Και να σου πω –μου ‘πε ο Τέλης- όταν λέω για τη μηχανή μου «ο γάιδαρός μου», εννοώ άλογο, άλογο καθαρόαιμο, μα δεν το λέω μη με περάσουνε για κάναν ξιπασμένο αρχαιολάτρη, εσύ θα μπορούσες να πεις Πήγασος. Ε; Πες το ντε.
Ναι –είπα- Πήγασος.
(Γιάννης Ρίτσος, Ίσως να ‘ναι κι έτσι, μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος, 1984)
Μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, σημειώνει ο Σταύρος Μαμούτος κάτω από τον τίτλο του νέου του βιβλίου
Όσοι θυμούνται την Ντάλια και μου κλείνει συνωμοτικά το μάτι.
Κι όταν λέω μυθιστόρημα, ξέρω πολύ καλά πως δεν έχει ανάγκη τα αληθινά γεγονότα, είναι κάτι πολύ περισσότερο με το να είναι σκέτο μυθιστόρημα, αλλά το σημειώνω μη με περάσουνε για κάναν ξιπασμένο γραφιά, εσύ θα μπορούσες να πεις λογοτεχνία. Ε; Πες το ντε.
Ναι –λέω- λογοτεχνία.
Λογοτεχνία είναι η τέχνη του λόγου. Αυτό καταλαβαίνουμε όλοι όσοι ακούμε τη λέξη. Δεν χρειαζόμαστε άλλους ορισμούς και διευκρινίσεις, δεν χρειαζόμαστε ιδιαίτερες γνώσεις
˙ είμαστε σίγουροι για τον εαυτό μας. Ο λόγος στα χέρια του τεχνίτη που θα τον κάνει κτήμα του κόσμου δεν είναι εργαλείο. Εργαλείο είναι το μολύβι και το πληκτρολόγιο. Είναι ένα σύμπαν ατόφιο και μπερδεμένο
˙ έχει μέσα του ανθρώπους και γεγονότα, έχει εικόνες και μουσικές, έχει συναισθήματα και γνώσεις, έχει βεβαιότητες και αγωνίες, έχει στρογγυλάδες, έχει και γωνίες. Ο τεχνίτης του λόγου δεν ανοίγει την πόρτα της ψυχούλας του για να πει
περάστε κόσμε, δέστε και θαυμάστε, πάρτε ό,τι βρείτε! Ο τεχνίτης του λόγου, έχει κάνει την προεργασία του. Έχει ετοιμάσει σχολαστικά τις λέξεις του, έχει διαλέξει το σχήμα μέσα στο οποίο θα τις ταιριάξει, έχει δοκιμάσει τις αντοχές του και ξεχύνεται γυμνός, αυτός κι αυτές μόνοι τους κι όλοι οι άλλοι απέναντι.
Τώρα δείτε, τώρα ακούστε, τι έχω να πω.
Ο Σταύρος Μαμούτος έχει ξεκινήσει το σκάψιμο στο ορυχείο των λέξεων με το προηγούμενο βιβλίο του. Εκεί είχε την αγωνία να παρουσιάσει έναν φανταστικό, δήθεν, κόσμο αλλά ήταν σαν να έλεγε, αυτός είναι ο κόσμος μου! Το βιβλίο εκείνο ήταν επικό ως προς τη φιλοδοξία του να είναι μια συνθετική και πλήρης αφήγηση που αφορούσε πολλά πρόσωπα
˙ ήταν
ένα καλάθι γεμάτο φρούτα. Τώρα ο Σταύρος μας κερνάει
ένα γλυκό του κουταλιού.
Η φιλοδοξία του να μας παρουσιάσει έναν ολόκληρο κόσμο είναι και πάλι εμφανής. Είναι όμως μπολιασμένη με εκείνη την ωριμότητα και τη δεξιοτεχνία με τις οποίες μπορεί να σταθεί απέναντι στις λέξεις του και να διαλέξει τις κατάλληλες, να απορρίψει τις ανεπαρκείς ή τις μεγαλόσχημες, να καθαρίσει τον λόγο του και να τον προσφέρει έτοιμο για αποδοχή ή απόρριψη
˙ να τον προσφέρει για κρίση. Αυτό είναι λογοτεχνία. Δε μιλώ στον καθρέφτη μου, δεν τραγουδάω στο μπάνιο μου, δεν γράφω στο ημερολόγιό μου. Θέλω να διαβαστώ. Δεν υπάρχει χέρι που να κράτησε μολύβι και να μην ονειρεύτηκε ένα βλέμμα που θα σκάλωνε στα γράμματα που σχημάτιζε πάνω στο χαρτί. Η λογοτεχνία είναι συνυφασμένη με την κοινωνία και την επικοινωνία. Δε γίνεται αλλιώς.
Και αρκεί να κάνει κάποιος λογοτεχνία για να ασχολούμαστε μαζί του επειδή ό,τι γράφεται για να διαβάζεται πρέπει να διαβάζεται κιόλας; Ευτυχώς όχι. Ο καθείς και τα όπλα του. Ο λογοτέχνης έχει το μολύβι στο χέρι του αλλά κι ο αναγνώστης έχει το βλέμμα του να δίνει σχήμα στην προσωπικότητά του
˙ δεν το χαλαλίζει όπου να ’ναι κι όταν το δει να σκοτεινιάζει από την ασχήμια που αντικρίζει το αποστρέφει. Όσο κι αν το καλό και το ωραίο είναι κάτι το υποκειμενικό και έχει στενή σχέση με την αποστροφή μ’ αρέσει ή δε μ’ αρέσει, τα έργα της Τέχνης και εν προκειμένω τα λογοτεχνικά έργα έχουν κώδικες πέρα από το να είναι εύληπτα και αρεστά. Ούτε το ότι το κατάλαβα όλο το αφήγημα, ούτε το ότι μου άρεσε είναι αρκετό να το κάνει καλή λογοτεχνία. Μπορεί να το κάνει best seller, μπορεί ίσως να το κάνει και ταινία ή σήριαλ, καλή λογοτεχνία δεν θα το κάνει. Αυτή η αρμοδιότητα ανήκει σε έναν και μοναδικό κριτή: τον χρόνο. Μέχρι όμως να αποφανθεί αυτός, υποχρεούμαστε, όσοι το νιώθουμε, να καταθέσουμε την άποψή μας, να φανερώσουμε τα δικά μας κλειδιά με τα οποία προσεγγίσαμε ένα κείμενο και διατυπώσαμε την κρίση μας στην οποία διά της εκδόσεώς του εκτέθηκε ο συγγραφέας.
Και ερχόμαστε στο
Όσοι θυμούνται την Ντάλια και στο γιατί δεν είναι απλώς λογοτεχνία, αλλά είναι καλή λογοτεχνία!
Είναι καλή λογοτεχνία επειδή έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης, επειδή ανταποκρίνεται σε δοκιμασμένους κώδικες γραφής, επειδή δεν αρκείται στην αλήθεια του γεγονότος αλλά τολμάει την αλήθεια της εικασίας και επειδή συνομιλεί με άλλα κείμενα, φυσικά χωρίς να το διατυμπανίζει ίσως και να μην το διαισθάνεται!
Επίπεδα ανάγνωσης
Το
πρώτο επίπεδο ανάγνωσης είναι αυτό που προσφέρει ο τίτλος και ο υπότιτλος: κάποιο πρόσωπο υπήρξε στο παρελθόν, κάποια άτομα το θυμούνται αυτό το πρόσωπο και ο συγγραφέας το γνώρισε δι’ αυτών των ενθυμήσεων αυτών των ατόμων. Ιδιαίτερος λόγος δεν μας πέφτει, από τη στιγμή που ο λογοτέχνης επέλεξε να ασχοληθεί με αυτό το θέμα. Προφανώς έπαιξαν τον ρόλο τους τα συγκεκριμένα άτομα που του πρωτομίλησαν, έπαιξε τον ρόλο της η δική του προδιάθεση να ακούσει λεπτομέρειες για μιαν εποχή και για πρόσωπα που συνδέονται με τον δικό του ερχομό στον κόσμο, προφανώς προσβλήθηκε από τη γοητεία που εξέπεμπε από το παρελθόν το πρόσωπο για το οποίο γίνεται η κουβέντα. Τα γιατί του λογοτέχνη είναι αλλουνού παππά ευαγγέλιο
˙ εμάς εδώ μας αφορά το διότι: το βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας, τον καρπό της ενασχόλησης του συγγραφέα με το θέμα του. Αυτό λοιπόν το πρώτο επίπεδο είναι ευδιάκριτο.
Τα πρόσωπα που καλούνται να συμβάλλουν στην αναβίωση του παρελθόντος είναι, κι αυτά, γοητευτικά από λογοτεχνικής πλευράς
˙ και τα άμεσα, αυτά δηλαδή που έχουν λόγο και τον καταθέτουν μέσα στο βιβλίο αλλά και τα άλλα, εκείνα που πλαισίωσαν την κεντρική ηρωίδα του τίτλου (προσοχή εδώ,
του τίτλου λέω και όχι
του βιβλίου, αλλά δε λέω περισσότερα επειδή θα τα πω παρακάτω). Άρα εκτός από τα πρόσωπα που μιλούν για την Ντάλια μαθαίνουμε και για τα πρόσωπα που στρέφονταν ή ήρθαν σε κάποιου είδους επαφή με την Ντάλια. Έ, η συγγραφική δεινότητα του Σταύρου Μαμούτου έγκειται στο γεγονός που επιλέγει, σκιαγραφεί και αποδίδει κουβέντες και χαρακτήρες αυτών των περιφερειακών προσώπων με ενάργεια, με σεβασμό σε ιδιόλεκτα, με φειδώ σε γαργαλιστικές λεπτομέρειες, με τόλμη σε απόδοση χαρακτηρισμών ή ερμηνείας προθέσεων αρκεί να υποτάσσονται όλα αυτά σε μια αφηγηματική τεχνική που διευκολύνει την διέλευση του συγγραφέα από το παρόν στο παρελθόν και από την προσωπική μέθεξη στην λογοτεχνική καταγραφή.
Αυτό είναι το ζητούμενο. Τα λόγια μπροστά από μια κούπα με καφέ ή ένα ποτήρι με τσίπουρο να εκδύονται τον μανδύα της κυριολεξίας, αφηγητές-αφηγήτριες να απαλλάσσονται από τη μέγγενη της ακρίβειας ή της, απόλυτης ευκρίνειας, ανάκλησης εικόνων και να μπαίνουν στην υπηρεσία του συγγραφέα για να διαχειριστεί πληροφορίες, συναισθήματα, απόψεις, απωθημένα με τον τρόπο του. Και ο Σταύρος καταφέρνει να απομυθοποιεί τους συνομιλητές του ως προς το τι αποζητά αυτός από αυτούς χωρίς αυτό να σημαίνει, πως για τις ανάγκες της λογοτεχνίας του, για κάποιους από τους συνομιλητές του έχει, δικά του, λογοτεχνικά σχέδια που τους προσθέτουν επιπλέον χαρακτηριστικά
˙ εκείνα του αυθεντικού λογοτεχνικού ήρωα, της Ντάλιας στη θέση της Ντάλιας. Δεν ξέρω αν του βγήκε εκ προθέσεως ούτε μ’ ενδιαφέρει
˙ το βλέπω να ξετυλίγεται μπροστά μου σελίδα τη σελίδα
˙ η Ντάλια
δεν είναι η κεντρική ηρωίδα, αλλά έτσι μπαίνουμε στο δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης.
Το
δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης είναι το πρόσωπο της κεντρικής ηρωίδας. Πριν ακόμα ανοίξουμε το βιβλίο γνωρίζουμε πως με την Ντάλια θα ασχοληθούμε. Και ασχολούμαστε με τον τρόπο που μας καθοδηγεί ο συγγραφέας. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με στιγμιότυπα της ζωής της, πραγματικά ή φανταστικά δεν μας ενδιαφέρει πια, αφού είναι μέσα στο βιβλίο είναι πραγματικότατα, την Ντάλια του βιβλίου αναζητούμε.
Και την βρίσκουμε. Και ποια είναι. Και ποια ήταν. Και τι κάνει. Και πώς το κάνει. Και σε ποια εποχή και με ποιους ανθρώπους το κάνει!
Η Ντάλια αυτού του μυθιστορήματος χωρίς να λέει πολλά είναι ένας πλήρης λογοτεχνικός χαρακτήρας, με τόσους φωτισμούς και τόσες σκιές στο πορτρέτο της που μας επιτρέπουν να δούμε και να φανταστούμε. Αυτή είναι η ομορφιά της Τέχνης. Αποδοχή και δημιουργία.
Όμως, σ’ αυτό το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, αναδύονται και οι χαρακτήρες που θα διεκδικήσουν την προσοχή του αναγνώστη: υπάρχουν για να μιλήσουν για την Ντάλια ή μήπως η Ντάλια είναι μια καλή ευκαιρία για να σκιαγραφηθούν λογοτεχνικά αυτοί κυρίως;
Όποιος αναγνώστης ή όποια αναγνώστρια δεν μπει στο παιχνίδι της ανίχνευσης των ψηφίδων εκείνων που συγκροτούν το ψηφιδωτό και άλλων πορτρέτων, πέραν εκείνου της Ντάλιας, θα χάσει από τον ορίζοντά του (ορίζοντά της) και το πρόσωπο της ίδιας της Ντάλιας. Δεν έχει μια ηρωίδα το βιβλίο και δεν όλοι όσοι και όσες αναφέρονται στο βιβλίο ίδιοου εκτοπίσματος λογοτεχνικοί ήρωες
˙ υπάρχουν εκείνοι που φωτίζουν λεπτομέρειες και επιτρέπουν τον λόγο και την ιστορία και τις εικόνες να ρέουν και να συγκροτούν λογοτεχνική αφήγηση αλλά υπάρχουν και εκείνοι που σημαδεύουν τον λόγο και την ανάγνωση. Και από τη στιγμή που σημαδεύουν, στιγματίζουν, οριοθετούν, καθοδηγούν, καθορίζουν την ανάγνωση, από εκείνη ακριβώς τη στιγμή αυτοί ανυψώνονται σε κύριες λογοτεχνικές περσόνες και ο συγγραφέας σε λογοτέχνη!
Υπάρχουν και άλλα επίπεδα, πραγματολογικής ή εννοιολογικής προσέγγισης του κειμένου, αλλά δεν είναι της ώρας να προσδιοριστούν επειδή έχουν να κάνουν όχι πια μόνο με την ανάγνωση γενικά αλλά με τους αναγνώστες-αναγνώστριες ειδικά
˙ βλέπει κανείς ό,τι μπορεί ή θέλει να δει!
Κώδικες γραφής
Η γραμμική αφήγηση των γεγονότων που συγκροτούν το έργο μας μεταφέρουν στον παρελθόντα χρόνο και μας κάνουν θεατές των όσων συμβαίνουν τότε ή νομίζουμε πως συμβαίνουν. Η παρεμβολή των σύγχρονων-σημερινών αφηγήσεων-διαλόγων εξυπηρετεί δύο στόχους: τον επιπλέον σχολιασμό των όσων αναφέρονται στη γραμμική αφήγηση αλλά και την προαγγελία της εμφάνισης του προσώπου το οποίο θα μας απασχολήσει στο επόμενο κομμάτι γραμμικής αφήγησης. Συγγραφικό τερτίπι. Καλοδεχούμενο αν εξυπηρετεί συγγραφική ανάγκη και απαραίτητο αν συμβάλλει στην αναγνωστική απόλαυση. Βλέπω με τρόμο σε κάποια βιβλία τις παρεμβολές με πλάγια στοιχεία που διακόπτουν τη ροή των γεγονότων που διατυπώνονται με όρθια στοιχεία, δήθεν για να διευκολύνουν αλλά στη ουσία αυτό που κάνουν είναι να αποδυναμώσουν τον αυθεντικό λόγο με την επίκληση του ονειρικού ή στοχαστικού λόγου
˙ εδώ δεν συμβαίνει αυτό. Οι παρεμβολές είναι η συμβολή του παρόντος στο παρελθόν και διά αυτής της τεχνικής.
Εξαιρετική σημασία έχει το ιδιόλεκτο που διατυπώνεται σε κάποιες από αυτές τις παρεμβολές
˙ δεν έχει σκοπό να αναπαραστήσει ή να περιγράψει αλλά να χαρακτηρίσει και το κάνει με ευστοχία και επάρκεια χωρίς φλυαρίες
˙ δεν κυνηγάει να γεμίσει σελίδες ο συγγραφέας αλλά να γεμίσει κενά.
Είναι λιγοστά και δεν ενοχλούν τα αφηγηματικά σχόλια στο κείμενο του Σταύρου. Δε λέει και ξαναλέει, δε γράφει και ξαναγράφει το ίδιο πράγμα με άλλες λέξεις. Η οικονομία του λόγου του είναι αξιομνημόνευτη, ιδίως αν συνειδητοποιήσουμε πως τώρα, ή έστω πριν από λίγο ξεκίνησε η συγγραφική του περιπέτεια. Ήδη από το πρώτο του βιβλίο κατέκτησε την κυριολεξία και την εκτενή αφήγηση χωρίς φλυαρία, εδώ όμως διακρίνεται μια, ποιητικής φόρτισης, οικονομία επαρκούς και ακέραιου λόγου. Ό,τι πρέπει να ειπωθεί, λέγεται κι ό,τι αφήνεται να υποννοηθεί, υποννοείται!
Στους κώδικες γραφής εντάσσω και τον εγκιβωτισμό ιστοριών παράλληλων με την κεντρική αφήγηση
˙ κάθε τι που γράφεται στο βιβλίο αντανακλά, με τον τρόπο που θέλει ο συγγραφέας να αντανακλά, σε πρόσωπα και γεγονότα έτσι ώστε να οδηγούμαστε προς το τέλος, τον σκοπό του έργου: να σχηματιστούν όλες οι γωνίες που δίνουν ένταση
˙ δε βολεύεται στο στρογγύλεμα και την απλοποίηση ο συγγραφέας. Και για κάποιες στιγμές μέσα στο κείμενο, αυτό φαίνεται καθαρά πως είναι επώδυνο και ακραίο
˙ έχω σε μεγάλη υπόληψη τους συγγραφείς που δε λυπούνται τους ήρωές τους. Δεν είναι κακό να υπάρχουν ήρωες που αγιοποιούνται και ήρωες που δαιμονοποιούνται, αρκεί να έχουν λόγο να υπάρξουν
˙ οι περιττοί χαρακτήρες κάνουν κακό στη λογοτεχνία όχι οι ήρωες που έχουν και αρνητικά χαρακτηριστικά ή προβαίνουν σε ακραίες ενέργειες αλλά έχουν κάθε, λογοτεχνικό λόγο να το κάνουν! Ο Ταραντίνο έδωσε happy end στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σκοτώνοντας τον Χίτλερ στο έργο του Άδωξοι Μπάσταρδοι! Κάτι ανάλογο του Σταύρου μας περνάει στην επόμενη ενότητα.
Πραγματικότητα και λογοτεχνία
Τα λογοτεχνικά έργα που δε διστάζουν να το δηλώσουν πως στηρίζονται σε πραγματικά γεγονότα λένε φυσικά ψέματα. Κανένα γεγονός δεν μπορεί να αναπαρασταθεί από άλλους με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο έγινε. Η πραγματική πραγματικότητα τροφοδοτεί την Ιστορία όχι τη Λογοτεχνία. Ο λογοτέχνης εκθέτει τη δική του πραγματικότητα. Και όπου σκοντάφτει ή αρχίζει και κλαίγεται πως του απέκρυψε ο χρόνος στοιχεία ή χαμογελάει και κλωτσάει την πέτρα που τον εμπόδισε και συνεχίζει απτόητος σε μια δική του, χωρίς εμπόδια ευθεία.
Πάντως στο συγκεκριμένο βιβλίο, μπορεί το μείζον γεγονός της απόδοσης δικαιοσύνης να είναι συγγραφική αυθαιρεσία και λογοτεχνική ανάγκη, υπάρχουν όμως και μικρότερης έντασης γεγονότα που καταγράφονται
˙ και επειδή καταγράφονται φωτίζουν χαρακτήρες και εποχή αλλά λειτουργούν και διακειμενικά χωρίς να είναι αυτός ο σκοπός τους. Είναι τα μόνα σημεία της ιστορίας που διηγείται ο Σταύρος Μαμούτος στα οποία θα αναφερθώ συγκεκριμένα και θα τα θέσω στο κάδρο αυτού του διαλόγου, διαπράττοντας και εγώ, την αυθαιρεσία που μου αναλογεί ως αναγνώστης και ως αποδέκτης του αρχικού, -το θυμάστε;- κλεισίματος του ματιού από τον συγγραφέα. Εξάλλου, χαρακτήρισα το βιβλιο αυτό του Σταύρου γλυκό του κουταλιού και τι σόι καλό γλυκό θα ήταν αν δεν ανέδιδε και άλλα αρώματα πέρα από το κυρίαρχο που το χαρακτηρίζει; Το άρωμα που μυρίζω εγώ είναι
Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Συνομιλία
Ο χώρος, το βασικό σκηνικό, όπου διαδραματίζονται τα περισσότερα γεγονότα είναι η περιοχή γύρω από το Κτηνιατρείο, η παλιά συνοικία του βαρώνου Χιρς, το γκέτο των Εβραίων της Κατοχής αλλά και η γειτονιά των τραβεστί, -διεμφυλικοί γράφει και ξαναγράφει ο Σταύρος ανταποκρινόμενος στη σημερινή ορολογία και ηθική, πολιτική στάση αλλά στη δεκαετία του ’80 κυριαρχούσε ο όρος τραβεστί-. Η αντιπαλότητα των κλασικών οίκων ανοχής με τις γυναίκες-πουτάνες και τις τραβεστί που διεκδικούσαν κάποια από την πελατεία τους αποτυπώθηκε στη λογοτεχνία με το ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Ταντάλου και Σαπφούς γωνία
πέντε τσογλάνια (τα δυο με μηχανάκια)
ξεμοναχιάζουν αδερφές
και τις χτυπούν αλύπητα
η τσατσά του μπορντέλου
τους έταξε για κάθε ξυλοκόπημα
ένα γαμήσι τζάμπα
(Ντίνος Χριστιανόπουλος, το κορμί και το σαράκι, νεώτερα ποιήματα 1990-1996, εκδόσεις Μπιλιέτο, 1997)
Την εικόνα αυτή και ένα αντίστοιχο βίαιο ξυλοκόπημα καταγράφει και ο Σταύρος Μαμούτος σε μια αφήγηση του Πέτρου του, με έναν λόγο που δεν παραπέμπει βέβαια σε Χριστιανόπουλο αλλά με την ίδια ακριβώς λογική.
Η αντιπαλότητα των δύο συναφιών της περιοχής υποχώρησε τα επόμενα χρόνια όταν η κοινωνία έφερε μπροστά τους άλλον κίνδυνο που απορρόφησε τις (πολλές από) εφηβικές ανησυχίες: τις μοροσυκλέτες!
Εκεί που κάναν πιάτσα οι πουτάνες
εμφανιστήκαν δύο τραβεστί
και τις διέλυσαν
μα όταν άνοιξε η αντιπροσωπεία της YAMAHA
με τις λαχταριστές μοτοσυκλέτες στη βιτρίνα
παν κι οι πουτάνες παν κι οι τραβεστί
(Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μικρά ποιήματα, εκδόσεις Ιανός, 2004)
Και ο Πέτρος και ο πατέρας του ο Σωκράτης και η γυναίκα τού Πέτρου η Δωροθέα είναι αριστεροί
˙ η Ντάλια είναι διεμφυλική (τραβεστί) και απέναντί τους είναι επιφυλακτική, φοβισμένη, φιλική. Περνάει όλες τις συναισθηματικές διαβαθμίσεις και είναι πολύ όμορφες οι σελίδες του Σταύρου που τις καταγράφουν. Ο Σωκράτης μάλιστα ανάγεται σε κορυφαίο χαρακτήρα του δράματος με την ενέργειά του με την οποία ανοίγει και κλείνει το βιβλίο! Αναφέρεται σ’ αυτήν τη σχέση αριστερών και ομοφυλόφιλων ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στο ποίημά του Κατατρεγμένοι:
ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΟΙ
Σαν τους αριστερούς σας αγαπώ, αδέρφια μου˙
κι αυτοί κι εμείς διαρκώς κατατρεγμένοι:
αυτοί για το ψωμί –εμείς για το κορμί,
αυτοί για λευτεριά –εμείς για έρωτα, για μια ζωή δίχως φόβο και χλεύη.
Σαν τους αριστερούς σας αγαπώ, αδέρφια μου,
παρόλο που κι αυτοί μας κατατρέχουν.
(Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, εκδόσεις Ιανός, 2004)
Οι αναφορές στην ανατομία της Ντάλιας είναι αρκετές στο βιβλίο και ο τρόπος που γίνεται λόγος για αυτές είτε από την ίδια την Ντάλια είτε από τους συνομιλητές της είναι επίσης από τα αισθαντικά σημεία του βιβλίου. Ο Σταύρος τα διεξέρχεται με σεβασμό, χιούμορ και αγάπη
˙ καταλαβαίνει απόλυτα τον πόλεμο στο σώμα και την ψυχή της Ντάλιας και την σκληρότητα των ανθρώπων (γενικά) απέναντί της και προσέχει πολύ τη συμπεριφορά της ίδιας και των άλλων ηρώων του χωρίς να ξεπέφτει σε συναισθηματισμούς, διδακτισμούς και δηθενιές. Μου έφεραν στον νου, οι σχετικές σελίδες του, το πεζό ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου Περί Πανούση.
ΠΕΡΙ ΠΑΝΟΥΣΗ
Τρελαίνονταν με τον Πανούση. Μου έβαλε ν’ ακούσω μια μπαλάντα του για μια αδερφή, που αργότερα έγινε τραβεστί, και στο τέλος μαμά! «Δεν είναι καταπληχτικό;» με ρώτησε ενθουσιασμένος. Του είπα: «Καλά που υπάρχουν οι διάφοροι Πανούσηδες, για να σας διασκεδάζουν με τις αδερφές. Γιατί, αν τύχαινε και τις γνωρίζατε από κοντά, σίγουρα θα σας αναστάτωνε το δράμα τους».
Από καιρό με απασχολούσε το θαύμα του στήθους του. Στο τέλος δε βάσταξα και του το ’πα. Στην αρχή, έκανε πως δεν κατάλαβε, μα γρήγορα αντιλήφθηκα την ταραχή του. Σαν ένα αγριοχόρταρο είχα φυτρώσει στη γλάστρα του, κι έτρεμε μήπως του ξεράνω την τριανταφυλλιά του. Τα λόγια μου τον αναστάτωσαν, τα μάτια του συννέφιασαν. Του χάλασα όλο του το κέφι.
Ενώ ο Πανούσης…
(Ντίνος Χριστιανόπουλος, Νεκρή πιάτσα, εκδόσεις Μπιλιέτο, 1997)
Αν ήθελα να κάνω μια αισθαντική αποτίμηση του βιβλίου του Σταύρου Μαμούτου
Όσοι θυμούνται την Ντάλια θα επέλεγα αυτά τα ποιήματα, θα κατέβαζα μονορούφι το ποτήρι με το τσίπουρο και θα έκλεινα κι εγώ το μάτι στον συγγραφέα. Ίσως του φανέρωνα και την ισχυρή μου πεποίθηση πως, -σαν ανκόρ, αν επέμενε να του πω κι άλλα που φέρνει στο νου το βιβλίο του-, η Νύχτα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, άφησε και σ’ αυτόν, τον συγγραφέα Σταύρο Μαμούτο, το χάδι της:
Η ΝΥΧΤΑ
Η νύχτα επιδεινώνει τη μοναξιά,
καλλιεργεί τα κρυφά μας ερείπια.
Η νύχτα επεξεργάζεται την ομορφιά,
καταρρακώνει την ικεσία μας.
Η νύχτα ξεκουμπώνει τις φλέβες μας,
βρίσκει κρυμμένα τα όνειρά μας και τα τρώει.
Η νύχτα πετσοκόβει την τρυφερότητα,
ανανεώνει τις πληγές μας-
και σαν εξασφαλίσουμε κανα κορμί,
αμέσως αμολάει τα φεγγάρια της.
(Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ποιήματα, εκδόσεις Ιανός, 2004)
Ευχαριστώ πολύ
ΥΓ
Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Σταύρου Μαμούτου, Όσοι θυμούνται την Ντάλια, (εκδόσεις Ζενίθ, Αθήνα, 2019), στο Parady & Loft, Θεσσαλονίκη, 08-12-2019. Οι φωτογραφίες είναι της Ιωάννας Μαμούτου-Καλαϊτζή.