Κατεβαίνω τα σκαλιά του παλιού Ραγιά στην Τσιμισκή˙ στοίβες τα περιοδικά και τα
βιβλία-αυτοεκδόσεις πάνω τους. Για κάποια σκύβω και τα μαζεύω στοργικά και τα
βάζω κάτω από τη μασχάλη. Φτάνω στους πάγκους με τα βιβλία. Σαρώνω τη βαρυφορτωμένη
επιφάνεια με το βλέμμα μου. Σκαλώνει κάπου˙ πάντα σκαλώνει! Ένας έξυπνος τίτλος, ένα ελκυστικό
εξώφυλλο, ένα γνώριμο όνομα συγγραφέα ή εκδότη. Απλώνω το χέρι, ξεφυλλίζω. Κάτω
από τη μασχάλη κι αυτό, ψάχνω για κάποιο άλλο.
Μ’ αυτόν τον τρόπο γνώρισα τα βιβλία του Γιώργου Λ.
Οικονόμου, όσον καιρό πήγαινα στα βιβλιοπωλεία και έψαχνα. Τώρα οι καιροί
άλλαξαν. Τα βιβλία προωθούνται αλλιώς. Τα βιβλιοπωλεία λιγόστεψαν και όσα
έμειναν σε τρομάζουν με τον όγκο τους. Άσε που στους πάγκους δεν υπάρχει το
τρυφερό χάδι του Βασίλη ή της Σταυρούλας που έχωναν ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα και
στα λαμπερά μυθιστορήματα και βιβλιαράκια που ανέδιδαν την μαστοριά του
τυπογράφου και το μεράκι του εκδότη, ακόμα και την αγωνία του συγγραφέα. Τώρα
ταχυδρομείο και ταχυμεταφορές και, ευτυχώς, λίγες εξαιρέσεις. Πάντως βιβλία
βγαίνουν και ποιήματα ταξιδεύουν στις σελίδες τους.
Παίρνω στα χέρια μου ένα τέτοιο γκρίζο βιβλίο και κάνω
την κίνηση που κάνω πάντα˙
ψάχνω τον κολοφώνα. Υπάρχει και είναι καλαίσθητος. Όμορφα. Επιστρέφω στο
εξώφυλλο. Γ.Λ. Οικονόμου. Η σιωπή της
κερκίδας. Ποιήματα. Τύρφη. Το σχέδιο που υπερίπταται των γραμμάτων αυτών
είναι σιωπή ατόφια. Όχι κερκίδα αλλά πάρκο. Γυμνά από φύλλα δέντρα και άδεια
καθίσματα-πάγκοι γύρω από άδεια τραπέζια. Σιωπή και κενό. Και αντιφάσεις. Οι
κερκίδες είναι για να γεμίζουν κόσμο, όπως και τα πάρκα. Το πάρκο φαίνεται
άδειο. Η κερκίδα; Πότε λοιπόν η σιωπή; Με άδεια ή με γεμάτη κερκίδα; Έχει καμιά
αξία να υμνήσεις μιαν άδεια από ανθρώπους κερκίδα; Ή έχει αξία να αναδείξεις τη
σιωπή σε μια κατάμεστη και πάλλουσα κερκίδα της οποίας ο κόσμος, εδώ που τα λέμε
δεν έχει και πολλά πάρε δώσε με τη σιωπή; Ο Γιώργος Οικονόμου δεν παίζει με την
αγωνία του αναγνώστη. Την απάντηση τη δίνει στο πρώτο κιόλας ποίημα της
συλλογής. Πριν από αυτό όμως έχει, κάτω από τις αφιερώσεις, τρεις αράδες που
δεν μπορείς να τις προσπεράσεις αβασάνιστα.
Μου δόθηκε η
αρρώστια
μου δόθηκε και το ποίημά της
παράπονο δεν έχω
Η αρρώστια είναι βέβαια το κακό˙ το ποίημα είναι το καλό. Δεν
μπορώ να φανταστώ έναν κόσμο και μια κοινωνία που θα ήταν παραδεκτά τα
αντίθετα! Το ποίημα είναι της αρρώστιας˙ το καλό είναι του κακού! Τον ήξερα τον ποιητή και από
άλλα του βιβλία. Σε ξεγελάει ο απλός ανεπιτήδευτος λόγος του. Τα απλά
καθημερινά λόγια είναι σε θέση να φορτωθούν βαριά νοηματικά φορτία˙ αυτό είναι η μαγεία της
λογοτεχνίας, η ομορφιά της ποίησης. Παρόλο που μοιάζει με ερμηνευτικό κώδικα
της ποίησής του ή με το κλειδί που θα σε βάλει στον κόσμο του, εν τούτοις δεν
είναι ούτε κώδικας, ούτε κλειδί˙
είναι αυτός ο ίδιος ο κόσμος του Γιώργου Οικονόμου, είναι τα ποιήματα της
Σιωπής της κερκίδας συμπυκνωμένα σε τρεις αράδες˙ δύο ρήματα, τρία ουσιαστικά, κανένα σημείο στίξης. Αν
το έγραφε αυτό το κειμενάκι κάποιο πρόγραμμα θα αφαιρούσε τη μία επανάληψη του
ενός ρήματος και αν πατούσες το κουμπάκι του μεγαφώνου θα άκουγες μια ψυχρή
φωνή χωρίς σπασίματα, χωρίς σκαμπανεβάσματα, χωρίς συναίσθημα. Για προσπαθήστε
να διαβάσετε φωναχτά, με την ανθρώπινη αιμάτινη φωνή σας αυτές τις τρεις αράδες
και μετά μετρήστε τους κόμπους που ανεβοκατέβηκαν στον λαιμό σας! Η πρώτη
ανάγνωση, σε οδηγεί σε δεύτερη με άλλες ανάσες, αυτή σε τρίτη με άλλες παύσεις,
ίσως και σε τέταρτη, σιωπηρή αυτή, άηχη κατευθείαν στο μέσα μας! Στα σώψυχα.
Αυτά τα οποία δεν τα κρατάει στο εικονοστάσι της μοναξιάς του ο Γιώργος να τα
λιβανίζει και να τα ξορκίζει άλλοτε με ρεμπέτικα κι άλλοτε με στίχους άλλων,
του Γκόρπα, της Γώγου, του Ριτσώνη, του Μπασιάκου, του Χριστιανόπουλου, του
Βασιλάκη… Τα βγάζει στο μεϊντάνι, σε μια λιτανεία λυρισμού, νοσταλγίας, πόνου,
ενσυναίσθησης, αλληλεγγύης, κατανόησης, απαντοχής, υπομονής, αγάπης, έρωτα! Τα
άμφιά του σ’ αυτή τη λιτανεία, λέξεις καθημερινές, που με την καθαρότητά τους
υψώνονται επιβλητικές και αναντικατάστατες.
Ξεκινάς με το πρώτο του ποίημα, τη ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ και
φτάνεις στο τελευταίο τετράστιχο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή διαβάζεις πράγματα γνωστά,
στα μέρη που απαριθμεί ο Γιώργος προσθέτεις δικά σου, η Τσιμισκή με τις
ωραίες γκόμενες σε κλονίζει λίγο,
έρχονται όμως στον νου οι γκόμινες των ρεμπέτικων και χαμογελάς συνωμοτικά, σ’ έπιασα ποιητή λες από μέσα σου,
νομίζεις πως εδώ τελειώνει η διακειμενικότητα και η έμπνευση. Κι έρχεται ο
καταπέλτης:
Και πού να
πάω μου λες
κοντά στο σπίτι μου η Τούμπα
άμα κερδίσει ο Ολυμπιακός και λείπω
πώς θ’ ακούσω τη σιωπή της κερκίδας
Μπορεί ένα ποίημα για τη Θεσσαλονίκη να εκφράζεται
σπαρακτικά μέσα από μια ήττα τής εμβληματικής ποδοσφαιρικής της ομάδας; Φυσικά
και μπορεί˙
επιβάλλεται να μπορεί! Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη των αντιφάσεων και όχι μόνο
στην πολιτική και τα κορυφαία ιστορικά γεγονότα, αλλά και στη λογοτεχνία της
και τους συγγραφείς της. Αντικομουνιστές και επαναστάτες, ασκητές της Τέχνης
τους αλλά και περιπατητές των γραφείων και των διαδρόμων της εξουσίας,
διακονιάρηδες μα και πιστοί που διακονούν με πάθος, αναρριχητικά και πλάτανοι.
Το όνειδος της φλόγας που έκαψε το Κάμπελ και η
σκοτεινιά των 3Ε του Μεσοπολέμου αλλά και η λάμψη του Μάη του ’36˙ η αρρώστια της πόλης, οι
νεκροί της 9ης Μαΐου 1936 αλλά και το ποίημά της: η εγγραφή του
γεγονότος στην Ιστορία ως πράξη εξέγερσης και καταστολής, ο Επιτάφιος του
Ρίτσου, του Θεοδωράκη αργότερα, του χαράκτη Τάσου πιο μετά, τραγούδι στα χείλη
ανθρώπων που έζησαν χρόνια μετά, εικόνες σε ασπρόμαυρο να ταξιδεύουν στον
χρόνο.
Μου δόθηκε η
αρρώστια
μου δόθηκε και το ποίημά της
παράπονο δεν έχω
Δεν το λέει μόνο ο Γιώργος˙ το λέει η πόλη που τον
μεγάλωσε και τον περιβάλλει!
Γυρνάω σελίδα και τώρα η αιχμή του ποιήματος με
σημαδεύει από τη μέση του τυπωμένου χαρτιού
στα
κρατητήρια ποτέ δεν με χτύπησαν
με χτύπησε ο Αμέρικο γιατί φοβήθηκα
την ένεση στον άσπρο θάλαμο
δεν έκλαψα
Φοβήθηκα, δεν έκλαψα, ένεση στον άσπρο θάλαμο:
ανθρώπινος ο φόβος, άμυνα η έπαρση, πικρή αλήθεια η γεωγραφία. Τον Γιώργο ΛΕΩΝ.
Οικονόμου τον γνώρισα από την «κόνtρα» του.
Έγραψα με άλλη αφορμή: «Το εξώφυλλο άφηνε να εννοείται πως υπάρχει εκδότης από
πίσω αλλά πολύ αμφιβάλλω. Γκοφρέ το εξώφυλλο, οκτώ σελίδες το σώμα, τέσσερες
μόνο σελίδες με ποιήματα. Το πρώτο ποίημα τσαμπουκαλεμένο, το τελευταίο κάπως
ερμητικό αλλά με την ένδειξη “ΨΝΘ Μάης
85” που με ιντρίγκαρε. Τη ρούφηξα τη συλλογή, είδα το κλείσιμο του
ματιού τού ποιητή με τις αναφορές του σε ξένους στίχους, γεύτηκα απλό και μη
επιτηδευμένο ποιητικό λόγο. 309 δραχμές, είναι σημειωμένο το οπισθόφυλλο πάνω
αριστερά με μολύβι, 1986 η χρονιά». Από το πρώτο του βιβλίο παρούσα η αρρώστια
και το ποίημά της˙
ως το πρόσφατο. Μια συνέπεια χωρίς επαναλήψεις˙ παλμοί που επανέρχονται με άλλη όμως ένταση, με άλλη
αφορμή, με άλλο τρόπο.
Ο λογοτέχνης είναι μάστορας της τέχνης του λόγου. Ο
ποιητής είναι κάτι παραπάνω˙ γητευτής
του λόγου.
-Μου λείπεις
πολύ μπαμπά.
-Κι εμένα παιδί μου.
-Την αγαπούσες τη μαμά;
-Πολύ, μα τα ’φερε δύσκολα η ζωή.
-Θυμάσαι τις ξυλιές που μου ’δωσες;
-Μία φορά ήταν μόνο.
-Γιατί δεν πήγαμε ποτέ μαζύ στον Πειραιά;
-Ήμουν άνεργος, δεν είχα να ξοδέψω.
-Εκείνη την κατάρα πώς την ξεστόμισες;
-Όταν πονάει ο άνθρωπος, λέει πολλά, μα πάει τώρα πέρασε.
-Σ’ αρέσουν αυτά που γράφω;
-Κοιμήσου τώρα δεν θα κλείσουν ποτέ αυτές οι πληγές.
Ο Γιώργος Λ. Οικονόμου λατρεύει τα αστυνομικά
μυθιστορήματα κι ας μην το λέει κι ας μην το ξέρει, ίσως, ακόμα˙ όχι αναγκαστικά ως αναγνώστης
αλλά σίγουρα ως τεχνίτης του λόγου. Δύο είναι τα κλασικά τεχνάσματα του καλού
αστυνομικού μυθιστορήματος: το ένα είναι να αφήνεις σημάδια σε ανύποπτο χρόνο
και να τα ανακαλείς αργότερα ως ψηφίδες της λύσης του μυστηρίου˙ και το άλλο είναι να έχεις
έτοιμο ένα άξιο λόγου φινάλε της ιστορίας σου. Συνήθως υπάρχει μία ρουτίνα
αφήγησης εντυπωσιακή, μπαίνουν προβλήματα επί προβλημάτων μπροστά στα μάτια του
αναγνώστη, η κορύφωση της αγωνίας όμως είναι κενό γράμμα, αν πριν από την
τελευταία τελεία δεν υπάρξει το πραγματικά αναπάντεχο και πειστικό ως τέτοιο
τέλος. Πώς τελειώνει; Αυτή η ερώτηση
είναι ο εφιάλτης των συγγραφέων του είδους. Ο Γιώργος Λ. Οικονόμου είναι, εκτός
των άλλων, τεχνίτης του τελευταίου στίχου. Στη Σιωπή της κερκίδας αυτό
επιβεβαιώνεται σε πολλές σελίδες. Ακόμη κι όταν ο τελευταίος στίχος δείχνει να
είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ροής του λόγου εντούτοις κρύβει μια αναπάντεχη
δύναμη που μπορεί να εντοπίζεται σε μία και μόνη λέξη.
Χρόνια μακριά
απ’ τον τόπο του
κι όταν γύρισε δεν τον ήξερε κανείς
δεν γνώρισε κανέναν
Την άλλη μέρα
έφυγε ξανά να πάει εκεί
που τον πρωτοείπαν ξένο
Η λέξη ξένος,
σε οποιοδήποτε εργαστήρι γραφής θα προτεινόταν ως τίτλος του ποιήματος, αφού
αυτή είναι η καρδιά του ποιήματος: Ξένος στον τόπο που σε γέννησε, ξένος και στον τόπο
που έζησες. Ο Γιώργος διαλέγει τον περιγραφικό τίτλο ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΣΕ και με την
λέξη ξένος καρφώνει το τέλος του
ποιήματος. Μια απλή λέξη, που γυροφέρνει στο μυαλό του αναγνώστη από την πρώτη
αράδα του ποιήματος μέχρι την τελευταία κι όμως φαντάζει νέα, απρόσμενη και λαμπερή˙ έμφορτη ποιητικού φωτός.
Ο προηγούμενος διάλογος που αναγνώστηκε, με τα
ερωτηματικά του και τις τελείες του, είναι το σημάδι που άφησε μπροστά μας ο
ποιητής˙ είναι το
μοναδικό ποίημα της συλλογής που υπακούει στον κανόνα του συνεπούς γραφιά. Αλλάζει το πρόσωπο που μιλάει; Βάζεις παύλα στην αρχή της φράσης.
Ρωτάει; Βάζεις ερωτηματικό. Τελειώνει η φράση χωρίς ερώτηση; Βάζεις τελεία.
Ερωτηματικά και τελείες βρίσκονται σε όλο το ποίημα αυτό˙ ούτε θαυμαστικά, ούτε
αποσιωπητικά, ούτε άλλα τεχνάσματα. Ερώτηση, απάντηση. Η πεμπτουσία της
επικοινωνίας. Χωρίς φτιασίδια. Κι αν δε μείνουμε μόνο στη μορφή, αλλά μπούμε
και στην ουσία των γραφόμενων στο ποίημα, τότε ανοίγουν πολλές πόρτες που
οδηγούν σε στιγμιότυπα ζωής, σε στάσεις
ζωής, σε αμείλικτες απορίες, σε δικαιολογίες και υπεκφυγές. Αυτό το μυστήριο
δεν το λύνει με μιας ο ποιητής˙ κάπως το φωτίζει το σύνολο του έργου του. Όλες
οι ερωτήσεις είναι γραφή με ονομασία προέλευσης Γιώργος Λ. Οικονόμου και όλες οι απαντήσεις είναι οι αφορμές για να
γράφει αυτός ο άνθρωπος!
Σχεδόν απεχθάνομαι τα λογοτεχνικά έργα που αναλώνονται στη διήγηση των
παιδικών χρόνων των συγγραφέων˙ υπάρχουν όμως και αναδρομές στην παιδική ηλικία
που φωτίζουν την κατοπινή ζωή. Στέκομαι σ’ έναν ακόμη διάλογο, ο οποίος
ακολουθεί τη μανιέρα των υπόλοιπων ποιημάτων˙ χωρίς σημεία στίξης δηλαδή.
Είμαι τριών χρονώ
έρχεται ο ξάδερφός μου ο Σπύρος
με φιλάει στα χείλη κι ύστερα
μου βάζει τσιγάρο στο στόμα
Όταν μεγαλώσεις μου λέει
πρώτα θα φιλάς τα κορίτσια
κι ύστερα θ’ ανάβεις τσιγάρο
Ποιος θα με μάθει να φιλάω Σπύρο
Τι ανησυχείς βρε κουτέ
Τόσες γύφτισσες σε πήραν
στην αγκαλιά τους
Βλέπετε που το τέλος του ποιήματος ανοίγει δρόμους; Δεν είναι μόνο ένα
φινάλε που δεν προκύπτει ως φυσική συνέπεια των προηγούμενων στίχων και τους
στεφανώνει υπέροχα με το εξωτικό της αλήθειας του, είναι και μια πόρτα για
συνειρμούς του αναγνώστη και εξακοντισμό του στον μαγικό κόσμο των τσιγγάνων,
είτε αυτός προκύπτει από προσωπικές εμπειρίες και μνήμες, είτε ανακαλείται από
τον, εξ ίσου μαγικό, κόσμο της Τέχνης. Η τελευταία αυτή φράση προσφέρεται για
να μιλήσει κανείς, όχι μόνο για την αρτιότητα αυτού του ποιήματος του Γιώργου
αλλά και για το σύνολο του έργου του. Η σημειολογία που ακολουθεί τη λέξη
γύφτος-γύφτισσα, τσιγγάνος-τσιγγάνα, ρομ ή όπως αλλιώς θέλετε, μας φέρνει πολύ
κοντά και στους ήρωες του Οικονόμου, αλήτες και ασθενείς, απόκληρους και στερημένους,
ηττημένους και τσαλακωμένους αλλά και ερωτευμένους και αισιόδοξους,
τραγουδιστές και παραμυθάδες, με ζεστασιά στο βλέμμα και την ψυχή.
Ο Οικονόμου γράφει για τα φαντάσματα και τους δαίμονές του, για τους
άγγελους και τους αγίους του και έχει έναν τρόπο δικό του, ακριβολόγο και Οικονομίσιο˙
πώς το έλεγε ο Σκαρίμπας:
Πεινώ με πείνα ακριβώς και νυστάζω με
νύστα. Ω ναι, ονειρίσια ονειρεύομαι!...
Διαλέγω για κλείσιμο αυτής της παρουσίασης ένα ποίημα
το οποίο πολύ θα το ήθελα στην ανθολογία μου Ενδοσκεληδόν, με έργα της
ελληνικής λογοτεχνίας με ήρωες μοτοσυκλέτες και μοτοσυκλετιστές˙ να μην αποποιηθώ κι εγώ τους
δικούς μου δαίμονες.
Τον ξέρω καλά
τον θάνατο
χρόνια τώρα συναντιόμαστε στο καφενείο
της γειτονιάς έρχεται και ψαρεύει
συνταξιούχους και άνεργους
τον ξέρω καλά
Προχθές ένας
ντελιβεράς απογειώθηκε κι ακόμα ανεβαίνει
με το μηχανάκι του στον ουρανό
Τον ξέρω καλά
τον θάνατο
όχι λίγες φορές αντικριστίκαμε
και με γλυκοκοιτούσε Θεέ μου
με γλυκοκοιτούσε
Ο θάνατος λέγεται με το όνομά του στην πρώτη και στην τελευταία
στροφή και λείπει ως λέξη από το κεντρικό δίστιχο, ακριβώς επειδή ο Οικονόμου
γράφει Οικονομίσια και δεν γουστάρει να επαναλαμβάνει τα μονότονα στερεότυπα˙ δεν πεθαίνει ο ντελιβεράς του,
ανεβαίνει με το μηχανάκι του στον ουρανό! Και ο τίτλος:
ΑΠΟΓΕΙΩΘΗΚΕ
Δεν είναι κριτική αυτό που ακούσατε, είναι ο βαθύς
αναστεναγμός μου σαν τελείωσα την ανάγνωση της Σιωπής της κερκίδας! Γι’ αυτό
και σύντομος. Η ποίηση του Γιώργου Λ. Οικονόμου είναι για να τη νιώθεις, να την
ενσαρκώνεσαι. Όπως η Δύναμη στη Φυσική˙ δεν ορίζεται, την αντιλαμβάνεσαι όταν υπάρχει. Αυτό
ακριβώς γίνεται με την ποίηση του Γιώργου˙ μόνο που αυτή δεν περιμένει κάποια αιτία για να
υπάρξει. Είναι ο τρόπος ζωής του η ποίηση και το κοπιαστικό του μεροδούλι μέσα
της είναι τα αποστάγματα που αφήνει να ποτίσουν τις σελίδες των συλλογών που
μας χαρίζει.
Ευχαριστώ πολύ!
(Θεσσαλονίκη
04 Οκτωβρίου 2021, Cafe Bazaar, πλατεία Άθωνος, φωτογραφίες: Βάλια Γιγαντίδου)