Όμορφη, με μιαν απέραντη κόμη από σπινθήρες, με μιαν αφέλεια ρυακιού ξεκίνησε να ακούγεται, από τα ηχεία του φιλόξενου μουσικού καφενείου Ελιξίριο, η φωνή του Τάκη Βαρβιτσιώτη, το βράδυ της Τετάρτης 21 Μαρτίου 2007.
Έτσι άρχισε μια διελκυστίνδα απαγγελιών και μελωδιών.
Τις φωνές των ποιητών διαδέχονταν αισθαντικές μουσικές που υπέγραφαν ποιήματα και στίχους.
Ακούστηκε η Μελίνα Μερκούρη σε αποσπάσματα απο τη Σονάτα του Σ
εληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου και η Έλλη Λαμπέτη σε απόσπασμα από τη Μαρία Νεφέλη του Οδυσσέα Ελύτη. Ακούστηκαν οι ποιήτριες Ζωή Καρέλη, Κική Δημουλά, Κατερίνα Γώγου, Νανά Ησαΐα και οι ποιητές Γιώργος Βαφόπουλος, Μίλτος Σαχτούρης, Τάκης Βαρβιτσιώτης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μανώλης Αναγνωστάκης, Αναστάσης Βιστωνίτης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Σωτήρης Παστάκας.
Στο μαγαζί έμπαινε από νωρίς κόσμος με τετράδια κάτω από τη μασχάλη και φύλλα χαρτιού στις τσέπες. Κάποια στιγμή τα φώτα έλουσαν τη μικρή σκηνή και οι ποιητές που ήρθαν με κάποια ποιήματα πλησίασαν το μικρόφωνο.
Ήταν εντυπωσιακή η ατμόσφαιρα. Τα ποιήματα ακούγονταν υπέροχα, ο κόσμος στα τραπέζια έδειχνε πως ήρθε ακριβώς για αυτό που συνέβαινε εκείνη τη στιγμή: ν’ ακούσει και να αισθανθεί.
Μια κιθάρα, ένα πιάνο και μια φωνή (σε κάποιο τραγούδι πλαισιώθηκε κι από μια δεύτερη) ανέλαβαν να αποδώσουν την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, του Νίκου Καβαδία, του Γιάννη Σκαρίμπα, του Κώστα Καρυωτάκη και της Κατερίνας Γώγου όπως την μελοποίησαν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιάννης Γλέζος και ο Κυριάκος Σφέτσας και μάλλον τα κατάφεραν.
Στο πιάνο η Ελένη Σδούκου, στην κιθάρα η Αναστασία Κατσαουνίδου, στη φωνή η Βασιλική Λαζαρίδου, στο πλάι της σ’ ένα τραγούδι η Μαριάννα Παπαθανασίου.
Χίλια ευχαριστώ κορίτσια.
Θερμές ευχαριστίες και στα blogs που σήκωσαν το βάρος της προβολής της εκδήλωσης:
O Δείμος του πολίτη,
magica,
michalakis,
mamma vip,
herinna,
γουστάρω Αιτιατική σε μιλάω!,
Νεραϊδόνα,
Ποιείν.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στο περιοδικό Sunday date του Αγγελιοφόρου της Κυριακής (18.3.2007) που δημοσίευσε την είδηση.
Ένα χαμόγελο στον γκρινιάρη τεχνικό, Μάκη Μαριάδη, που πάλευε φιλότιμα ανάμεσα στη βότκα και στην κονσόλα.
Ένα νεύμα ευγνωμοσύνης στα παιδιά (ιδιοκτήτες και προσωπικό) του μουσικού καφενείου Ελιξίριο που δέχτηκαν να φιλοξενήσουν την εκδήλωση και την στήριξαν με κάθε τρόπο.
Ένα κλικ του ποντικιού στην
lemon και στον
tempe terra.
Ένα κλείσιμο του ματιού σε όσους ήρθαν: δεν θα χαθούμε.
Στα ποιήματα (ενδεικτική επιλογή) που θα ακολουθήσουν, περιλαμβάνεται κι ένα που γράφτηκε στη διάρκεια της βραδιάς. Δεν δείχνει αυτό συμμετοχή και μέθεξη;
Κυνηγώντας την ευτυχία / Σεραφείμ Χρ. Χατζόπουλος
Μέσα στην αμμοθύελλα του Σύμπαντος έψαχνα να βρω έναν άνθρωπο
να του πω «Καλημέρα» και να τον ρωτήσω, αν ήξερε,
να μου δείξει το δρόμο που έπρεπε ν΄ ακολουθήσω για την όαση,
που άλλοι τη λένε «Χαρά» και άλλοι τη λεν’ «Ευτυχία».
Στρατοκόπος περπατούσα στην έρημη πολυάνθρωπη Πολιτεία
κι ούτε σταλιά νερό στο δρόμο!
Έψαχνα. Έψαχνα. Έψαχνα! Και βρήκα πολλούς, που είχαν κι αυτοί
την ίδια με μένα δίψα, χωρίς κανείς να ξέρει το δρόμο της Ευτυχίας.
Και πέρασαν ώρες και μέρες πολλές, μέχρι να μου πει
ένας ξερακιανός γέρος μια σοφή κουβέντα:
«ψάξε, παιδί μου, μέσα σου να τη βρεις,
γιατί αν δεν έχεις μέσα σου το σπόρο της, δε θα τη βρεις ποτέ,
ούτε στα μέρη τα πολύβουα, ούτε στις ερημνιές του κόσμου,
ούτε στα πρόσωπα των ανθρώπων, που γύρω σου τραγουδούν ή κλαίνε»
Κι έψαξα μέσα μου, καθώς με συμβούλεψε ο σκελεθρωμένος ερημίτης.
Και βρήκα το φόβο, το άγχος, τη μελαγχολία και λιγοστά ψήγματα χαράς.
Κι αυτά τα ελάχιστα, τα έβγαλα στο πρόσωπό μου και κατόρθωσα να χαμογελάσω.
Να χαμογελάσω με τη διαπίστωση πως ευτυχία δεν υπάρχει,
γιατί η όασή της αφανίστηκε δω και πολύν καιρό,
όταν έπαψε ν’ αρμενίζει το σύννεφο πάνω απ’ το λιοστάσι του μύθου
κι ο κόσμος έγινε μια απειροελάχιστη σταγόνα μπρος στα έκπληκτα μάτια, όποιου ψάχνει να βρει το δρόμο για τη χαμένη όαση της χαράς.
Και συ αδερφέ μου, που πάντα υπάρχεις όταν απλώνω το χέρι μου,
έμεινες μόνη παρηγοριά στη μοναξιά μου και σ’ αυτή τη μάταιη αναζήτηση.
Σύντροφός μου στην ανησυχία, την απογοήτευση και τον πόνο.
Σ’ ευχαριστώ!
Ποιήματα μας ήρθαν και με e-mail.
Ο Δήμος Χλωπτσιούδης διαβάζει το
ποίημα του blog-ερ o erwtas pernaei ap' to stomaxi.
Αριστερά στη φωτογραφία διακρίνεται ο Θωμάς Χρήστου του οποίου ποίημα διάβασε η Χρυσάνθη. Είναι η ίδια Χρυσάνθη που τράβηξε τις φωτογραφίες κι έχει αυτό το post να δείχνει και να καμαρώνει. Την αγάπη μου Χρύσα.
Νοθεία στη μαγεία / Θωμάς Χρήστου
Σπρωγμένος από τη δύναμη των πέντε ηφαιστείων
βυθίστηκα στην άβυσσο της λίμνης των ματιών σου
κι ορμηνεμένος από Νηρηίδες κι από Τρίτωνες
αναδύθηκα να ξαναδώ το πρόσωπό σου.Τ’ αστέρια λες και συνομώτησαν για μένα
τον ήλιο παρακάλεσαν ν’ αργήσει
και κάτω απ’ την Αυγουστιάτικη αστρική βροχή
με σκέπασες και μ’ είχες πρωτοφιλήσει.Τα στοιχειά της νύχτας μαζεύτηκαν, κουρνιάσαν
και οι Ερινύες τα μάτια σφιχτοκλείσαν
μόνο ένας γκιώνης σιγόκλαιε κρυφά
έτσι μόνους στη χαρά μας μας αφήσαν.Ο μάγος που μας πρόσεχε χαμήλωσε τα μάτια
κι ο Γρέγος που μας φύσαγε σα ν’ άλλαξε πορεία
αφημένος σε σένα δε φαντάστηκα
πως υπήρχε νοθεία στη μαγεία.
Ο Σπύρος Λαζαρίδης διαβάζει ένα από τα ποιήματα της Herinna, κι αυτό με e-mail:
Επιστροφές
Όσο περισσότερο σε μαθαίνω, τόσο χάνεσαι.
Εξαϋλώνεσαι στα μάτια που μέσα τους σε τραβάνε.
Σ’ αγγίζω ακόμα,
στις στιγμές που σ’ έβαψαν νερένια
και σε μαζεύω αγιασμό
στης ευχής το τάσι.
Τα χείλη μου απέκτησαν την υφή των σοφάδων.
Έχεις περάσει από δω…
στη ληξιπρόθεσμη ευτυχία σκιά
κι άφησες πίσω σου τον ιδρώτα σου ν’ αχνίζει.
Σε γλιτώνω ακόμα
διαλύοντας μέσα του τον πηλό που μαδάει
και με τους κόκκους της παλιάς μου σύνθεσης
ξαναχτίζω,
το γκρεμισμένο τοίχωμα του βυθού σου,
Αγάπη…
Salonica / Γιάννης Τρόπιος
Ήρεμη πόλη σε θέλω για μένα.
Περπατώ στους δρόμους, κρύος αέρας, ήλιος με δόντια.
Κοινό και διαφορετικό, συναισθήματα κι αισθήσεις.
Ατάραχη ψυχή γυναίκας, με πνεύμα αιώνιο.
Ήσυχη πόλη, ιστορία γραμμένη με αίμα.
Ακόντια και ασπίδες προσπεράσανε τα χώματά σου.
Σκληρή καρδιά ανδρός με ματιά ατσάλινη.
Έχεις ανάψει τα φώτα για να σώσεις τον κόσμο.
Μοίρα ακούραστη, αποτρεπτικό σημάδι του μίσους.
Άσπρα περιστέρια τα παιδιά σου, μας παρασύρουν στη θάλασσά σου.
Μένεις μόνη σου για να ξεχάσεις τις μανάδες των νεκρών.
Ασπάλαθοι σε συνεφέρνουν και ξαναγυρνάς στο λογικό.
Αήττητοι σε περιτριγυρίζουν αλλά εσύ δεν τους απαντάς.
Κανέναν δε φοβάσαι, κανείς δεν σε υποτάσσει γι’ αυτό και σε μισούν.
Βίοι παράλληλοι, μονοθελιστική ανία, Symantics, Cybernics, Globalisation, Άνθρωποι, Άνθρωποι φωνάζεις, πού είναι οι Ανθρώποι;
Καλά που έχεις Ρασούλη και Ελληνοξεχνάς!
Δεν μπορούμε να κρίνουμε το παρελθόν που δεν υπήρξαμε και δεν ήμασταν εκεί,
δεν μπορούμε να δούμε το παρόν αν δεν είμαστε και δεν υπάρχουμε εδώ,
δεν μπορούμε να φτάσουμε το μέλλον αφού δεν θα είμαστε και δεν θα υπάρχουμε πάλι.
Μπορούμε όμως να προσδοκούμε στο μέλλον όταν το παρελθόν και το παρόν μας ανήκει.
Φως έλα,
εγώ η Θεσσαλονίκη σε καλώ
και μύθους σου προσφέρω!
[Κανένας Θεός δεν απάλειψε Αντώνιον] / Σάκης Ευθυμίου
Στον αγαπημένο μου Αντώνη, Νοέμβριος 1994
Κανένας Θεός δεν απάλειψε Αντώνιον
μάλλον κόπηκαν οι δεσμοί της καταβολής
μιας μαγικής λέξης που έμεινε πίσω στο χρόνο
τότε που είμασταν παιδιά ακόμα.
Τι ωφελεί τώρα να τα θυμάσαι
έτσι κι αλλιώς
οι λέξεις έχασαν την αξία που είχαν τότε που κάναμε όνειρα.
Τώρα ο Σίσσυφος ανεβάζει την πέτρα από συνήθεια
μη θέλοντας τίποτ’ άλλο, παρά μόνο αυτό.
Αν του πάρουν την πέτρα θα μείνει εκεί
στη ρίζα του βουνού να κοιτάει σα χαμένος
και να προσπαθεί να θυμηθεί μιαν όμορφη στιγμή
που να μην την πρόδωσε.
Σ’ αυτόν τον καιρό
ούτε ν’ απολογηθεί θέλει κανείς γι’αυτά που δεν έκανε.
Φοβάται μόνο όταν βραδιάζει
τότε που έχει λιγες δικές του στιγμές
μη μπορώντας να ονειρευτεί.
Ο Τρύφων Συμάδης διάβασε ποιήματα του Γιάννη Τσολακίδη, της Αννίτας Χατζίκου και απήγγειλε δικά του. Τα e-mail δεν δουλέψανε ακόμα, όμως το ίδιο βράδυ, πάνω σ’ ένα τραπέζι του Ελιξίριου, δούλεψε ένα ατίθασο στυλό και έφτιαξε ένα όμορφο ποίημα:
Γιάννης Τσολακίδης / Άλλοθι
Σ’ ένα φυλάκιο μακρινό
ο χρόνος πολεμά την ξαστεριά.
Πίσω στην πόλη τη μεγάλη
οι αντοχές πολεμούν το χρόνο.
Οι λέξεις πέτρες γίνονται
μα τη σφεντόνα την κρατά η νύχτα.
Αλάτι υγρό κατρακυλά στο μέτωπο,
για να ’χουν άλλοθι τα μάτια.
Τα μάτια δακρύζουν κάπου-κάπου
να καλοπιάσουνε το νου.
Οι ενοχές πρόθυμα θυσιάζονται
για ν’ αθωωθεί η ψυχή.
Αν θέλεις ν’ αντέχεις στην αγάπη
πρέπει να μάθεις να πέφτεις.