Νέος αιώνας χάραζε. Κανείς όμως δεν το γιόρτασε. Οι τωρινοί κατακτητές δεν μοιάζανε με τους άλλους. Αυτοί ήρθαν για να μείνουν πολλούς αιώνες και δεν πέρασαν παρά δεκαετίες από την άλωση της Βασιλεύουσας. Το μικρό χωριό κοντά στην θάλασσα ένοιωθε την σκλαβιά κάθε φορά που φαίνονταν πειρατικά καράβια στο πέλαγος. Όπως εκείνη την ημέρα που σκλαβώθηκε το αγόρι του φτωχού ψαρά. Το πανέμορφο μα άτυχο αγόρι. Αυτοί οι κουρσάροι δεν ήρθαν για γενίτσαρους μα για σκλάβους. Στόχος τους δεν ήταν οι σχολές της αυτοκρατορίας που προετοίμαζαν τα μικρά χριστιανόπουλα για Οθωμανούς αξιωματούχους. Αυτοί ήθελαν παλικάρια για τα σκλαβοπάζαρα κι αγόρια αμούστακα για τους οντάδες των μερακλήδων.
Η πρώτη νύχτα στο καράβι και στις άγριες ορέξεις του κουρσάρου ήταν ένας εφιάλτης για το μικρό αγόρι. Τις πρωινές ώρες, σωριασμένο σ’ ένα σημείο του καταστρώματος, στύλωσε τα μάτια του ψηλά στον ουρανό και κοιτούσε ένα άστρο να τρεμοπαίζει γεμάτο ταραχή. Κανείς δεν ξέρει πόσες ευχές έκανε εκείνο το ξημέρωμα ο γιος του ψαρά. Ούτε ένα δάκρυ δεν κύλησε στο μάγουλό του. Η νέα του ζωή δεν θα έμοιαζε καθόλου μ’ αυτήν που ζούσε τα προηγούμενα χρόνια στο μικρό χωριό και τα σφιγμένα του χείλη έδειχναν πως το ήξερε καλά.
Στο σκλαβοπάζαρο έλαμψε η ομορφιά του και μια πλούσια κυρά τον διάλεξε πρώτο-πρώτο. Την μάγεψε ο τρόπος που την κοίταζε κατάματα. Τον έβαλε στο σπίτι της και του διάλεξε τους καλύτερους δασκάλους. Το ταλέντο του στο βιολί της γλύκαινε τις νύχτες και η ικανότητά του να μαθαίνει την καθησύχαζε πως έκανε το σωστό. Το αγόρι ήταν ένα σφουγγάρι που ρουφούσε τα πάντα χωρίς ν’ αρνιέται τίποτε. Ούτε τον νέο θεό που του επέβαλαν οι δάσκαλοί του. Ζούσε την νέα του ζωή με ζήλο λες και αυτό περίμενε από πάντα.
Περνούσαν τα χρόνια. Η φήμη για τον σκλάβο της χήρας απλώθηκε σε όλη την επαρχία της μεγάλης αυτοκρατορίας. Έφτασε και στα αυτιά του διαδόχου του οθωμανικού θρόνου που αποκτούσε πείρα στην διοίκηση σ’ αυτήν την συγκεκριμένη επαρχία. Θέλησε να τον γνωρίσει. Και σημαδεύτηκε από αυτήν την γνωριμία για όλη του την ζωή. Τον πήρε μαζί του. Ζούσαν όλη μέρα και όλη νύχτα μαζί. Μαζί σπούδαζαν, μαζί διοικούσαν, μαζί γλένταγαν, στο ίδιο κρεβάτι ξημέρωναν. Και όταν ο διάδοχος ανέβηκε στον θρόνο, ο όμορφος σκλάβος τον ακολούθησε. Έγινε Μεγάλος Βεζίρης και μπορούσε να αποφασίζει για ζητήματα της αυτοκρατορίας.
Οι δυο τους έδωσαν λάμψη και δόξα στο κράτος τους και άπλωσαν τα σύνορά του στα πέρατα του κόσμου. Μπήκαν στα χωράφια των μεγάλων ηγεμόνων της δύσης, μα δεν έπαψαν ποτέ να είναι δυο αγαπημένα παλικάρια. Ο σουλτάνος και ο ευνοούμενός του.
Σκλάβοι όμως δεν γίνονται μόνο τ’ αγόρια. Γίνονται και τα όμορφα κορίτσια. Η καρδιά, η ψυχή, το σώμα και ο ίδιος ο θρόνος του σουλτάνου είχαν σημαδευτεί από τους δυο εξωμότες που μπήκαν στην ζωή του. Στο χαρέμι του είχε αρχίσει να γίνεται λόγος πολύς για την κοκκινομάλλα από τον βορά, την χαμογελαστή νεράιδα που έβλεπε τους δυο άντρες και ήξερε πως θα ’μπαινε ανάμεσά τους.
Είχε ένα όπλο που δεν το διέθετε ο άλλος σκλάβος κι ας μοιράζονταν περισσότερο χρόνο απ’ αυτήν, το κρεβάτι του σουλτάνου. Αυτή μπορούσε να γεννήσει. Τι κι αν το χρίσμα ανήκε δικαιωματικά στα παιδιά της πρώτης γυναίκας του Πατισάχ; Παλάτι χωρίς μηχανορραφίες και ρουφιανιές δεν υπήρξε ποτέ στην Ιστορία. Και ήταν δικαίωμα και υποχρέωση για τον σουλτάνο, η εξόντωση αδελφών και παιδιών και οποιουδήποτε άλλου μπορούσε να διεκδικήσει τον θρόνο από αυτόν. Σ’ ένα τέτοιο δικαίωμα προσέβλεπε η Εύχαρις.
Ο Μεγάλος Βεζίρης γύριζε όλον τον κόσμο. Οι νίκες του στις μάχες συναγωνίζονταν σε δόξα τα έργα του στις πολιτείες. Τα σημάδια του έχει και η μεγάλη πόλη που απλώνεται από την θάλασσα μέχρι τις πλαγιές του βουνού. Ιμαρέτια και τζαμιά με λαμπρούς μιναρέδες, βρύσες και κανάλια γέμισαν τους δρόμους της. Αυτός ήταν που έφερε, χιλιάδες αιχμαλώτους από τις ηγεμονίες της δύσης, μαζί τους και ανθρώπους της φυλής που θάβει τους νεκρούς της δίπλα στον χείμαρρο από τότε που οι τελευταίοι κατακτητές της πόλης κατέστρεψαν τα παλιά της κοιμητήρια. Έτσι έγιναν η μεγαλύτερη φυλή στην μεγάλη πόλη. Γι’ αυτούς «επισκεύασε ή κατασκεύασε» το κανάλι που έφερνε νερό από τα υψώματα με το μυστήριο όνομα. Από το δικό του πασούμι είναι το χνάρι στον πυθμένα του παλιού υδραγωγείου που σώζεται δίπλα στον τοίχο του ιδρύματος για τους ανθρώπους με τα ταραγμένα μυαλά. Αυτός λοιπόν ο Μεγάλος Βεζίρης, ο Ευπρόσδεκτος, ο Ευνοούμενος, ο Ευρωπαίος, ο Εξωμότης, ο Παργινός, ο Έλληνας, ο Δολοφονημένος, δεν γέρασε ποτέ. Όταν στο παλάτι δεν μπορούσαν πια να ανεχτούν την παρουσία του, τότε το αίμα του γίνηκε αγίασμα και ευλόγησε όλα τα τρεχούμενα νερά, στα κανάλια και στις βρύσες που έσπειρε σε όλη την αυτοκρατορία. Ακόμα και το θλιβερό πεζούλι, έξω από τον τοίχο του Ψυχιατρείου στην δυτική συνοικία της μεγάλης πόλης, απέκτησε το δικαίωμα να διηγείται τη ζωή και το θάνατο του μικρού αγοριού που έβλεπε απορημένο τους θηριώδεις πειρατές να σπάνε την πόρτα του φτωχού ψαρά στην Πάργα στα 1502.
Έφυγε περήφανος. Ήξερε πως άξιζε για πρώτος. Μα γεννήθηκε σκλάβος. Δεν μπορούσε να γίνει σουλτάνος. Ήτανε άξιος μα δεν ήτανε δικός τους. Αυτό ακριβώς έγινε το λάβαρό του. Και το έδειχνε. Διοικούσε και αποφάσιζε σαν Οθωμανός και φρόντιζε τους ανθρώπους του σαν Έλληνας. Πήρε την μάννα του, δίπλα του, στο σεράι, αγόρασε κτήματα στον πατέρα του στην πατρίδα και δεν έκρυψε ποτέ κι από κανέναν τις ικανότητές του, την ομορφιά του, το βιολί του, το άστρο του, την καταγωγή του.
Το μαχαίρι που άστραψε στον οντά του σουλτάνου, έστειλε τον «εκπάγλου καλλονής» σκλάβο, στον μαγικό κόσμο των ξωτικών και των ηρώων και στα χείλη των καλύτερων παραμυθάδων σ’ όλον τον κόσμο. Ο μεγαλοπρεπής σουλτάνος, κατά την επιθυμία της χαμογελαστής νεράιδας από το βορρά, έβαψε τα χέρια του και με το αίμα του πρωτότοκου γιου του. Για να μην δει την χώρα να σπαράζεται από τον εμφύλιο μεταξύ των παιδιών του, όπως ήθελε να πιστεύει. Εμφύλιος όμως ξέσπασε και μετά τον Μεγαλοπρεπή, στον θρόνο ανέβηκε ένας από τους γιους του με τη νεράιδα του βορρά, ο Μέθυσος.
Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), το Πάσχα του 2002. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά.
1 σχόλιο:
Αγαπητό τσαλίμι έχεις μέιλ.
Δημοσίευση σχολίου