Σάββατο, Ιουνίου 30, 2007

Η ταφή του μουσουλμάνου



Η δυτική ύπαιθρος της μεγάλης πόλης κατέληγε στα μεγάλα ποτάμια και υπήρξε, από ένα χρονικό σημείο και έπειτα, ο τόπος που φιλοξενούσε τους απόκληρους, όσους μια ξαφνική δυστυχία τους άφηνε άστεγους και ανήμπορους. Από τότε που η πόλη μεγάλωσε και δεν μπορούσε να κρατάει στην αγκαλιά της ούτε έναν που δεν είχε από πριν, εξασφαλίσει στέγη και τροφή. Γι’ αυτούς υπήρχαν τα ατελείωτα έλη, οι χείμαρροι και η ερημιά.
Φρόντιζε βέβαια η πόλη να τους προσφέρει τα αναγκαία. Σχεδίαζε οικισμούς ολόκληρους με κήπους και μεγάλους δρόμους. Σκόπευαν οι μηχανικοί που ανέλαβαν αυτά τα σχέδια να ενωθούν κάποτε αυτοί οι οικισμοί με την μεγάλη πόλη, όταν αυτή θα μεγάλωνε κι άλλο, αφού τώρα πορευόταν σε ειρηνικούς καιρούς, μακριά από αλώσεις και κατοχές. Πού να ήξεραν ποια τύχη περίμενε τα σχέδιά τους και την πόλη την ίδια!

Πρώτα ήρθαν οι πρόσφυγες, αμέσως μετά την απελευθέρωση. Κατόπιν ήρθαν οι ξένοι της Μεγάλης Στρατιάς της Ανατολής. Ύστερα ήρθαν οι πυροπαθείς, οι άστεγοι δηλαδή από την μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε την καρδιά της πόλης. Τέλος, πάλι πρόσφυγες, από την μεγάλη Μικρασιατική Καταστροφή. Πολλοί απ’ αυτούς τους τελευταίους υπήρξαν πρόσφυγες και στην προηγούμενη προσφυγιά αλλά η πολιτική των μεγάλων, έφερε έτσι τα πράγματα και αναθάρρησαν, επέστρεψαν στις πατρίδες τους, για να ξεσπιτωθούν ξανά, οριστικά αυτή τη φορά και να γίνουν οι πατρίδες τους, Χαμένες πια κι Αλησμόνητες Πατρίδες.
Η δυτική ύπαιθρος έγινε δυτική πλευρά της μεγάλης πόλης και συνέχιζε να δέχεται με κάθε αφορμή φτωχούς και πεινασμένους ανθρώπους ακόμα και όταν, πραγματικά σταμάτησαν οι πόλεμοι. Τώρα το κίνητρο ήταν η καλύτερη μοίρα, η δουλειά, τα νοσοκομεία, τα σχολεία και ό,τι άλλο καλό πρόσφερε ένα αστικό κέντρο σε ειρηνικούς καιρούς και αδυνατούσε να το προσφέρει η ταπεινή ύπαιθρος. Το στίγμα της δυτικής πλευράς της πόλης είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στα χώματά της.

Πάντα όμως υπάρχει το καλύτερο από το καλό και το χειρότερο από το κακό. Μόλις χτίστηκαν τα μεγάλα καπνομάγαζα κατά μήκος του πανάρχαιου δρόμου και όλο και περισσότερος κόσμος έβρισκε δουλειά, άρχισαν να καταφθάνουν στην περιοχή και άνθρωποι που δεν είχαν χρήματα για ν’ αγοράσουν γη. Στράφηκαν λοιπόν στον χείμαρρο που ήταν πιο παλιός κι από τον δρόμο και έχτισαν μέσα στην κοίτη του και δίπλα στις όχθες του. Είχε λίγο νερό και καθαρό και έμοιαζε φιλικός. Τα δέντρα του, κάτι πανύψηλες λεύκες, έκαναν το τοπίο ειδυλλιακό. Τέτοια απάτη!
Ανάμεσα σ’ αυτούς που έχτισαν πλάι στον χείμαρρο, ήταν και κάποιοι που λάτρευαν άλλο θεό. Αυτόν που λάτρευαν και οι εχθροί που διαφέντευαν την πόλη για περισσότερο από πέντε αιώνες και έφυγαν με την απελευθέρωση, στις αρχές αυτού του αιώνα. Ήταν όμως Έλληνες. Έλληνες μουσουλμάνοι που έκτισαν μια γειτονιά, δίπλα στον χείμαρρο και πίσω από τον τοίχο που έφραζε το μοναδικό νεκροταφείο της πόλης όπου έθαβαν οι Εβραίοι τους νεκρούς τους. Το νεκροταφείο μεταφέρθηκε σ’ αυτήν την δυτική πλευρά της πόλης, όταν το προηγούμενο που βρισκόταν κοντά στο κέντρο της, ισοπεδώθηκε από τους τελευταίους κατακτητές της. Δεν δεχότανε μόνο άστεγους ανθρώπους πάνω τους αυτά τα χώματα, δέχτηκαν να σκεπάσουν και νεκρούς που δεν είχαν πού να θαφτούν. Εξάλλου, πριν ακόμη χτιστούν σπίτια, χτίστηκαν τάφοι κατά μήκος του πανάρχαιου δρόμου, όπως βεβαιώνουν τα βιβλία και αποκαλύπτουν τα ίδια τα χώματα κατά καιρούς. Από την έξοδο της πόλης μέχρι τα σπίτια στην κοίτη του χειμάρρου υπήρχαν πολλά ακόμη οργανωμένα νεκροταφεία.







Για τους Έλληνες ορθόδοξους και τους καθολικούς πολίτες, δύο νεκροταφεία από τον προηγούμενο αιώνα. Για τους στρατιώτες που έπεσαν στον Πρώτο Μεγάλο Πόλεμο –συμμάχους μα και εχθρούς που πέθαναν αιχμάλωτοι-, ένα μεγάλο, περιποιημένο νεκροταφείο με μνημεία και σκαλισμένα μάρμαρα˙ διαφορετικό σκάλισμα για τα διάφορα έθνη. Για τους κατοίκους του μικρού προσφυγικού οικισμού –που πια μεγάλωσε και έγινε κοινότητα με λαμπρό όνομα κι ακόμα πιο λαμπρή γενική όπως σημείωνε σε κάποιο βιβλίο ένας ποιητής-, ένα απερίφραχτο, παρ’ όλες τις αποφάσεις του κοινοτικού συμβουλίου, κοιμητήριο. Αν ο δρόμος δεν ήταν ο δρόμος που ένωνε την μεγάλη πόλη με όλον τον κόσμο, θα ήταν ο δρόμος των τάφων όλων των φυλών του κόσμου.

Εκεί, στον χώρο του παλιού απερίφραχτου κοιμητηρίου, υψωνόταν η πολυκατοικία που γλίτωσε τον σφιχτό εναγκαλισμό μιας λεωφόρου, χάρις στο παλιό κανάλι που έφερνε σε δύσκολους καιρούς νερό στην μεγάλη πόλη. Εκεί λοιπόν έμενε ο τελευταίος πελάτης του φτωχού μουσουλμάνου που γυρνούσε τις γειτονιές –ο τελευταίος, ίσως, πλανόδιος στην μεγάλη δυτική συνοικία- και πουλούσε μηλαράκια και κοκοράκια. Γλειφιτζούρια, φτιαγμένα στο σπίτι του από τον ίδιο και την οικογένειά του, με κόκκινη καραμέλα. Άφηνε πάντα το πιο στρογγυλό μηλαράκι τελευταίο, για το μικρό κοριτσάκι που έμενε στον τρίτο όροφο και τον περίμενε κάθε απόγευμα με λαχτάρα. Για ημέρες πολλές το κοριτσάκι περίμενε μάταια τη λιχουδιά του. Ο πλανόδιος μουσουλμάνος με τα γλειφιτζούρια, δεν φαινότανε πουθενά.

Η μεγάλη πόλη, η παλιά συμβασιλεύουσα, η τωρινή συμπρωτεύουσα, η νύφη του Θερμαϊκού, δεν διέθετε ούτε ένα μέτρο γης για να ταφεί ένα άτυχο παλικάρι που πίστευε στον ίδιο θεό με τους κατακτητές που έμειναν για περισσότερο από πέντε αιώνες στα χώματά της. Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων Δυτικής Θεσσαλονίκης πρότεινε στο διοικητικό συμβούλιο να ιδρύσουν Τμήμα Ταφής Αλλοθρήσκων, αλλά η πρότασή του δεν συζητήθηκε ποτέ. Ούτε από εκείνο το διοικητικό συμβούλιο, ούτε κι από όσα ακολούθησαν.
Το τροχαίο ατύχημα έγινε βράδυ. Βράδυ ξεκίνησε και η απίστευτη τραγωδία της οικογένειας του πλανόδιου μουσουλμάνου. Πρώτα τους έπνιξε η αγωνία για την ζωή του παλικαριού και όταν χάθηκαν όλες πια οι ελπίδες για τον ζωντανό, ήρθαν οι περιπέτειες που έμελλε να υποστεί ο νεκρός. Το σώμα έπρεπε να μεταφερθεί σε μια άλλη πόλη όπου υπήρχε νεκροταφείο για τους μουσουλμάνους. Παντού, σ’ όλη τη χώρα μπορούσαν να ζήσουν και να δουλέψουν, αλλά μόνον εκεί μπορούσαν να θαφτούν! Αυτή η πόλη, βρισκόταν τόσο μακριά που οι νεκροφόρες ζητούσαν μια περιουσία για να μεταφέρουν το νεκρό σώμα στον τόπο ταφής του. Και η νεκροφόρα ήταν απαραίτητη, επειδή τα νοσοκομεία μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο επέτρεπαν να φύγει ο νεκρός από τους νεκροθαλάμους τους. Έπρεπε λοιπόν να βρεθούν μέσα στη νύχτα χρήματα ή κάποιος άλλος τρόπος. Κάποιος υπεύθυνος δηλαδή, που θα παρατυπούσε από την καλή του καρδιά ή από το άδειο πορτοφόλι του. Τέτοιο πορτοφόλι που κόστιζε λιγότερο από την νεκροφόρα, βρέθηκε τρεις μέρες αργότερα και το άψυχο σώμα φορτώθηκε σ’ ένα ταπεινό αυτοκίνητο, για να ταξιδέψει νύχτα. Υπήρχε πάντα ο φόβος του ελέγχου στο δρόμο και το μπλέξιμο σε νέους μπελάδες.
Χρειάστηκαν, λοιπόν, ημέρες πολλές για να τελειώσει η ταλαιπωρία του νεκρού σώματος και ν’ αναπαυτεί, επιτέλους, μέσα στο χώμα. Ύστερα θ’ άρχιζε ο πόνος για τους συγγενείς. Ένας πόνος όμως που θα τους συνόδευε πια στις καθημερινές τους ασχολίες. Η θέση τους ήταν στη βιοπάλη. Μαζί με το μεροκάματο κι ο θρήνος. Και το παράπονο κι η πίκρα. Ο πλανόδιος μουσουλμάνος με τα γλειφιτζούρια ξαναφάνηκε κάτω από την πολυκατοικία. Περίμενε να κατέβει το κοριτσάκι και χάζευε στα φύλλα του κισσού που τύλιγαν το παλιό κανάλι. Διέκρινε κάποιες μορφές, κάτω από τα πράσινα φύλλα και του φάνηκε πως του χαμογελούσαν ενθαρρυντικά και τον καλούσαν. Τι άλλο να έκαναν! Πρώτη φορά τα ξωτικά του καναλιού δεν είχαν λόγια για ν’ απαλύνουν τον πόνο κάποιου. Τον καλούσαν να γίνει ένα μ’ αυτά. Είχε μια ιστορία να διηγηθεί, μια ιστορία που έπρεπε να την ακούσουν άνθρωποι δίχως δόλο στην ψυχή˙ άνθρωποι που μπορούν και συνομιλούν με ξωτικά και αγγέλους.



Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), το φθινόπωρο του 2002. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά. Οι εικόνες προέρχονται από το αρχείο του Γιάννη Μέγα.




Η παρούσα αναδημοσίευση, είναι συμβολή στο δέκατο αντιρατσιστικό φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.



Σχετικά με το θέμα είναι:


αυτό


κι αυτό.

6 σχόλια:

itelli είπε...

Εξαιρώντας την περίπτωση κατά την οποία τέτοια (λογικότατα) αιτήματα δεν ικανοποιούνται για μικρο- ή εντελώς πολιτικούς λόγους ή λόγω αδιαφορίας (εκούσια ρατσιστικούς δηλαδή), γίνεται να είναι κάποιος ρατσιστής από άγνοια; Είσαι ρατσιστής δηλαδή όταν δεν βλέπεις πέρα από τον εαυτό σου;

tsalimi είπε...

Δεν μέμφομαι itelli κανέναν για ρατσισμό. Πίκρα και παράπονο αναφέρει το κείμενο από τους μουσουλμάνους. Το δίκαιο του αιτήματος είναι αδιαμφισβήτητο και προκύπτει αβίαστα ως συμπέρασμα από τα δύο κείμενα στα οποία παραπέμπω και τα οποία έχουν συντάκτες που ανήκουν σε διαφορετικά ιδεολογικά και πολιτικά σχήματα.
Αν υποτεθεί ότι υπάρχει κάποιος αποδέκτης του αιτήματος των μουσουλμάνων, αυτός δεν είναι ο πολίτης που δεν γνωρίζει αλλά ο πολιτικός που δεν τολμά.
Για τον πολίτη η άγνοια δεν είναι παράπτωμα, για τον πολιτικό είναι και παραείναι.

itelli είπε...

Σόρρυ, δεν το είπα κοροϊδευτικά, ούτε προσβλητικά. Για μένα είναι ρατσισμός, κ γι'αυτό έκανα κ την ερώτηση. Σε κάποιες περιπτώσεις, νομίζω πως ούτε οι πολίτες εξαιρούνται.

Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα...

tsalimi είπε...

Είναι προφανές πως η ατολμία των πολιτικών έχει την εξήγησή της και στο κουστούμι που φοβούνται πως θα τους κόψουν τα λογής λογής καφενεία και κομμωτήρια της επικράτειας.

Καλό καλοκαίρι.

Ανώνυμος είπε...

Οι Σαλονικιοι που ειναι πανω απο 35 ισως να θυμουνται τα πεζοδρομια της οδου Χαλκεων και των παραπλευρων οδων να ειναι 'στρωμενα' με ταφοπλακες απο το εβραϊκο νεκροταφειο.Περπατουσαμε πατωντας πανω στο Αστρο του Δαβιδ,και στα ονοματα των νεκρων Εβραιων!Παιδι ημουν,και παρ' ολο που δεν καταλαβαινα εκανα πηδηματακια για να μην τα παταω.-ΑΤΠ-

tsalimi είπε...

Έτσι είναι ΑΤΠ. Τέτοιες πλάκες βρίσκονται παντού στην πόλη όπου χρησιμοποιήθηκαν για οικοδομικά υλικά. Το εκπληκτικό είναι πως δύο τουλάχιστον βρίσκονται μέσα στα χώματα στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά όπου (μάλλον) μεταφέρθηκαν από εκείνους που κατέστρεψαν το νεκροταφείο στην πανεπιστημιούπολη, τους Γερμανούς.
Πάντως νεκροταφείο για την εβραϊκή κοινότητα υπάρχει στην πόλη. Για την μουσουλμανική δεν υπάρχει.