Η αναμέτρηση με τις καλαμιές δίπλα από τον παλιό αχειρώνα
δεν είναι αναίμακτη. Το παρελθόν καραδοκεί. Η απότομη ρεματιά που οδηγεί
στο ποτάμι του μαγευτικού Ηλιολούστου, στον Αγιάκ με τ' όνομα, δεν είναι μια
απλή απότομη ρεματιά. Είναι κομμάτι των ονείρων μου μιας εποχής και τόπος
συνάντησής μου με τη λογοτεχνία, κατά κάποιο τρόπο.
Έχεις τρέξει ποτέ σε κατηφόρα; Να επιταχύνεις με τρόμο και να βλέπεις τον
τρομερή βατομουριά στο βάθος να σε περιμένει μαζί με τα πουρνάρια και τα
αγκάθια και τα ξερά τα ξύλα λόγχες αδυσώπητες; Και στην κρίσιμη στιγμή που
εγκαταλείπουν τα πέλματα τη γη, εσύ να μην κουτρουβαλάς αλλά να ίπτασαι;
Αυτό ήταν το όνειρο και είχε κι άλλες εκδοχές, μερικές πάλι τρομακτικές αφού
εκεί ψηλά στον αέρα σε κατάτρωγε η αγωνία για το αν θα έχει διάρκεια η πτήση
όταν διαπίστωνες πως πιο ψηλά δεν μπορούσες να ανέβεις.
Και η πραγματικότητα είχε κάτι το ονειρικό, όταν άκουγες τα κουδούνια
από τα πρόβατα κι έτρεχες να συναντήσεις, σ'αυτήν την απότομη ρεματιά, τον
Τούλη που ερχόταν από τα βλάχικα με το τρανζιστοράκι στο χέρι και την Βεντέτα
στην κωλότσεπη, που την έβγαζε μόλις σ' έβλεπε και σου διάβαζε τα αισθηματικά
φωτορομάντσα και άκουγες τη φωνή του ανάκατα με κουδούνια, με βελάσματα
προβάτων, με κοάσματα βατράχων και κελαηδίσματα αηδονιών. Μαγικό πράγμα η
ακρόαση ενός καλού αφηγητή! Το έζησες πολλές φορές αργότερα και ένα από τα
στοιχήματα που έβαλες με τον εαυτό σου ήταν ακριβώς αυτό: να αξιωθείς κάποτε να
στήσεις τις δικές σου ιστορίες και άλλοι να τις διαβάζουν ή να τις αφηγούνται.
Αυτά σου κάνει η άτιμη η καλαμιά δίπλα στον παλιό αχυρώνα στο χείλος της απότομης ρεματιάς, πάνω από τον μικρό Αγιάκ στο μαγευτικό Ηλιόλουστο.
Συνέρχεσαι κάποτε, πιάνεις τον σουγιά του, μακαρίτη πια, πατέρα σου και συνεχίζεις να αποκαθαίρεις τα καλάμια από τα ξέφτια, να τα έχεις για να τα πλέξεις με σύρμα, να τα βάλεις στη σιδερένια πέργκολα, να μη σε βαράει στο δόξα πατρί ο ήλιος τα μεσημέρια.