αποδοχής και συμφωνίας με όσα και όπως η συγγραφέας κατέθεσε. Αλλά λόγω ειλικρίνειας στη γραφή της, τόλμης στον τρόπο που επέλεξε να κυλήσει την ιστορία της και ικανότητας να μιλήσει για το καθημερινό με την αισθαντικότητα και τη σοβαρότητα που του αρμόζουν και που δεν του την χαλαλίζουμε συνήθως.