Καταφανή ίχνη όζας
Τσίπουρο
Αύριο βγαίνει
το θέμα του νεκροταφείου, Ευγένιε.
Είπε ο Άγγελος Χήρας, ο δημοσιογράφος από το Φως, καθώς άφηνε το κουκούτσι της
ελιάς στην άκρη του λαδόχαρτου που κάλυπτε αντί για τραπεζομάντηλο το κέντρο
του ξύλινου τραπεζιού. Το ήξερε καλά το θέμα ο Ευγένιος Αργυρίου, ενωμοτάρχης,
αστυνομικός σταθμάρχης Νέου Κουκλουτζά. Κόκκαλα, σάπια ρούχα και κρέατα σε
αποσύνθεση ήταν το σκηνικό στο νεκροταφείο του Χαρμάνκιοϊ τις τελευταίες
ημέρες. Μια συμμορία τυμβωρύχων αλώνιζε το χώρο και ξεσήκωνε από χρυσά δόντια
μέχρι παπούτσια και ρούχα από τους φρεσκοθαμμένους.
Κατάπιε τη γουλιά από το
τσίπουρο και ρώτησε ατάραχος: Θα γράφει
και για το χώμα; Γέμισε ξανά το ποτήρι του και κοίταξε το δημοσιογράφο στα
μάτια. Φυσικά και θα γράφει για το χώμα.
Ολόκληρο βουνό λείπει. Δεν θα το έγραφα; Δεν θα γράφει όμως τίποτε για το
πτώμα…
Είπε κατεβάζοντας τον τόνο της φωνής του ο Άγγελος και γύρισε με το
πιρούνι του την αντζούγια μερικές στροφές για να λουστεί καλά στο λαδόξυδο.
Την έκοψε μετά στα δύο, έσπρωξε την ουρά προς τον σταθμάρχη και σήκωσε κι
αυτός το βλέμμα του και το έστειλε να διασταυρωθεί με το άλλο που τον κάρφωνε
εδώ και λίγες στιγμές.
Τόσα πτώματα εκεί
πέρα, για ποιο πτώμα ειδικά δεν θα γράφει; Έκανε τον ανήξερο ο αστυνομικός
και τσίμπησε τη μισή αντζούγια.
Αυτό με
το δεξί χέρι όπου οι δάκτυλοι δεν είχον κοπεί όπως του αριστερού και έφερον
όνυχας μανικιουρισμένους και με καταφανή ίχνη όζας. Απάντησε στο ίδιο ύφος
ο δημοσιογράφος, ξεσηκώνοντας τη φράση κατευθείαν από το δερματόδετο
σημειωματάριο που είχε στο τραπέζι, δίπλα από το λαδόχαρτο και ακούμπησε με
νόημα το χέρι του πάνω του.
Δεν είναι
ακόμη τίποτε ανακοινώσιμο, Άγγελε, μη βιάζεσαι, θα μου τα τινάξεις όλα στον
αέρα. Εσύ μια μικρή αναφορά θα έκαμνες και πήγες και διαλεύκανες το μυστήριο
δημοσιεύοντας τις φαντασιώσεις μιας γριάς που έκλαιγε στα λουτρά. Πού τα
σκαρφίστηκες όλα αυτά τα φανταχτερά, μου λες; Πήρε το αυστηρό του ύφος ο
Ευγένιος.
Τα κουτσοπίνανε, αστυνομικός και δημοσιογράφος το
απόβραδο της Πέμπτης 27 Σεπτεμβρίου 1934, στο καφενεδάκι δίπλα στον αστυνομικό
σταθμό του Νέου Κουκλουτζά. Το συνήθιζε αυτό ο σταθμάρχης με τους
δημοσιογράφους της Θεσσαλονίκης. Μ’ αυτόν όμως, τον Άγγελο Χήρα, δεν το έκανε
μόνο για επαγγελματικό αλισβερίσι. Το γνωστό, στους κύκλους τους, ισοζύγιο: Σου δίνω πληροφορίες και γαργαλιστικές
λεπτομέρειες από το αστυνομικό δελτίο, μου δίνεις διά της εφημερίδος
συγχαρητήρια για τις επιτυχίες μου, κοτσάρεις και τη φωτογραφία με την επίσημη
στολή. Του άρεζε ο τρόπος που έγραφε. Έστηνε ιστορίες που μιλούσαν στην
καρδιά του αναγνώστη. Την άλλαζε την πένα του και άλλοτε στρογγύλευε τις
λέξεις του σα μιλούσαν για ερωτικά ζητήματα και άλλοτε τις ακόνιζε σα λεπίδες
όταν τις εξακόντιζε εναντίον των βενιζελικών και των κομμουνιστών όπως ήταν η
γραμμή της εφημερίδας του. Με έναν τρόπο, όμως, πειστικό και εκφραστικό. Σα να
τον άκουγες να στα ψιθυρίζει καθώς τιμούσατε τους τσιπουρομεζέδες στα
καφενεία. Όπως καλή ώρα.
Ο ενωμοτάρχης, λοιπόν, είχε δώσει στο δημοσιογράφο την
έκθεση νεκροψίας που συντάξανε δυο αστυνομικοί από τα κεντρικά για μια υπόθεση
που βρίσκονταν ακόμα σε εξέλιξη. Ο δημοσιογράφος έγραψε ένα κείμενο στο
σημειωματάριό του και το δημοσίευσε την επομένη στην εφημερίδα. Πρότεινε ένα
σωρό λύσεις και έκανε πολλές υποθέσεις χωρίς να έχει καμία απολύτως πληροφορία
ούτε για την ταυτότητα του θύματος, ούτε για τις συνθήκες του εγκλήματος.
Πληροφορίες που δεν τις είχε, άλλωστε, ούτε η αστυνομία. Η υπόθεση πήγε και
ήρθε από τη Θεσσαλονίκη στο Χαρμάνκιοϊ κανά δυο φορές μέχρι τελικά να ανατεθεί
από τα κεντρικά στον Αργυρίου. Κι αυτό επειδή τα περιποιημένα νύχια με τα υπολείμματα
όζας παρέπεμπαν σε γυναίκα της πόλης κι όχι του χωριού. Έτσι είχε γράψει κι ο
Άγγελος Χήρας ο οποίος μάλιστα έκανε κι ένα βήμα παραπάνω γράφοντας για μια
εξαφανισμένη υπηρέτρια ενός αξιωματικού. Τελικά το θέμα αποφασίστηκε να
διευθετηθεί με χωροταξικά κριτήρια και η υπόθεση ήρθε στον αστυνομικό σταθμό
Νέου Κουκλουτζά και στον σταθμάρχη του, τον Αργυρίου. Κι αυτός από τότε δεν
έβγαλε τσιμουδιά για την πρόοδο των ερευνών του. Στα βουβά δούλευε. Κι ο Χήρας
από το ολοσέλιδο βρέθηκε στα μονόστηλα σχολιάκια. Κάτι έπρεπε να γίνει. Οι
τυμβωρύχοι ήταν μια καλή αφορμή. Η τσιπουροσυνάντηση στήθηκε με αφορμή τους
ανοιγμένους τάφους αλλά το κυρίως πιάτο ήταν ο σκεπασμένος και απείραχτος τάφος
της γυμνής γυναίκας με τα κομμένα δάχτυλα που βρέθηκε στραγγαλισμένη, κατά τους
αστυνομικούς που έκαναν τη νεκροψία, στη ρεματιά πλάι στο δρόμο για το
Ντουντουλάρ.
Αξιωματικοί του στρατού ήταν αυτοί που ειδοποίησαν τον
Αργυρίου για το μακάβριο εύρημά τους. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό. Οι
στρατιωτικοί που ανακάλυψαν το πτώμα οδηγήθηκαν προς εκείνο το σημείο του
δρόμου από την αφόρητη δυσωδία που σκέπαζε την περιοχή. Είδαν το γυμνό
γυναικείο σώμα, πεσμένο μπρούμυτα και με τεντωμένο το αριστερό χέρι από όπου
έλλειπαν κάποια δάκτυλα. Η σήψη ήταν προχωρημένη. Επτά ημέρες άταφο το πτώμα, θύμα στραγγαλισμού μία νεαρά γυναίκα 16
έως 17 ετών, αποφάνθηκαν οι αστυνομικοί στη νεκροψία. Κανένα αναγνωρίσιμο
ίχνος στο κατεστραμμένο πρόσωπο. Μυστήριο. Μόνα αξιοποιήσιμα ίχνη ήταν τα
δάκτυλα που έλλειπαν και τα νύχια που δεν έλλειπαν.
Σ’ αυτά τα δύο στοιχεία στηρίχτηκε ο δαιμόνιος Άγγελος
Χήρας και έστησε μιαν εκδοχή με πλοκή που θα έκανε πολλές δεσποινίδες να
συγκινηθούν. Στο κέντρο της πόλης, μία δεκαεπτάχρονη υπηρέτρια ενός ανώτερου
αξιωματικού είχε εξαφανισθεί. Μια γριά έκλαιγε στα λουτρά της οδού Φράγγων κι
έλεγε πως η εξαφανισμένη και η πεθαμένη είναι το ίδιο πρόσωπο που δεν είναι
άλλη από τη μοναχοκόρη της. Κι εξηγούσε πως η κόρη της που ήταν αρραβωνιασμένη
με έναν εργάτη, αγάπησε έναν αξιωματικό που μπαινόβγαινε στο σπίτι του
αφεντικού της και μετά άνοιξε η γη και την κατάπιε. Εξηγούσε μια χαρά και τα
κομμένα δάκτυλα. Από τη μια το δαχτυλίδι και το σημάδι του κι από την άλλη
κάτι σπυριά (βασδραβίτσες, έγραψε ο
Χήρας) ανάμεσα στα δάκτυλα του αριστερού χεριού. Βρήκε τρόπο και γέμισε τη
σελίδα ο δημοσιογράφος. Την επόμενη ημέρα, μη έχοντας υλικό, πρότεινε μεταξύ
σοβαρού και αστείου έναν τρόπο για να αναγνωρίσουν το πρόσωπο της άτυχης
κοπέλας. Εκμαγείο με γύψο πάνω στα σαπισμένα κρέατα. Έτσι δούλεψε, έγραψε ο
αθεόφοβος, ένας αστυνομικός στη Βιέννη και ανακάλυψε την ταυτότητα ενός θύματος
με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά. Το εκμαγείο έδειξε το πρόσωπο γνωστής
καλλιτέχνιδος που είχε εξαφανιστεί. Φονιάς αποδείχτηκε ο μνηστήρας της. Έκανε
και το σχόλιό του για την επάρκεια των ελληνικών καταδιωκτικών αρχών ο Χήρας
για το αν έχουν ειδικόν επί της
αναπαραστάσεως των χαρακτηριστικών των πτωμάτων. Ατσίδας ο άτιμος στο
γράψιμο.
Γι’ αυτό τον ρώτησε για τα χώματα ο Αργυρίου. Σιγά που
δεν θα το ανέφερε ο Χήρας. Ήταν το αδύνατο σημείο του αστυνομικού. Καλά με τους
αλήτες που άνοιγαν έναν τάφο και έπαιρναν ό,τι έβρισκαν. Εδώ μιλάμε για
κανονική εκσκαφή κάτω από τη μύτη του. Ούτε στο Γαλλικό ποταμό τέτοια ανάληψη
χωμάτων. Χιλιάδες οκάδες χώματος εις
βάθος δύο και πλέον μέτρων, πρέπει να αφηρέθησαν απ’ εκεί, έλεγε και
ξανάλεγε ο Χήρας από τότε που το είδε σκαμμένο το νεκροταφείο. Ποιος ξέρει τι
άλλο θα έγραφε την άλλη μέρα το Φως.
Δεν
προλαβαίνεις να το αφαιρέσεις; Ρώτησε
ο αστυνομικός.
Δεν γίνονται
αυτά τα πράγματα. Σε δυο ώρες βγαίνουν τα κλισέ, γίνονται οι
τσίγκοι κι αρχίζει η εκτύπωση της εφημερίδας. Το κείμενο δόθηκε στον αρχισυντάκτη.
Είπε ο δημοσιογράφος και ανακάτευε στο πιάτο το λαχανόζουμο.
Το πρώτο λάχανο τουρσί είχε τελειώσει και ο Νώντας ο
καφετζής που πήρε ήδη την παραγγελία για δεύτερο, στο βάθος του καφενέ
ψαχούλευε σκυμμένος στο πήλινο κιούπι να βρει καμιά τελευταία μερίδα. Ήξερε πως
τρελαίνονταν ο κυρ διοικητής για το τουρσί τους και μουρμούριζε για τη γυναίκα
του που το ’φερνε από το σπίτι λες και ήτανε μεταλαβιά. Λίγο λίγο. Βάλε χριστιανή μου μπόλικο λάχανο στο
κιούπι, να μη γίνομαι ρεζίλι σε τόσους σπουδαίους ανθρώπους που μας
καταδέχονται. Της έλεγε.
Σιγά να μη
μας καταδέχονται, απαντούσε η φαρμακόγλωσσα Σμυρνιά. Ας μην τους άρεζαν τα τουρσιά και τα μπινελίκια μου και θα σου έλεγα
εγώ ποιον καταδέχονται. Το τουρσί δεν είναι για χόρταση. Νοστιμίζει ο στόμας
σου ίσα να καταπιείς το τσίπουρο και να δέσει η ξινίλα με το σπίρτο. Για
ντερλίκωμα στο Πατσατσίδικο του Λιάκου του Αντερόβραστου. Να βουτάνε και το
μπαγιάτικο το ψωμί στο ζουμί με το σκορδοστούμπι, να μπουκώνονται και να μην νιώθουν
πότε μασάνε ψωμί και πότε άντερο, πού ’ναι το μπούκοβο και πού ’ναι το σκόρδο,
πού το σαρδένι, πού το νταμάρι… και συνέχιζε απτόητη την απαρίθμηση των
μειονεκτημάτων της λαίμαργης κατάποσης εδεσμάτων, ενώ ο Νώντας,
καταλαβαίνοντας το λάθος του, έσκυβε αμίλητος στο κιούπι και συνέχιζε τις
ανασκαφές. Βρήκε κάτι φυλλαράκια κολλημένα στα τοιχώματα, να με σχωρνάτε λεβέντες μου, πλάκωσε πελατεία το μεσημέρι και τέλεψε
το λάχανο, δικαιολόγησε τα αδικαιολόγητα. Έχω όμως κάτι κιοφτέδες με πράσινο κρεμμυδάκι από το μπαχτσέ. Με τα
χεράκια της τους έπλασε η Γιούλα μου, παίνευε τη σύζυγο στους ξένους
ανθρώπους και σερβίριζε τους μεζέδες ακούγοντας πάντα τη συμβουλή της γυναίκας
του. Ποτέ καργαρισμένο το τραπέζι μα και
ποτέ αδειανό. Με ρέγουλα κι άσε τα άλλα πάνω μου. Αυτή ήταν η δική της
τακτική του λίγου και καλού από κάθε είδος. Το πόσα είδη θα έβγαζε εξαρτιόταν
από το πόσο μερακλής θα ήταν ο πελάτης. Δεν έβγαζε κατάλογο η Γιούλα. Μεράκια
γιάτρευε.
Ο κεφτές ήταν πράγματι θεσπέσιος. Πέρασε ο αστυνόμος
τη γλώσσα του πάνω από τα χείλια του μόλις κατάπιε και είπε: Ούτε αν σου έλεγα πως είναι κι αυτό
στοιχείον της ανακρίσεως;
Κόντεψε να του πέσει από το πιρούνι ο κεφτές του Άγγελου. Στοιχείον της ανακρίσεως διά τους ανοιχθέντας τάφους ή δια τον μη
ανοιχθέντα; Ρώτησε αλλά ήξερε πολύ καλά την απάντηση.
Άκου Άγγελε.
Μ’ αρέσει πολύ η παρέα σου, μ’ αρέσουν και τα γραφτά σου αλλά πιο πολύ μ’
αρέσει η δουλειά μου. Όλα όσα πρωτοσκεφτήκαμε για τη γυναίκα που βρέθηκε στη
ρεματιά κι όλα όσα έγραψες δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια. Θέλω δυο μέρες
καιρό και θα τη βρω την άκρη. Είναι μεγάλη η υπόθεση σου λέω. Έχω προχωρήσει
αρκετά. Μόλις σιγουρευτώ για τις κινήσεις μου θα ενημερώσω και την υπηρεσία δια
τα περαιτέρω και εσένα για το αποκλειστικό σου. Αλλά μέχρι τότε δεν θέλω
βαρίδια. Κι αυτό με το χώμα είναι βαρίδιο. Ο Ευγένιος Αργυρίου ήταν πολύ σοβαρός όταν έλεγε αυτά τα λόγια. Μόλις
τελείωσε την κουβέντα του αναζήτησε το σακουλάκι με τον καπνό του κι έστριψε
τσιγάρο. Η πρώτη ρουφηξιά του έγινε σε απόλυτη ησυχία. Ώσπου να ακουστεί το
ξεφύσημα του καπνού. Καταλαβαίνω. Θα
κάνω ότι μπορώ. Αυτά δε λέγονται από το τηλέφωνο. Φεύγω να προλάβω τους τσίγκους.
Είπε ο Χήρας και σηκώθηκε. Ο Ευγένιος Αργυρίου τεντώθηκε στην καρέκλα του κι
άρχισε να προγραμματίζει τις κινήσεις του για την αυριανή ημέρα.