Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2007
Death proof: Down in Mexico (The Coasters)
Μία μόνο από τις εκπληκτικές σκηνές που έστησε ο Quentin Tarantino. Καραμπινάτος αισθησιασμός κι ούτε ένα βυζί στην οθόνη. Οι μεγάλοι σκηνοθέτες δεν χρειάζονται τίποτε άλλο παρά μια κάμερα και καλούς ηθοποιούς. Τα άλλα είναι για τους μικρομέγαλους.
Κυριακή, Δεκεμβρίου 02, 2007
Ευτυχώς, κάποια πράγματα μας ομορφαίνουν τη ζωή...
Τρίτη, Νοεμβρίου 27, 2007
Are you talking to me, Δείμε?
Η ηλίθια και ανέφικτη πρόταση -αν μπορώ να χαρακτηρίσω έτσι μία λογική που ζητά να φύγουν από εδώ και να πάνε αλλού- για Δήμους που θα πάρουν τον ΟΚΑΝΑ, έγινε πράξη στην οποία συγκεντρώθηκαν πάνω από 500 άτομα (στο σύνολο των 3,5 περίπου ωρών που κράτησε η εκδήλωση). Ήταν τόσοι στις διοργανωθείσες συγκεντρώσεις του παρελθόντος; Χωρίς ρατσισμό, αλλά με απαίτησε για αστυνόμευση και έναρξη δράσης ο κόσμος ήθελε και θέλει λύσεις. Λύσεις που οι λαλίστατοι σημερινοί τιμητές ή αρνούνται ή δε θέλησαν (το δεν μπόρεσαν δεν το δέχομαι) α δώσουν. Με προστασία και λύσεις για αρρώστους, αλλά και για την ασφάλεια των κατοίκων. Έπρεπε για κάποιους να κάνουμε ιδεολογική κουβέντα, έπρεπε να συζητήσουμε το ρόλο των ναρκωτικών στον καπιταλιστικό κόσμο. Έλα ντε που ο κόσμος ήθελε προτάσεις και όχι κουβέντες του αέρα. Βγήκε συμπέρασμα, αγαπητέ πρώην αντιδήμαρχε, με ημερομηνίες[...]
Σ’ αυτόν τον καταιγισμό αυθαίρετων συμπερασμάτων, αγαπητέ Δείμε, μένω άφωνος. 280 άτομα,μαζί με τον εξώστη χωράει το θέατρο. Πόσοι έμειναν όταν ανακοινώθηκαν οι ημερομηνίες δράσης; Ξέρεις πόσα τελεσίγραφα έχουν λήξει μέχρι τώρα; Ημερίδα και μάλιστα με κάκιστα σχεδιασμένη εκπροσώπηση εισηγητών εσείς στήσατε. Όλοι οι άλλοι διεκδικούσαν λόγο και εισέπραταν απαξίωση.
Κυριακή, Νοεμβρίου 25, 2007
Τύπος ή ουσία;
Και μια θλίψη
Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2007
Τρυφερό μάθημα Φυσικής
- Κύριε, κάτι άσχετο...
- Ορίστε!
- Έχω μυωπία και ξέχασα τα γυαλιά μου. Όμως μόλις δακρύζω, βλέπω καλύτερα. Γιατί;
- Προφανώς το δάκρυ σου λειτουργεί σαν φακός αντικαθιστώντας τα γυαλιά σου.
- Τι καλοοοό!
Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2007
Με τις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, ασχολούνται και σοβαροί άνθρωποι
Τρίτη, Νοεμβρίου 13, 2007
Διαβάζει ο Βενιζέλος blogs;
Για να αποκτήσει και ένα άλλο, γοητευτικό, ενδιαφέρον η βόλτα του satanasso κατά μήκος της οδού Λαγκαδά, αναρτώ, εδώ, ένα banner του Ιστορικού Αρχείου Σταυρούπολης, και το κείμενο που περιέχει, για μια βόλτα στον ίδιο δρόμο, στα 1910, από τον γυμνασιάρχη του ελληνικού γυμνασίου με τους μαθητές του.
[…] Στρέφομεν προς τα δεξιά εκεί, όπου τελειώνει η συνοικία του Βαρδαριού, δια να παρακολουθήσωμεν άλλον δρόμον. Είναι η αμαξιτή, πολυσύχναστος, οδός, η οποία προχωρεί μέχρι των Σερρών. Είναι γεμάτη από πολύ λεπτήν σκόνην. Ο ελαφρώς πνέων βαρδάρις (βορειοδυτικός) την ανασηκώνει. Την ανασηκώνουν και οι πόδες μας, οι οποίοι βυθίζονται εντός αυτής. Τα κάρρα, τα οποία ορμητικά παρελαύνουν, την αναταράσσουν και εκείνα. Δια τούτο σπεύδομεν να αναβώμεν το ταχύτερον το ύψωμα της αγίας Παρασκευής, όπου ευρίσκεται το ένα εκ των δύο νεκροταφείων της ιδικής μας κοινότητος.
Επί του υψώματος σταματώμεν ολίγα λεπτά και ρίπτομεν βλέμματα προς τα τριγύρω. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος από πυκνά, τεράστια, σύννεφα, ανησυχούμεν δε, διότι φοβούμεθα μη βρέξη. Αισθητή είναι και η πρωινή δρόσος, η οποία όμως μας τονώνει τα μέλη και μας εγκαρδιώνει εις την οδοιπορίαν. Την ιδίαν επίδρασιν έχει και ο ελαφρώς πνέων βαρδάρις. Τον έχομεν όμως αντιμέτωπον και μας δυσκολεύει οπωσδήποτε εις τη πορείαν. Αλλ’ είναι τόσον δροσερός και βουίζει τόσον γλυκά, ώστε του συγχωρούμεν την αντίθετον, όπου έχει, φοράν.
Η οδός, αφού κατέλθη το ύψωμα της αγίας Παρασκευής, εγγίζει τους στρατώνας του πυροβολικού και του ιππικού. Είναι πολλά τα οικοδομήματα ταύτα και φαίνονται από μακράν ως ολόκληρος συνοικισμός. Ανηγέρθησαν προ ολίγων ετών κατά γερμανικά υποδείγματα. Είναι και ούτοι έργα του Χαμίτ μαζί με πολλά άλλα στρατιωτικά έργα, τα οποία όμως δεν τον εξιλέωσαν ενώπιον της οργής των Νεοτούρκων.
Προχωρούμεν ολοένα ακμαίοι, με την χαράν, την οποίαν χύνει εις το στήθος της εξοχής η απόλαυσις, φυσά και δυναμώνει ο βαρδάρις, εφ’ όσον προχωρούμεν επί του κατωφερούς, αλλ’ ηρέμα κατωφερούς δρόμου και φθάνομεν εις τα Πλατανάκια. Το όνομά των οφείλουν εις τους πολλούς και πυκνούς πλατάνους, οι οποίοι υψούνται εις τας όχθας χειμάρρου. Σήμερον ο χείμαρρος έχει αρκετόν νερόν. Είναι διαυγέστατον και τα κατάλευκα και λεία χαλίκια της κοίτης του διαφαίνονται κάτω από τα αβαθή νερά του, καθώς και επί της λοιπής, ξηραμμένης σήμερον, κοίτης του, της γεμάτης από άμμον και χαλίκια. Και τα χαλίκια, επί των οποίων βαδίζομεν, γλιστρούν και υποχωρούν εις το βάρος του σώματός μας. Από επάνω μας οι πλάτανοι σκορπίζουν ελαφρώς απειλητικόν σύριγμα, το προερχόμενον από τον επιπίπτοντα επάνω των βαρδάριν. Δυστυχώς των περισσοτέρων οι κλάδοι είναι αστόργως κομμένοι και μόνον οι χονδροί κορμοί των ανέρχονται εις μέγα ύψος, ως κορμοί κυπαρίσσων ευθυτενείς, με φύλλωμα δε πυκνόν και καταπράσινον. Αλλ’ οπωσδήποτε τα Πλατανάκια εν τω μέσω της ξηράς και αδένδρου τριγύρω της Θεσαλονίκης γης παρέχουν περιπόθητον σκιάν, εις την οποίαν με ευγνωμοσύνην καταφεύγει ο οδοιπόρος, δια να αναπαύση τους κοπιασμένους του πόδας, δια να αποσπογγίση τον ιδρώτα του προσώπου του, δια να βρέξη τα στεγνά του χείλη με το δροσερόν νερόν της εκεί πλησίον ρεούσης πηγής.
Στηριζόμενοι εις τους κορμούς γηραιών πλατάνων εγώ και προσφιλέστατός μου συνοδοιπόρος ανταλλάσσομεν τας σκέψεις και τας εντυπώσεις μας, ενώ τα βλέμματά μας πλανώνται εδώ και εκεί επί του εκτεταμένου τριγύρω μας ορίζοντος.
Από την θέσιν μας δε βλέπομεν το βόρειον και βορειοδυτικόν μέρος των τειχών της Θεσσαλονίκης. Είναι καταμαυρισμένα από την πολυκαιρίαν, από του ανωμάλου εδάφους, εντός του οποίου βυθίζονται, μέχρι των υπερυψήλων, υπερηφάνων, επάλξεών των.
Αλλ’ οι στρατώνες του πυροβολικού και του ιππικού, οι οποίοι φαίνονται και αυτοί, είναι κατάλευκοι και καινουργείς. Και υπό την έποψιν ταύτην εμποιούν καταφανή αντίθεσιν προς τα προαιώνια τείχη, τα συμβολίζοντα το παρελθόν της πόλεως. Τουναντίον οι στρατώνες είναι της σημερινής κυριαρχίας τα τρανότατα και τα αδιαφιλονίκητα τεκμήρια.
Η δε χώρα, την οποίαν έχομεν απέναντί μας, σχηματίζεται εις πεδιάδα ανώμαλον και λοφώδη, περιβαλλομένην από όρη και προεκτεινομένην μέχρι του Θερμαϊκού κόλπου. Επί της εκτεταμένης ταύτης γης μόνον αραιοί τινες συνοικισμοί, ανάξιοι λόγου, ανακύπτουν. Η δε ερημία, η μόνωσις και η οικτρά εγκατάλειψις συσφίγγουν την καρδίαν και καθιστούν αραιάν και διακεκομμένην την συνομιλίαν μου μετά του πλησίον μου ισταμένου φίλου. […]
Υ.Γ. Το banner έγινε για τις ανάγκες της κοινής έκθεσης «Η Σταυρούπολη στη λογοτεχνία, Νεότητα», τον Μάιο του 2002. Το κείμενο συμπεριλήφθηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «το κλειδί της ΠΟΛΗΣ», τον Δεκέμβριο του 2005, στο ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΣΤΑΥΡΟΥΠΟΛΗΣ, Ι.
Παρασκευή, Νοεμβρίου 09, 2007
Μια, ακόμη, περίπτωση clopy right: Λεύκωμα «Φωτογραφίζοντας τους Αμπελόκηπους στα μονοπάτια του χρόνου»
Με θλίψη και πίκρα, λίγες παρατηρήσεις για κάποιες από τις φωτογραφίες της ενότητας «Πρόσφυγες» του λευκώματος που εκδόθηκε από τον Δήμο Αμπελοκήπων το 2005 με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς.
Δεν υπάρχει πουθενά καμία αναφορά στην πηγή των φωτογραφιών και αυτό δεν είναι μόνο δεοντολογικό ολίσθημα αλλά και λάθος ουσίας αφού δεν δίνεται η δυνατότητα για την τεκμηρίωση των όσων ισχυρίζονται οι συγγραφείς του λευκώματος στις λεζάντες που παραθέτουν:
1. Εξώφυλλο, αλλά και την σελίδα 14: Δεν μπορούν οι εικονιζόμενοι να είναι «πρόσφυγες του 1923», αφού η φωτογραφία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στις 6/2/1916 σε γαλλική εφημερίδα. Αυτό είναι το λάθος. Το δεοντολογικό ολίσθημα είναι πως στην Ελλάδα για πρώτη φορά δημοσιεύεται στο λεύκωμά μου «Δι’ εγκαταστάσεως 1914», που εξέδωσε το 2001 (και σε δεύτερη έκδοση το 2005) ο Δήμος Σταυρούπολης, στις σελίδες 22 και 23 με ξεκάθαρη αναφορά στην αρχική πηγή της φωτογραφίας.
2. Σελίδα 15, πάνω δεξιά: Η cart postale προέρχεται από το αρχείο του ΚΙΘ (Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης), γράφει για τσιγγάνους στο Ζέιτενλικ και υπάρχει στο βιβλίο μου «Από το Βαρδάρι ως το Δερβένι», εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 1997, στη σελίδα 155. Μικρό το λάθος, εδώ. Στην ίδια σελίδα όμως, κάτω, υπάρχει μια φωτογραφία την οποία έχω δημοσιεύσει χωρίς την λεζάντα της (Ομάδα προσφύγων, Θεσσαλονίκη 1917) στο «Δι’ εγκαταστάσεως 1914», στη σελίδα 32 με αναφορά στον συλλέκτη από τον οποίο την βρήκα. Από πού η σιγουριά πως πρόκειται για «Αμπελόκηπους, 1923»;
3. Σελίδα 17, πάνω: «Προσφυγόπουλα με τα Κυριακάτικά τους» έγραψα γι’ αυτή την φωτογραφία του ΚΙΘ, στο «Από το Βαρδάρι ως το Δερβένι», στη σελίδα 150 ενώ η λεζάντα του ΚΙΘ έγραφε «Χωρικοί την Κυριακή». Την ίδια cart postale δημοσιεύω και στο «Δι’ εγκαταστάσεως 1914», σελ. 79, αυτή την φορά από το αρχείο του Γιάννη Μέγα και τολμώ να προτείνω έμμεσα μια ιδέα για ταύτιση του κτίσματος που φαίνεται στην εικόνα στολισμένο, δημοσιεύοντας ένα κείμενο από το περιοδικό «Γρηγόριος Παλαμάς», του 1919 το οποίο αναφέρεται στην εκκλησία του Αγίου Ελευθερίου στο Λεμπέτ. Είναι φωτογραφία της περιόδου του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και όχι του 1923.
4. Σελίδα 18, πάνω: «Επίσκεψη στα παιδιά της υπαίθρου από τους μαγείρους ενός από τα Συντάγματα Πεζικού» γράφει η κάρτα από το αρχείο του Γιάννη Μέγα («Δι’ εγκαταστάσεως 1914», σελ. 48). Και η κάτω φωτογραφία είναι από το ίδιο αρχείο και δημοσιεύεται στο ίδιο λεύκωμα στη σελ. 33.
5. Σελίδα 169, πάνω: Βλ. «Από το Βαρδάρι ως το Δερβένι», σελ. 140.
6. Σελίδα 179, πάνω: Η ίδια φωτογραφία δημοσιεύτηκε στο «Ενημερωτικό Δελτίο Σταυρούπολης», αρ. 37, Ιούνης-Ιούλης 1986 και προέρχεται από το αρχείο του Στ. Χατζή ο οποίος ήταν ο πρώτος που δημοσίευσε κείμενα και φωτογραφίες για την ομάδα του Παύλου Μελά Κατοχής. Επειδή ο Χατζής δημοσίευσε και σε κάποιες εφημερίδες κείμενά του, δεν μπορώ να γνωρίζω από πού ακριβώς προέρχεται η φωτογραφία του συγκεκριμένου λευκώματος.
Ειλικρινά, ο μόνος σκοπός αυτής της επιστολής, είναι η αγάπη για την έρευνα και η ισχυρή πεποίθηση πως η μνεία της πρωτογενούς πηγής από αυτόν που ανατρέχει σ’ αυτήν, είναι κάτι σαν ένα νεύμα χαιρετισμού και συμπάθειας προς εκείνον που έκανε κάτι καλό για να χρειαστεί κάποιος άλλος να αναπαράγει το έργο του. Επικαλούμαι την προσήλωση των υπευθύνων της έκδοσης στους κανόνες προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας όπως καταγράφονται στην σελίδα 2 του λευκώματος «Φωτογραφίζοντας τους Αμπελόκηπους στα μονοπάτια του χρόνου» και στην ιστοσελίδα του Δήμου Αμπελοκήπων (http://www.ampelokipoi.gr/) και περιμένω κάποιου είδους επανόρθωση.
Σπύρος Λαζαρίδης
Συγγραφέας,
Αντιδήμαρχος Σταυρούπολης
Υ.Γ. Η επιστολή αυτή στάλθηκε με όλους τους τύπους (αρ. πρωτοκόλλου, λογότυπο Δήμου Σταυρούπολης, κτλ), και μάλιστα, όχι μόνο με την ιδιότητα του συγγραφέα αλλά και του (τρομάρα μου) αντιδημάρχου. Όπως καταλαβαίνετε, άκρα του τάφου σιωπή. Όχι πως περιμένω τώρα κάτι. Έτσι για το γαμώτο, αυτή η δημοσίευση.
Υ.Γ.2 Οι βιβλιογραφικές παραπομπές γίνονται στις σελίδες των τυπωμένων λευκωμάτων-βιβλίων, οι οποίες δεν συμπίπτουν με εκείνες της ηλεκτρονικής έκδοσης.
Πέμπτη, Νοεμβρίου 08, 2007
Θαύμα, θαύμα! Η (ανέξοδη) έξοδος από τον μεσαίωνα.
Δευτέρα, Νοεμβρίου 05, 2007
Μα καλά, δεν βγήκε ο δήμαρχος που ήθελε και η Αυγή;
Ο Σάββας Σερασίδης είναι ΠΑΣΟΚ. Τον Σερασίδη όμως τον στήριξε επίσημα, πιο επίσημα δεν γίνεται, ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου. Αναφορά που δεν κάνει η εφημερίδα Αυγή (4.11.2007). Άντε να δούμε πώς θα μιλήσει ο δήμαρχος; Επειδή, όπως φαίνεται καθαρά στο κείμενο της εφημερίδας, εξακολουθούν κάποιοι να χρεώνουν στη Σταυρούπολη την αντίθεσή της στο πρόγραμμα αυτό καθεαυτό και όχι στις παρενέργειές του.
Έχει ο καιρός γυρίσματα Σάββα. Ό,τι χρέωνες σου χρεώνουν και όπως σου απαντούσε ο προηγούμενος θα απαντάς κι εσύ. Για πείσε λοιπόν τον διορισμένο πρόεδρο και τον φωτισμένο δημοσιογράφο ότι δεν είσαι φοβικός και μεσαιωνικών αντιλήψεων άνθρωπος;
Πείσε τους για την αναγκαιότητα διασποράς του προγράμματος που σε άκουσα να το υπερασπίζεσαι μέσα στο Δημοτικό Συμβούλιο, αυτήν την ίδια διασπορά που όταν την υπερασπιζόταν ο προηγούμενος δήμαρχος ήταν κακός και ανεπαρκής.
Περιμένω με αγωνία.
Κυριακή, Νοεμβρίου 04, 2007
Ζωογόνον ύδωρ εν Ηλιολούστω
Παρασκευή, Οκτωβρίου 26, 2007
Η τελευταία εικόνα
Στον περιφερειακό Δήμο της μεγάλης πόλης, διοργανώνεται μια παρατεταμένη γιορτή στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς, με μαθητικές εκδηλώσεις. Σημαντικό τμήμα αυτών των εκδηλώσεων αποτελούν οι θεατρικές παραστάσεις που ανεβαίνουν στην σκηνή του δημοτικού θεάτρου στα μέσα Ιουνίου.
Φέτος η πρεμιέρα συνέπεσε με μια ζεστή βραδιά. Όλη την ημέρα γινόταν ένας αγώνας δρόμου από τους τεχνικούς που ανέλαβαν την συντήρηση των κλιματιστικών μηχανημάτων, ώστε η παράσταση να γίνει σε δροσερό περιβάλλον.
Το γιατί έπρεπε η συντήρηση των μηχανημάτων να γίνει την ημέρα της πρεμιέρας, είναι ένα αυτονόητο ερώτημα, του οποίου η απάντηση χάνεται από γραφείου σε γραφείο του δημοτικού καταστήματος.
Αριθμοί πρωτοκόλλων, εκθέσεις επιτροπών, εισηγήσεις υπηρεσιών, αναζήτηση οικονομικών προσφορών, προθεσμίες συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου. Το κυριότερο: άρση των διαφωνιών όσων εμπλέκονται με τον καθορισμό της διαδικασίας, η οποία θα επιτρέψει στο τέλος στον τεχνίτη που θα δουλέψει, κάποτε να πληρωθεί.
Την συγκεκριμένη ημέρα πάντως ο τεχνίτης δούλεψε πριν ολοκληρωθεί η τυπική διαδικασία και χωρίς να έχει επίγνωση της περιπλοκότητάς της. Την ευθύνη της παρατυπίας ανέλαβε ο νέος αντιδήμαρχος που δεν μπορούσε να διανοηθεί την παράσταση σε συνθήκες καύσωνα.
Την επιπλοκή πάντως δεν την απέφυγε, επειδή την κρίσιμη στιγμή ο διακόπτης αρνήθηκε να θέσει σε λειτουργία το σύστημα και η βραδιά έπρεπε να ξεκινήσει με την αγωνία του αντιδημάρχου για το αν θα προλάβει να έρθει ξανά ο τεχνίτης για να επιληφθεί του προβλήματος το οποίο με την σειρά του έπρεπε να ήταν αντιμετωπίσιμο. Έτσι ο αντιδήμαρχος αντί για πολιτική ομιλία και διθυράμβους είπε την αλήθεια στους θεατές, ζητώντας την υπομονή όλων και προσβλέποντας στην έκπληξη της δροσερής αύρας που ίσως ερχόταν κάποια στιγμή από το πεισματάρικο μηχάνημα.
Πράγματι, με το άνοιγμα της αυλαίας, η αύρα της τεχνολογίας ήρθε.
Η παράσταση ξεκίνησε και έκρυβε μια ευχάριστη έκπληξη, την δεύτερη της βραδιάς. Ο δάσκαλος που ανέλαβε την σκηνοθεσία, κράτησε και το βασικό ρόλο για τον εαυτό του. Στην αρχή, αυτή η διαπίστωση ξένισε τους θεατές. Στην πορεία όμως αποδείχτηκε πως η κίνηση αυτή ήταν μια πολύ σωστή παιδαγωγική κίνηση. Ο δάσκαλος έγινε παιδί με τα παιδιά καθοδηγώντας τα στην θεατρική περιπέτεια.
Η διανομή των ρόλων, οι παρεμβάσεις στο κείμενο, το μπόλιασμα με την επικαιρότητα και η αναφορά ακόμη και σε γεγονότα τοπικής σημασίας, φανέρωναν έναν ταλαντούχο άνθρωπο που αγαπούσε τη δουλειά του. Χρησιμοποίησε με την ίδια αγάπη και φροντίδα παιδιά με κάθε είδους ανατομικές ιδιαιτερότητες.
Είναι σίγουρο πως πρέπει να έδωσε όλη τη χρονιά, καθώς προετοίμαζε το έργο, δύσκολο αγώνα για να καταφέρει τους ηθοποιούς του να ξεπεράσουν ανασφάλειες σχετικές με το πάχος τους, το ύψος τους, την εκφορά του λόγου τους, την κίνησή τους. Φαινόταν καθαρά πως τους προετοίμασε για μια γιορτή κι ένα ξεφάντωμα στο οποίο αφήνεσαι, δεν προσποιείσαι.
Κάποια στιγμή, ένα κοριτσάκι παραπάτησε κι έπεσε, λίγα μόνο λεπτά μετά την είσοδό της στη σκηνή. Ο πόνος που το διαπέρασε φάνηκε στο προσωπάκι του και στα δακρυσμένα ματάκια του. Καλύφθηκε πίσω από τη βαλίτσα που απαιτούσε ο ρόλος του και έψαχνε με το βλέμμα του πίσω από τις κουΐντες.
Ο δάσκαλος ήρθε στη σκηνή, γονάτισε και αγκάλιασε τη μικρή μαθήτρια, αντάλλαξαν κάποιες ατάκες, μέχρι που η ανάσα του κοριτσιού να αποκτήσει σταθερό ρυθμό παρόλο που ο μορφασμός του πόνου δεν το εγκατέλειψε στιγμή. Όλοι αναρωτιόντουσαν για το αν αυτό που έβλεπαν ήταν σκηνή του έργου ή ένα απρόοπτο συμβάν για το οποίο, οι πρωταγωνιστές του, επέλεξαν τον συγκεκριμένο τρόπο να το αντιμετωπίσουν.
Η παράσταση εξελίχθηκε κανονικά, η μαθήτρια έμεινε για περισσότερη από μισή ώρα πάνω στην σκηνή, γεγονός που δίνει μιαν άλλη διάσταση στις αντιδράσεις της την στιγμή του ατυχήματος.
Όταν όλοι στην αίθουσα ηρέμησαν και ξαναμπήκαν στον ρυθμό της παράστασης και μπορούσαν να απελευθερώσουν για λίγα δευτερόλεπτα το βλέμμα τους από το κέντρο της υπερυψωμένης σκηνής, είδαν στην άκρη της, στο ημίφως, μια γυναίκα γαντζωμένη στα σανίδια να κοιτάει με αγωνία τα όσα διαδραματίζονταν κάτω από τους προβολείς. Μάλλον η μάνα του κοριτσιού.
Τέλος καλό όλα καλά. Η παράσταση τελείωσε ομαλά, αν όχι θριαμβευτικά.
Όλοι ήταν χαρούμενοι.
Όλοι εκτός από τον κύριο που καθόταν δίπλα στον αντιδήμαρχο.
Ο κοντούλης αυτός κύριος έφτασε στο θέατρο, ασθμαίνων, λίγο πριν ανέβει στο βήμα ο αντιδήμαρχος. Κατευθύνθηκε στην πρώτη σειρά των καθισμάτων. Του αντιδημάρχου του φάνηκε πως ο νεοφερμένος τον κοίταξε αυστηρά.
Το συνδύασε με την εμφάνισή του και δεν έδωσε περισσότερη σημασία. Εμφάνιση ψευδομαχαλόμαγκα με σαφείς αναφορές στην μόδα των ξενυχτάδικων. Λευκή πανταλόνα μέχρι πριν τον αστράγαλο, παπουτσάκι χωρίς κάλτσα, ή κάλτσα που δεν προεξέχει του παπουτσιού, μαύρο πουκάμισο ανοιχτό χαμηλά προβάλλοντας ένα άτριχο στήθος. Λεπτός χωρίς περιττά κιλά, προφανώς για να του κάθονται τα ρούχα της βιτρίνας. Τσίχλα στο στόμα.
Με το που κάθισε, γύρισε προς τα πίσω, στην τρίτη σειρά των καθισμάτων και μίλησε σε κάποια. Σύζυγο; Φίλη;
Μάλλον φίλη αν κρίνει κανείς απ’ την στιχομυθία που αντάλλαξαν.
- Μόλις που πρόλαβα. Δεν είμαστε όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, είπε ο μαγκάκος.
- Και πού να ’ξερες ότι είμαι και με δύο ημέρες ρεπό, απάντησε η άλλη.
Σε όλη την διάρκεια της παράστασης, κοντά στο δίωρο, δεν έκανε με κανένα τρόπο αισθητή την παρουσία του. Έμοιαζε να ’ναι αφοσιωμένος στο έργο ή χαμένος στις σκέψεις του.
Με το φινάλε όμως και καθώς τα παιδιά χαιρετούσαν το κοινό και αγκαλιάζονταν με το δάσκαλό τους απολαμβάνοντας έναν θρίαμβο που εκφράζονταν με ολόθερμα χειροκροτήματα από την πλατεία, έδειξε κάτι περίεργα σημάδια ανησυχίας και του αντιδημάρχου του φάνηκε πως τον άκουσε να ψελλίζει ένα όνομα.
Ο μαγκάκος γύρισε έντρομος προς τη φίλη του.
- Δάσκαλος είναι; Δηλαδή κάνει μάθημα στα παιδιά μας; Αυτός, κάνει μάθημα στα παιδιά μας; Πώς τον λένε; Μήπως τον λένε Κούλη;
Καταιγιστικά, αγχώδη ερωτήματα, χωρίς να περιμένει απάντηση. Η οποία όμως, δυστυχώς γι’ αυτόν, ήρθε.
- Ευσταθίου. Κυριάκος Ευσταθίου.
- Ώχ! Κυριάκος. Δηλαδή Κούλης. Κυριακούλης, Κούλης. Αυτός είναι. Το χαϊδευτικό του, στη νύχτα, είναι Κούλης.
Και σώπασε κάτωχρος.
Περίμενε σε αναμμένα κάρβουνα να τελειώσει ο αντιδήμαρχος την απονομή κάποιων αναμνηστικών στα παιδιά. Αμέσως μετά, με αγριεμένο βλέμμα, έκανε νόημα σ’ ένα αγοράκι να κατέβει από τη σκηνή.
O αντιδήμαρχος άκουσε ολόκληρη τη στιχομυθία. Και φυσικά, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, αρκετά ισχυρό στ’ αλήθεια, θεώρησε απίθανο το ενδεχόμενο που υπαινίχτηκε τόσο καθαρά ο μαγκάκος.
Όχι επειδή δεν θα μπορούσε ο δάσκαλος να έχει διπλή ζωή, αλλά επειδή δεν μπορούσε να χωνέψει, ο αντιδήμαρχος, πως ο διπλανός δεν κατάλαβε τίποτε επί δύο ώρες, ενώ ο δάσκαλος στην σκηνή, έκανε του κόσμου τις κινήσεις και τις γκριμάτσες, μιλούσε σε όλες τις διαβαθμίσεις της έντασης και της χροιάς της φωνής του˙ χαρούμενα και λυπημένα, με οργή αλλά και με έκπληξη, απειλητικά μα και ταπεινά.
Τι ήταν αυτό, το τόσο καθοριστικό, που έπεισε τον μαχαλόμαγκα πως ο δάσκαλος δεν είναι μόνο δάσκαλος;
Αυτή η απορία λειτουργούσε καθησυχαστικά στον αντιδήμαρχο, κάνοντάς τον ολοένα και περισσότερο να πιστεύει πως ο τσίφτης της γειτονιάς, με τις νυχτερινές γνωριμίες, έπεφτε έξω. Σίγουρα έκανε λάθος. Και όσο για το όνομα, μάλλον σύμπτωση. Εξ’ άλλου δεν είναι απαραίτητο το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο κάποιου να προκύπτει με λογικό τρόπο από το κύριο όνομα, ειδικά όταν υπάρχει κάτι μεμπτό να καλυφθεί. Για να μην πούμε ότι το Κούλης θα μπορούσε να βγαίνει κι από το … Αλέκος, κι από το …
Κι όσο, ο αντιδήμαρχος δεν έβρισκε με ευκολία, ονόματα που να δίνουν σαν χαϊδευτικό το Κούλης, τόσο συνειδητοποιούσε πως το αγκάθι είχε χωθεί για τα καλά στο δάχτυλό του κι όσο το σκάλιζε για να το βγάλει τόσο πιο πολύ τον ενοχλούσε.
Η εξαίσια εικόνα της απολαυστικής παράστασης θόλωσε από το μελάνι της ασπρόμαυρης σουπιάς, κι όπως είναι γνωστό η τελευταία εικόνα είναι αυτή που μένει.
Υ.Γ. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά. Η φωτογραφία είναι της Erika Lujano
Κυριακή, Οκτωβρίου 21, 2007
Παραμύθι
Τρίτη, Οκτωβρίου 16, 2007
Μια λέσχη που θάλλει
Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2007
Τα ξωτικά του καναλιού
Παρασκευή, Οκτωβρίου 05, 2007
Οι φύλακες
Πολύ κοντά υπήρχε το νεκροταφείο της καθολικής κοινότητας που ζούσε στην μεγάλη πόλη από τα πολύ παλιά χρόνια. Καθολικοί ήταν και πολλοί από τους ξένους στρατιώτες. Οι πρώτοι τάφοι ανοίχτηκαν έξω από τον περίβολο του παλιότερου νεκροταφείου. Πλήθαιναν όσο περνούσε ο καιρός. Κι άλλο κοιμητήριο ξεφύτρωνε δίπλα στον δρόμο που ένωνε την μεγάλη πόλη με όλον τον κόσμο. Ένα κοιμητήριο, στημένο πρόχειρα για όλον τον κόσμο. Θάβονταν μαζί με τους συμμάχους και όσοι από τους εχθρούς πέθαιναν αιχμάλωτοι σ’ εκείνα τα χώματα. Κάτω από το χώμα όλοι έχουν την ίδια τύχη.
Ο πόλεμος τελείωσε. Τα κράτη, οι άνθρωποι, μετρούν τις πληγές τους και θρηνούν τους νεκρούς τους. Η ελληνική γη διατέθηκε στις ξένες κυβερνήσεις για να οργανώσουν όπως επιθυμούν τον χώρο όπου αναπαύονται τα θύματα του πολέμου. Και ο χώρος διαμορφώθηκε και, τώρα πια, μοιάζει με κήπο. Τον επισκέπτονται πολλοί άνθρωποι και τον βρίσκουν πάντα περιποιημένο. Στην κεντρική του είσοδο δεσπόζει ένα επιβλητικό μνημείο και δίπλα του, χαμένο κάτω από τα δέντρα, το σπίτι του φύλακα. Το κεντρικό αυτό τμήμα των συμμαχικών κοιμητηρίων ανήκει στον ορθόδοξο γειτονικό βαλκανικό λαό. Άγγελοι και άγιοι φτιαγμένοι από ελληνικά χέρια το φυλάνε. Αγήνορας λεγόταν αυτός που τους σχεδίασε και Ελένη εκείνη που τους έστησε ψηφίδα την ψηφίδα ψηλά στο μνημείο.
Δέκα χρόνια κράτησαν οι ετοιμασίες. Αρχιτέκτονες, γλύπτες, χωροτάκτες ακόμα και κηπουροί δούλευαν στα σχέδια. Δούλευαν στα γραφεία τους κοιτώντας χάρτες και τραβώντας γραμμές. Όλοι αυτοί όμως περίμεναν πρώτα να τελειώσει η αναγνώριση. Η αναγνώριση. Κοιμητήριο χωρίς τάφους, δεν γίνεται. Τάφοι χωρίς νεκρούς, δεν γίνεται. Θαμμένοι χωρίς σταυρό στο μνήμα τους, δεν γίνεται. Σταυρός χωρίς όνομα, δεν γίνεται. Αυτό το γνώριζαν καλά οι κυβερνήτες του γειτονικού λαού και έδωσαν την εντολή.
–Να ξεθαφτούν και να αναγνωριστούν οι προχειροθαμμένοι. Οι νέοι τάφοι θα φιλοξενήσουν στρατιώτες με όνομα και συγγενείς˙ όχι πτώματα ανώνυμα.
Ο ηλικιωμένος στρατιώτης που επέζησε του μεγάλου πολέμου δεν φανταζόταν πως αυτός ήταν ο εκλεκτός. Αυτός και οι απόγονοί του δεν θα τελείωναν ποτέ με τον πόλεμο. Σ’ αυτούς ανατέθηκε η αναγνώριση των πτωμάτων και η φροντίδα των νεκρών. Αυτοί ανακάτεψαν τα χώματα, πήραν στην αγκαλιά τους τα κόκαλα, τους έδωσαν πίσω τα ονόματά τους και τα έβαλαν σε νέους τάφους με την βαριά υπόσχεση να μην τους αφήσουν να χορταριάσουν ποτέ. Αυτοί ήταν που άκουγαν τις ιστορίες απ’ τα χώματα, τις έκαναν μαρμάρινους σταυρούς και τους κρατούσαν πάντα καθαρούς για τους προσκυνητές. Κάθε σταυρός σ’ αυτό το κοιμητήρι και μια αγκαλιά κόκαλα. Κάθε αγκαλιά και μια ιστορία. Ιστορίες πολέμου, ιστορίες αγάπης, τραγούδια, μοιρολόγια, γέλια, κλάματα γίνονται φύλλα και πέφτουν από τα δέντρα στο χώμα και τα μαζεύουν ευλαβικά οι φύλακες. Εδώ και τρεις γενιές. Κάθε γενιά και ένας φύλακας.
Λεωφορεία φέρνουν επισκέπτες στην μεγάλη πόλη τα Σαββατοκύριακα. Ο κεντρικός δρόμος της πόλης και τα εμπορικά που στήθηκαν στην δυτική της είσοδο κάνουν χρυσές δουλειές με τους γείτονες. Κάθε φορά που μια αναταραχή ξεσπάει στα Βαλκάνια οι πρώτοι που σταυροκοπιούνται είναι οι έμποροι κι οι μαγαζάτορες αυτού του δρόμου. Μα ποτέ το ταξίδι των γειτόνων δεν τελειώνει στα μαγαζιά και στην αγορά. Για πάρα πολλούς συνεχίζεται προς τα βορειοδυτικά της πόλης. Κατά μήκος του πανάρχαιου δρόμου. Στα κοιμητήρια του Πρώτου Μεγάλου Πολέμου. Τότε είναι που κάποια ονόματα, χαραγμένα σε μαρμάρινους σταυρούς φωτίζονται, αποκτούν αισθήσεις και γεύονται όλη τη μυρωδιά και την φρεσκάδα των λουλουδιών που αφήνουν οι επισκέπτες τρυφερά στους τάφους. Οι επισκέπτες που κρατάνε το νήμα που τους συνδέει με το παρελθόν. Τα χρώματα και τα είδη των λουλουδιών˙ το άρωμα και η ποσότητά τους. Τα ίχνη στο χώμα˙ από πασούμια, τακούνια, σκαρπίνια, πάνινα. Οι στάχτες από τα τσιγάρα. Όλα διηγούνται ιστορίες. Βουβά, σιωπηλά. Με κατάνυξη. Ιστορίες που αφορούν άλλους. Ο χρόνος που πέρασε είναι πολύς. Αυτοί που υπέφεραν από το θάνατο του στρατιώτη δεν ζούνε πια. Η συντριβή η δική τους, έγινε ευλάβεια στα παιδιά τους. Η μνήμη δένεται με την συνήθεια. Φωτίζονται τα ονόματα στα μάρμαρα όπως φωτίζονταν το πρόσωπο του πρώτου φύλακα κάθε φορά που κατάφερνε να συνταιριάξει όνομα και κόκαλα˙ σταυρό και ιστορία. Τότε οι ιστορίες βγαίνανε από τα χώματα. Σε ταυτότητες, σημειώματα, φωτογραφίες, ταμπακέρες, ρούχα, σταυρουδάκια και χαϊμαλιά. Τώρα οι ιστορίες ακουμπάνε στα χώματα. Σαν λουλούδια, σαν χνάρια, σαν στάχτες. Γι’ αυτό ο φύλακας αφήνει τον τάφο να γιορτάσει λίγες μέρες. Έπειτα παίρνει τα άνθη και τα αποθέτει στο μνημείο. Σκουπίζει τα χώματα. Τα ονόματα γίνονται πάλι σκαλίσματα στην πέτρα. Οι σταυροί γίνονται πάλι όλοι ίδιοι, ταξινομημένοι, απρόσωποι, άσπροι, μάρμαρο.
Μα το φως τους δεν χάνεται. Δίνει λάμψη στις ψηφίδες που έστρωσε με γνώση και τέχνη το ζευγάρι από την πρωτεύουσα και λάμπουν οι άγιοι και οι άγγελοι στα συμμαχικά κοιμητήρια πλάι στον πανάρχαιο δρόμο.
Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), το καλοκαίρι του 2003. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά. Η πρώτη φωτογραφία (Άγγλοι πενθούντες σε κηδεία Σέρβου στο Ζέιτενλικ) είναι από το περιοδικό The Graphic, 12.2.1916 από το αρχείο του ΑΠΘ και η δεύτερη (Σέρβικο μνημείο στο Ζέιτενλικ) είναι του Γιώργου Αθανασόπουλου.
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 19, 2007
Ο Βενιζέλος εβίασε παράφρονα κόρην
Αυτά γίνονταν κάποτε. Τότε που ήταν άγρια τα πράγματα και ο ημερήσιος Τύπος έμπαινε με όλα τα μέσα -θεμιτά και αθέμιτα- στο πολιτικό παιχνίδι. Τώρα δε γίνονται τέτοια. Όσα γράφονται στις εφημερίδες, όσα φαίνονται στην τηλεόραση, όσα ακούγονται στο ραδιόφωνο είναι μόνον όσα, πραγματικά, γίνονται. Την αλήθεια και μόνον την αλήθεια πληροφορείται ο αναγνώστης-πολίτης, ο θεατής-πολίτης, ο ακροατής-πολίτης.
Με τις υγείες μας.
Υ.Γ. Το απόκομμα είναι από την εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Το φως», 14.3.1935, τις ημέρες του Κινήματος των Βενιζελικών.
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 17, 2007
Εμπεριστατωμένος μετεκλογικός διάλογος
Πωλήτρια: Καλημέρα, είσαι πολύ όμορφη σήμερα.
Πελάτισσα: Ευχαριστώ πολύ. Δύο πρασσόπιτες.... Τελικά τι έγινε με το ΠΑΣΟΚ; Τον έκανε αυτόν τον δικομματισμό με τον ΣΥΡΙΖΑ;
Πωλήτρια: Πού να ξέρω; Εγώ κοιμήθηκα κατά τις έντεκα. Μπορεί να τον κάνανε αργότερα...
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 06, 2007
Αυτή η χώρα που ζούμε είναι το πιο ανώμαλο ρήμα του κόσμου…
Ο οργισμένος Βαλκάνιος
Νίκος Νικολαΐδης, 1977
Είχαμε συναντηθεί πριν είκοσι χρόνια. Είχε κυκλοφορήσει η πρώτη έκδοση του βιβλίου μου «Η μοτοσυκλέτα στην ελληνική λογοτεχνία», και ο Νικολαΐδης βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου για την προβολή της ταινίας του «Πρωινή περίπολος». Ένα πρωί στο ξενοδοχείο του, του έδωσα το βιβλίο και με ξενάγησε με σχόλια στις κριτικές των εφημερίδων για την ταινία του που προβλήθηκε το προηγούμενο βράδυ.
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2007
Ένα κουρέλι που τραγούδησε με οργή
Δημοκρατία
Η χώρα μπήκε στο γύψο και το νέο σχολείο έπρεπε να συνταιριάξει την ορμή όλων των παιδιών που μεγάλωναν στα δυτικά της μεγάλης πόλης με την ασφυκτική πειθαρχία που ήθελαν να επιβάλλουν οι άνθρωποι με τα σκούρα σακάκια και τα μαύρα γυαλιά.
Οι μαθητές αυτού του σχολείου διέπρεπαν σε όλα. Επιστήμονες, αθλητές, καλλιτέχνες, πολιτικοί βγήκαν από τις αίθουσες με την λαδομπογιά στους τοίχους. Θες γιατί ήταν καλοί μαθητές και δάσκαλοι, θες γιατί ήταν κόσμος πολύς κι όλο και κάποιος πρόκοβε, σημασία έχει πως οι επιτυχίες ήταν συχνές. Πανελλήνια σχολικά πρωταθλήματα, λαμπρά τουρνουά στο γήπεδο με την άσφαλτο και τις τσιμεντένιες κερκίδες κάθε του Αγίου Δημητρίου, πρωτιές στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο.
Άτομα από τα δυτικά αυτά χώματα διακρίθηκαν και τα ονόματά τους έγιναν γνωστά σ’ ολόκληρη την χώρα για τα επιτεύγματά τους. Ο γύψος συνέχιζε να κρατάει την χώρα ακίνητη. Όχι όμως τα παιδιά της. Εκείνες οι τσιμεντένιες κερκίδες γέμισαν ένα πρωινό από όλα τ’ αγόρια της Έκτης τάξης που είχαν κουρέψει με την ψιλή μηχανή τα κεφάλια τους και αρνιόντουσαν να μπούνε στις τάξεις τους. Οι αφορμές για το ξέσπασμα αυτό ήταν πολλές μα ο λόγος ήταν ένας. Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου και οι αυθαιρεσίες των χουντικών με τα σκούρα κουστούμια και τα μαύρα γυαλιά δεν θα περνούσαν πια τόσο εύκολα. Η σπίθα άναψε. Οι τοπικές εφημερίδες κυκλοφόρησαν την επομένη μ’ ένα θεαματικό πρωτοσέλιδο. Τέλος πια στο εξευτελιστικό μέτρημα του μήκους της τρίχας κάθε πρωί από τον βλοσυρό και αγενή γυμνασιάρχη.
Τα γυμνά κεφάλια των παιδιών του γυμνασίου της προσφυγικής συνοικίας, έδωσαν την θέση τους στα πρωτοσέλιδα, στις μακριές τρίχες των φοιτητών που άρχισαν να συγκεντρώνονται στις σχολές τους και να ζητάνε ελεύθερες εκλογές στους συλλόγους τους. Ο γύψος άρχισε να θρυμματίζεται. Τα τεθωρακισμένα στρατιωτικά οχήματα μπήκαν στα πανεπιστήμια. Νέα ονόματα προστέθηκαν στον μεγάλο κατάλογο των θυμάτων της βίας. Τα τελευταία, εύχονταν όλοι.
Από τον επόμενο κιόλας χρόνο, παράνομα ακόμη αφού πέρασαν πολλά χρόνια για να γίνει εκείνος ο ξεσηκωμός σχολική γιορτή και μέρα μνήμης, τα παιδιά του γυμνασίου άρχισαν να τιμούν την εξέγερση. Την ημέρα που συμπληρωνόταν χρόνος από τα αιματηρά γεγονότα που σήμαναν την αρχή της μεταπολίτευσης, οι μαθητές του γυμνασίου που στήθηκε στη θέση της φριχτής τούμπας των εκτελέσεων, πήραν τον δρόμο που οδηγούσε στο κέντρο της πόλης, τον ίδιο τον πανάρχαιο δρόμο που ένωνε την μεγάλη πολιτεία με όλον τον κόσμο και βουβοί πορεύτηκαν μέχρι το Πολυτεχνείο για ν’ αφήσουν λίγα λουλούδια.
Σ’ αυτήν την πορεία έσκυψε ένας μαθητής και έβγαλε από τα χώματα ένα χαλασμένο μικρό αυτοκινητάκι και το έσφιξε στην χούφτα του. Αργότερα, στο σπίτι του, το έβαψε με τα στρατιωτικά χρώματα της παραλλαγής και το φυλάει ακόμα στο συρτάρι του σαν ένα από τα πιο πολύτιμα προσωπικά του αντικείμενα.
Οι γύρω συνοικίες μεγάλωναν κι αυτές και άρχισαν να κτίζουν τα δικά τους σχολεία. Το γυμνάσιο άρχισε να ξεσκίζει τις σάρκες του. Πρώτα χωρίστηκε στα δύο, μετά χωρίστηκε σε γυμνάσιο και λύκειο, κατόπιν έπαψε να είναι αρρένων και έγινε μικτό, πιο ύστερα έπαψε να αριθμείται με τα σχολεία της μεγάλης πόλης αφού απέκτησε και η συνοικία τον δικό της κατάλογο σχολείων.
Οι θρυλικές αναμετρήσεις των δύο πρώτων κομματιών του, στο βόλεϊ και στα μονόζυγα της αυλής που άρχιζαν μόλις τελείωνε η πρωινή βάρδια του ενός σχολείου και τελείωναν μόλις άρχιζε η απογευματινή βάρδια του άλλου σχολείου, ανήκουν στο παρελθόν. Στο ίδιο παρελθόν που η διαδρομή από την μακρινή γειτονιά του μαθητή της διπλανής συνοικίας μέχρι το γυμνάσιο μετριόταν με τον χρόνο ζωής μιας σοκολάτας αμυγδάλου. Η ιεροτελεστία άρχιζε στο περίπτερο του δημόσιου δρόμου που ένωνε τις δύο συνοικίες, διαρκούσε σε όλον τον ποδαρόδρομο ανάμεσα στα τουρκόσπιτα που βρίσκονταν δίπλα στον χείμαρρο και τελείωνε στην αυλή του σχολείου. Τότε που ένα τελευταίο αμύγδαλο γυρόφερνε ανάμεσα στα δόντια μέχρι να διαβούν τα πόδια το κατώφλι και να πέσει η μοιραία δαγκωνιά που θα σήμαινε την έναρξη μιας ακόμη σχολικής ημέρας.
Ο μαθητής εκείνος που μάζεψε το αυτοκινητάκι και έγλειφε την σοκολάτα, μεγάλωσε πια, σπούδασε κι αυτός και τα ‘φερε έτσι η ζωή και βρέθηκε δάσκαλος στις ίδιες αίθουσες. Αναζήτησε με συγκίνηση ο,τιδήποτε θα του θύμιζε το παρελθόν. Κάποια φωτογραφία, ας πούμε. Και ανακάλυψε πως όλο το παρελθόν είχε καεί από κάποιον δημοκράτη συνάδελφο που δεν άντεχε να έχει ούτε στο συρτάρι του την φάτσα του χουντικού προκάτοχού του. Η δημοκρατική λαίλαπα που σάρωνε τα τελευταία χρόνια την χώρα, σάρωσε και τα χνάρια όλων των παιδιών που μεγάλωσαν στα δυτικά της μεγάλης πόλης, ξόρκισαν με την χαρά τους την φρίκη της τούμπας των εκτελέσεων και φώτισαν με τα ξυρισμένα κεφάλια τους τα σκοτάδια των σκούρων κουστουμιών και των μαύρων ματογυαλιών.
Πέμπτη, Αυγούστου 23, 2007
Τα κράνη
Κάποια άλλα, αδιάκριτα αυτά έντομα, βυθίζονται στο δάκρυ του μοτοσυκλετιστή καθώς τον βλέπουν να στρέφει λίγο πλάγια το πρόσωπο, όταν υπερβαίνει τα 120 χιλιόμετρα την ώρα, χωρίς κράνος. Είναι στιγμές που οι κανόνες ασφαλείας πνίγουν ό,τι έβγαλε τη μοτοσυκλέτα από το σωρό των οχημάτων και την ανέδειξε σε ταίρι του ανέμου.
Ό,τι ενδύεται ο μοτοσυκλετιστής έχει να κάνει με τα χάδια του αέρα και τη βία της ασφάλτου. Το βγάλσιμο του κράνους σε κάποιο σημείο μιας μακρινής διαδρομής είναι αποζήτηση τρυφερότητας και όχι κίνηση αφροσύνης όπως οι αδαείς πιστεύουν. Τότε οι κόμποι του ιδρώτα στο πρόσωπο του μοτοσυκλετιστή ελευθερώνονται σε άπειρες σταγόνες δροσιάς. Τα μαλλιά, όταν υάρχουν, ξεχύνονται σ’ έναν νευρικό χορό και ραπίζουν το πρόσωπο του οδηγού που τα φυλάκιζε μες στο κράνος, κάθε φορά που αυτός στρέφει το κεφάλι αριστερά και πίσω για να επιχειρήσει μία προσπέραση.
Μα και η παρουσία του κράνους μη νομίσετε πως δεν οδηγεί σε μονοπάτια χαράς τον μοτοσυκλετιστή. Έχετε ποτέ αναλογιστεί πόση μουσική μπορεί να βγάλει το κράνος, ανάλογα με το ανασήκωμα της ζελατίνας, το σφίξιμο της βίδας που την συγκρατεί και τα μπόσικα που βρίσκει – το κράνος, όχι η βίδα – στο κεφάλι; Κι όταν βρέχει και το τζάμι είναι χαραγμένο – απ’ τις ριπές της σκόνης, απ’ το άτσαλο σφούγγισμα μετά το πλύσιμο – και πρέπει ο οδηγός να βρει τη σωστή κλίση, σαν το λογιστή που βλέπει πάνω από τα γυαλιά του, για να δει κάτω απ’ τη ζελατίνα η οποία σαν ομπρέλα προφυλάσσει τα μάτια απ’ τις σταγόνες-βελόνες, τότε το κράνος παίζει λεπτεπίλεπτα κρουστά, ακίδες κάκτου σε σωλήνα μπαμπού να κατρακυλάνε.
Τα τρυφερά κράνη του ζευγαριού που αγκαλιάζεται σφιχτά πάνω στη μοτοσυκλέτα˙ το αμήχανο κράνος του συνεπιβάτη που τσουγκρίζει μ’ εκείνο του οδηγού στ’ απότομα φρεναρίσματα ή το χαδιάρικο κράνος που κουρνιάζει στον δεξί ώμο του μοτοσυκλετιστή.
Τα κράνη που κρέμονται απειλητικά από τους βραχίονες και συγκρούονται με τους καθρέφτες των ταξιτζήδων.
Το κράνος εκείνο, που τρυφερά το δίνει ο οδηγός στην κοπέλα του πίσω – όπως έδινε το σακάκι του ο παλιός Έλληνας γόης στο σινεμά – κι αυτή δεν το δένει, της είναι μεγάλο και στο απότομο πέταγμα της μηχανής μπροστά (για σφήνα, για προσπέραση, για γούστο δεν έχει σημασία), φεύγει, πετάει και τινάζεται απ’ τις ρόδες του κόκκινου λεωφορείου που ακολουθεί απειλητικό και καταλήγει στο πεζοδρόμιο, ολοστρόγγυλο και γυαλιστερό παρόλ’ αυτά, με χαρακιές ανεξίτηλες πάνω του να θυμίζουν. Το κεφάλι της κοπέλας στρέφεται απορημένο να δει τι έγινε, να δει που θα κατέληγε αν, μαζί με το υπόλοιπο σώμα, δεν ήταν αγκιστρωμένο στην πλάτη του μοτοσυκλετιστή. Η επαφή σώζει τον συνεπιβάτη.
Τα κράνη που μερικές φορές μας θυμίζουν τους συνειρμούς που κρατούσαν τον Γιώργο Ιωάννου μακριά απ’ τ’ αυτοκίνητο επειδή έβλεπε με φρίκη τα τζάμια να τον απομονώνουν από το περιβάλλον˙ από τη ζωή που έξω σφύζει. Φανταστείτε τον ερωτευμένο μοτοσυκλετιστή να θέλει πάνω στη δύσκολη στροφή, στην παράτολμη προσπέραση να χαμογελάσει στην αγαπημένη του, να της κλείσει το μάτι. Αδύνατον! Το κράνος του στερεί αυτού του είδους την τρυφερότητα και τον σπρώχνει να κατεβάσει το χέρι – εκεί, πάνω στα δύσκολα – και να της χαϊδέψει το πόδι ή ν’ ανασηκώσει τη ζελατίνα και ν’ αφήσει μια κραυγή ελπίζοντας πως κάτι απ’ αυτήν θα περισωθεί και θα φτάσει στ’ αυτιά που πρέπει να φτάσει για να διηγηθεί το κατόρθωμά του.
Το κράνος το μαύρο μες στο καλοκαίρι, το κράνος με τ’ αυτοκόλλητα που τρώνε τη σάρκα του και το κράνος που φωνάζει υστερικά Harley – Davidson όταν κάτω απ’ τα πόδια στριμώχνεται ένα θλιβερό Special της Yamaha ή, έστω, σπαρταρά ένα πιο στιβαρό μοντέλο μεν, άσχετο με το κράνος δε. Τα κράνη δεν κάνουν τη μοτοσυκλέτα όπως τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Θυμηθείτε τον Jack Nikolson στον Easy rider και το εξαίσιο κράνος του μπέηζ μπωλ ή κάποιου άλλου αμερικάνικου αθλήματος που θριάμβευε στο κεφάλι του και δεν προσέβαλε καθόλου την Harley που οδηγούσε ο Fonda ή ο Hopper δεν θυμάμαι.
Και, τέλος, το ζευγάρι των Ιταλών πάνω στη Moto Guzzi, που τους έπιασε βροχή έξω από την Πάτρα και μπήκαν κάτω από τη γέφυρα, βγάλαν απ’ τις βαλίτσες – της μοτοσυκλέτας, οι άλλες ακολουθούσαν φορτωμένες σ’ ένα Autobianchi – τις αδιάβροχες φόρμες και άλλαξαν, ναι άλλαξαν τα κράνη που φορούσαν με τα καινούρια που συνόδευαν τα νέα ρούχα˙ για την βροχή πιο ειδικά; Με τις φόρμες πιο ταιριαστά; Νοικοκυριό; Τρέλα; Επίδειξη; Φετίχ;
- Μοτοσυκλέτα!
Υ.Γ. Δημοσιεύτηκε στο περ. Δυτικώς, αρ. 14, Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 2000.
Η εικόνα: Αλέκος Φασιανός / Ελευθεροτυπία, 3.7.2000
Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2007
Διατηρητέο
»Άντε πουλάκι μου, ήρθε η δασκάλα σου. Κοίτα να χορέψεις καλά. Στην ηλικία σου ήταν η γιαγιά σου, όταν έμενε σε εκείνο το δωμάτιο ψηλά. Εκείνη δεν είχε τότε μυαλό για χορούς. Χόρεψε εσύ, πουλί μ’...».
Είχαν έρθει επιστήμονες και λέγανε πώς θα διαμορφωθεί ο χώρος, λέγανε για την ιστορία του, δείχνανε φωτογραφίες και προτείνανε διάφορες χρήσεις του στο μέλλον. Μιλούσανε για βιβλιοθήκες, για πνευματικά κέντρα. Δεν πειράζει που δεν είπανε τίποτα για τον εμφύλιο. Μπορεί να μην ξέρανε τι σχέση είχε με τον εμφύλιο. Από πού να το ξέρανε; Ούτε για τα εστιατόρια ξέρανε. Για τα φιλέτα καγκουρό και τα γεύματα εργασίας με κροκόδειλο και ελάφι, δε γνωρίζανε, δεν πήγαινε ο νους τους.
Αφορμή για τη δημοσίευση του κειμένου σ’ αυτήν τη χρονική περίοδο στάθηκε το εξής στιγμιότυπο:
update, 23.8.2007:
Το μαντρί και ο τοίχος του αχυρώνα με μικρή φωτογραφική μηχανή η οποία προέκυψε εν τω μεταξύ.