Για τους τσαμπουκάδες του Ισραήλ και για την γειτονιά που δεν ησυχάζει.
Κοιτάξτε την Mirandolina.
Κυριακή, Ιουλίου 16, 2006
Σάββατο, Ιουλίου 15, 2006
Η εξαίσια Σούλα δεν είναι πια εδώ!
1984, Αθήνα, η Σούλα, η εξαίσια Σούλα, μια YAMAHA, XS 400, είναι πια δικιά μου.
Την φέρνω στη Θεσσαλονίκη και μεγαλώνουμε μαζί. Η Σούλα γερνάει, εγώ το βλέπω το κακό να έρχεται και γράφω ένα ποίημα, αδημοσίευτο σε χαρτί, το 1991.
Την φέρνω στη Θεσσαλονίκη και μεγαλώνουμε μαζί. Η Σούλα γερνάει, εγώ το βλέπω το κακό να έρχεται και γράφω ένα ποίημα, αδημοσίευτο σε χαρτί, το 1991.
XS 400
Οι αλλαγές στα σπλάχνα σου
φτάνουν μεταλλικές στ’ αυτιά μου.
Άκαμπτος γίνεται ο ήχος σου,
καμιά υγρασία πια δεν σ’ ανακουφίζει.
Γερνάς αμείλικτα
κι είσαι μοτοσυκλέτα δυστυχώς,
παλιοσίδερο θα καταντήσεις,
προδομένη,
πνιγμένη στις δικαιολογίες μου
και στις υπεκφυγές.
( 29.12.1991)
Εφτά φορές έπεσα μαζί της. Σχεδόν κάθε 7000 χλμ αρχής γενομένης το 1984 έξω από ένα βενζινάδικο στην Αθήνα. Όλες αναίμακτες και συναρπαστικές.
Την πρόδωσα μόνο μια φορά. Και τα κατάφερα να πέσω από σταματημένη μοτοσυκλέτα και να πάω χειρουργείο.
Καλά μ' έκανε.
Το διήγημα που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΥΤΙΚΩΣ της Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο του 2001 (τεύχος αρ. 21):
Η εκδίκηση είναι πιάτο που σερβίρεται κρύο
Από την μικρή παιδική ηλικία, στο ημιορεινό χωριό του Κιλκίς με τους γεωργούς κατοίκους και τους μετανάστες στη Γερμανία, είχε διαμορφωθεί σε επιθυμία μου, η απόκτηση ποδηλάτου. Δεν μπορώ να θυμηθώ την αφορμή κι ούτε έχει σημασία. Σημασία έχει πως εκείνη η επιθυμία εξελίχθηκε σε απαίτηση, μετά την υπόσχεση κάποιου θείου μετανάστη πως θα μου στείλει το πολυπόθητο δίτροχο. Η θέση της πλατείας του χωριού επέτρεπε την ορατότητα στο δημόσιο δρόμο που το συνέδεε με το Κιλκίς. Εκεί λοιπόν περίμενα τα δρομολόγια του ΚΤΕΛ κι ήμουν σίγουρος πως ο εισπράκτορας κάποια στιγμή θα κατέβαζε και το ποδήλατο για την αφεντιά μου. Δεν το κατέβασε ποτέ.
Η παιδική ηλικία συνεχίσθηκε στη Θεσσαλονίκη και το απωθημένο επέμενε να με δαιμονίζει. Η πόλη, ακόμη και στη δεκαετία του εξήντα, διέθετε δρόμους με τροχοφόρα και κυκλοφορία και κάθε σκέψη για οικογενειακή συνδρομή στην αγορά ποδηλάτου, καταπνιγόταν πριν καν διατυπωθεί. Κάποια μέτρα πάνω στη σέλα, τα είχα ήδη κάνει στην αυλή του δημοτικού σχολείου με δανεικό ποδήλατο, κι όταν ένοιωσα πως στέκομαι στις δύο ρόδες, προχώρησα στο επόμενο βήμα. Στα ενοικιαζόμενα ποδήλατα. Με τρομερή αγωνία, τις πρώτες ημέρες, έσπρωχνα το ποδήλατο μακριά από το μαγαζί και το καβαλούσα εκεί, μη θέλοντας να επιτρέψω στον ποδηλατά να καταλάβει πως ήμουν ατζαμής. Η βόλτα εξαντλούνταν σε μικρές διαδρομές ανάμεσα στις εργατικές πολυκατοικίες της γειτονικής συνοικίας, μακριά από βλέμματα γνωστών και, κυρίως, συγγενών. Η παιδική ηλικία και η σχέση μου με το ποδήλατο ολοκληρώθηκε με μία καταστροφή. Ήμουν πια σίγουρος πως ξέρω να οδηγώ και έπρεπε να γευτώ τους καρπούς αυτής της γνώσης. Στη γειτονιά υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο με αυλή τσιμεντένια, περιτριγυρισμένη με τοίχο. Μία τέλεια πίστα, την οποία συχνά αξιοποιούσε η τρελοπαρέα. Όταν λοιπόν πείστηκα πως μπορώ να κάνω την κυκλική διαδρομή οδηγώντας χωρίς χέρια, επιχείρησα και το κάτι παραπάνω. Δανείστηκα ένα ολοκαίνουριο ποδήλατο ενός φίλου, πήρα από το σπίτι και το ψωμοτύρι καθώς κι ένα τσαμπί σταφύλι και ξεκίνησα μόνος την βόλτα στο εργοστάσιο, πάνω στο ποδήλατο με τα χέρια γεμάτα. Έτρωγα το ψωμοτύρι, τσιμπολογούσα το σταφύλι και οδηγούσα. Ανώτερος κι από Ρωμαίο σε συμπόσιο. Η πρώτη στροφή βγήκε χωρίς πρόβλημα ακριβώς για να τσακιστώ πάνω στη σιδερένια πόρτα του εργοστασίου, στη δεύτερη στροφή. Σκόρπισαν ψωμιά, τυριά και σταφύλια, μάτωσαν γόνατα και στράβωσε, τσαλακώθηκε για την ακρίβεια, το τιμόνι. Τα δίτροχα τελείωσαν για μένα για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια.
Στο στρατό πήγα με αρκετά χρόνια αναβολή και με τρεις αποτυχημένες προσπάθειες στο ενεργητικό μου για απόκτηση διπλώματος οδήγησης αυτοκινήτου. Η ειδικότητα που μου έλαχε ήταν αυτή του σμηνία αστυνομικού. Αερονόμος στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα και κλάμα στις τουαλέτες, που θα γινόμουν κάτι σαν τους εσατζήδες που βασάνιζαν τον κόσμο στα χρόνια της χούντας. Δίπλα μου χτυπιόταν κι ένας συνάδελφος που είχε βάλλει μέσον για αερονόμος και δεν έγινε. Τούφαγα εγώ την θέση! Κι όχι μόνον εγώ. Για λόγους πολιτικών, και όχι μόνον, σκοπιμοτήτων εκείνη την χρονιά το γραφείο ασφαλείας του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας κατάφερε και, υπογείως, διάλεξε όλους τους πτυχιούχους που δεν έγιναν δόκιμοι και τους έκανε αερονόμους. Είχε τους λόγους του να το κάνει, αλλά το νόστιμο βρισκόταν αλλού. Η βασική εκπαίδευση του σμηνία αερονόμου περιείχε μαθήματα οδήγησης αυτοκινήτου και μοτοσυκλέτας. Βρέθηκα λοιπόν να οδηγώ μια Norton 750 κυβικά από το Ελληνικό στο Σούνιο και να δηλώνω με αυταρέσκεια μοτοσυκλετιστής. Έβλεπα βέβαια τις ολόλαμπρες Suzuki που είχε η αερονομία για τις παρελάσεις και για κάποιες ειδικές αποστολές και ζήλευα που δεν είχα έρθει στο στρατό γνωρίζοντας την τέχνη της οδήγησης μοτοσυκλέτας, αλλά συμβιβαζόμουν και με τις εκπαιδευτικές βόλτες.
Είχε πια φουντώσει η παλιά παιδική επιθυμία για δίτροχο. Όχι πια ποδήλατο, αλλά μοτοσυκλέτα. Ξεκίνησα με μια μικρή βεσπούλα για να συνηθίσω τους δρόμους της Αθήνας και να καταφέρω να δουλεύω τον συμπλέκτη. Νόμιζα πως αυτό ήταν το κυριότερο που έπρεπε να μάθω. Για ένα χρόνο πήγαινα Πεντάγωνο-Πλατεία Αμερικής με την πράσινη βεσπούλα κι ένιωθα μοτοσυκλετιστής. Χωρίς καμία επαφή με το σπίτι, αγόρασα, με τα χρήματα που είχα στην άκρη για το φροντιστήριο που θα άνοιγα μετά τον στρατό, μια μοτοσυκλέτα 400 κυβικών και καμαρωτός- καμαρωτός την έφερα, οδηγώντας την φυσικά, στη Θεσσαλονίκη και ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω ό,τι ήταν να αντιμετωπίσω. Τα αντιμετώπισα όλα και με την Yamaha μου, την Σούλα μου, είμαστε ήδη δεκαεφτά χρόνια αχώριστοι.
Θυμάμαι και γιατί πήρα αυτήν και όχι το μοντέλο που μου υποδείκνυε φίλος, δεινός μοτοσυκλετιστής: ήταν κοντοκάπουλη. Είχε και έχει ακόμα, φαρδύ και χαμηλό ρεζερβουάρ κι έμοιαζε με γυναίκα που μπορούσα να βρω στο δρόμο δίπλα από το σπίτι μου κι όχι με μοντέλο των περιοδικών. XSούλα, Σούλα. Η εξαίσια Σούλα. Γήινη και καθημερινή, αγαπησιάρα και σεβνταλού. Γέλαγα για ώρα, όταν μούδειξε κάποιος τον ψευτοεντούρο-γίγαντα που έβγαλε η BMW και μου είπε πως ήταν η Μάριόν του, τρομάρα του!
Πέρασα πολλά με την μοτοσυκλέτα μου και την αγαπώ ακόμα. Αλλά όπως κάθε αγάπη που σέβεται τον εαυτό της έτσι κι αυτή δοκιμάστηκε από τον δαίμονα. Ο δαίμονας είχε την μορφή ενός μοντέλου της BMW και η πρόκληση ξεκίνησε από την εποχή που βρίσκονταν ακόμη στη φάση των σχεδίων. Δεν υπήρχε ακόμη στην αγορά! Ήταν η Κ100-RS αυτή που είχα επιλέξει ως διάδοχο της Σούλας. Όταν κάποτε θα αποκτούσα τα χρήματα κι όταν με το καλό θα έβγαινε στην παραγωγή θα την αποκτούσα. Δεν την απέκτησα. Αν στα εικοσιπέντε μου θυσίασα τα χρήματα του φροντιστηρίου, στα τριάντα πέντε μου και πέρα έπρεπε να θυσιάσω την ωριμότητά μου. Αν και ήταν σε όλους γνωστό πως τα πρώτα μου δύο εκατομμύρια είχαν ονοματεπώνυμο: Κ100-RS και τίτλο ευγενείας: BMW, εντούτοις έγιναν προκαταβολή για αγορά κατοικίας και έξοδα φακέλου για δάνειο από τράπεζα. Έλεγα πως Κ100 θα αγοράσω όταν η BMW την βγάλει σε παπάκι, νομίζοντας πως τα παπάκια θα είναι πάντοτε φθηνά και ξεμπέρδευα. Είχα πια οικογένεια, αυτοκίνητο και την Σούλα μου γερασμένη μα ετοιμοπόλεμη. Είχα τελειώσει με την Γερμανίδα. Έλεγα.
Αύγουστος 2001, Δράμα, ανοικτό θεατράκι Αγίας Βαρβάρας, μεσάνυχτα Σαββάτου, γενική πρόβα.
Βρισκόμαστε προσκαλεσμένοι της Λέσχης μοτοσυκλετιστών ο Πήγασος και θα τους παρουσιάσουμε ένα θεατρικό μας έργο που έχει στην πλοκή του μοτοσυκλέτες και μοτοσυκλετιστές. Το έργο απαιτεί μοτοσυκλέτα στην σκηνή. Ο συγγραφέας ήθελε κλασσική Triumph, οι πρώτες πρόβες έγιναν με κάποιο ψευτοεντουράκι της Suzuki και τελικά, εκείνο το μοιραίο βράδυ, μας φέρνουν μια Κ100- RS μαύρη και λαχταριστή και την στήνουμε στην σκηνή. Ο τεχνικός ζητάει την μοτοσυκλέτα σε διαφορετικό σημείο από εκείνο όπου αρχικά την είχαμε στήσει και βέβαια υπήρχε το άτομο που θα έπιανε στοργικά και με γνώση το τιμόνι, θα την έσπρωχνε γλυκά προς τα εμπρός, θα την έστηνε στο σωστό μέρος και θα συνέχιζε να την τρώει με τα μάτια του. Εγώ ήμουν αυτός που θα κουμαντάριζα την μοτοσυκλέτα που ήθελα και δεν απόκτησα ποτέ. Όμως δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Με το που της πιέζω λίγο το τιμόνι, αυτή γλιστράει γλυκά από το όρθιο σταντ κι αρχίζει όλο νάζι να γέρνει από την αντίθετη πλευρά από εκείνην που βρισκόμουν εγώ. Χαμογελάω, θέλει παιχνίδια σκέφτηκα και σφίγγω λίγο περισσότερο τα χέρια μου στο τιμόνι, σίγουρος πως θα την συγκρατήσω. Βλέπω με μια μικρή ανησυχία την Κ100 να μου φεύγει, γέρνω πάνω της, τίποτε, η Γερμανίδα μου γυρίζει την πλάτη, πηγαίνει για πτώση, δεν μπορώ πια να την συγκρατήσω, δεν αφήνω το τιμόνι και πηδάω ψηλά για να μην πέσω πάνω της και την πληγώσω, το τιμόνι με τραβάει προς τα κάτω, το σώμα μου περνάει πάνω από την μοτοσυκλέτα, όχι όπως ονειρευόμουνα χρόνια ολόκληρα, δεν την έχω ανάμεσα στα σκέλια μου, η πλάτη μου βλέπει την σέλα της, τα πόδια μου βρίσκονται εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται το κεφάλι μου, ήρθανε τα πάνω κάτω, πέφτει η BMW, σκάω κι εγώ με τον ώμο στο μάρμαρο και γεύομαι τον πρώτο μου σοβαρό τραυματισμό στα είκοσι χρόνια που οδηγώ μοτοσυκλέτα. Εξάρθρωση ώμου, μια ώρα χειρουργείο, δυο καρφιά για δύο μήνες να συγκρατούν τα κόκαλα μην σκορπίσουν και μιαν απορία: Ήταν κούραση, ήταν η κρυφή κατάρα της Σούλας που τη πρόδιδα με την επιθυμία μου ή ήταν η εκδίκηση της ψυχρής Γερμανίδας που δεν προσπάθησα να την αποκτήσω; Ποιος να ξέρει;
Από την μικρή παιδική ηλικία, στο ημιορεινό χωριό του Κιλκίς με τους γεωργούς κατοίκους και τους μετανάστες στη Γερμανία, είχε διαμορφωθεί σε επιθυμία μου, η απόκτηση ποδηλάτου. Δεν μπορώ να θυμηθώ την αφορμή κι ούτε έχει σημασία. Σημασία έχει πως εκείνη η επιθυμία εξελίχθηκε σε απαίτηση, μετά την υπόσχεση κάποιου θείου μετανάστη πως θα μου στείλει το πολυπόθητο δίτροχο. Η θέση της πλατείας του χωριού επέτρεπε την ορατότητα στο δημόσιο δρόμο που το συνέδεε με το Κιλκίς. Εκεί λοιπόν περίμενα τα δρομολόγια του ΚΤΕΛ κι ήμουν σίγουρος πως ο εισπράκτορας κάποια στιγμή θα κατέβαζε και το ποδήλατο για την αφεντιά μου. Δεν το κατέβασε ποτέ.
Η παιδική ηλικία συνεχίσθηκε στη Θεσσαλονίκη και το απωθημένο επέμενε να με δαιμονίζει. Η πόλη, ακόμη και στη δεκαετία του εξήντα, διέθετε δρόμους με τροχοφόρα και κυκλοφορία και κάθε σκέψη για οικογενειακή συνδρομή στην αγορά ποδηλάτου, καταπνιγόταν πριν καν διατυπωθεί. Κάποια μέτρα πάνω στη σέλα, τα είχα ήδη κάνει στην αυλή του δημοτικού σχολείου με δανεικό ποδήλατο, κι όταν ένοιωσα πως στέκομαι στις δύο ρόδες, προχώρησα στο επόμενο βήμα. Στα ενοικιαζόμενα ποδήλατα. Με τρομερή αγωνία, τις πρώτες ημέρες, έσπρωχνα το ποδήλατο μακριά από το μαγαζί και το καβαλούσα εκεί, μη θέλοντας να επιτρέψω στον ποδηλατά να καταλάβει πως ήμουν ατζαμής. Η βόλτα εξαντλούνταν σε μικρές διαδρομές ανάμεσα στις εργατικές πολυκατοικίες της γειτονικής συνοικίας, μακριά από βλέμματα γνωστών και, κυρίως, συγγενών. Η παιδική ηλικία και η σχέση μου με το ποδήλατο ολοκληρώθηκε με μία καταστροφή. Ήμουν πια σίγουρος πως ξέρω να οδηγώ και έπρεπε να γευτώ τους καρπούς αυτής της γνώσης. Στη γειτονιά υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο με αυλή τσιμεντένια, περιτριγυρισμένη με τοίχο. Μία τέλεια πίστα, την οποία συχνά αξιοποιούσε η τρελοπαρέα. Όταν λοιπόν πείστηκα πως μπορώ να κάνω την κυκλική διαδρομή οδηγώντας χωρίς χέρια, επιχείρησα και το κάτι παραπάνω. Δανείστηκα ένα ολοκαίνουριο ποδήλατο ενός φίλου, πήρα από το σπίτι και το ψωμοτύρι καθώς κι ένα τσαμπί σταφύλι και ξεκίνησα μόνος την βόλτα στο εργοστάσιο, πάνω στο ποδήλατο με τα χέρια γεμάτα. Έτρωγα το ψωμοτύρι, τσιμπολογούσα το σταφύλι και οδηγούσα. Ανώτερος κι από Ρωμαίο σε συμπόσιο. Η πρώτη στροφή βγήκε χωρίς πρόβλημα ακριβώς για να τσακιστώ πάνω στη σιδερένια πόρτα του εργοστασίου, στη δεύτερη στροφή. Σκόρπισαν ψωμιά, τυριά και σταφύλια, μάτωσαν γόνατα και στράβωσε, τσαλακώθηκε για την ακρίβεια, το τιμόνι. Τα δίτροχα τελείωσαν για μένα για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια.
Στο στρατό πήγα με αρκετά χρόνια αναβολή και με τρεις αποτυχημένες προσπάθειες στο ενεργητικό μου για απόκτηση διπλώματος οδήγησης αυτοκινήτου. Η ειδικότητα που μου έλαχε ήταν αυτή του σμηνία αστυνομικού. Αερονόμος στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα και κλάμα στις τουαλέτες, που θα γινόμουν κάτι σαν τους εσατζήδες που βασάνιζαν τον κόσμο στα χρόνια της χούντας. Δίπλα μου χτυπιόταν κι ένας συνάδελφος που είχε βάλλει μέσον για αερονόμος και δεν έγινε. Τούφαγα εγώ την θέση! Κι όχι μόνον εγώ. Για λόγους πολιτικών, και όχι μόνον, σκοπιμοτήτων εκείνη την χρονιά το γραφείο ασφαλείας του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας κατάφερε και, υπογείως, διάλεξε όλους τους πτυχιούχους που δεν έγιναν δόκιμοι και τους έκανε αερονόμους. Είχε τους λόγους του να το κάνει, αλλά το νόστιμο βρισκόταν αλλού. Η βασική εκπαίδευση του σμηνία αερονόμου περιείχε μαθήματα οδήγησης αυτοκινήτου και μοτοσυκλέτας. Βρέθηκα λοιπόν να οδηγώ μια Norton 750 κυβικά από το Ελληνικό στο Σούνιο και να δηλώνω με αυταρέσκεια μοτοσυκλετιστής. Έβλεπα βέβαια τις ολόλαμπρες Suzuki που είχε η αερονομία για τις παρελάσεις και για κάποιες ειδικές αποστολές και ζήλευα που δεν είχα έρθει στο στρατό γνωρίζοντας την τέχνη της οδήγησης μοτοσυκλέτας, αλλά συμβιβαζόμουν και με τις εκπαιδευτικές βόλτες.
Είχε πια φουντώσει η παλιά παιδική επιθυμία για δίτροχο. Όχι πια ποδήλατο, αλλά μοτοσυκλέτα. Ξεκίνησα με μια μικρή βεσπούλα για να συνηθίσω τους δρόμους της Αθήνας και να καταφέρω να δουλεύω τον συμπλέκτη. Νόμιζα πως αυτό ήταν το κυριότερο που έπρεπε να μάθω. Για ένα χρόνο πήγαινα Πεντάγωνο-Πλατεία Αμερικής με την πράσινη βεσπούλα κι ένιωθα μοτοσυκλετιστής. Χωρίς καμία επαφή με το σπίτι, αγόρασα, με τα χρήματα που είχα στην άκρη για το φροντιστήριο που θα άνοιγα μετά τον στρατό, μια μοτοσυκλέτα 400 κυβικών και καμαρωτός- καμαρωτός την έφερα, οδηγώντας την φυσικά, στη Θεσσαλονίκη και ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω ό,τι ήταν να αντιμετωπίσω. Τα αντιμετώπισα όλα και με την Yamaha μου, την Σούλα μου, είμαστε ήδη δεκαεφτά χρόνια αχώριστοι.
Θυμάμαι και γιατί πήρα αυτήν και όχι το μοντέλο που μου υποδείκνυε φίλος, δεινός μοτοσυκλετιστής: ήταν κοντοκάπουλη. Είχε και έχει ακόμα, φαρδύ και χαμηλό ρεζερβουάρ κι έμοιαζε με γυναίκα που μπορούσα να βρω στο δρόμο δίπλα από το σπίτι μου κι όχι με μοντέλο των περιοδικών. XSούλα, Σούλα. Η εξαίσια Σούλα. Γήινη και καθημερινή, αγαπησιάρα και σεβνταλού. Γέλαγα για ώρα, όταν μούδειξε κάποιος τον ψευτοεντούρο-γίγαντα που έβγαλε η BMW και μου είπε πως ήταν η Μάριόν του, τρομάρα του!
Πέρασα πολλά με την μοτοσυκλέτα μου και την αγαπώ ακόμα. Αλλά όπως κάθε αγάπη που σέβεται τον εαυτό της έτσι κι αυτή δοκιμάστηκε από τον δαίμονα. Ο δαίμονας είχε την μορφή ενός μοντέλου της BMW και η πρόκληση ξεκίνησε από την εποχή που βρίσκονταν ακόμη στη φάση των σχεδίων. Δεν υπήρχε ακόμη στην αγορά! Ήταν η Κ100-RS αυτή που είχα επιλέξει ως διάδοχο της Σούλας. Όταν κάποτε θα αποκτούσα τα χρήματα κι όταν με το καλό θα έβγαινε στην παραγωγή θα την αποκτούσα. Δεν την απέκτησα. Αν στα εικοσιπέντε μου θυσίασα τα χρήματα του φροντιστηρίου, στα τριάντα πέντε μου και πέρα έπρεπε να θυσιάσω την ωριμότητά μου. Αν και ήταν σε όλους γνωστό πως τα πρώτα μου δύο εκατομμύρια είχαν ονοματεπώνυμο: Κ100-RS και τίτλο ευγενείας: BMW, εντούτοις έγιναν προκαταβολή για αγορά κατοικίας και έξοδα φακέλου για δάνειο από τράπεζα. Έλεγα πως Κ100 θα αγοράσω όταν η BMW την βγάλει σε παπάκι, νομίζοντας πως τα παπάκια θα είναι πάντοτε φθηνά και ξεμπέρδευα. Είχα πια οικογένεια, αυτοκίνητο και την Σούλα μου γερασμένη μα ετοιμοπόλεμη. Είχα τελειώσει με την Γερμανίδα. Έλεγα.
Αύγουστος 2001, Δράμα, ανοικτό θεατράκι Αγίας Βαρβάρας, μεσάνυχτα Σαββάτου, γενική πρόβα.
Βρισκόμαστε προσκαλεσμένοι της Λέσχης μοτοσυκλετιστών ο Πήγασος και θα τους παρουσιάσουμε ένα θεατρικό μας έργο που έχει στην πλοκή του μοτοσυκλέτες και μοτοσυκλετιστές. Το έργο απαιτεί μοτοσυκλέτα στην σκηνή. Ο συγγραφέας ήθελε κλασσική Triumph, οι πρώτες πρόβες έγιναν με κάποιο ψευτοεντουράκι της Suzuki και τελικά, εκείνο το μοιραίο βράδυ, μας φέρνουν μια Κ100- RS μαύρη και λαχταριστή και την στήνουμε στην σκηνή. Ο τεχνικός ζητάει την μοτοσυκλέτα σε διαφορετικό σημείο από εκείνο όπου αρχικά την είχαμε στήσει και βέβαια υπήρχε το άτομο που θα έπιανε στοργικά και με γνώση το τιμόνι, θα την έσπρωχνε γλυκά προς τα εμπρός, θα την έστηνε στο σωστό μέρος και θα συνέχιζε να την τρώει με τα μάτια του. Εγώ ήμουν αυτός που θα κουμαντάριζα την μοτοσυκλέτα που ήθελα και δεν απόκτησα ποτέ. Όμως δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Με το που της πιέζω λίγο το τιμόνι, αυτή γλιστράει γλυκά από το όρθιο σταντ κι αρχίζει όλο νάζι να γέρνει από την αντίθετη πλευρά από εκείνην που βρισκόμουν εγώ. Χαμογελάω, θέλει παιχνίδια σκέφτηκα και σφίγγω λίγο περισσότερο τα χέρια μου στο τιμόνι, σίγουρος πως θα την συγκρατήσω. Βλέπω με μια μικρή ανησυχία την Κ100 να μου φεύγει, γέρνω πάνω της, τίποτε, η Γερμανίδα μου γυρίζει την πλάτη, πηγαίνει για πτώση, δεν μπορώ πια να την συγκρατήσω, δεν αφήνω το τιμόνι και πηδάω ψηλά για να μην πέσω πάνω της και την πληγώσω, το τιμόνι με τραβάει προς τα κάτω, το σώμα μου περνάει πάνω από την μοτοσυκλέτα, όχι όπως ονειρευόμουνα χρόνια ολόκληρα, δεν την έχω ανάμεσα στα σκέλια μου, η πλάτη μου βλέπει την σέλα της, τα πόδια μου βρίσκονται εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται το κεφάλι μου, ήρθανε τα πάνω κάτω, πέφτει η BMW, σκάω κι εγώ με τον ώμο στο μάρμαρο και γεύομαι τον πρώτο μου σοβαρό τραυματισμό στα είκοσι χρόνια που οδηγώ μοτοσυκλέτα. Εξάρθρωση ώμου, μια ώρα χειρουργείο, δυο καρφιά για δύο μήνες να συγκρατούν τα κόκαλα μην σκορπίσουν και μιαν απορία: Ήταν κούραση, ήταν η κρυφή κατάρα της Σούλας που τη πρόδιδα με την επιθυμία μου ή ήταν η εκδίκηση της ψυχρής Γερμανίδας που δεν προσπάθησα να την αποκτήσω; Ποιος να ξέρει;
Αυτό το τενεκεδένιο παιχνίδι, με την τρυφερή λάμψη στις καμπύλες του θα κοσμεί την πρώτη σελίδα του www.tsalimi.gr
2006. Το πρώτο από τα καλοκαίρια που δεν θα είμαι στους δρόμους μαζί της.
Σάββατο, Ιουλίου 08, 2006
Χειμερινοί κολυμβητές, για γούρι!
Πριν δεκαπέντε χρόνια, στήθηκε ένα τριήμερο εκδηλώσεων, μέσα και γύρω από το ερειπωμένο κουφάρι της Μονής Λαζαριστών, στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης.
Ο δηλωμένος σκοπός ήταν η διάσωση και αξιοποίηση του ιστορικού κτιρίου.
Το τριήμερο κατέληξε σε μια συναυλία των Χειμερινών Κολυμβητών η οποία ήταν μαγευτική. Για πρώτη φορά οι Θεσσαλονικείς περπάτησαν στην αυλή της Μονής και την συνέδεσαν με πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Τώρα είναι γνωστό πια το Φεστιβάλ της Μονής Λαζαριστών και όλα όσα φιλοξενούνται και στεγάζονται στον χώρο.
Φέτος, το ίδιο συγκρότημα, εμφανίζεται σε έναν άλλο χώρο, που επίσης διεκδικείται από την Τοπική Αυτοδιοίκηση, το Στρατόπεδο Παύλου Μελά.
Η ζωή μπορεί να κάνει κύκλους και να είναι ο επόμενος καλύτερος και ομορφότερος από τον προηγούμενο.
Υ.Γ. 1
Αυτό το post κανονικά είχε ημερομηνία"Παρασκευή 30 Ιουνίου 2006". Κατάφερα όμως και μπέρδεψα τόσο τα πράγματα, που το τοποθετώ εδώ, πριν κάνω μεγαλύτερη ζημιά. Γιατί άραγε δεν μπορώ να βάλω ξανά ή άλλη φωτογραφία σε παλιότερο post;
Υ.Γ. 2
Μιας και μπερδεύτηκαν τόσο γλυκά οι ημερομηνίες και επειδή η συναυλία έχει ήδη γίνει, ας δημοσιεύσω και τα λίγα λόγια που άκουσαν σαν καλησπέρα οι 400 περίπου θεατές, το βράδυ της 6ης Ιουλίου, από το τσαλίμι, με την επίσημη ιδιότητά του, του αντιδημάρχου πολιτισμού Σταυρούπολης:
Βρισκόμαστε μέσα στο στρατόπεδο Παύλου Μελά. Είναι Πέμπτη 6 Ιουλίου του 2006.
Βρισκόμαστε εδώ για να παρακολουθήσουμε μια συναυλία, ενός καλού ελληνικού σχήματος, οργανωμένη από το Γραφείο Πολιτισμού ενός Δήμου των Δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης, στα πλαίσια των καλοκαιρινών πολιτιστικών του εκδηλώσεων.
Γι’ αυτό βρισκόμαστε εδώ, δεν είναι όμως καθόλου τόσο απλά και συνηθισμένα τα πράγματα.
Τα κτίρια που βρίσκονται πίσω μου, χαρακτηρίζονται το 1910 ως «νεόδμητα», κουβαλάνε δηλαδή στα ντουβάρια τους έναν ολόκληρο αιώνα.
Από το πεύκο πίσω μου, καθώς ξεκινήσαμε να στήνουμε την εξέδρα, πέταξε ένα πουλί με
έντονο χρώμα. Τσαλαπετεινός είπα, μέσα μου, γιατί τόσα χρόνια δίπλα στο τσιμέντο, ξέχασα. Το μεσημέρι ξεκίνησαν τα τζιτζίκια. Εδώ, στο κέντρο της πόλης, υπάρχει ακόμα ελεύθερη, καθάρια φύση.
Το στρατόπεδο Παύλου Μελά θα το συναντήσετε σε λίγα βιβλία ιστορικά και σε ακόμα λιγότερα λογοτεχνικά. Θα το συναντήσετε και σε διηγήσεις που φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Συνδέθηκε με καθεστώτα κατοχής και ανελευθερίας κι ας έχει το όνομα ενός μαχητή της
Ελευθερίας. Το 1910 ο γυμνασιάρχης του ελληνικού γυμνασίου, πήρε τους μαθητές
του, διέσχισε την πόλη και τους πήγε στη Λητή. Λίγο πριν το Δερβένι, έστρεψε το βλέμμα του πίσω και είδε τα κατάλευκα, νεόδμητα κτίρια του στρατοπέδου του οθωμανικού πυροβολικού και πίσω τα μαυρισμένα τείχη της πόλης και τον κυρίεψε εθνική θλίψη.
Ο ποιητής, δεκαετίες μετά, καταγράφοντας την φασιστική κατοχή, χαρακτηρίζει τον τόπο «Μαύρο», «Θλιβερό». Με το νερό του σάπιο, να μην καθρεφτίζει ουρανό.
Όλα αυτά όμως είναι πια ΙΣΤΟΡΙΑ. Και για έναν τόπο, το να έχει ιστορία, είναι ευλογία.
Αυτός ο χώρος, το στρατόπεδο Παύλου Μελά, έχει βαρύ ιστορικό φορτίο, έχει κτίρια με αναγνωρισμένη αρχιτεκτονική αξία, έχει χώμα απάτητο και ήρθε η ώρα να δώσει ανάσα και χαρά στην πόλη που το φιλοξενεί.
Το καλό ελληνικό σχήμα που θα δώσει συναυλία απόψε, είναι οι Χειμερινοί Κολυμβητές. Είναι το ίδιο σχήμα, που δεκαπέντε, ακριβώς δεκαπέντε, χρόνια πριν φέραμε να τραγουδήσει πρώτο, σ’ έναν χώρο που έμοιαζε πολύ μ’ αυτόν εδώ, την αυλή της Μονής Λαζαριστών. 4 Ιουλίου του 1991. Και πάλι φορτηγά του Δήμου Σταυρούπολης, ξεμπάζωναν μιαν άγρια αυλή, και πολίτες της Θεσσαλονίκης ανεκάλυπταν ένα υποβλητικό σκηνικό για πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Το Γραφείο Πολιτισμού που οργάνωσε τον κύκλο εκδηλώσεων στον οποίο εντάσσεται και η
συναυλία των Χειμερινών Κολυμβητών είναι φυσικά το Γραφείο Πολιτισμού του Δήμου
Σταυρούπολης, ο οποίος, εδώ και δεκαετίες, σε μεγάλα ζητήματα χαράσσει πολιτική πόλης. Πολιτιστικό Κέντρο των Δυτικών Συνοικιών έβαζε σαν στόχο στη δεκαετία του 1980 για την Μονή Λαζαριστών ο αείμνηστος Χρήστος Τσακίρης. Το «Δυτικό Τόξο», ο άξονας πρασίνου και πολιτισμού που ξεκινάει από το άλσος των Συκεών και καταλήγει στις εκβολές του Δενδροποτάμου, στη Μενεμένη, διατρέχοντας όλες τις Δυτικές Συνοικίες και με κέντρο βάρους του το στρατόπεδο Παύλου Μελά ήταν η πρόταση του Σπύρου Μπαρούτα στη δεκαετία του 1990. Και στη δεκαετία του 2000, ο Διαμαντής Παπαδόπουλος αναλαμβάνει το βαρύ φορτίο να καταθέσει την πρόταση αξιοποίησης του Στρατοπέδου Παύλου Μελά ώστε να καταστεί το Μητροπολιτικό Πάρκο των Δυτικών Συνοικιών.
«Ζωή στη γειτονιά, ομορφιά στην πόλη», ονομάζεται ο κύκλος εκδηλώσεων του Δήμου Σταυρούπολης και, ναι, ήρθε η ώρα , η Σταυρούπολη αλλά και η Πολίχνη, η Νεάπολη, οι Αμπελόκηποι, η Μενεμένη, ο Εύοσμος, το Ελευθέριο-Κορδελιό και οι Συκιές και ο Άγιος Παύλος και η Τριανδρία και η Θεσσαλονίκη, ακόμη και η Καλαμαριά και όλος ο κόσμος να νιώσει γειτονιά του και σπίτι του, και κυρίως κήπο του αυτό εδώ το Στρατόπεδο, που το ΝΕΡΟ ΤΟΥ ΘΑ ΚΑΘΡΕΦΤΙΖΕΙ ΠΛΕΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΑ.
Σας ευχαριστώ που είστε εδώ, σας προσκαλώ να μας ακολουθήσετε και στις άλλες γειτονιές μας, μέχρι τον Σεπτέμβριο, τότε που θα ξαναγυρίσουμε εδώ, στον ίδιο χώρο, στο τριήμερο πανηγύρι του Σταυρού, στα μέσα του Σεπτέμβρη για να αποχαιρετίσουμε μαζί το καλοκαίρι.
Καλή διασκέδαση.
Κλέβουν λουλούδια από τα πάρκα!
Ο τίτλος αυτού του κειμένου, είναι από την πρώτη σελίδα της εφημερίδας "Αγγελιοφόρος" της Θεσσαλονίκης (8.7.2006).
Το δημόσιο και το ιδιωτικό. Ποιο έχει μεγαλύτερη αξία και ποιο χρειάζεται την προσοχή μας;
Οι γνώμες μπορεί να διίστανται, η πραγματικότητα όμως είναι αμείλικτη.
Καλή η ομορφιά στο πάρκο του Δήμου, πιο καλή όμως η τριανταφυλιά στον γκαζοτενεκέ στο αυθαίρετο στην Καλλικράτεια ή στην Ασπροβάλτα. Κι ας γκρινιάζει, ο ίδιος που ξεριζώνει τα λουλούδια από το πάρκο της πόλης για να τα μεταφυτέψει στο μπαλκόνι του σπιτιού του ή του εξοχικού του, στα καφενεία για την αδράνεια ή την ανικανότητα του Δήμου να φροντίσει την πόλη του.
Υπάρχει ακόμα μια εικόνα, μια συμπεριφορά, το ίδιο εξοργιστική με την προηγούμενη. Η μαγκιά της σπονδής του μισθού στα στήθη ή τους μηρούς της τραγουδίστριας του λαϊκού σκυλάδικου και η απαξίωση της δωρεάν συναυλίας του καλλιτέχνη που τραγουδάει στην πλατεία ή στον μαγευτικό μνημειακό χώρο που επιλέγεται συνήθως γι' αυτές τις περιπτώσεις, από τον Δήμο που την οργανώνει.
Ποιος φταίει;
Ο άτιμος ο μέσος όρος.
Τι κάνουν οι πολλοί και γιατί να βγάλω εγώ το φίδι από την τρύπα;
Αυτό αναρωτιέται ο Έλληνας που κρύβεται μέσα στα μεγάλα νούμερα των διαφόρων στατιστικών. Αυτά που διαμορφώνουν την πολιτική των εταιρειών, των κομμάτων, των κυβερνήσεων και όλων όσων αναζητούν πελατεία για την πραμάτεια τους.
Λίγοι στίχοι που σκάλωσαν σ' ένα, άπαιχτο για την ώρα, θεατρικό για την άτιμη πλειοψηφία, κατάλληλοι για την περίπτωση που συζητάμε:
ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ
Μία η τράπουλα στην τσόχα, πέντε κάρτες ο καθένας,
με χαρτί είτε με μπλόφα, θα τα πάρει μόνο ένας.
Στο μυαλό σου όλο σκαλώνει η παλιά επιθυμία,
επιτέλους να ξεφύγεις από την πλειοψηφία.
Σεργιανώ με τις ιδέες, σε μπροσούρες και βιβλία
μα δημάρχους, βουλευτές, βγάζουνε τα καφενεία.
Στο μυαλό σου όλο σκαλώνει μια καινούρια ανησυχία,
άλλο πράγμα εσύ ψηφίζεις κι άλλο η πλειοψηφία.
Ένας είναι ο αρχηγός, οι χίλιοι τρέχουν, πολεμάνε.
Μα ένας είναι κι ο προδότης, οι χίλιοι κλαίνε και πονάνε.
Στο μυαλό σου όλο σκαλώνει η παλιά αμφιβολία,
πάντα κάποιου αιχμάλωτη, είναι η πλειοψηφία.
Πώς να κάνω πες μου τώρα την επιλογή του χώρου,
έξω απ’ την στατιστική τους ή στο μπλοκ του μέσου όρου;
Στο μυαλό σου όλο σκαλώνει η παλιά η παροιμία,
μοναχό σε τρώει ο λύκος, κάλλιο στην πλειοψηφία.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)