Πέμπτη, Ιανουαρίου 04, 2007

Νεράιδες από κάρβουνο

Η χώρα προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της μετά τον εμφύλιο. Τα χωριά αδυνατούσαν να κρατήσουν τον κόσμο τους. Άνοιξαν οι δρόμοι για τη Γερμανία, το Βέλγιο, τη Σουηδία. Άνοιξαν όμως και δουλειές στα αστικά κέντρα. Η προσφυγική συνοικία που όριζε τη δυτική είσοδο της πόλης, γέμισε καπναποθήκες και καπνομάγαζα. Σαράντα ολόκληρα χρόνια βάστηξε η ακμή τους. Έχει λίγα χρόνια που κατάντησαν βιομηχανικά κελύφη και ενδιαφέρουν μόνο τους εργολάβους και τα μελετητικά γραφεία.

Αγροτόκοσμος μαζεύτηκε, τότε, στις παρυφές της ένδοξης πολιτείας. Ρουμάνια βαφτίστηκαν οικόπεδα από αετονύχηδες και πουλήθηκαν στους νέους κατοίκους. Κι όταν τα οικόπεδα στη χέρσα γη τελείωναν, σειρά έπαιρναν τα μπαζωμένα ρέματα. Βρήκε δουλειά και στέγη ο κόσμος και ρίζωσε. Ας ήταν και εποχιακή η δουλειά. Αρκεί που συμπλήρωναν τα ένσημα για την ασφάλεια και τη σύνταξη. Μαζί με τα χελιδόνια που έφταναν, ξεχύνονταν και οι γυναίκες κατά παρέες και πηγαινοερχόντουσαν στα καπνομάγαζα. Το μοναδικό γυμνάσιο των δυτικών συνοικιών της μεγάλης πόλης, γειτόνευε με πολλά απ’ αυτά. Οι βάρδιες συνέπιπταν και τα μεσημέρια, κυρίως, στη στάση του αστικού λεωφορείου συνωστίζονταν καπνεργάτριες και μαθητές. Αυτές δυσανασχετούσαν από τη φασαρία και από τη σβελτάδα των αγοριών που έπιαναν πρώτα τις θέσεις του λεωφορείου˙ εκείνα δυσφορούσαν από τη βαριά μυρωδιά του ακατέργαστου καπνού και τη μαζική εισβολή γυναικών στην ηλικία των μανάδων τους, καθώς αναγκάζονταν να προσέχουν τα λόγια τους. Το καλοκαίρι πλησίαζε και τα λεωφορεία έμεναν πια στην αποκλειστική χρήση των γυναικών.

Ελάχιστα παλικάρια προτιμούσαν για την καλοκαιρινή εργασία τους, τα καπνομάγαζα. Ήταν βαριά δουλειά με αυστηρό ωράριο. Χειρότερα κι από τις οικοδομές. Οι πιο καλοπερασάκηδες προτιμούσαν τα κασάκια. Έφτιαχναν τελάρα για φρούτα και πληρωνόντουσαν με το κομμάτι.

Αυτός δε δούλεψε ποτέ σε καπνομάγαζο. Τη μία και μοναδική φορά που έφτασε μέχρι την είσοδο, του ζήτησαν βιβλιάριο ενσήμων. Δεν είχε και το θεώρησε πολύ δύσκολο να βγάλει. Δεν ξαναπάτησε το πόδι του, μέχρι που μεγάλωσε. Μα και τότε δεν πήγε για δουλειά, αλλά για το κέφι του. Έβλεπε από το τζάμι του λεωφορείου, όταν επέστρεφε από το πανεπιστήμιο, μέσα από την είσοδο του μεγάλου κόκκινου καπνομάγαζου, κάτι ζωγραφιές στον τοίχο και παραξενευόταν. Όταν αποφάσισε να ικανοποιήσει την περιέργειά του, ανακάλυψε πως επρόκειτο για μοναδικά κομμάτια ζωγραφικής. Έφερναν την υπογραφή ενός από τους διασημότερους χαράκτες της χώρας και ήταν προφανώς τα μοναδικά του έργα ζωγραφικής που βρίσκονταν σε δημόσιο χώρο. Σπάνια περίπτωση. Ήταν ένα πεντάπτυχο έργο, με σκηνές από την καλλιέργεια και τη συγκομιδή του καπνού. Άρχισε να βλέπει τη συνοικία με άλλο μάτι. Σχεδόν την αγάπησε. Πώς αγαπάς ένα κουσούρι ή ένα κρυφό χάρισμα; Ποιος ξέρει τι άλλο του έκρυβε;

Η ζωγραφική ήταν η μεγάλη του αγάπη. Ευγνωμονούσε εκείνο το κορίτσι που τον πήγε βόλτα στις γκαλερί του κέντρου της πόλης, μετά από κάποιο μάθημα στο φροντιστήριο για τις εισαγωγικές στο πανεπιστήμιο. Από τότε δεν έχασε έκθεση για έκθεση. Μια από τις καλύτερες στιγμές της ζωής του ήταν όταν μπόρεσε να βοηθήσει, κι αυτός με το φίλο του ανάμεσα σε άλλους, έναν πολύ καλό ζωγράφο της πόλης να συνεχίσει να ζωγραφίζει. Το τρέμουλο στα χέρια μεγάλωνε και τα νευροφάρμακα δεν του ’καναν καλό. Ώσπου κάποιος, του πήγε ένα πανέμορφο κορίτσι για μοντέλο. Αυτό ήταν. Κανέναν δεν ενδιέφεραν πια τα κίνητρα που έκαναν το χέρι του ζωγράφου να μην τρέμει μόλις έπιανε πινέλο. Σημασία έχει πως αυτό ακριβώς συνέβαινε. Κι αυτό έπρεπε να συνεχιστεί. Τα δύο αγόρια από τη δυτική συνοικία που σπούδαζαν στο Πανεπιστήμιο και σύχναζαν στη μοναδική γκαλερί που έδειχνε τα έργα αυτού του ζωγράφου, δεν έχασαν στιγμή. Πρώτα ο γιατρός και μετά ο καθηγητής έπεισαν όλες τις φίλες και τις εξαδέλφες τους να ποζάρουν. Με το αζημίωτο. Ο ζωγράφος κρατούσε για τον εαυτό του το μολύβι και το λάδι και τους χάριζε το κάρβουνο. Αυτή η δουλειά κράτησε πολύ. Ένα τσούρμο κορίτσια από τη δυτική πλευρά της πόλης έδινε χαρά και δύναμη στο ζωγράφο και γέμιζε τα στήθη των δύο φίλων με περηφάνια.



Τότε δεν ήξεραν. Ο ζωγράφος έμενε στην ανατολική πλευρά της πόλης. Ο θάνατός του ήρθε κάποια στιγμή και τους θύμισε πως η ζωή πολλές φορές αντιγράφει τα παραμύθια. Ο οικογενειακός τάφος όπου θάφτηκε ο ζωγράφος, βρισκόταν στη συνοικία που έστησαν οι Καυκάσιοι αφού δεν άντεξαν τα έλη στα χαμηλά. Ο οικισμός των Μικρασιατών και των Θρακιωτών που καρπώθηκε το μυστήριο όνομα του μακρινού τσιφλικιού από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, ήταν δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο και τον, ακόμα παλιότερο, χείμαρρο. Ο οικισμός των Καυκάσιων που στήθηκε στο ύψωμα, πήρε κι αυτός όνομα τσιφλικιού -άλλου τσιφλικιού- που υπήρχε στα ίδια χώματα. Για πολλά χρόνια οι δύο οικισμοί αναφέρονταν μαζί στα κιτάπια του κράτους. Συγκρότησαν μάλιστα και κοινότητα μαζί. Κάποτε βέβαια χώρισαν, αλλά τους έδεναν πολλά. Τώρα τους δένει ένας τάφος και μερικές ζωγραφιές. Στο ύψωμα, ο τάφος. Στις ρίζες του, τα κάρβουνα με τα κοριτσίστικα κορμιά. Κι ας το ξέρουν λίγοι.

Τα καπνομάγαζα γύρω από το Ιεροσπουδαστήριο άδειασαν όλα. Διάφορες εταιρίες από το κέντρο της πόλης, άρχισαν να ενδιαφέρονται για υποκαταστήματα προς τα δυτικά. Έπρεπε να γίνει κάτι. Η παρέα του παλικαριού που αγαπούσε την ζωγραφική, μπήκε μπροστά. Έπεισε τον δήμαρχο πως έπρεπε να διεκδικήσει τα κρατικά καπνομάγαζα. Για να είναι όμως πειστικός, τον έβαλαν και νοίκιασε την έρημη καπναποθήκη που ανήκε στον όμιλο επιχειρήσεων ενός γνωστού εφοπλιστή και κίνησαν γη και ουρανό να φέρουν εκεί, την άστεγη Σχολή Καλών Τεχνών που βολόδερνε από δω κι από κει, μέσα στην πόλη. Το νόημα ήταν να δείξουν πως δεν ήτανε τζαμπατζήδες και ζήτουλες. Ήξεραν και να πληρώνουν, ήξεραν και να ζητάνε. Ετοίμασαν μια σειρά εκδηλώσεων στο χώρο της καπναποθήκης, για να γιορτάσουν τη νέα εποχή που άνοιγε για τη συνοικία. Το Ιεροσπουδαστήριο έμπαινε πια στα κονδύλια για αναπαλαίωση και αναστύλωση˙ το καπνομάγαζο του εφοπλιστή γινότανε Σχολή Καλών Τεχνών˙ και το κόκκινο καπνομάγαζο, λίγο πιο κάτω, έκρυβε πίσω από την πόρτα του, ένα τεράστιο, σε αξία και διαστάσεις, πίνακα ζωγραφικής, ενός από τους καλύτερους χαράκτες της χώρας. Αν σ’ αυτά προσθέσει κανείς και τα ψηφιδωτά στο μνημείο των Συμμαχικών Κοιμητηρίων που έγιναν από ένα φημισμένο ζευγάρι καλλιτεχνών, καταλαβαίνει πως τα μολυσμένα χώματα που τρόμαξαν τους πρώτους πρόσφυγες και τους ξένους φαντάρους της Στρατιάς της Ανατολής, καθαγιάστηκαν από το ευλογημένο χάδι της Τέχνης.
Αναζητούσαν το θέμα μιας έκθεσης που θα έδενε, συμβολικά και ουσιαστικά, την συνοικία των προσφύγων και των απόκληρων με τη νέα εποχή. Ήταν χαρούμενοι. Άλλοι απ’ αυτούς ήταν πρόσφυγες τρίτης γενιάς˙ άλλοι παιδιά της εσωτερικής μετανάστευσης από την ύπαιθρο στην πόλη˙ άλλοι, επειδή έτσι έτυχε. Όλοι όμως έψαχναν ένα κίνητρο για ν’ αγαπήσουν τη γη που τους μεγάλωνε. Έψαχναν για το δικό τους χνάρι που θ’ άφηναν στα χώματα που τυράννησαν τους δικούς τους. Και το βρήκαν στα άδεια καπνομάγαζα. Θα μπόλιαζαν τον ιδρώτα της προηγούμενης γενιάς με τα μεράκια της επόμενης. Θα μετέτρεπαν τη συνοικία των νεκροταφείων και των θαλαμάτων, σε τόπο ιερό της Τέχνης. Το παλικάρι που αγαπούσε τη ζωγραφική, σκέφτηκε αμέσως τον ζωγράφο με το τρέμουλο στο χέρι˙ με τον τάφο του στο γειτονικό ύψωμα˙ με την ψυχή του αποτυπωμένη σε κάποια σχέδια με κάρβουνο. Και το χαράκτη που ζωγράφισε για μια και μοναδική φορά και το έργο του βρίσκονταν ανάμεσα στα πόδια τους. Όλα θαρρείς πως συνωμοτούσαν για να είναι αυτά τα εγκαίνια όσο λαμπρά τα ήθελαν οι νεαροί με τις μεγάλες προσδοκίες.

Παιδιάστικα όνειρα.

Όταν βγαίνουν στο μεϊντάνι οι εργολάβοι, δεν μένει χώρος για ξωτικά κι ευαισθησίες.

Ένας αρχιτέκτονας τον προσγείωσε στην πραγματικότητα:
-Με τις αλλαγές στην χρήση των βιομηχανικών κτιρίων, την αναπαλαίωση του Ιεροσπουδαστηρίου, την παρουσία της Σχολής Καλών Τεχνών και την αξιοποίηση του στρατοπέδου, οι τιμές της γης θα εκτοξευτούν στα ύψη.
Το παλικάρι που δεν δούλεψε ποτέ σε καπνομάγαζο, που σπούδασε καθηγητής και αγαπούσε τη ζωγραφική, δεν τόλμησε να φανερώσει το μυστικό του. Δεν είχε έρθει η ώρα να βγουν οι νεράιδες του κάρβουνου από τα σπίτια των κοριτσιών. Άλλες εκδηλώσεις πρότεινε και έγιναν. Ούτε κι όταν, στη γειτονική συνοικία, έγινε μια αναδρομική έκθεση των έργων του ζωγράφου εκείνου, συμμετείχαν οι νεράιδες. Καμάρωναν στους τοίχους μερικά από τα λάδια και τα μολύβια των κοριτσιών που πουλήθηκαν σε συλλέκτες, αλλά καμιά από τις μουτζουρωμένες νεράιδες δεν εμφανίστηκε. Καμιά τους. Κάποια άλλη ευκαιρία περιμένουν για να δείξουν τα κάλλη τους. Μέχρι τότε θα γητεύουν τους μυημένους.




Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), από το Μάρτιο 2001 έως το Σεπτέμβριο 2003. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά.
Οι νεράιδες υπάρχουν, δεν υπάρχει όμως ακόμα λόγος να φανερωθούν, γι’ αυτό και πήραν στον λαιμό τους ολόκληρο το post. Καμία εικονογράφηση. Σκέτα λόγια.
Καλή χρονιά σε όλους!

Δεν υπάρχουν σχόλια: