Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2007

Τα ξωτικά του καναλιού

Ήταν ένας από τους πολλούς τροφίμους του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου. Η μέρα του άρχιζε μ’ έναν μικρό περίπατο από την πύλη του ιδρύματος μέχρι το περίπτερο στο μακρόστενο παρκάκι. Αγόραζε ένα μικρό κουτάκι με μπύρα και ένα τσιγάρο. Τον συμπαθούσε η περιπτερού και τού ’δινε χύμα τσιγάρα κι ας είχε καταργηθεί αυτή η συνήθεια εδώ και δεκαετίες.
Η αντίστροφη πορεία δεν ήταν ποτέ περίπατος. Ο βηματισμός του γινόταν νευρικός και η όψη του γινότανε ξανά αλλόκοτη, όπως ταιριάζει σ’ ένα ταραγμένο μυαλό. Όλη του η έγνοια πια η μπύρα, το τσιγάρο και το μικρό πεζούλι έξω από τον τοίχο του Ψυχιατρείου.




Το πεζούλι σχηματιζόταν από τον πυθμένα και το ένα τοίχωμα του υδραγωγού που έφερνε στην μεγάλη πόλη νερό για πολλά χρόνια. Αυτός δεν το χάρηκε το νερό του αγωγού. Φώλιαζε στο βαθούλωμα του πυθμένα, άνοιγε την μπύρα του, απολάμβανε το τσιγάρο του και άφηνε τη ματιά του να καρφωθεί μπροστά. Ακριβώς μπροστά. Όμως για το νερό ήξερε.

Ή καλύτερα, είχε ακούσει.

Η θέα μπροστά του ήταν η κεντρική λεωφόρος. Ο πανάρχαιος δρόμος. Γεμάτος αυτοκίνητα και βουητό. Μετά το δρόμο η ματιά του σκάλωνε σε δύο μεγάλα κτίρια, για περίπτερο που, σχεδόν, ακοόρτες τοα κάγκελζες και πολυκατασυτήν την ν χόγή ξέρει.

Ούτε πως στριμώχνονταν στα ίδια κάγκελα οι παλιότεροι τρόφιμοι του ιδρύματος και ζητούσαν τσιγάρα από τους διαβάτες, ούτε πως φούσκωσε ο χείμαρρος και πήρε στο διάβα του νοικοκυριά και ζωές μη μπορώντας ν’ ανεχτεί τα χαμόσπιτα που λέρωναν, ύστερα από χιλιάδες χρόνια ζωής του, τις όχθες του.
Αυτά δεν τα ήξερε.

Άκουγε τις ιστορίες, εκεί που καθότανε και έπινε την μπύρα του και κάπνιζε το μοναδικό της ημέρας τσιγάρο, ακουμπώντας το κεφάλι του στα φύλλα του κισσού που τύλιγε το πεζούλι έξω από τον τοο μακρόστενο παρκάκι και δεν αγοράζει την μπύρα και το τσιγάρο του από το περίπτερο που, σχεδόν, ακουμπάει στα κάγκελα τολό.

Γινότανε ένα με τα ξωτικά του καναλιού που μιλούσαν, μιλούσαν και του σαγήνευαν το ταραγμένο του μυαλό.

Ένα ζευγάρι διηγιότανε την ιστορία του χείμαρρου και των τεσσάρων αδερφών του˙ τα ποτάμια που κυλούσαν στα δυτικά της πολιτείας.
Ένας ποιητής τραγουδούσε για τη νεκρή γυναίκα του που την θάψανε στο απερίφραχτο κοιμητήρι δίπλα στο κανάλι.
Ο φύλακας ενός άλλου, μεγάλου και ονομαστού νεκροταφείου μιλούσε κι αυτός για ένα ζευγάρι που ζωγράφιζε αγγέλους και αγίους στο μνημείο για τους στρατιώτες που θάφτηκαν εκεί.
Ένα αγόρι εξιστορούσε μια περιπέτεια που ξεκίνησε από μια αφισοκόλληση και κατέληξε σε κυνηγητό από την αστυνομία και μια ατελείωτη πτώση, από την άσφαλτο του δρόμου, στα βρώμικα νερά του χείμαρρου που κυλούσαν σε βάθος αρκετών μέτρων σ’ εκείνο το σημείο.
Ένας άνδρας μιλούσε για την εκκλησία στην οποία βαφτίστηκε κι αυτός και τ’ άλλα παιδιά των προσφύγων, με καημό και πίκρα αφού την έβλεπε να ξεπέφτει σ’ ένα θλιβερό καφενείο˙ το παλιό κτίσμα στέγαζε τώρα έναν σύλλογο τάχα μου εκπολιτιστικό, μάλλον αθλητικό, αλλά κυρίως καφενείο.

Πολλές ιστορίες. Τον γαλήνευαν κι ας μην καταλάβαινε. Ποιοι στρατιώτες; Τι γύρευαν εκεί; Πως μπλεκότανε έτσι τα ζευγάρια, οι ποιητές, οι φύλακες, οι πρόσφυγες, η αστυνομία;


Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), το Πάσχα του 2002. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά. Η φωτογραφία είναι του Γιώργου Κατσάγγελου, από το λεύκωμα που εξέδωσε το ΨΝΘ (2001) «Σιωπή».

2 σχόλια:

ο δείμος του πολίτη είπε...

Αυτό δεν το είχα διαβάσει. Είναι πολύ όμορφο, τόσο περιγραφικά αφαιρετικό (πώς το πέτυχες, ρε άτιμε, τούτο;). Πολύ όμορφο, Τσαλίμι.

tsalimi είπε...

Σ’ ευχαριστώ πολύ Δείμε. Κλείνει αυτός ο κύκλος των διηγημάτων με ένα τελευταίο που θα μπει εντός των ημερών.
Είναι εντυπωσιακό το γεγονός πως, τόσο γρήγορα πια, οι μνήμες μας, ακόμα κι οι δικές μας, που δεν παραγεράσαμε κιόλας, φαίνονται ν’ ανήκουν σ’ ένα παρελθόν με τα όλα του. Τίποτα από τη σημερινή εικόνα της πόλης μας δεν είναι όπως ήταν και το χειρότερο, δεν θυμίζει καν πώς ήταν.