Ι
Τα Χριστούγεννα, εδώ και
χρόνια, έχουν χάσει την μαγεία τους. Είναι και η κρίση τώρα, πού λεφτά για
έξτρα δώρα και ξεχωριστά πιάτα στο τραπέζι. Ακόμη και τον καιρό που δεν γνώριζα
τίποτε για το δυνατό σώμα και την φρουτώδη επίγευση του κρασιού, αφού το έπινα
σαν μπύρα με αυτοκρατορικές γουλιές, αγόραζα ακριβά μπουκάλια και τα συνόδευα
με αλλαντικά διαλεγμένα για το χρώμα και την κρούστα από πιπέρια που τα τύλιγε.
Και δώρα πολλά. Από βιβλία μέχρι κοσμήματα. Ακόμα βλέπω στους, γυναικείους πια
λαιμούς, χαριτωμένα κρεμαστάρια διαλεγμένα από τα, φοιτητικά τότε, χεράκια μου.
Η αγορά με ξετρέλαινε και το βλέμμα τη στιγμή του ξετυλίγματος. Και ο τρόπος
του ξετυλίγματος. Κοιτούσα το χαρτί να υποφέρει από τις λαίμαργες κινήσεις που
θέλανε να το παρακάμψουν, να το εξαφανίσουν για να φτάσουν στο περιεχόμενο και
μετάνιωνα για την αγορά. Η γυναίκα που δεν το τσαλάκωσε άγαρμπα αλλά το
ξετύλιξε με προσοχή, με κέρδισε. Κι αυτή σαν κι εμένα είδε το δώρο ενιαίο.
Περιτύλιγμα, κορδέλα και περιεχόμενο έδεναν με την κίνηση του δικού μου χεριού
που το έσπρωχνε προς το μέρος της. Μετά ήρθε η ρουτίνα και η γαμημένη
ωριμότητα. Οι προτεραιότητες στα έξοδα. Όταν το καταλαβαίνω ξεφεύγω σε κάποια
αγορά, εκτός περιόδου εορτών, έτσι για το χούι που θέλω να το ξανανιώσω. Δεν
είναι το ίδιο.
Αυτή, δώρα δεν κάνει.
Τώρα όμως που το μικρό μας είναι στα ξένα την πιάνει μια τρέλα και στέλνει
γράμματα στα οποία βάζει και το κάτι τι της. Από λίγα ξεραμένα βότανα για το
τσάι, μέχρι φρέσκα αμύγδαλα. Την μαλώνω επειδή το άλλο συγκινείται και μας
γράφει κάτι ζουμερά γράμματα που με κάνουν και δακρύζω. Άφησε το παιδί ήσυχο και μην το ζαλίζεις, είπα προχθές δέκα μέρες
πριν τα φετινά Χριστούγεννα, όταν την είδα να απομονώνεται στην κουζίνα και να
γράφει και να ράβει και να στοιβάζει κουτάκια και σακουλάκια. Ένα γράμμα καλέ θα της στείλω για τα Χριστούγεννα,
σιγά το πράγμα, μου είπε.
ΙΙ
Με σταύρωσε σου λέω. Μην
στέλνεις γράμματα, μην στέλνεις δώρα και το κάνεις το παιδί και κλαίει. Τα
στέλνω εγώ για να σε κάνω να κλαις; Εγώ την ώρα που τα ετοιμάζω είμαι μαζί σου.
Σα να σε βλέπω στην άκρη του τραπεζιού να με διορθώνεις με το βλέμμα σου, αν
κάνω κάτι που δεν ταιριάζει. Αφού κι όταν ανάβω τσιγάρο σπρώχνω τη σταχτοθήκη
προς τη μέση του τραπεζιού για να φτάνεις κι εσύ. Θυμάσαι που στολίσαμε για
πρώτη φορά μαζί το χριστουγεννιάτικο δέντρο; Πόσο ωραία είχαμε περάσει; Να,
τώρα που με μάλωσε ο πατέρας σου εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα και είπα να σε κάνω
να την νιώσεις κ εσύ. Αγόρασα φωτάκια, να τα βάλεις στην πρίζα όταν είσαι στο
δωμάτιο και ν’ αναβοσβήνουνε αυτά. Έχουνε πολλούς τρόπους να αναβοσβήνουνε. Δεν
σου πήρα από εκείνα με τις μουσικές. Με ζαλίζει να τις ακούω και θέλω όταν
βάζεις τα φωτάκια στην πρίζα να γυρνάς πίσω το κεφάλι σου προς την πόρτα και να
λες άντε ρε μαμά, φτάνει με την
επιθεώρηση, άσε με και λίγο μόνη. Σα να είμαι εκεί. Τώρα μόνη είσαι πουλάκι
μου, με ποιον γκρινιάζεις άραγε;
Με μάλωσε που λες.
Ποιος; Αυτός που αγόραζε σε όλες τις φίλες του, κοσμήματα ακόμη κι όταν τα
είχαμε οι δυο μας. Αυτό για την… θα της αρέσει; Το άλλο για την…, θα της
ταιριάζει άραγε; Από τότε που τον γνώρισα δεν ξανααγόρασα σκουλαρίκι ή κολιέ.
Όλα αυτός μου τα παίρνει.
Να αυτό το δεντράκι με
την πράσινη τσόχα που σου στέλνω, το έραψα μόνη μου. Μόνο να φτάσει αυτό το
δεματάκι, πουλάκι μου. Υπολογίζω να το πάρεις μια δυο μέρες πριν τα
Χριστούγεννα. Σα να σε βλέπω. Να κάνεις το καφεδάκι σου, να στρίβεις το τσιγάρο
σου και να τ’ ανοίγεις ένα ένα. Σ’ αυτό είσαι ίδια ο πατέρας σου. Λες και το
χαρτί είναι πιο πολύτιμο από το σκουλαρίκι που έχει μέσα. Δεν βλέπεις το
γραφείο του; Τα γράμματα που είναι από αγαπημένους του τα κρατάει μαζί με το φάκελο.
Τι τον θέλεις βρε χρυσέ μου τον φάκελο,
του λέω. Δεν ξέρεις εσύ, μου λέει.
Τώρα που σου τα ετοιμάζω, τον καταλαβαίνω. Όλα τα έπιασα με τα χεράκια μου όπως
θα τα πιάσεις και συ. Μέχρι και το ζελοτέιπ που χρησιμοποίησα το λατρεύω γιατί
ξέρω πως θα ψάξεις την ακρούλα του και θα το τραβήξεις απαλά όπως έκανες με το
τσιρότο στην πληγούλα σου, μωρό.
Άντε τα μαζεύω τώρα.
Πρωί πρωί πηγαίνω στο ταχυδρομείο και τα στέλνω.
ΙΙΙ
Τον Θεό της δεν έχει. Μα
έντεκα πακετάκια μέσα στο φάκελο; Τι αμύγδαλα, τι χαρτάκια για τον καπνό, τι
ξεραμένη ρίγανη και φασκόμηλο. Μέχρι δέντρο χριστουγεννιάτικο μου έστειλε και,
αν μπορείς μάντεψ’ το: Φω-τά-κια. Το διανοείσαι; Φωτάκια καλέ. Πρωί πρωί που
πήγα στο εργαστήριο βλέπω από μακριά την γραμματέα να κρατάει έναν φάκελο με
μια κατακόκκινη καρδιά που κουνιότανε, ρε πούστη μου, όπως την κουνούσε έτσι
ψηλά η καρδιά ανεβοκατέβαινε σαν να είχε αγωνία κι αυτη. Παίρνω το φάκελο στα
χέρια μου. Μάμυ, μάμυ; Μου χαμογελάει
η Δανέζα σαν να πήρε αυτή δώρο. Γιες μάμυ
λέω κι εγώ και πριν με πιάσουν τα ζουμιά πήγα και χώθηκα στο γραφείο μου. Αν
και ήξερα την τρέλα της μάνας μου δεν την είχα ικανή να με κάνει να ζήσω αυτό
που έζησα. Η καρδιά έξω από το φάκελο, βελούδο παμπάλαιο. Ξέρεις τι κρύβουνε οι
σακούλες που παραχώνει στα συρτάρια της; Θησαυρούς.
Άνοιγα, κάπνιζα κι
έκλαιγα. Τι συγκίνηση ένιωσα δεν λέγεται. Μέρα παρά μέρα τη βλέπω και με βλέπει
στο σκάιπ, ξέρω τι μαγειρεύει κάθε μεσημέρι κι ας είμαι 1500 χιλιόμετρα μακριά
και δεν περίμενα πως το δώρο που πήρα θα είχε τόση δύναμη.
Τόσο πολύ συγκινήθηκα
αφού το έκανα τάμα στον εαυτό μου. Όταν γυρίσω πίσω και έρθει πρωινιάτικα να
χωθεί κάτω από τις κουβέρτες μου και να κάνει εκείνα τα χαζά της σαν να είμαι
βυζανιάρικο, λέω να την αφήσω. Ναι ρε πούστη μου θα την αφήσω. Αυτό θα είναι το
δικό μου αντίδωρο. Νομίζω, θα της αρέσει πολύ.