Παρασκευή, Δεκεμβρίου 24, 2021

Δύο φετινά μικρά πεζά, ειδικού σκοπού!

 


Μέχρι νεωτέρας

Βγήκε από το σπίτι, σκεφτικός. Ο δρόμος μπροστά του κατηφόριζε προς τα δυτικά. Δε γαμείς, τελευταίο προσκύνημα, είπε και τράβηξε ανατολικά. Ήταν απόγευμα, αρχές άνοιξης, ψυχή έξω˙ μουδιασμένα αυτιά άκουγαν τις ειδήσεις και έκπληκτα βλέμματα δεν το πίστευαν: Όλοι οι περιορισμοί έχουν αρθεί από της ανατολής του ηλίου και η κυκλοφορία στους δρόμους και τα πάρκα επιτρέπεται μέχρι νεωτέρας. Τα μυαλά που βρέθηκαν στη θέση να αποφασίζουν δεν είναι σίγουρα˙ κρατάνε την πισινή της νεωτέρας. Γι’ αυτόν τα μέχρι νεωτέρας και τα θα δούμε ήταν κόκκινο πανί. Την ήθελε άμεση την απάντηση στο ερώτημα, την προτροπή ή την επιθυμία του.

Στο τέλος της ανηφόρας ξεκινούσε ο χώρος του έρημου στρατοπέδου. Στρατόπεδο είχε πάψει από πολλού να είναι. Διέπρεψε ως χώρος που αφέθηκε να φθίνει και να χάνεται για πολλά χρόνια, να ερειπώνεται, να λεηλατούνται υλικά από τα κτίριά του. Λίγο πριν από την πανδημία άρχισαν να μετράνε με ακρίβεια την έκτασή του και να αποτυπώνουν τα απομεινάρια των κτισμάτων του και να καταγράφουν τα είδη των δέντρων και των θάμνων του. Μητροπολιτικό Πάρκο θα το έκαναν, τίποτε νέο δεν θα έκτιζαν, θα πρόσεχαν το πράσινό του και θα το ανανέωναν, θα μετέτρεπαν κάποια από τα κτίριά του σε μουσεία ειδικού σκοπού˙ καλού πάντοτε! Όμως οι ιδέες είναι πουλιά που έρχονταν από παντού. Γιατί μόνο Μουσεία, τόσα κτίρια είναι εκεί μέσα, να μπει και το Δημαρχείο, να μπει και το ΙΚΑ, να μπει και το Καλλιτεχνικό Σχολείο, να μπει και το Αστεροσκοπείο, να γίνει και Πάρκιγκ δεν χωράνε τ’ αμάξια μας στους δρόμους θα έρθει και η στάση του Μετρό όπου νάναι! Γεμάτο το κεφάλι του από γνώμες. Και δεν το επεδίωκε˙ ό,τι τύχαινε ν’ ακούσει!

Ο ταχογράφος και το κοντέρ καταγράφουν πεπραγμένα και επιδόσεις. Αυτός κατέγραφε απωθημένα  και φαντασιώσεις.

Μετά ήρθε η πανδημία. Τα σχέδια έμειναν στα χαρτιά. Οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια. Τα μυαλά που βρέθηκαν στη θέση να αποφασίζουν, πια απαγόρευαν. Μόνο στα αδέσποτα και στα φυτά δεν έπιαναν τα απαγορεύεται. Ζούγκλα το στρατόπεδο, χαίρει η φύσις όλη!

Εκεί πήγαινε. Να χαρεί το τώρα πριν το μέχρι. Η νεωτέρα, κάτι από τα παλιά θα είχε!

(Μετά την πανδημία, ανθολόγιο ποιημάτων και πεζών κειμένων των μελών της ΕΛΘ, Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και εκδ. Μπαρμπουνάκη, 2021)

./.



ΔΡΟΜΟΣ

Κάποιους ανθρώπους ο δρόμος τούς ακολουθεί˙ ο δρόμος τούς περιέχει. Η ζωή τους είναι δρόμος˙ από πατρίδα ξεκινάει και σε πατρίδα τελειώνει. Ποια πατρίδα;

Τριών χρονώ ήρθε η Ελένη από το Γενή Σεχήρ στο Λεμπέτ στη Θεσσαλονίκη το 1914˙ στα εννιά της γράφτηκε στην πρώτη τάξη του σχολείου αλλά δεν πήγε: «ανεχώρησε εις την πατρίδα»! Στα έντεκά της επιστρέφει στο ίδιο ακριβώς  παράπηγμα. Αλλού δεν πήγε˙ περπάτησε χιλιάδες φορές το μπόι της στην αρχή τής ζωής της. Μετά η Ελένη έκανε δική της οικογένεια και στα Δημοτολόγια γράφτηκε πως απόκτησε την ιδιότητα του δημότη τής νέας πατρίδας, «δι’ εγκαταστάσεως 1914».

Ο Κοτάνον έφυγε από το Φαχρέλ του Καυκάσου στα σαράντα τέσσερά του χρόνια για τη Θεσσαλονίκη μέσω Βατούμ το 1920˙ είχε γεννηθεί σε άλλο τόπο και στο Φαχρέλ έφτασε τεσσάρων χρονών. Στα σαράντα πέντε του εγκαταστάθηκε στη Μελάφτσα του Κιλκίς και στα εξήντα ένα του, 14-02-1937, έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Τέσσερα χρόνια στα πρώτα χώματα που πάτησε, σαράντα στα δεύτερα, δεκαέξι στα τελευταία και έναν ολόκληρο χειμώνα άστεγος στο λιμάνι τού Βατούμ περιμένοντας το πλοίο.

Ο Μπουλούτ ήρθε από το μικρό χωριό της Θράκης στη Θεσσαλονίκη στα πέντε του το 1964 για να δουλέψουνε οι γονείς του στα καπνομάγαζα. Εποχική δουλειά. Στην ανεργία τού χειμώνα, βουτούσε τα μήλα σε σιρόπι  η μάνα και τα κάρφωνε σε ξυλαράκια, τα έβαζε μετά καραμελωμένα ο πατέρας στο καλάθι και τριγυρνούσε στις γειτονιές και τα πουλούσε. Το τροχαίο έγινε νύχτα, ο Μπουλούτ ήταν στα είκοσι πέντε και άλλο δε μεγάλωσε. Μεγάλωσε όμως ο καημός των δικών του. Το άψυχο σώμα έπρεπε να μεταφερθεί σε άλλη πόλη όπου υπήρχε νεκροταφείο για τους μουσουλμάνους. Παντού, σ’ όλη τη χώρα μπορούσαν να ζήσουν και να δουλέψουν, αλλά μόνον εκεί μπορούσαν να θαφτούν! Οι νεκροφόρες ζητούσαν μια περιουσία για να μεταφέρουν το νεκρό σώμα στον μακρινό τόπο ταφής του. Και η νεκροφόρα ήταν απαραίτητη, επειδή τα νοσοκομεία μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο επέτρεπαν να φύγει ο νεκρός από τους νεκροθαλάμους τους. Έπρεπε λοιπόν να βρεθούν ή πολλά χρήματα ή κάποιος υπεύθυνος που θα παρατυπούσε είτε από την καλή του καρδιά είτε από το άδειο πορτοφόλι του. Τέτοιο πορτοφόλι, που γέμιζε με λιγότερα από τη νεκροφόρα, βρέθηκε  τρεις μέρες αργότερα και το άψυχο σώμα φορτώθηκε σ’ ένα ταπεινό αυτοκίνητο, για να ταξιδέψει νύχτα˙ υπήρχε πάντα ο φόβος του ελέγχου στον δρόμο και το μπλέξιμο σε νέους μπελάδες.

Ποια πατρίδα; Δρόμος και μόνο δρόμος!

(Θεσσαλονίκη, πόλη των προσφύγων, ιστορικό και λογοτεχνικό ημερολόγιο 2022 από την Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης, εκδ. Ψηφίδες, Θεσσαλονίκη 2021)

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 10, 2021

Τρία κείμενά μου για τον Τόπο!

 

Ι
Εν Θεσσαλονίκη

Δεν πήγα Βενετία, ναι˙ δεν πήγα και Σικάγο.
Μένω Θεσσαλονίκη, ναι
˙ κι ατάξιδος διάγω!

Πήγες και πού δεν πήγες λες, είδες και τι δεν είδες!
Μα για πες μου, στ' αλήθεια πες, τι ’ν’ οι Βαλεαρίδες;

Είναι βραστό στον Εύοσμο, μπουγάτσα στο Βαρδάρι,
γράπα απ' την Αγχίαλο, του Νίκου το φουλάρι;

Μεσάνυχτα στη Λαγκαδά, δύση στην Άνω Πόλη,
στο Φίλυρο ανατολή, οι μάγκες του Μανώλη;

Προσκύνημα στο Ζέιτενλικ, Πάσχα μέσ' στη Βλατάδων,
Νίκου Πεντζίκη ζωγραφιά, του Ντίνου τσαϊράδα;

Παρέλαση του Καζαντζή, τραίνα του Μαυρομάτη,
Συννεφιασμένη Κυριακή, καλά παιδιά του Κάτου;

Σουρούνη τα μερόνυχτα, Κώστα Λαχά Κοχλίας,
ομπρέλες Ζογγολόπουλου, η Μπέλλου της Σταμούλη;

Του Διονύση φορτηγό, τ' Αναγνωστάκη σκάκι,
του Κανελλόπουλου εκδρομή, στο Ριβολί Ταρκόφσκι;

Είναι ο Αρίστος του Θωμά, ποίημα της Καρέλλη,
του Παπανάκου θάλασσα, εξώφυλλο του Τσίζεκ;

Είναι του Γώγου κάρβουνα, τοπία Ζογλοπίτη,
του Γιάννη Ζήκα τέμπερες, γάτες του Παπασπύρου;

Του Ευαγγέλου χάι κου, του Κύρου Απολογία,
Θασίτη Εκατόνησος, Ιωάννου Σαρκοφάγος;

Είν' σκοτεινιές στον ουρανό, ο εμπρησμός του Κάμπελ,
ο Μάης του τριάντα εξ, Maximus Decumanus;

Στρατόπεδο Παύλου Μελά, αφανισμός Εβραίων,
Χορτιάτη φλόγες φονικές, Λαμπράκης, Βελδεμίρης;

Αιώνιο παράπονο! Αγία αλητεία!
Η μόνη μας κληρονομιά! Ατέλειωτη θητεία…

Πάλι κεντάει ο στρατηγός, καίγετ' ασετυλίνη,
ο θάνατος του Μύρωνα, η μάισσα σελήνη!

Στον χρόνο χάνομαι ξανά, εκεί και πιάνω βίγλα,
μύστης πιστός  και ζηλωτής, θύτης και άγιο θύμα!

Στην αγκαλιά της Ντεζιρέ, ο πλοηγός τ’ απείρου,
σ’ αυτήν εδώ τη γειτονιά, θραύσμα αυτού του κλήρου!

(Ημερολόγιο 2022 της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης: Πόλη και χρόνος)

ΙΙ
τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;

*

Την πατρίδα της γραφής μου δεν τη γνώρισα ως γεωγραφία.

Μου συστήθηκε ως απόγνωση, σύνηθες παράσιτο στο χωράφι του έρωτα.
Εξελίχθηκε ως καταφυγή στα δύσκολα, κράτησε μια γωνιά του κήπου της ζωής μου, απαίτησε όμως φροντίδα και επαγρύπνηση εκ μέρους μου
˙ μου έμαθε να αγαπώ να σκάβω.
Τώρα είναι η λύτρωσή μου, κάθε της άνθος και μια πληγή λιγότερη πάνω μου και μέσα μου.

Η γραφή πρώτα μου έμαθε το χώμα˙ η γεωγραφία ήρθε μετά.

Ο τόπος μου γέννησε ποιητές, ο λόγος τους με οδήγησε να δω κι άλλους κήπους, άλλα ξεχερσώματα και καλλιέργειες. Η Θεσσαλονίκη είναι χωριό και πόλη, ενδοχώρα και λιμάνι. Σ’ αυτήν μπορείς να έρχεσαι αλλά και να υποδέχεσαι. Η Θεσσαλονίκη μεγάλωσε και επιβίωσε με το αλισβερίσι.  Έζησε δόξες και ντροπές, μεγαλεία και ταπεινότητες, έβγαλε κραυγές και ψιθύρους, έγραψε λίβελους και έπη, έστρεψε το κεφάλι της στον ήλιο και το έγειρε χαμηλά στο στήθος.

Ο λόγος σ’ αυτήν την πόλη δεν είναι άυλος˙ έχει σώμα, πρόσωπο και όνομα. Τον γεύεσαι με τη συναναστροφή. Δεν είναι εσωτερικός μονόλογος, είναι Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Δεν είναι ποίηση των υπαρξιακών ερωτημάτων, είναι Ζωή Καρέλλη. Δεν είναι το προσωπικό και μεταφυσικό αδιέξοδο, είναι Γιώργος Θέμελης. Δεν είναι ερωτική ποίηση, είναι Ντίνος Χριστιανόπουλος, Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου. Δεν είναι ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπος γραφής στην πεζογραφία, είναι Γιώργος Ιωάννου. Δεν είναι ποίηση της ήττας, είναι Μανώλης Αναγνωστάκης. Δεν είναι κοινωνική ποίηση, είναι Κλείτος Κύρου, Πάνος Θασίτης, Ανέστης Ευαγγέλου. Δεν είναι ποίηση  κίνηση εκκρεμούς με τα δύο της άκρα στον έρωτα και τον θάνατο, είναι Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου. Δεν είναι έντεχνο λαϊκό τραγούδι, είναι Νίκος Παπάζογλου, Γιώργος Ζήκας. Δεν είναι Μεσοπόλεμος, είναι εμπρησμός του Κάμπελ και Μάης του τριάντα έξι. Δεν είναι Κατοχή, είναι Ολοκαύτωμα των Εβραίων της και αποθήκη μελλοθανάτων ψυχών στο στρατόπεδο Παύλου Μελά.

Όσο γνωρίζω την πόλη τόσο και την μιλάω, γίνεται όλο και πιο πολύ η γλώσσα μου.

ΙΙΙ

Σείστηκε η πόλη ξαφνικά

Βούτηξαν στο χώμα τα σύννεφα

Και αναδύθηκαν από τα έγκατα βρυχηθμοί

Σκαρφάλωσαν στα κάγκελα μαύρα σκοτάδια

Άστραψε βία και έβρεξε θλίψη

Το τσιμέντο ένιωσε το χώμα κάτω του να σπαρταρά

Η μνήμη έσκυψε το κεφάλι και η οργή το κάλυψε με μαύρο πανί

Ποιος δάσκαλος θα μιλήσει για Ιστορία;

Ποιος θεατής θα δει Παρελθόν;

Ποια μάνα θα πάρει σειρά στον θρήνο καταμεσίς στην άσφαλτο με το σώμα του γιου άψυχο πάνω σε μία πόρτα;

Σε ποιον θα εφορμήσει το νέο τρίκυκλο;

Ποιος θα ανάψει το σπίρτο σε επόμενο Χορτιάτη;

Ποιος θα γελάει χαιρέκακα περιμένοντας να στοιβάζονται νέα άστρα στα τρένα;

Ποιος θα είναι αύριο ο θύτης και ποιος το θύμα;

Ούτε Θεσσαλο-ΝΙΚΗ

Ούτε ΤΕΡΨΙ-θέα

ΗΤΤΑ!

(Επεισόδια από ακροδεξιούς στο ΕΠΑΛ Σταυρούπολης, Σεπτέμβριος 2021)




Δευτέρα, Δεκεμβρίου 06, 2021

ΚΡΙΤΙΚΗ: ΚΑΝΤΙΝΑ (2014)

 








Ο Σπύρος Λαζαρίδης συνθέτει ψηφιδωτά τις σκηνές της Καντίνας του  και γράφει στα ίσια και στακάτα, όχι λοξά και μοντερνιστικά. Οι ψηφίδες αυτές συνομιλούν μεταξύ τους, ψιθυρίζουν, διαλέγονται, συγκρούονται και τελικά συντίθενται, όπως συμβαίνει και στο επικό θέατρο του Μπρεχτ. Ο λόγος του λαϊκός, με όλη τη σημασία της λέξης, και προσωπικός, δηλαδή των προσώπων. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπερδέψεις ως θεατής τον νέο με τον μεγαλύτερο σε ηλικία.  Ο λόγος  είναι βιωματικός και κουβαλά τον ήρωα, τις λύπες του, τις πίκρες του, τα πολιτικά του φρονήματα, την αριστερά, αλλά και τη δεξιά. Οι ήρωες, λοιπόν, διακρίνονται μεταξύ τους με ενάργεια, σαν γάργαρο νερό, είναι ήρωες θετικοί και αρνητικοί, ο ντελβές τους είναι η κοινωνία μέσα στην οποία ζουν και δρουν. Απ’ όλα έχει ο μπαχτσές, το ρουφιανόμπατσο που ψαρεύει τον αδαή καντινιέρη, που νομίζει ότι είναι κοφτερόμυαλος, τον μπάτσο εκτελεστή, που τον φωνάζουν Ράμπο, τον Τζώννυ, που πέφτει θύμα της κοινωνίας σαν ήρωας του πολιτικού ή και του νατουραλιστικού θεάτρου. Θα φτάσουν αυτοί τελικά στο τέρμα είτε της σκηνικής ζωής είτε του θανάτου που συντελείται εξωσκηνικά και εξαγγέλλεται, όπως στην αρχαία τραγωδία, για τον Τζώννυ λέω. Οι ήρωες αυτοί  στην ουσία τους είναι αντιήρωες, περιθώριο είναι ο καντινιέρης, επαπειλούμενος φιλόλογος με άριστα. Ο Τζώννυ μια από τα ίδια, η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, παιδί της πλατείας αυτός. Οι συστημικοί αστυνομικοί, δημοσιογράφοι και  απλοί πολίτες είναι οι αδύναμοι κρίκοι που πάνω τους όμως κάθεται γερά το σύστημα, ο πλούτος, τα Μ.Μ.Ε.  Οι σκηνικές ψηφίδες δένονται χαλαρά γύρω από τον θάνατο, επικείμενο, συντελεσμένο, ως απόηχο, ένα χρόνο μετά, χρονική διαστολή και συστολή λοιπόν επί σκηνής σαν το συμπαντικό χρόνο. Όλα συστρέφονται και γύρω από το νεανικό έρωτα, της Τζενούλας και του Νίκου των «κακοφιλημένων» με ηχητικό κέντρο ένα καταπληκτικό τραγούδι, με αυτοαναφορικά και βιωματικά συγγραφικά  στοιχεία, η Χαλάστρα, η Κρήνη, το ρεμπέτικο, ο Κούδας είναι οι ελληνικές σαλονικιώτικες μπράντες που το κοινό αναγνωρίζει και αντιδρά. Ναι το κείμενο διαλέγεται με τον τόπο, το χρόνο και τη μνήμη, όπως κάθε κείμενο που σέβεται τον εαυτό του. Συνομιλεί όμως και με τα εξαιρετικά σκηνικά που δείχνουν στον θεατή την πλατεία και το λαϊκό προάστιο, ίσως κάπου στα δυτικά μιας μεγαλούπολης, με ελάχιστες χρωματικές λεπτομέρειες εξαιρετικής έμπνευσης, το κόκκινο, το κίτρινο με μια σημειολογική ερμηνευτική ελευθερία στην πρόσληψη. Να πούμε κόμικ; Ναι. Να πούμε νατουραλισμός; Ναι: ωραίες κλίμακες, ωραίες προοπτικές, ωραία σκηνική λειτουργία που γράφει στους ήρωες. Οι ήρωες επαρκείς όλοι, ξεχωριστοί όλοι, ο Νίκος, η Γιούλη, η Τζέννυ, ο Τζώννυ καλός, όλοι καλοί. Αχ! αυτή η μάνα, συγκλονιστική η Σταυρούλα Μαμούτου στο χαρακτηριστικό ρόλο, και φυσικά ο Τσαλαμπούνης στο ρόλο του Καντινιέρη, όλα τα λεφτά, κλέβει την παράσταση. Η μουσική ντύνει και συνθέτει την θεατρική ατμόσφαιρα με εντέλεια, το μουσικό θέμα διασχίζει την παράσταση σαν τρένο γρήγορο, αργό, σκοτεινό εντός τούνελ, ενίοτε ειδυλλιακό. Τα κουστούμια απεικονίζουν το κλίμα ρεαλιστικά και δείχνουν τον εκάστοτε ήρωα, ηλικιακά και ιδεολογικά. Φυσικά αλλάζουν όσες φορές πρέπει και όπως πρέπει χωρίς υπερβολές. Το ίδιο ισχύει και με τα μετρημένα είδη φροντιστηρίου. Αφήνω για το τέλος τη σκηνοθεσία που τη θεωρώ εξαιρετική, η Σταυρούλα Μαμούτου  κατεύθυνε τα πρόσωπα σωστά, η σωματικότητα ήταν επαρκής, η εκφορά του λόγου καθώς και τα εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά σημεία που έντυσαν το λόγο των προσώπων ήταν και το εικός και αναγκαίον.  Τελικά ένα εγχείρημα επιτυχημένο, όχι όμως, νομίζω, και το τελευταίο.

Ι.Σ. ΧΑΤΖΗΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗΣ

Μ.Δ.Ε. ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΟΥ Α.Π.Θ.














Άλλες αναρτήσεις εδώ!

Σάββατο, Νοεμβρίου 13, 2021

Για τον Χρήστο Τσακίρη / Αποκαλυπτήρια προτομής, 12-11-2021




 Υπάρχουν ελάχιστοι άνθρωποι οι οποίοι έρχονται στη μνήμη άλλων ως φίλοι και σύντροφοι και όχι ως απλό όνομα και αδρή φυσιογνωμία. Ευλογημένοι και αξέχαστοι.

Υπάρχουν ακόμη λιγότεροι πολιτικοί οι οποίοι σκαλώνουν στη μνήμη και την καρδιά απλών ανθρώπων ως έργα, αγώνας και προνοητικότητα για όσα έρχονται. Καταξιωμένοι και αποδεκτοί από εχθρούς και φίλους.

Υπάρχει ένας στην κοινωνία της Σταυρούπολης για τον οποίο, η όποια τιμή εκ μέρους των επιγόνων του βρίσκει την πλήρη αποδοχή από τα μέλη της˙ όλοι και όλες που έζησαν στην εποχή του έχουν έναν καλό λόγο να πουν˙ το όνομά του γράφτηκε στα κατάστιχα της αστυνομίας και της Ιστορίας ως Εξόριστος επί Χούντας, ως Δήμαρχος εκλεγμένος στις αλάνες με τις σκηνές των σεισμοπαθών του 1978 και επί δωδεκαετία μπροστάρης σε τοπικά έργα με άντληση πόρων από ευρωπαϊκά προγράμματα και με απίστευτη αίσθηση της αναγκαιότητας επαρκούς και καλαίσθητου Δημόσιου Χώρου στην Πόλη του. Ένας αμετανόητος κομμουνιστής, όπως δήλωνε ευθαρσώς πάντοτε, ακόμη και μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα σε προεκλογικούς καιρούς όταν όλοι οι συνυποψήφιοί του (κι εγώ ανάμεσά τους) προσπαθούσαν να πείσουν για το ανεξάρτητο της υποψηφιότητάς τους˙ ένας κομμουνιστής που αντλούσε εκλογική δύναμη από ψηφοφόρους όλων των κομμάτων καθώς η αύρα του ξεκινούσε από το χαμόγελό του και κατέληγε στις καρδιές και τις ψυχές πέρα από υπολογισμούς και συμφέροντα!

15 Οκτωβρίου 1978, δημοτικές εκλογές.

Σε 7.560 εγγεγραμμένους, ψήφισαν 6.208 και βγήκαν άκυρα 100˙ ο διορισμένος δήμαρχος επί Χούντας Ηλίας Σαββαΐδης έλαβε 2.491, ο τότε δήμαρχος (και τελευταίος δήμαρχος πριν την Επταετία) Ευάγγελος Μωραϊτόπουλος μόλις 738, η παράταξη τού δυναμικά επερχόμενου Κινήματος της Αλλαγής 1.013 με τον Απόστολο Σαρόγλου και η Αλλαγή του Χρήστου Τσακίρη 1.290. Ο Σαββαΐδης είναι αισιόδοξος και σίγουρος (φέρεται να είπε πως και στα σκουπίδια να ψάξει θα τις βρει τις υπολειπόμενες 500 ψήφους, ποσοστό κάτω του 1%). Μία εβδομάδα μετά, την 22α του Οκτωβρίου 1978, θριαμβεύει ο Χρήστος με 3.135 ψήφους και ποσοστό 51,39% έναντι του Σαββαΐδη (2.966 και 48,61% καθώς του ξέφυγαν καμιά εκατοσταριά ψήφοι, εκεί που έψαχνε). Η Σταυρούπολη στράφηκε αποφασιστικά προς το σχεδόν σαραντάχρονο χαμόγελο και δε διαψεύστηκε˙ ένα φωτεινό άστρο ανέτειλε πάνω από τη συνοικία και έμεινε για μια δωδεκαετία ως δημαρχιακή θητεία και για μια αιωνιότητα ως ζώσα μνήμη και πάλλουσα Ιστορία!

Χρήστος Τσακίρης.

Θα μπορούσα να αναλωθώ σε εξιστόρηση των προσωπικών μου στιγμών και σχέσεων με τον Χρήστο προσδοκώντας να πάρω λίγη από τη λάμψη του. Θα ήταν μάταιο επειδή η λάμψη του, όπως ακριβώς η λάμψη κάθε ήλιου, διαχέεται προς όλες τις κατευθύνσεις και δε γίνεται να τιθασευτεί σε μια μόνο κατεύθυνση. Υπάρχουν πολλοί και πολλές που γεύτηκαν την αύρα του και λούστηκαν από το φως του.

 

Μια σύνοψη του έργου του Χρήστου Τσακίρη είχα κάνει στον επικήδειό του που αναγνώστηκε από τον τότε δήμαρχο αείμνηστο Διαμαντή Παπαδόπουλο, εκείνον τον Νοέμβρη του 2005:

«Άκουσέ με Δήμαρχε, πρέπει να σου μιλήσω, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα κι όχι όπως θα θέλαμε να έρχονταν.

Είσαι από τους λίγους ανθρώπους που ευλογήθηκαν με την ανυπόκριτη αγάπη του κόσμου. Σε αγάπησε αυτός ο τόπος, Χρήστο, το ξέρεις.
Είσαι από τους όμορφους ανθρώπους που έδωσαν, που χάρισαν, που χαμογέλασαν. Σε χάρηκε αυτός ο τόπος, Χρήστο, το βλέπεις στα υγρά μάτια γύρω μας.
Είσαι από τους δυνατούς ανθρώπους που αλλάζουν τον κόσμο. Την άλλαξες την Σταυρούπολη, Χρήστο, το γνωρίζουμε και σ’ ευχαριστούμε.

Είσαι από τους ανθρώπους που δε φεύγουν ποτέ, Δήμαρχε.
Φεύγουν, ξεχνιούνται, όσοι δεν έκαναν, όσοι δε δούλεψαν, όσοι δεν αγάπησαν και δεν αγαπήθηκαν, όσοι λούφαξαν.
Όχι όσοι αγωνίστηκαν, όσοι δημιούργησαν, όσοι έβαλαν γνώση, μεράκι και δουλειά σ’ αυτό που διάλεξαν να κάνουν.
Διάλεξες να υπηρετήσεις τον τόπο σου, τον άνθρωπο της εργασίας και του μόχθου. Διάλεξες τον αγώνα για καθαρό περιβάλλον. Για σχολική στέγη. Για πολιτισμό. Για αξιοπρέπεια.

Δε φεύγουν Δήμαρχε, οι άξιοι και οι ικανοί.
Πώς να φύγει ο μπροστάρης, ο οδηγητής; Πώς να σωπάσει ο ιδεολόγος; Πώς να στεγνώσει ο εμπνευσμένος;

Είσαι στο έργο που έκανες.
Είσαι στην πλατεία Ελευθερίας και στο πάρκο της Σόλωνος.
Είσαι στην άσφαλτο της Ομόνοιας.
Είσαι στα μάρμαρα της Μονής Λαζαριστών.
Είσαι στη σκηνή του Θεάτρου μας.
Είσαι στην Τερψιθέα, στο πάρκο των Ρόδων και στην πλατεία Εδέσσης.
Είσαι στα Νεόκτιστα, στην πρώτη γη που πήραμε πίσω από το Στρατόπεδο του Παύλου Μελά.
Είσαι στο Δημαρχείο, είσαι στο μνημείο της Εθνικής Αντίστασης.
Είσαι η δυνατή φωνή κατά της ΔΙΑΝΑ από το ’80 ακόμα.
Είσαι το ανοιχτό μυαλό των πρώτων ευρωπαϊκών προγραμμάτων,

είσαι στις καρδιές μας Δήμαρχε, είσαι δίπλα μας Χρήστο».

Στο αρχείο μου έχω πέντε τεύχη του Ενημερωτικού Δελτίου που εξέδιδε ο Δήμος Σταυρούπολης και ένα βιβλιαράκι με τον τίτλο «Γνωριμία με τη Σταυρούπολη». Έξι μόνο έντυπα από το σύνολο που εκδόθηκε σε μια θητεία δώδεκα χρόνων και τυπωμένα σε τυχαίες χρονικές περιόδους˙ ε λοιπόν, όποια σελίδα κι αν βάλεις μπροστά σου, βλέπεις και θαυμάζεις. Γενάρης-Φλεβάρης 1986, τεύχος 35, σχήμα εφημερίδας, λευκό χαρτί, πρώτη σελίδα: Ένταξη 850 στρεμμάτων της Ομόνοιας στο Σχέδιο Πόλης και ορκωμοσία μονίμων υπαλλήλων στον Δήμο ενώ στις μέσα σελίδες αναγγέλλεται ένα οραματικό σχέδιο το οποίο δεν έμεινε όραμα!

«Ένας από τους μεγάλους στόχους της Διοίκησης του Δήμου άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά κι από οραματισμός να γίνεται πραγματικότητα. Πρόκειται για το έργο απαλλοτρίωσης και αναπαλαίωσης του κτιριακού συγκροτήματος της Μονής Λαζαριστών και στη μετατροπή της στη συνέχεια σε πολιτιστικό κέντρο πολλαπλών χρήσεων με παράλληλη κατασκευή υπαίθριου θεάτρου, στον προαύλιο χώρο. Η επιμονή της Δημοτικής Αρχής στην αναγνώριση της αναγκαιότητας αυτού του έργου, που θα δώσει πνοή πολιτιστικής άνθισης, όχι μόνο στον Δήμο μας αλλά και σ’ όλη τη Δυτική Θεσσαλονίκη, έφερε μια σειρά από θετικά αποτελέσματα».

Η επιμονή της Δημοτικής Αρχής, δηλαδή του Δημάρχου Χρήστου Τσακίρη στηρίχτηκε στην επιστημονική και καλλιτεχνική ενθάρρυνση της Τεχνικής Υπηρεσίας, δηλαδή του Αρχιτέκτονα Γιώργου Αθανασόπουλου ο οποίος ήταν το σχεδιαστικό εργαλείο με το οποίο παρενέβαινε ο Χρήστος στον Δημόσιο Χώρο με θαυμαστά αποτελέσματα και έτσι μπήκαν στο παιχνίδι το Πανεπιστήμιο με εκπόνηση μελέτης και η Επιτροπή εορτασμού των 2300 χρόνων από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης για χρηματοδότηση. Πολιτική ίσον προέκταση του σήμερα και του παρελθόντος στο μέλλον!

Ιούνης-Ιούλης 1986, τεύχος 37, σχήμα περιοδικού, ιλουστρασιόν χαρτί, εξώφυλλο με φωτογραφίες από τη λαϊκή συγκέντρωση για την απαίτηση των πρώτων 16 στρεμμάτων από το στρατόπεδο Παύλου Μελά και κατασκευές πάρκων και καλλιτέχνες του κόσμου (Κιλαπαγιούν από τη Χιλή και Μαρίζα Κωχ και Γιάννης Γλέζος από την Ελάδα) και ιστορικά σημειώματα μέσα: ποδοσφαιρική ομάδα του στρατοπέδου Παύλος Μελάς επί Κατοχής!

«Στο λαό της Σταυρούπολης» αφιερώνεται το τεύχος «Γνωριμία με τη Σταυρούπολη» που εκδίδεται  το 1989 και στο εξώφυλλο, εκτός από τον χάρτη της Σταυρούπολης, έχει και γραφιστική αποτύπωση του Μνημείου της Εθνικής Αντίστασης που στήθηκε στον χώρο του Δημαρχείου, έργο του γλύπτη Ευθύμιου Καλεβρά˙ στις μέσα σελίδες αναδύεται μια σύγχρονη πόλη με τις πλατείες της να κοσμούνται από πάρκα και αγάλματα (έργο του ίδιου γλύπτη είναι ο Πόντιος Ακρίτας στη Μεσολογγίου) και τα ιστορικά κτίρια των Καθολικών να γλιτώνουν από το Real Estate και την εμπορευματοποίηση και να περιμένουν την επόμενη γιορτή της Πόλης και τον διάδοχο του Χρήστου για να μπουν στη νέα εποχή˙ Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης η Θεσσαλονίκη το 1997 και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του αντίστοιχου Οργανισμού ο Δήμαρχος Σταυρούπολης –από το 1991- Σπύρος Μπαρούτας. Όλη η υποδομή και η ετοιμότητα σε επίπεδο αρχιτεκτονικών σχεδίων (αποτέλεσμα διαγωνισμού και όχι αναθέσεων) και η επίλυση των ιδιοκτησιακών θεμάτων από πολύ πριν το 1990, φέρνουν τη Μονή Λαζαριστών να λάμπει ως ένα από τα επιτευχθέντα έργα αυτής της περιόδου!

Κι έρχονται οι φίλοι του Χρήστου και διά των μαγικών χεριών ενός εξ αυτών, του Κυριάκου Παρασκευαΐδη, και λένε με σεμνότητα πως έχουν από καιρό έτοιμη την προτομή του δημάρχου της καρδιάς τους και της ψυχής τους. Και η τωρινή Δημοτική Αρχή, δια του νυν Δημάρχου Δημήτρη Δεμουρτζίδη, ανταποκρίνεται και ο Χρήστος έρχεται και ως μαρμάρινο σώμα πια στο σπίτι του, στο εμβληματικό κτίριο του Κέντρου Πολιτισμού Χρήστος Τσακίρης, σχεδιασμένο από τον Γιώργο Αθανασόπουλο φυσικά και ονοματοδοτημένο το 2006 από τη διοίκηση του τότε Δημάρχου Διαμαντή Παπαδόπουλου.

Χρήστο Τσακίρη!

Είσαι πράγματι στην πλατεία Ελευθερίας -κι ας άλλαξε πια μορφή- και στο πάρκο της Σόλωνος και στον Βοτανικό Κήπο.
Είσαι στην άσφαλτο της Ομόνοιας και στα σχολεία με τα ολόδικά τους κτίρια κι όχι τις ενοικιαζόμενες τζαμαρίες.
Είσαι στα μάρμαρα της Μονής Λαζαριστών και στις μουσικές που ακούγονται εκεί και στα θέατρα που παίζονται και στις ζωγραφιές που εκτίθενται.
Είσαι στη σκηνή του δημοτικού Θεάτρου μας και στην αίθουσα της ολοζώντανης βιβλιοθήκης μας στο κτίριο που φέρει το όνομά σου και σε όλες τις δράσεις Πολιτισμού στον Δήμο μας.
Είσαι στην Τερψιθέα, στο πάρκο των Ρόδων και στην πλατεία Εδέσσης.
Είσαι στα Νεόκτιστα στην πρώτη γη που πήραμε πίσω από το Στρατόπεδο του Παύλου Μελά και θα είσαι στο Μητροπολιτικό Πάρκο Παύλου Μελά, δε γίνεται να μην είσαι! Όπως θα είναι και όσοι σε διαδέχτηκαν, ο Σπύρος Μπαρούτας, ο Διαμαντής Παπαδόπουλος, ο Σάββας Σερασίδης, ο Δημήτρης Δεμουρτζίδης
˙ όλοι τους βάδισαν στα χνάρια σου εκεί μέσα, ο καθένας με τον δικό του βηματισμό αλλά τον ίδιο δρόμο: το Στρατόπεδο στην Κοινωνία ως Ελεύθερος Χώρος και Ιστορική Μνήμη.
Είσαι στο ανανεωμένο Δημαρχείο, είσαι στο μνημείο της Εθνικής Αντίστασης.
Είσαι η δυνατή φωνή κατά της ΔΙΑΝΑ και υπέρ του Περιβάλλοντος από το ’80 ακόμα.

Είσαι στα Ευρωπαϊκά Προγράμματα και στην Ανάπτυξη του Τόπου.

Και τώρα είσαι και με άλλο τρόπο, ξανά εδώ˙ στο Κέντρο Πολιτισμού Χρήστος Τσακίρης ως μαρμάρινη προτομή, ως κατάθεση φίλων και ως πολιτική παρακαταθήκη.

Θέλω να ζήσω τη στιγμή κατά την οποία θα είμαι διακριτικός θεατής μιας σχολικής εκδρομής του άμεσου μέλλοντος, με τους μαθητές και τις μαθήτριες να διασχίζουν την πόλη μας και ν’ ακούνε από τους δασκάλους και τις δασκάλες τους πώς διαμορφώθηκε η κάθε πλατεία, πώς στήθηκε το κάθε άγαλμα, πώς κερδήθηκε ο κάθε χώρος και να καταλήγουν στο ισόγειο του Κέντρου Πολιτισμού και να βλέπουν με τα ματάκια τους τη μορφή του ανθρώπου που κρυβόταν πίσω απ’ όσα είδαν και άκουσαν!

Καλώς όρισες Χρήστο!

(Τον Μάιο του 2021 πληροφορήθηκα -από τον ίδιο τον καλλιτέχνη- την ύπαρξη -από δεκαετίας- της προτομής του Χρήστου Τσακίρη και την επιθυμία των φίλων του Χρήστου να τοποθετηθεί σε δημόσιο χώρο της Σταυρούπολης. Μετέφερα την είδηση στον δήμαρχο Παύλου Μελά κ. Δημήτριο Δεμουρτζίδη και συζήτησα με την οικογένεια του Χρήστου. Ύστερα τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους)

Πέμπτη, Νοεμβρίου 11, 2021

Ρεύμα νίκης

 



Έσπρωξε με τον ώμο του την εξώπορτα της πολυκατοικίας και μπήκε. Με την τυρόπιτα στο στόμα, ανασήκωσε τον αγκώνα του και τον έσυρε πάνω στο διακόπτη. Στο άλλο χέρι κρατούσε τη χάρτινη συσκευασία που φιλοξενούσε τώρα το γάλα κακάο. Η κυβική κατασκευή αντικατέστησε το πλαστικό μπουκάλι με τις ανάγλυφες ραβδώσεις, όχι μόνο στις συσκευασίες του προϊόντος του συνεταιριστικού ΑΓΝΟ, αλλά και στο φωτεινό ομοίωμα έξω από την πύλη του εργοστασίου, λίγα μέτρα δυτικότερα από την πολυκατοικία που τον ρουφούσε στο εσωτερικό της. Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες. 

Κυριακή 1 Οκτώβρη 1978. Τα γραφεία της κομματικής οργάνωσης της δυτικής αυτής συνοικίας βρίσκονταν στον τρίτο όροφο. Ασανσέρ δεν υπήρχε. Η πολυκατοικία ήταν παλιά μα άντεξε στο σεισμό του Ιούνη που ταρακούνησε τη Θεσσαλονίκη. Οι τοίχοι δέχτηκαν από τους τεχνικούς της νομαρχίας το πράσινο αυτοκόλλητο που τους έκρινε ικανούς και στέρεους ώστε να μη χρειαστούν καμία επισκευή. Η υγρασία όμως ήταν πάντα εκεί. Και η βρωμιά. Μετά το δεύτερο όροφο, ρολά με αφίσες και στοίβες από προκηρύξεις στις σκάλες δυσκόλευαν την άνοδο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και την έσπρωξε κι αυτήν. 

Καλώς τον σύντροφον ας σην διαννόησιν. Η φωνή του Γιάννου τον υποδέχτηκε πριν ακόμη καλά καλά διαβεί το κατώφλι. Ο Γιάννος Ζαρμπαντίδης ήταν στη θέση του, όπως κάθε Κυριακή. Έπαιρνε τα πακέτα με τις εφημερίδες από το περίπτερο, τις ανέβαζε σε δόσεις στον τρίτο και τις στοίβαζε πάνω σε δυο καρέκλες και περίμενε τους φοιτητές και τα συντρόφια από τη νεολαία για να βγουν στη διανομή. Καθόταν πίσω από το γραφείο, είχε μπροστά του το Ριζοσπάστη και παραδίπλα το τετράδιο με το μολύβι. 

Καλημέρα σύντροφε. Τι γράφει ο Ρίζος σήμερα; Ρώτησε ενώ κατάπινε τη μπουκιά του ο Κλεάνθης Διερσόπουλος και αμέσως ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι κι ένα κάψιμο στο μάγουλο· κατάλαβε πως ένα κομματάκι τυρί και μια τζούρα από σφολιάτα φύγανε ανάμεσα από τα δόντια του και τον έκαναν να ντραπεί για τη λαιμαργία του. 

Α φουρκίεσαι σύντροφε κι α λένε πως η εργατική τάξη κι θέλ’ τοι διανοούμενους, είπε χαμογελαστά ο Γιάννος με τα κάθυγρα χείλη του. Αυτός δεν είχε τέτοιες αναστολές όπως ο φοιτητής. Το πλούσιο σάλιο του δύσκολα φυλακίζονταν στη στοματική του κοιλότητα και, εκτός που μούσκευε τα χείλη του, δρόσιζε και τον συνομιλητή του αν εκείνος ήταν άμαθος και τον κοιτούσε καταπρόσωπο. Στον Κλεάνθη μιλούσε στα ποντιακά επειδή κατάγονταν και οι δύο από γειτονικά χωριά του Κιλκίς. 

Μετά το αστείο που ξεστόμισε ο Γιάννος, κρεμάστηκε από το βλέμμα του φοιτητή. Είχε την έκφραση του παιχνιδιάρη σκύλου που στήνεται μπροστά στο αφεντικό του και δηλώνει έτοιμος να εκτελέσει οποιαδήποτε εντολή. Χαμογέλασε ο Κλεάνθης βλέποντας τον θεόρατο άντρα μ’ αυτό το βλέμμα προσμονής και χωρίς να πει τίποτε άλλο έφερε το χέρι με το τελευταίο κομμάτι τυρόπιτας προς το αυτί του και έτεινε το λαιμό του μπροστά δείχνοντας με τα μάτια του την εφημερίδα. Με-γα-λώ-νει το ρεύ-μα της νί-κης συλλάβισε ο Γιάννος καθώς έσερνε το δάχτυλό του πάνω στην εφημερίδα. Εγνάεψες ντο λέει σύντροφε; Θα παίρομεν το Δήμον ας σοι φασίστες, σήκωσε το κεφάλι του ο Γιάννος.  

Δεν υπήρχαν και πολλά ράφια στο μυαλό του άνδρα αυτού για να κατατάξει με σχολαστικότητα πολιτικές δυνάμεις και ιδεολογικές συνιστώσες. Εμείς και οι άλλοι. Οι σύντροφοι και οι φασίστες. Αυτό ήταν όμως που κίνησε και το μεγάλο ενδιαφέρον του Κλεάνθη για το Γιάννο. Ούτε ότι βρίσκονταν στο ίδιο κόμμα. Ούτε ότι κατάγονταν από την ίδια περιοχή. Ο τεράστιος αυτός άνδρας, τραχύς και αυταρχικός στην εμφάνιση, σκουπιδιάρης (εργάτης καθαριότητας, τον διόρθωνε ο Κλεάνθης όταν ο Γιάννος του δήλωνε το επάγγελμά του) στον κεντρικό Δήμο της Θεσσαλονίκης, μάθαινε ανάγνωση στα πρωτοσέλιδα του Ριζοσπάστη. Του έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση του νεαρού φοιτητή αυτή η προσήλωση του μεγάλου άντρα. Τη συμπάθεια προς το πρόσωπο του Γιάννου δεν τη μείωσε καθόλου η πληθώρα πληροφοριών που συσσωρεύτηκε στο κεφάλι του Κλεάνθη για τον αναλφάβητο σύντροφο. Πληροφορίες που αφορούσαν στην προσωπική του και την οικογενειακή του ζωή. Απότομος και τραχύς, λέγανε. Άλλοτε πάλι λέγανε απλώς Καυκάσιος, τι περιμένεις; και εννοούσανε ακριβώς το ίδιο. Ίσως να σηκώνει και χέρι στη σύζυγο, κλείνανε το μάτι. Τις προσπερνούσε ο Κλεάνθης τις πληροφορίες αυτές και έμενε στο γεγονός της ανάγνωσης. Ή αντιπαρέβαλε αμέσως τις αντίστοιχες ηρωικές στιγμές του συντρόφου από την εξορία και τις φυλακίσεις. Ή την καταγωγή του. Μικρή Μόσχα ονομάσανε το χωριό του για την έντονη κομμουνιστική παρουσία, της οποίας βασικά στελέχη υπήρξαν οι Ζαρμπανιτιδαίοι. 

Ο Γιάννος Ζαρμπαντίδης ήταν συνομίληκος του ΚΚΕ, γεννημένος το φθινόπωρο του 1918.  Τριών χρονών ήταν σαν εγκαταστάθηκαν στο Μεταλλικό του Κιλκίς. Στα δεκαπέντε του κατέβηκε στο καμίνι της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου. Είχε στο πετσί του ουλές από τις απεργίες και τις εξορίες του ’36, διαμπερή τραύματα από γερμανικές σφαίρες του ’44, σπασμένα κόκκαλα από  ανελέητο ξύλο στα μπουντρούμια της ασφάλειας το ’53, το ’61, το ’68. Είχε φίλους κι αδέλφια, εκτελεσμένους. Εξήντα χρονών ο Γιάννος, ήταν η ζωντανή ιστορία του λαϊκού αγωνιστή στα μάτια του Κλεάνθη. Τώρα, παρόλο που κυβερνούσε και πάλι η δεξιά του Καραμανλή, περνούσε τις ηρεμότερες ώρες της ζωής του. Η μεταπολίτευση μπορεί να μην είχε το άρωμα του παραδείσου, αλλά δεν είχε και τη μπόχα της κόλασης των διώξεων του ’50 και του ’60. Τώρα λοιπόν, με το κόμμα στη νομιμότητα και το Ριζοσπάστη καμαρωτό στα περίπτερα, βρήκε χρόνο για να μάθει να διαβάζει ο Γιάννος κι ο φοιτητής τον βοηθούσε όσο μπορούσε. 

Ο θαυμασμός του πιτσιρικά προς το πρόσωπο και τα καθαρά μάτια του Καυκάσιου άνδρα, έκαναν το Γιάννο να επιτρέπει στο φοιτητή να του λέει και μια κουβέντα παραπάνω. Δύσκολα τα βλέπω σύντροφε. Προσπάθησε να τον πειράξει ο Κλεάνθης. Ντο δύσκολα και ξεδύσκολα. Κι αγναεύς ντο λέγοσεν; Εμείς μόνον επέμναμε αδά ολόγυρα. Θα παίρομεν κι ατόν τον Δήμον και θα νικούμεν τοι φασίστας. Έλα ατώρα γράψον τα εφημερίδας να βγώνε τα συνεργεία. Εβάρυνεν το κιφάλι σ’ ας σο δέβασμαν και ενέσπαλεν να νουνίζ’. Βολή κατά ριπάς οι ποντιακές λέξεις, συναγωνίζονταν τις σταγόνες σάλιου του Γιάννου που έβγαιναν από την ίδια πηγή και έλουσαν τον Κλεάνθη ο οποίος πλήρωσε ακριβά την αστοχία του να στηθεί κατά πρόσωπο στο Γιάννο γέρνοντας μάλιστα το κορμί του πάνω στο γραφείο και πλησιάζοντας επικίνδυνα το στόμιο της κόλασης. Εξέρ’ σ’ ντο εν το δύσκολον; Ίναν βράδον α κάθουμες και λέγοσεν. Ο Κλεάνθης κάθισε δίπλα του, πήρε το τετράδιο και το μολύβι κι άρχισε να κατανέμει τα συνεργεία κατά γειτονιά. Βρήκε χρόνο και ηρέμησε το πρόσωπο του Γιάννου κι ο νους έφυγε προς τα πίσω. Πολύ πίσω. Χειμώνας του 1934.


(Το πρώτο κεφάλαιο του διηγήματος "Κόκκινη δύση" από το βιβλίο μου Ίχνη όζας, εκδόσεις Ζήτρος, 2013. Το δεύτερο κεφάλαιο είχε δημοσιευθεί εδώ παλιότερα. Συνολικά υπάρχουν τέσσερα κεφάλαια στο διήγημα)

Οι ποντιακές εκφράσεις στη νεοελληνική:

Καλώς τον σύντροφον ας σην διανόησιν. Καλώς τον σύντροφο από τη διανόηση.

Α φουρκίεσαι σύντροφε κι α λένε πως η εργατική τάξη κι θέλ’ τοι διανοούμενους. Θα πνιγείς σύντροφε και θα λένε πως η εργατική τάξη δεν θέλει τους διανοούμενους.

Εγνάεψες ντο λέει σύντροφε; Θα παίρομεν το Δήμον ας σοι φασίστες. Κατάλαβες σύντροφε; Θα πάρουμε το Δήμο από τους φασίστες.

Ντο δύσκολα και ξεδύσκολα. Κι αγναεύς ντο λέγοσεν; Εμείς μόνον επέμναμε αδά ολόγυρα. Θα παίρομεν κι ατόν τον Δήμον και θα νικούμεν τοι φασίστας. Έλα ατώρα γράψον τα εφημερίδας να βγώνε τα συνεργεία. Εβάρυνεν το κιφάλι σ’ ας σο δέβασμαν και ενέσπαλεν να νουνίζ’. Τι δύσκολα και ξεδύσκολα; Μόνον εμείς μείναμε εδώ ολόγυρα. Θα πάρουμε κι αυτόν το Δήμο και θα νικήσουμε τους φασίστες. Έλα τώρα γράψε τις εφημερίδες να βγούνε τα συνεργεία. Βάρυνε το κεφάλι σου από το διάβασμα και ξέχασε να σκέφτεται.

Εξέρ’ σ’ ντο εν το δύσκολον; Ίναν βράδον α κάθουμες και λέγοσεν. Ξέρεις τι είναι το δύσκολο; Ένα βράδυ θα κάτσουμε και θα σου πω.


Τρίτη, Οκτωβρίου 05, 2021

Η σιωπή της κερκίδας του Γιώργου Λ. Οικονόμου από τις εκδόσεις Τύρφη

 



Κατεβαίνω τα σκαλιά του παλιού Ραγιά στην Τσιμισκή˙ στοίβες τα περιοδικά και τα βιβλία-αυτοεκδόσεις πάνω τους. Για κάποια σκύβω και τα μαζεύω στοργικά και τα βάζω κάτω από τη μασχάλη. Φτάνω στους πάγκους με τα βιβλία. Σαρώνω τη βαρυφορτωμένη επιφάνεια με το βλέμμα μου. Σκαλώνει κάπου˙ πάντα σκαλώνει! Ένας έξυπνος τίτλος, ένα ελκυστικό εξώφυλλο, ένα γνώριμο όνομα συγγραφέα ή εκδότη. Απλώνω το χέρι, ξεφυλλίζω. Κάτω από τη μασχάλη κι αυτό, ψάχνω για κάποιο άλλο.

Μ’ αυτόν τον τρόπο γνώρισα τα βιβλία του Γιώργου Λ. Οικονόμου, όσον καιρό πήγαινα στα βιβλιοπωλεία και έψαχνα. Τώρα οι καιροί άλλαξαν. Τα βιβλία προωθούνται αλλιώς. Τα βιβλιοπωλεία λιγόστεψαν και όσα έμειναν σε τρομάζουν με τον όγκο τους. Άσε που στους πάγκους δεν υπάρχει το τρυφερό χάδι του Βασίλη ή της Σταυρούλας που έχωναν ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα και στα λαμπερά μυθιστορήματα και βιβλιαράκια που ανέδιδαν την μαστοριά του τυπογράφου και το μεράκι του εκδότη, ακόμα και την αγωνία του συγγραφέα. Τώρα ταχυδρομείο και ταχυμεταφορές και, ευτυχώς, λίγες εξαιρέσεις. Πάντως βιβλία βγαίνουν και ποιήματα ταξιδεύουν στις σελίδες τους.


Παίρνω στα χέρια μου ένα τέτοιο γκρίζο βιβλίο και κάνω την κίνηση που κάνω πάντα
˙ ψάχνω τον κολοφώνα. Υπάρχει και είναι καλαίσθητος. Όμορφα. Επιστρέφω στο εξώφυλλο. Γ.Λ. Οικονόμου. Η σιωπή της κερκίδας. Ποιήματα. Τύρφη. Το σχέδιο που υπερίπταται των γραμμάτων αυτών είναι σιωπή ατόφια. Όχι κερκίδα αλλά πάρκο. Γυμνά από φύλλα δέντρα και άδεια καθίσματα-πάγκοι γύρω από άδεια τραπέζια. Σιωπή και κενό. Και αντιφάσεις. Οι κερκίδες είναι για να γεμίζουν κόσμο, όπως και τα πάρκα. Το πάρκο φαίνεται άδειο. Η κερκίδα; Πότε λοιπόν η σιωπή; Με άδεια ή με γεμάτη κερκίδα; Έχει καμιά αξία να υμνήσεις μιαν άδεια από ανθρώπους κερκίδα; Ή έχει αξία να αναδείξεις τη σιωπή σε μια κατάμεστη και πάλλουσα κερκίδα της οποίας ο κόσμος, εδώ που τα λέμε δεν έχει και πολλά πάρε δώσε με τη σιωπή; Ο Γιώργος Οικονόμου δεν παίζει με την αγωνία του αναγνώστη. Την απάντηση τη δίνει στο πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής. Πριν από αυτό όμως έχει, κάτω από τις αφιερώσεις, τρεις αράδες που δεν μπορείς να τις προσπεράσεις αβασάνιστα.

Μου δόθηκε η αρρώστια
μου δόθηκε και το ποίημά της
παράπονο δεν έχω

Η αρρώστια είναι βέβαια το κακό˙ το ποίημα είναι το καλό. Δεν μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο και μια κοινωνία που θα ήταν παραδεκτά τα αντίθετα! Το ποίημα είναι της αρρώστιας˙ το καλό είναι του κακού! Τον ήξερα τον ποιητή και από άλλα του βιβλία. Σε ξεγελάει ο απλός ανεπιτήδευτος λόγος του. Τα απλά καθημερινά λόγια είναι σε θέση να φορτωθούν βαριά νοηματικά φορτία˙ αυτό είναι η μαγεία της λογοτεχνίας, η ομορφιά της ποίησης. Παρόλο που μοιάζει με ερμηνευτικό κώδικα της ποίησής του ή με το κλειδί που θα σε βάλει στον κόσμο του, εν τούτοις δεν είναι ούτε κώδικας, ούτε κλειδί˙ είναι αυτός ο ίδιος ο κόσμος του Γιώργου Οικονόμου, είναι τα ποιήματα της Σιωπής της κερκίδας συμπυκνωμένα σε τρεις αράδες˙ δύο ρήματα, τρία ουσιαστικά, κανένα σημείο στίξης. Αν το έγραφε αυτό το κειμενάκι κάποιο πρόγραμμα θα αφαιρούσε τη μία επανάληψη του ενός ρήματος και αν πατούσες το κουμπάκι του μεγαφώνου θα άκουγες μια ψυχρή φωνή χωρίς σπασίματα, χωρίς σκαμπανεβάσματα, χωρίς συναίσθημα. Για προσπαθήστε να διαβάσετε φωναχτά, με την ανθρώπινη αιμάτινη φωνή σας αυτές τις τρεις αράδες και μετά μετρήστε τους κόμπους που ανεβοκατέβηκαν στον λαιμό σας! Η πρώτη ανάγνωση, σε οδηγεί σε δεύτερη με άλλες ανάσες, αυτή σε τρίτη με άλλες παύσεις, ίσως και σε τέταρτη, σιωπηρή αυτή, άηχη κατευθείαν στο μέσα μας! Στα σώψυχα. Αυτά τα οποία δεν τα κρατάει στο εικονοστάσι της μοναξιάς του ο Γιώργος να τα λιβανίζει και να τα ξορκίζει άλλοτε με ρεμπέτικα κι άλλοτε με στίχους άλλων, του Γκόρπα, της Γώγου, του Ριτσώνη, του Μπασιάκου, του Χριστιανόπουλου, του Βασιλάκη… Τα βγάζει  στο μεϊντάνι, σε μια λιτανεία λυρισμού, νοσταλγίας, πόνου, ενσυναίσθησης, αλληλεγγύης, κατανόησης, απαντοχής, υπομονής, αγάπης, έρωτα! Τα άμφιά του σ’ αυτή τη λιτανεία, λέξεις καθημερινές, που με την καθαρότητά τους υψώνονται επιβλητικές και αναντικατάστατες.

Ξεκινάς με το πρώτο του ποίημα, τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και φτάνεις στο τελευταίο τετράστιχο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή διαβάζεις πράγματα γνωστά, στα μέρη που απαριθμεί ο Γιώργος προσθέτεις δικά σου, η Τσιμισκή με τις ωραίες  γκόμενες σε κλονίζει λίγο, έρχονται όμως στον νου οι γκόμινες των ρεμπέτικων και χαμογελάς συνωμοτικά, σ’ έπιασα ποιητή λες από μέσα σου, νομίζεις πως εδώ τελειώνει η διακειμενικότητα και η έμπνευση. Κι έρχεται ο καταπέλτης:

Και πού να πάω μου λες
κοντά στο σπίτι μου η Τούμπα
άμα κερδίσει ο Ολυμπιακός και λείπω
πώς θ’ ακούσω τη σιωπή της κερκίδας

Μπορεί ένα ποίημα για τη Θεσσαλονίκη να εκφράζεται σπαρακτικά μέσα από μια ήττα τής εμβληματικής ποδοσφαιρικής της ομάδας; Φυσικά και μπορεί˙ επιβάλλεται να μπορεί! Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη των αντιφάσεων και όχι μόνο στην πολιτική και τα κορυφαία ιστορικά γεγονότα, αλλά και στη λογοτεχνία της και τους συγγραφείς της. Αντικομουνιστές και επαναστάτες, ασκητές της Τέχνης τους αλλά και περιπατητές των γραφείων και των διαδρόμων της εξουσίας, διακονιάρηδες μα και πιστοί που διακονούν με πάθος, αναρριχητικά και πλάτανοι.

Το όνειδος της φλόγας που έκαψε το Κάμπελ και η σκοτεινιά των 3Ε του Μεσοπολέμου αλλά και η λάμψη του Μάη του ’36˙ η αρρώστια της πόλης, οι νεκροί της 9ης Μαΐου 1936 αλλά και το ποίημά της: η εγγραφή του γεγονότος στην Ιστορία ως πράξη εξέγερσης και καταστολής, ο Επιτάφιος του Ρίτσου, του Θεοδωράκη αργότερα, του χαράκτη Τάσου πιο μετά, τραγούδι στα χείλη ανθρώπων που έζησαν χρόνια μετά, εικόνες σε ασπρόμαυρο να ταξιδεύουν στον χρόνο.

Μου δόθηκε η αρρώστια
μου δόθηκε και το ποίημά της
παράπονο δεν έχω

Δεν το λέει μόνο ο Γιώργος˙ το λέει η πόλη που τον μεγάλωσε και τον περιβάλλει!

Γυρνάω σελίδα και τώρα η αιχμή του ποιήματος με σημαδεύει από τη μέση του τυπωμένου χαρτιού

στα κρατητήρια ποτέ δεν με χτύπησαν
με χτύπησε ο Αμέρικο γιατί φοβήθηκα
την ένεση στον άσπρο θάλαμο
δεν έκλαψα

Φοβήθηκα, δεν έκλαψα, ένεση στον άσπρο θάλαμο: ανθρώπινος ο φόβος, άμυνα η έπαρση, πικρή αλήθεια η γεωγραφία. Τον Γιώργο ΛΕΩΝ. Οικονόμου τον γνώρισα από την «κόνtρα» του. Έγραψα με άλλη αφορμή: «Το εξώφυλλο άφηνε να εννοείται πως υπάρχει εκδότης από πίσω αλλά πολύ αμφιβάλλω. Γκοφρέ το εξώφυλλο, οκτώ σελίδες το σώμα, τέσσερες μόνο σελίδες με ποιήματα. Το πρώτο ποίημα τσαμπουκαλεμένο, το τελευταίο κάπως ερμητικό αλλά με την ένδειξη “ΨΝΘ Μάης  85” που με ιντρίγκαρε. Τη ρούφηξα τη συλλογή, είδα το κλείσιμο του ματιού τού ποιητή με τις αναφορές του σε ξένους στίχους, γεύτηκα απλό και μη επιτηδευμένο ποιητικό λόγο. 309 δραχμές, είναι σημειωμένο το οπισθόφυλλο πάνω αριστερά με μολύβι, 1986 η χρονιά». Από το πρώτο του βιβλίο παρούσα η αρρώστια και το ποίημά της˙ ως το πρόσφατο. Μια συνέπεια χωρίς επαναλήψεις˙ παλμοί που επανέρχονται με άλλη όμως ένταση, με άλλη αφορμή, με άλλο τρόπο.

Ο λογοτέχνης είναι μάστορας της τέχνης του λόγου. Ο ποιητής είναι κάτι παραπάνω˙ γητευτής του λόγου.

-Μου λείπεις πολύ μπαμπά.
-Κι εμένα παιδί μου.
-Την αγαπούσες τη μαμά;
-Πολύ, μα τα ’φερε δύσκολα η ζωή.
-Θυμάσαι τις ξυλιές που μου ’δωσες;
-Μία φορά ήταν μόνο.
-Γιατί δεν πήγαμε ποτέ μαζύ στον Πειραιά;
-Ήμουν άνεργος, δεν είχα να ξοδέψω.
-Εκείνη την κατάρα πώς την ξεστόμισες;
-Όταν πονάει ο άνθρωπος, λέει πολλά, μα πάει τώρα πέρασε.
-Σ’ αρέσουν αυτά που γράφω;
-Κοιμήσου τώρα δεν θα κλείσουν ποτέ αυτές οι πληγές.

Ο Γιώργος Λ. Οικονόμου λατρεύει τα αστυνομικά μυθιστορήματα κι ας μην το λέει κι ας μην το ξέρει, ίσως, ακόμα˙ όχι αναγκαστικά ως αναγνώστης αλλά σίγουρα ως τεχνίτης του λόγου. Δύο είναι τα κλασικά τεχνάσματα του καλού αστυνομικού μυθιστορήματος: το ένα είναι να αφήνεις σημάδια σε ανύποπτο χρόνο και να τα ανακαλείς αργότερα ως ψηφίδες της λύσης του μυστηρίου˙ και το άλλο είναι να έχεις έτοιμο ένα άξιο λόγου φινάλε της ιστορίας σου. Συνήθως υπάρχει μία ρουτίνα αφήγησης εντυπωσιακή, μπαίνουν προβλήματα επί προβλημάτων μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, η κορύφωση της αγωνίας όμως είναι κενό γράμμα, αν πριν από την τελευταία τελεία δεν υπάρξει το πραγματικά αναπάντεχο και πειστικό ως τέτοιο τέλος. Πώς τελειώνει; Αυτή η ερώτηση είναι ο εφιάλτης των συγγραφέων του είδους. Ο Γιώργος Λ. Οικονόμου είναι, εκτός των άλλων, τεχνίτης του τελευταίου στίχου. Στη Σιωπή της κερκίδας αυτό επιβεβαιώνεται σε πολλές σελίδες. Ακόμη κι όταν ο τελευταίος στίχος δείχνει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ροής του λόγου εντούτοις κρύβει μια αναπάντεχη δύναμη που μπορεί να εντοπίζεται σε μία και μόνη λέξη.

Χρόνια μακριά απ’ τον τόπο του
κι όταν γύρισε δεν τον ήξερε κανείς
δεν γνώρισε κανέναν

Την άλλη μέρα
έφυγε ξανά να πάει εκεί
που τον πρωτοείπαν ξένο

Η λέξη ξένος, σε οποιοδήποτε εργαστήρι γραφής θα προτεινόταν ως τίτλος του ποιήματος, αφού αυτή είναι η καρδιά του ποιήματος: Ξένος στον τόπο που σε γέννησε, ξένος και στον τόπο που έζησες. Ο Γιώργος διαλέγει τον περιγραφικό τίτλο ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΣΕ και με την λέξη ξένος καρφώνει το τέλος του ποιήματος. Μια απλή λέξη, που γυροφέρνει στο μυαλό του αναγνώστη από την πρώτη αράδα του ποιήματος μέχρι την τελευταία κι όμως φαντάζει νέα, απρόσμενη και λαμπερή˙ έμφορτη ποιητικού φωτός.

Ο προηγούμενος διάλογος που αναγνώστηκε, με τα ερωτηματικά του και τις τελείες του, είναι το σημάδι που άφησε μπροστά μας ο ποιητής˙ είναι το μοναδικό ποίημα της συλλογής που υπακούει στον κανόνα του συνεπούς γραφιά. Αλλάζει το πρόσωπο που μιλάει; Βάζεις παύλα στην αρχή της φράσης. Ρωτάει; Βάζεις ερωτηματικό. Τελειώνει η φράση χωρίς ερώτηση; Βάζεις τελεία. Ερωτηματικά και τελείες βρίσκονται σε όλο το ποίημα αυτό˙ ούτε θαυμαστικά, ούτε αποσιωπητικά, ούτε άλλα τεχνάσματα. Ερώτηση, απάντηση. Η πεμπτουσία της επικοινωνίας. Χωρίς φτιασίδια. Κι αν δε μείνουμε μόνο στη μορφή, αλλά μπούμε και στην ουσία των γραφόμενων στο ποίημα, τότε ανοίγουν πολλές πόρτες που οδηγούν σε  στιγμιότυπα ζωής, σε στάσεις ζωής, σε αμείλικτες απορίες, σε δικαιολογίες και υπεκφυγές. Αυτό το μυστήριο δεν το λύνει με μιας ο ποιητής˙ κάπως το φωτίζει το σύνολο του έργου του. Όλες οι ερωτήσεις είναι γραφή με ονομασία προέλευσης Γιώργος Λ. Οικονόμου και όλες οι απαντήσεις είναι οι αφορμές για να γράφει αυτός ο άνθρωπος!

Σχεδόν απεχθάνομαι τα λογοτεχνικά έργα που αναλώνονται στη διήγηση των παιδικών χρόνων των συγγραφέων˙ υπάρχουν όμως και αναδρομές στην παιδική ηλικία που φωτίζουν την κατοπινή ζωή. Στέκομαι σ’ έναν ακόμη διάλογο, ο οποίος ακολουθεί τη μανιέρα των υπόλοιπων ποιημάτων˙ χωρίς σημεία στίξης δηλαδή.

Είμαι τριών χρονώ
έρχεται ο ξάδερφός μου ο Σπύρος
με φιλάει στα χείλη κι ύστερα
μου βάζει τσιγάρο στο στόμα

Όταν μεγαλώσεις μου λέει
πρώτα θα φιλάς τα κορίτσια
κι ύστερα θ’ ανάβεις τσιγάρο

Ποιος θα με μάθει να φιλάω Σπύρο

Τι ανησυχείς βρε κουτέ

Τόσες γύφτισσες σε πήραν
στην αγκαλιά τους

Βλέπετε που το τέλος του ποιήματος ανοίγει δρόμους; Δεν είναι μόνο ένα φινάλε που δεν προκύπτει ως φυσική συνέπεια των προηγούμενων στίχων και τους στεφανώνει υπέροχα με το εξωτικό της αλήθειας του, είναι και μια πόρτα για συνειρμούς του αναγνώστη και εξακοντισμό του στον μαγικό κόσμο των τσιγγάνων, είτε αυτός προκύπτει από προσωπικές εμπειρίες και μνήμες, είτε ανακαλείται από τον, εξ ίσου μαγικό, κόσμο της Τέχνης. Η τελευταία αυτή φράση προσφέρεται για να μιλήσει κανείς, όχι μόνο για την αρτιότητα αυτού του ποιήματος του Γιώργου αλλά και για το σύνολο του έργου του. Η σημειολογία που ακολουθεί τη λέξη γύφτος-γύφτισσα, τσιγγάνος-τσιγγάνα, ρομ ή όπως αλλιώς θέλετε, μας φέρνει πολύ κοντά και στους ήρωες του Οικονόμου, αλήτες και ασθενείς, απόκληρους και στερημένους, ηττημένους και τσαλακωμένους αλλά και ερωτευμένους και αισιόδοξους, τραγουδιστές και παραμυθάδες, με ζεστασιά στο βλέμμα και την ψυχή.

Ο Οικονόμου γράφει για τα φαντάσματα και τους δαίμονές του, για τους άγγελους και τους αγίους του και έχει έναν τρόπο δικό του, ακριβολόγο και Οικονομίσιο˙ πώς το έλεγε ο Σκαρίμπας:

Πεινώ με πείνα ακριβώς και νυστάζω με νύστα. Ω ναι, ονειρίσια ονειρεύομαι!...

Διαλέγω για κλείσιμο αυτής της παρουσίασης ένα ποίημα το οποίο πολύ θα το ήθελα στην ανθολογία μου Ενδοσκεληδόν, με έργα της ελληνικής λογοτεχνίας με ήρωες μοτοσυκλέτες και μοτοσυκλετιστές˙ να μην αποποιηθώ κι εγώ τους δικούς μου δαίμονες.

Τον ξέρω καλά τον θάνατο
χρόνια τώρα συναντιόμαστε στο καφενείο
της γειτονιάς έρχεται και ψαρεύει
συνταξιούχους και άνεργους
τον ξέρω καλά

Προχθές ένας ντελιβεράς απογειώθηκε κι ακόμα ανεβαίνει
με το μηχανάκι του στον ουρανό

Τον ξέρω καλά τον θάνατο
όχι λίγες φορές αντικριστίκαμε
και με γλυκοκοιτούσε Θεέ μου
με γλυκοκοιτούσε

Ο θάνατος λέγεται με το όνομά του στην πρώτη και στην τελευταία στροφή και λείπει ως λέξη από το κεντρικό δίστιχο, ακριβώς επειδή ο Οικονόμου γράφει Οικονομίσια και δεν γουστάρει να επαναλαμβάνει τα μονότονα στερεότυπα˙ δεν πεθαίνει ο ντελιβεράς του, ανεβαίνει με το μηχανάκι του στον ουρανό! Και ο τίτλος:

ΑΠΟΓΕΙΩΘΗΚΕ

Δεν είναι κριτική αυτό που ακούσατε, είναι ο βαθύς αναστεναγμός μου σαν τελείωσα την ανάγνωση της Σιωπής της κερκίδας! Γι’ αυτό και σύντομος. Η ποίηση του Γιώργου Λ. Οικονόμου είναι για να τη νιώθεις, να την ενσαρκώνεσαι. Όπως η Δύναμη στη Φυσική˙ δεν ορίζεται, την αντιλαμβάνεσαι όταν υπάρχει. Αυτό ακριβώς γίνεται με την ποίηση του Γιώργου˙ μόνο που αυτή δεν περιμένει κάποια αιτία για να υπάρξει. Είναι ο τρόπος ζωής του η ποίηση και το κοπιαστικό του μεροδούλι μέσα της είναι τα αποστάγματα που αφήνει να ποτίσουν τις σελίδες των συλλογών που μας χαρίζει.

Ευχαριστώ πολύ!



(Θεσσαλονίκη 04 Οκτωβρίου 2021, Cafe Bazaar, πλατεία Άθωνος, φωτογραφίες: Βάλια Γιγαντίδου)