Υπάρχουν άνθρωποι αφοσιωμένοι σε κάτι; Προφανώς υπάρχουν.
Έχει σημασία σε τι ακριβώς είναι αφοσιωμένοι; Προφανώς έχει.
Τους ενδιαφέρει αν και άλλα άτομα συμμερίζονται την αναγκαιότητα της αφοσίωσής τους; Και ναι και όχι.
Ένας αφοσιωμένος στο Θεό δεν ενδιαφέρεται για την γνώμη των άλλων αλλά για τη σωτηρία της ψυχής του. Ένας αφοσιωμένος στην Τέχνη όμως; Και πιο ειδικά στην Ποίηση; Γράφει μόνο για τον εαυτό του; Όχι βέβαια. Θα έγραφε ημερολόγιο. Εξαρτάται από την γνώμη των άλλων; Όχι βέβαια. Καλό είναι να βρει αναγνώστες που να δηλώσουν ευχαριστημένοι με την ποίησή του, αλλά κι αν δεν βρει, δεν χάλασε ο κόσμος. Η γραφή, έτσι κι αλλιώς, είναι μοναχική υπόθεση. Και πέρα από την εσωτερική ανάγκη κάποιου να γράψει υπάρχει και η ελπίδα να διαβαστεί κάποτε, από κάποιον, αυτό που γράφεται.
Ξεκίνησα έτσι επειδή πιστεύω πως ο Ιωάννης Τσιουράκης πέρα από καλός ποιητής είναι και αφοσιωμένος στην ποίηση. Δεν το θεωρώ ούτε αυτονόητο, ούτε εύκολο.
Θα μου πείτε, μεγάλα λόγια. Όλο κι όλο μια ποιητική συλλογή έβγαλε ο άνθρωπος. Δεν είναι νωρίς για συμπεράσματα και κατατάξεις; Για τους φιλολόγους μπορεί. Για τους αναγνώστες όχι.
Υπάρχει μια αύρα με την οποία έχουν ευλογηθεί μερικοί άνθρωποι. Ο Ιωάννης Τσιουράκης μου φάνηκε ποιητής, πριν ακόμα διαβάσω ποίησή του. Η ποίησή του απλώς δικαίωσε την αρχική μου εικόνα.
Ακόμα και η εμπλοκή του στο διαδίκτυο και η συχνή έκθεσή του με στίχους, λόγια, εικόνες, συναισθήματα και μουσικές ως
Ήχος Πλάγιος Μόνος δεν με απογοήτευσε. Δεν συμμερίζομαι τον ενθουσιασμό όσων σχολιάζουν σε ό,τι σχολιάζουν, αλλά αυτό δεν μπορεί να κρύψει την ποιητική στόφα. Ακόμα κι αν χρειαστεί να αναδυθεί το ποιητικό μέταλλο μέσα από τον πληθωρικό λυρισμό που φαίνεται να κυριαρχεί στο διαδίκτυο και δη στα ποιητικά ιστολόγια.
Τώρα όμως υπάρχει και το βιβλίο. Μια ποιητική συλλογή, είναι και ένα είδος αυτοελέγχου. Η επιλογή λίγων ποιημάτων, για κάποιον που μάλλον γράφει ακατάπαυστα, είναι διαδικασία αξιολόγησης και εμμονής.
Καταλαβαίνει ο ποιητής πως το τάδε κομμάτι μπορεί να υστερεί ή να μην ταιριάζει (λόγω αξιολόγησης από τον ποιητή) σε κάποια σελίδα, αλλά το ίδιο το κομμάτι αντιστέκεται σθεναρά και φυσικά κερδίζει (λόγω εμμονής του ποιητή) τη θέση του στη σελίδα που διεκδίκησε. Και όταν το βιβλίο δεν συγκεντρώνει σκόρπια ποιήματα αλλά συνθέτει ποιήματα, τότε η μάχη του ποιητή με το ίδιο του το έργο είναι σκληρή.
Τέτοια μάχη θεωρώ πως έδωσε ο Τσιουράκης και βγήκε ζωντανός και δυνατός. Μετά από κάθε ποίημα που έχει τίτλο ακολουθούν ποιήματα που σημαίνονται με αριθμούς.
Στοιχίζονται πίσω από το τιτλούχο ποίημα;
Το επεξηγούν;
Το αναδεικνύουν;
Το αδικούν;
Δεν έχει και τόση σημασία, το τι ακριβώς κάνουν. Σημασία έχει πως στον αναγνώστη δημιουργούνται τέτοια ερωτήματα και η προσπάθειά του να βρει απαντήσεις τον ωθεί όλο και βαθύτερα στη τέχνη του ποιητή. Πιθανόν να βρει φάλτσα και αστοχίες με βάση το μοντέλο που έστησε στο δικό του μυαλό ή να βρει όλα τα μυστικά του ποιητή και να νιώσει συμμέτοχος και συνδημιουργός. Ακόμη κι αν η αστοχία βρεθεί, όχι στη δομή της ποιητικής συλλογής (ποίημα σε μια ενότητα αντί σε μιαν άλλη ή σε καμιά) αλλά στην ίδια την δική του δομή. Ας πούμε το iii από τα Μεσάνυχτα:
Δε βρίσκω κουράγιο να ψάξω στις λέξεις
θαρρείς και ποτέ δεν υπήρξες στις ρίμες τους
θαρρείς,
δε θα σε βρω ν’ αλαφροπατάς στις εικόνες τους.
Είναι όμως για εκείνο
που τώρα θέλω από άλλοτε πιο πολύ ν’ ακούσω
και δε μου λες.
Όσο κι αν το διαβάζω δεν μπορώ να μείνω στο στίχο που δεν καταλαβαίνω ή ίσως και δεν μου αρέσει (τον τέταρτο), άρα να το απορρίψω ως αναγνώστης αλλά με συνεπαίρνει η δύναμη του ρυθμού που αγνοεί τους συντακτικούς κανόνες κι αναδεικνύει στο κέντρο της προτελευταίας αράδας τη λέξη κλειδί άλλοτε και κάνει την κατάληξη του ποιήματος ικανή να το χαρακτηρίσει έτσι ακριβώς: ποίημα και μάλιστα ποίημα που μου αρέσει, τελικά.
Υποκειμενικό, θα μου πείτε. Ακριβώς. Αν εγώ βρήκα τον τρόπο να μου αρέσει η ποιητική συλλογή ΗΧΟΣ ΠΛΑΓΙΟΣ ΜΟΝΟΣ είναι μάλλον επειδή ο Ιωάννης Τσιουράκης την έστησε έτσι την συλλογή του ώστε να τον βρω εγώ τον τρόπο μου κι αυτό είναι συγγραφική τέχνη, ναι, από το πρώτο κιόλας βιβλίο.