Ήταν Νοέμβριος του 2008. Αρχές, μάλλον 6 του μηνός. Αυτή είναι η ημερομηνία της φωτογραφίας με τα παιδιά στο studio ηχογραφήσεων όπου βρισκόμασταν για τις ανάγκες του έργου μας "Ο δρόμος" που θα έκανε πρεμιέρα στις 21 Νοεμβρίου στο θέατρο του Κέντρου Πολιτισμού του Ευόσμου.
Ένα τηλεφώνημα από τον δεκαεννιάχρονο γιο του Σταύρου για να μου πει πως έχει κάτι για μένα. Φεύγοντας από το studio, κοντά στην εκκλησία του Ευαγγελισμού, βλέπω τον Γιώργο να με περιμένει. Κάνω δεξιά το αυτοκίνητο και κατεβάζω το τζάμι. Σχεδόν πετάει μέσα μία κασέτα κι εξαφανίζεται. Καμία πληροφορία πάνω της.
Φτάνω στο σπίτι και βάζω την κασέτα σ' ένα παλιό δημοσιογραφικό κασετόφωνο και μένω με το στόμα ανοικτό. Ο Γιώργος είχε βρει τους στίχους ενός άστεγου τραγουδιού μου, που τους είχα ανεβάσει στο blog μου, και τους έβαλε μια πολύ όμορφη μουσική.
Ένα τηλεφώνημα από τον δεκαεννιάχρονο γιο του Σταύρου για να μου πει πως έχει κάτι για μένα. Φεύγοντας από το studio, κοντά στην εκκλησία του Ευαγγελισμού, βλέπω τον Γιώργο να με περιμένει. Κάνω δεξιά το αυτοκίνητο και κατεβάζω το τζάμι. Σχεδόν πετάει μέσα μία κασέτα κι εξαφανίζεται. Καμία πληροφορία πάνω της.
Φτάνω στο σπίτι και βάζω την κασέτα σ' ένα παλιό δημοσιογραφικό κασετόφωνο και μένω με το στόμα ανοικτό. Ο Γιώργος είχε βρει τους στίχους ενός άστεγου τραγουδιού μου, που τους είχα ανεβάσει στο blog μου, και τους έβαλε μια πολύ όμορφη μουσική.
Περνάς σαν το αγρίμι,
της Τσιμισκή ελάφι,
του Κούδα το τσαλίμι,
το γκολ απ’ το Σαράφη.
Περνάς σαν το αγέρι,
αύρα της Σαλαμίνας,
του Φούντα το μαχαίρι,
τα μάτια της Μελίνας.
Περνάς σαν οπτασία, χνάρι ψηλά στα Κάστρα,
είσαι θεά στην Κρήνη, νεράιδα στη Χαλάστρα,
περνάς και ’γω που ξέρω, τι θέλεις και ποια είσαι,
μία ευχή σου δίνω: «σαν τα τραγούδια, ζήσε».
Περνάς πουλί χαμένο,
στο Καλοχώρι κύκνος,
βυζαντινών γραμμένο,
και του Τσιτσάνη ύμνος.
Περνάς σα μαύρη εικόνα,
φλορέτα απ’ του Μαράτου,
του Στέλιου η «ανεμώνα»,
ο «παλιατζής» του Στράτου.
Το έργο "Ο δρόμος" είχε πάρει τον δρόμο του και ήδη μέσα μου τριγυρνούσε η ιδέα πως έπρεπε να γράψω το νέο μας έργο και το οποίο έπρεπε να έχει σε ισοδύναμη παρουσία ρόλους για τα παιδιά μας, που μεγάλωναν με ταχύτητα, και για εμάς. Έτσι λειτουργούσαμε τότε. Ο θίασος ήταν μια παρέα. Στο πρώτο μας έργο έπαιξαν τρεις ηθοποιοί και οι φίλοι μεράκλωσαν. Στο επόμενο έργο έπαιξαν κι αυτοί.
Και στα δύο, μέχρι τότε, έργα μας τα παιδιά μας τριγυρνούσαν ανάμεσα στα πόδια μας. Το επόμενο έργο, λέγαμε όλοι, πρέπει να έχει θέσεις και γι' αυτά.
Το τραγούδι του Γιώργου ήτανε μια πρόκληση. Μέχρι τις αρχές του Δεκέμβρη είχα έτοιμη την αρχή του έργου που, βέβαια, ξεκινούσε ακριβώς μ' αυτό το τραγούδι. Μια πλατεία, μια καντίνα και γύρω της πιτσιρικαρία και γερουσία! Νταλκάδες και απωθημένα. Έξι του μηνός πάλι, ένα μήνα ακριβώς μετά από την παραλαβή της κασέτας, δολοφονείται ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος και το σοκ που δέχομαι είναι μεγάλο.
Το νέο έργο σφραγίζεται με αυτόν τον θάνατο και σε λίγους μήνες είναι έτοιμο: ΚΑΝΤΙΝΑ/CANTEEN/CAN(TEEN). Ένα έργο με ήρωες έφηβους και μεσήλικες. Ένα ακόμα δικό μας παιδί, η Βάσω μου, έγραψε κι αυτή μουσική σε δικούς μου στίχους και το έργο άρχιζε και τελείωνε με τη μουσική δύο συνομήλικων εφήβων!
Δεν αξιωθήκαμε να το παίξουμε τότε.
Χρόνια μετά, με άλλη θεατρική παρέα, το ανεβάσαμε τελικά.
Είχα κάνει όμως ένα λάθος. Απευθύνθηκα σε ένα ροκ συγκρότημα και δέχτηκε να κάνει ενορχήστρωση στα δύο τραγούδια των παιδιών και αυτό που μας παρουσίασε ήταν δυο άλλα τραγούδια. Καμία σχέση με τη μουσική που ήξερα. Δαγκώθηκα ξεδαγκώθηκα δεν μπορούσα όμως να κάνω κάτι άλλο. Τους ζήτησα και μου ηχογράφησαν τη μελωδία του Γιώργου και την βάλαμε εμβόλιμη σε κάποιες σκηνές.
Φυσικά δεν ήταν το ίδιο. Θα επανορθώναμε τον Απρίλιο που μας πέρασε. Στήσαμε μια παράσταση με το σύνολο των έργων που ανεβάσαμε μέχρι τώρα και από την ΚΑΝΤΙΝΑ διαλέξαμε την έναρξη και το φινάλε ακριβώς για να ακουστούν τα δύο τραγούδια με τη μελωδία που γράφτηκαν. Ο κορονοϊός είχε άλλη γνώμη και το έργο δεν ανέβηκε. Και τώρα, μέρα Μαγιού, 25 του μηνός, ο Γιώργος έφυγε για το μεγάλο ταξίδι. Δεν κατάφερα να του αντιγυρίσω το δώρο του. Του χρωστάω...