Μέχρι νεωτέρας
Βγήκε από το σπίτι, σκεφτικός. Ο δρόμος μπροστά του
κατηφόριζε προς τα δυτικά. Δε γαμείς,
τελευταίο προσκύνημα, είπε και τράβηξε ανατολικά. Ήταν απόγευμα, αρχές
άνοιξης, ψυχή έξω˙ μουδιασμένα αυτιά άκουγαν τις ειδήσεις και έκπληκτα βλέμματα
δεν το πίστευαν: Όλοι οι περιορισμοί
έχουν αρθεί από της ανατολής του ηλίου και η κυκλοφορία στους δρόμους και τα
πάρκα επιτρέπεται μέχρι νεωτέρας. Τα μυαλά που βρέθηκαν στη θέση να
αποφασίζουν δεν είναι σίγουρα˙ κρατάνε την πισινή της νεωτέρας. Γι’ αυτόν τα μέχρι νεωτέρας
και τα θα δούμε ήταν κόκκινο πανί.
Την ήθελε άμεση την απάντηση στο ερώτημα, την προτροπή ή την επιθυμία του.
Στο τέλος της ανηφόρας ξεκινούσε ο χώρος του έρημου
στρατοπέδου. Στρατόπεδο είχε πάψει από πολλού να είναι. Διέπρεψε ως χώρος που
αφέθηκε να φθίνει και να χάνεται για πολλά χρόνια, να ερειπώνεται, να
λεηλατούνται υλικά από τα κτίριά του. Λίγο πριν από την πανδημία άρχισαν να
μετράνε με ακρίβεια την έκτασή του και να αποτυπώνουν τα απομεινάρια των
κτισμάτων του και να καταγράφουν τα είδη των δέντρων και των θάμνων του.
Μητροπολιτικό Πάρκο θα το έκαναν, τίποτε νέο δεν θα έκτιζαν, θα πρόσεχαν το
πράσινό του και θα το ανανέωναν, θα μετέτρεπαν κάποια από τα κτίριά του σε
μουσεία ειδικού σκοπού˙ καλού πάντοτε! Όμως οι ιδέες είναι πουλιά που έρχονταν
από παντού. Γιατί μόνο Μουσεία, τόσα
κτίρια είναι εκεί μέσα, να μπει και το Δημαρχείο, να μπει και το ΙΚΑ, να μπει
και το Καλλιτεχνικό Σχολείο, να μπει και το Αστεροσκοπείο, να γίνει και Πάρκιγκ
δεν χωράνε τ’ αμάξια μας στους δρόμους θα έρθει και η στάση του Μετρό όπου
νάναι! Γεμάτο το κεφάλι του από γνώμες. Και δεν το επεδίωκε˙ ό,τι τύχαινε
ν’ ακούσει!
Ο ταχογράφος και το κοντέρ καταγράφουν πεπραγμένα
και επιδόσεις. Αυτός κατέγραφε απωθημένα και φαντασιώσεις.
Μετά ήρθε η πανδημία. Τα σχέδια έμειναν στα χαρτιά.
Οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια. Τα μυαλά που βρέθηκαν στη θέση να
αποφασίζουν, πια απαγόρευαν. Μόνο στα αδέσποτα και στα φυτά δεν έπιαναν τα απαγορεύεται. Ζούγκλα το στρατόπεδο,
χαίρει η φύσις όλη!
Εκεί πήγαινε. Να χαρεί το τώρα πριν το μέχρι. Η νεωτέρα, κάτι από τα παλιά θα είχε!
(Μετά την πανδημία, ανθολόγιο ποιημάτων και πεζών κειμένων των μελών της ΕΛΘ, Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και εκδ. Μπαρμπουνάκη, 2021)
./.
ΔΡΟΜΟΣ
Κάποιους ανθρώπους ο δρόμος τούς ακολουθεί˙ ο δρόμος τούς περιέχει. Η ζωή τους είναι δρόμος˙ από πατρίδα ξεκινάει και σε πατρίδα τελειώνει. Ποια πατρίδα;
Τριών χρονώ
ήρθε η Ελένη από το Γενή Σεχήρ στο Λεμπέτ στη Θεσσαλονίκη το 1914˙ στα εννιά της γράφτηκε στην πρώτη τάξη του σχολείου αλλά δεν
πήγε: «ανεχώρησε εις την πατρίδα»! Στα
έντεκά της επιστρέφει στο ίδιο ακριβώς
παράπηγμα. Αλλού δεν πήγε˙ περπάτησε χιλιάδες φορές το μπόι της
στην αρχή τής ζωής της. Μετά η Ελένη έκανε δική της οικογένεια και στα
Δημοτολόγια γράφτηκε πως απόκτησε την ιδιότητα του δημότη τής νέας πατρίδας, «δι’ εγκαταστάσεως 1914».
Ο Κοτάνον
έφυγε από το Φαχρέλ του Καυκάσου στα σαράντα τέσσερά του χρόνια για τη
Θεσσαλονίκη μέσω Βατούμ το 1920˙ είχε
γεννηθεί σε άλλο τόπο και στο Φαχρέλ έφτασε τεσσάρων χρονών. Στα σαράντα πέντε
του εγκαταστάθηκε στη Μελάφτσα του Κιλκίς και στα εξήντα ένα του, 14-02-1937,
έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Τέσσερα χρόνια στα πρώτα χώματα που πάτησε,
σαράντα στα δεύτερα, δεκαέξι στα τελευταία και έναν ολόκληρο χειμώνα άστεγος
στο λιμάνι τού Βατούμ περιμένοντας το πλοίο.
Ο Μπουλούτ ήρθε από το μικρό χωριό της
Θράκης στη Θεσσαλονίκη στα πέντε του το 1964 για να δουλέψουνε οι γονείς του
στα καπνομάγαζα. Εποχική δουλειά. Στην ανεργία τού χειμώνα, βουτούσε τα μήλα σε
σιρόπι η μάνα και τα κάρφωνε σε
ξυλαράκια, τα έβαζε μετά καραμελωμένα ο πατέρας στο καλάθι και τριγυρνούσε στις
γειτονιές και τα πουλούσε. Το τροχαίο έγινε νύχτα, ο Μπουλούτ ήταν στα είκοσι
πέντε και άλλο δε μεγάλωσε. Μεγάλωσε όμως ο καημός των δικών του. Το άψυχο σώμα
έπρεπε να μεταφερθεί σε άλλη πόλη όπου υπήρχε νεκροταφείο για τους
μουσουλμάνους. Παντού, σ’ όλη τη χώρα μπορούσαν να ζήσουν και να δουλέψουν,
αλλά μόνον εκεί μπορούσαν να θαφτούν! Οι νεκροφόρες ζητούσαν μια περιουσία για
να μεταφέρουν το νεκρό σώμα στον μακρινό τόπο ταφής του. Και η νεκροφόρα ήταν
απαραίτητη, επειδή τα νοσοκομεία μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο επέτρεπαν να φύγει ο
νεκρός από τους νεκροθαλάμους τους. Έπρεπε λοιπόν να βρεθούν ή πολλά χρήματα ή
κάποιος υπεύθυνος που θα παρατυπούσε είτε από την καλή του καρδιά είτε από το
άδειο πορτοφόλι του. Τέτοιο πορτοφόλι, που γέμιζε με λιγότερα από τη νεκροφόρα,
βρέθηκε τρεις μέρες αργότερα και το
άψυχο σώμα φορτώθηκε σ’ ένα ταπεινό αυτοκίνητο, για να ταξιδέψει νύχτα˙ υπήρχε
πάντα ο φόβος του ελέγχου στον δρόμο και το μπλέξιμο σε νέους μπελάδες.
Ποια πατρίδα; Δρόμος και μόνο δρόμος!
(Θεσσαλονίκη, πόλη των προσφύγων, ιστορικό και λογοτεχνικό ημερολόγιο 2022 από την Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης, εκδ. Ψηφίδες, Θεσσαλονίκη 2021)