ΚΡΙΤΙΚΗ: ΚΑΝΤΙΝΑ
Ο Σπύρος Λαζαρίδης συνθέτει ψηφιδωτά τις σκηνές της Καντίνας του και γράφει στα ίσια και στακάτα, όχι λοξά και μοντερνιστικά. Οι ψηφίδες αυτές συνομιλούν μεταξύ τους, ψιθυρίζουν, διαλέγονται, συγκρούονται και τελικά συντίθενται, όπως συμβαίνει και στο επικό θέατρο του Μπρεχτ. Ο λόγος του λαϊκός, με όλη τη σημασία της λέξης, και προσωπικός, δηλαδή των προσώπων. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπερδέψεις ως θεατής τον νέο με τον μεγαλύτερο σε ηλικία. Ο λόγος είναι βιωματικός και κουβαλά τον ήρωα, τις λύπες του, τις πίκρες του, τα πολιτικά του φρονήματα, την αριστερά, αλλά και τη δεξιά. Οι ήρωες, λοιπόν, διακρίνονται μεταξύ τους με ενάργεια, σαν γάργαρο νερό, είναι ήρωες θετικοί και αρνητικοί, ο ντελβές τους είναι η κοινωνία μέσα στην οποία ζουν και δρουν.
Απ’ όλα έχει ο μπαχτσές, το ρουφιανόμπατσο που ψαρεύει τον αδαή καντινιέρη, που νομίζει ότι είναι κοφτερόμυαλος, τον μπάτσο εκτελεστή, που τον φωνάζουν Ράμπο, τον Τζώννυ, που πέφτει θύμα της κοινωνίας σαν ήρωας του πολιτικού ή και του νατουραλιστικού θεάτρου. Θα φτάσουν αυτοί τελικά στο τέρμα είτε της σκηνικής ζωής είτε του θανάτου που συντελείται εξωσκηνικά και εξαγγέλλεται, όπως στην αρχαία τραγωδία, για τον Τζώννυ λέω. Οι ήρωες αυτοί στην ουσία τους είναι αντιήρωες, περιθώριο είναι ο καντινιέρης, επαπειλούμενος φιλόλογος με άριστα. Ο Τζώννυ μια από τα ίδια, η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, παιδί της πλατείας αυτός. Οι συστημικοί αστυνομικοί, δημοσιογράφοι και απλοί πολίτες είναι οι αδύναμοι κρίκοι που πάνω τους όμως κάθεται γερά το σύστημα, ο πλούτος, τα Μ.Μ.Ε. Οι σκηνικές ψηφίδες δένονται χαλαρά γύρω από τον θάνατο, επικείμενο, συντελεσμένο, ως απόηχο, ένα χρόνο μετά, χρονική διαστολή και συστολή λοιπόν επί σκηνής σαν το συμπαντικό χρόνο. Όλα συστρέφονται και γύρω από το νεανικό έρωτα, της Τζενούλας και του Νίκου των «κακοφιλημένων» με ηχητικό κέντρο ένα καταπληκτικό τραγούδι, με αυτοαναφορικά και βιωματικά συγγραφικά στοιχεία, η Χαλάστρα, η Κρήνη, το ρεμπέτικο, ο Κούδας είναι οι ελληνικές σαλονικιώτικες μπράντες που το κοινό αναγνωρίζει και αντιδρά. Ναι το κείμενο διαλέγεται με τον τόπο, το χρόνο και τη μνήμη, όπως κάθε κείμενο που σέβεται τον εαυτό του. Συνομιλεί όμως και με τα εξαιρετικά σκηνικά που δείχνουν στον θεατή την πλατεία και το λαϊκό προάστιο, ίσως κάπου στα δυτικά μιας μεγαλούπολης, με ελάχιστες χρωματικές λεπτομέρειες εξαιρετικής έμπνευσης, το κόκκινο, το κίτρινο με μια σημειολογική ερμηνευτική ελευθερία στην πρόσληψη. Να πούμε κόμικ; Ναι. Να πούμε νατουραλισμός; Ναι: ωραίες κλίμακες, ωραίες προοπτικές, ωραία σκηνική λειτουργία που γράφει στους ήρωες.
Οι ήρωες επαρκείς όλοι, ξεχωριστοί όλοι, ο Νίκος, η Γιούλη, η Τζέννυ, ο Τζώννυ καλός, όλοι καλοί. Αχ! αυτή η μάνα, συγκλονιστική η Σταυρούλα Μαμούτου στο χαρακτηριστικό ρόλο, και φυσικά ο Τσαλαμπούνης στο ρόλο του Καντινιέρη, όλα τα λεφτά, κλέβει την παράσταση. Η μουσική ντύνει και συνθέτει την θεατρική ατμόσφαιρα με εντέλεια, το μουσικό θέμα διασχίζει την παράσταση σαν τρένο γρήγορο, αργό, σκοτεινό εντός τούνελ, ενίοτε ειδυλλιακό. Τα κουστούμια απεικονίζουν το κλίμα ρεαλιστικά και δείχνουν τον εκάστοτε ήρωα, ηλικιακά και ιδεολογικά. Φυσικά αλλάζουν όσες φορές πρέπει και όπως πρέπει χωρίς υπερβολές. Το ίδιο ισχύει και με τα μετρημένα είδη φροντιστηρίου. Αφήνω για το τέλος τη σκηνοθεσία που τη θεωρώ εξαιρετική, η Σταυρούλα Μαμούτου κατεύθυνε τα πρόσωπα σωστά, η σωματικότητα ήταν επαρκής, η εκφορά του λόγου καθώς και τα εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά σημεία που έντυσαν το λόγο των προσώπων ήταν και το εικός και αναγκαίον. Τελικά ένα εγχείρημα επιτυχημένο, όχι όμως, νομίζω, και το τελευταίο.
Ι.Σ. ΧΑΤΖΗΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗΣ
Μ.Δ.Ε. ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΟΥ
Α.Π.Θ.