Παρασκευή, Δεκεμβρίου 24, 2021

Δύο φετινά μικρά πεζά, ειδικού σκοπού!

 


Μέχρι νεωτέρας

Βγήκε από το σπίτι, σκεφτικός. Ο δρόμος μπροστά του κατηφόριζε προς τα δυτικά. Δε γαμείς, τελευταίο προσκύνημα, είπε και τράβηξε ανατολικά. Ήταν απόγευμα, αρχές άνοιξης, ψυχή έξω˙ μουδιασμένα αυτιά άκουγαν τις ειδήσεις και έκπληκτα βλέμματα δεν το πίστευαν: Όλοι οι περιορισμοί έχουν αρθεί από της ανατολής του ηλίου και η κυκλοφορία στους δρόμους και τα πάρκα επιτρέπεται μέχρι νεωτέρας. Τα μυαλά που βρέθηκαν στη θέση να αποφασίζουν δεν είναι σίγουρα˙ κρατάνε την πισινή της νεωτέρας. Γι’ αυτόν τα μέχρι νεωτέρας και τα θα δούμε ήταν κόκκινο πανί. Την ήθελε άμεση την απάντηση στο ερώτημα, την προτροπή ή την επιθυμία του.

Στο τέλος της ανηφόρας ξεκινούσε ο χώρος του έρημου στρατοπέδου. Στρατόπεδο είχε πάψει από πολλού να είναι. Διέπρεψε ως χώρος που αφέθηκε να φθίνει και να χάνεται για πολλά χρόνια, να ερειπώνεται, να λεηλατούνται υλικά από τα κτίριά του. Λίγο πριν από την πανδημία άρχισαν να μετράνε με ακρίβεια την έκτασή του και να αποτυπώνουν τα απομεινάρια των κτισμάτων του και να καταγράφουν τα είδη των δέντρων και των θάμνων του. Μητροπολιτικό Πάρκο θα το έκαναν, τίποτε νέο δεν θα έκτιζαν, θα πρόσεχαν το πράσινό του και θα το ανανέωναν, θα μετέτρεπαν κάποια από τα κτίριά του σε μουσεία ειδικού σκοπού˙ καλού πάντοτε! Όμως οι ιδέες είναι πουλιά που έρχονταν από παντού. Γιατί μόνο Μουσεία, τόσα κτίρια είναι εκεί μέσα, να μπει και το Δημαρχείο, να μπει και το ΙΚΑ, να μπει και το Καλλιτεχνικό Σχολείο, να μπει και το Αστεροσκοπείο, να γίνει και Πάρκιγκ δεν χωράνε τ’ αμάξια μας στους δρόμους θα έρθει και η στάση του Μετρό όπου νάναι! Γεμάτο το κεφάλι του από γνώμες. Και δεν το επεδίωκε˙ ό,τι τύχαινε ν’ ακούσει!

Ο ταχογράφος και το κοντέρ καταγράφουν πεπραγμένα και επιδόσεις. Αυτός κατέγραφε απωθημένα  και φαντασιώσεις.

Μετά ήρθε η πανδημία. Τα σχέδια έμειναν στα χαρτιά. Οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια. Τα μυαλά που βρέθηκαν στη θέση να αποφασίζουν, πια απαγόρευαν. Μόνο στα αδέσποτα και στα φυτά δεν έπιαναν τα απαγορεύεται. Ζούγκλα το στρατόπεδο, χαίρει η φύσις όλη!

Εκεί πήγαινε. Να χαρεί το τώρα πριν το μέχρι. Η νεωτέρα, κάτι από τα παλιά θα είχε!

(Μετά την πανδημία, ανθολόγιο ποιημάτων και πεζών κειμένων των μελών της ΕΛΘ, Εταιρία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και εκδ. Μπαρμπουνάκη, 2021)

./.



ΔΡΟΜΟΣ

Κάποιους ανθρώπους ο δρόμος τούς ακολουθεί˙ ο δρόμος τούς περιέχει. Η ζωή τους είναι δρόμος˙ από πατρίδα ξεκινάει και σε πατρίδα τελειώνει. Ποια πατρίδα;

Τριών χρονώ ήρθε η Ελένη από το Γενή Σεχήρ στο Λεμπέτ στη Θεσσαλονίκη το 1914˙ στα εννιά της γράφτηκε στην πρώτη τάξη του σχολείου αλλά δεν πήγε: «ανεχώρησε εις την πατρίδα»! Στα έντεκά της επιστρέφει στο ίδιο ακριβώς  παράπηγμα. Αλλού δεν πήγε˙ περπάτησε χιλιάδες φορές το μπόι της στην αρχή τής ζωής της. Μετά η Ελένη έκανε δική της οικογένεια και στα Δημοτολόγια γράφτηκε πως απόκτησε την ιδιότητα του δημότη τής νέας πατρίδας, «δι’ εγκαταστάσεως 1914».

Ο Κοτάνον έφυγε από το Φαχρέλ του Καυκάσου στα σαράντα τέσσερά του χρόνια για τη Θεσσαλονίκη μέσω Βατούμ το 1920˙ είχε γεννηθεί σε άλλο τόπο και στο Φαχρέλ έφτασε τεσσάρων χρονών. Στα σαράντα πέντε του εγκαταστάθηκε στη Μελάφτσα του Κιλκίς και στα εξήντα ένα του, 14-02-1937, έκλεισε για πάντα τα μάτια του. Τέσσερα χρόνια στα πρώτα χώματα που πάτησε, σαράντα στα δεύτερα, δεκαέξι στα τελευταία και έναν ολόκληρο χειμώνα άστεγος στο λιμάνι τού Βατούμ περιμένοντας το πλοίο.

Ο Μπουλούτ ήρθε από το μικρό χωριό της Θράκης στη Θεσσαλονίκη στα πέντε του το 1964 για να δουλέψουνε οι γονείς του στα καπνομάγαζα. Εποχική δουλειά. Στην ανεργία τού χειμώνα, βουτούσε τα μήλα σε σιρόπι  η μάνα και τα κάρφωνε σε ξυλαράκια, τα έβαζε μετά καραμελωμένα ο πατέρας στο καλάθι και τριγυρνούσε στις γειτονιές και τα πουλούσε. Το τροχαίο έγινε νύχτα, ο Μπουλούτ ήταν στα είκοσι πέντε και άλλο δε μεγάλωσε. Μεγάλωσε όμως ο καημός των δικών του. Το άψυχο σώμα έπρεπε να μεταφερθεί σε άλλη πόλη όπου υπήρχε νεκροταφείο για τους μουσουλμάνους. Παντού, σ’ όλη τη χώρα μπορούσαν να ζήσουν και να δουλέψουν, αλλά μόνον εκεί μπορούσαν να θαφτούν! Οι νεκροφόρες ζητούσαν μια περιουσία για να μεταφέρουν το νεκρό σώμα στον μακρινό τόπο ταφής του. Και η νεκροφόρα ήταν απαραίτητη, επειδή τα νοσοκομεία μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο επέτρεπαν να φύγει ο νεκρός από τους νεκροθαλάμους τους. Έπρεπε λοιπόν να βρεθούν ή πολλά χρήματα ή κάποιος υπεύθυνος που θα παρατυπούσε είτε από την καλή του καρδιά είτε από το άδειο πορτοφόλι του. Τέτοιο πορτοφόλι, που γέμιζε με λιγότερα από τη νεκροφόρα, βρέθηκε  τρεις μέρες αργότερα και το άψυχο σώμα φορτώθηκε σ’ ένα ταπεινό αυτοκίνητο, για να ταξιδέψει νύχτα˙ υπήρχε πάντα ο φόβος του ελέγχου στον δρόμο και το μπλέξιμο σε νέους μπελάδες.

Ποια πατρίδα; Δρόμος και μόνο δρόμος!

(Θεσσαλονίκη, πόλη των προσφύγων, ιστορικό και λογοτεχνικό ημερολόγιο 2022 από την Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης, εκδ. Ψηφίδες, Θεσσαλονίκη 2021)

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 10, 2021

Τρία κείμενά μου για τον Τόπο!

 

Ι
Εν Θεσσαλονίκη

Δεν πήγα Βενετία, ναι˙ δεν πήγα και Σικάγο.
Μένω Θεσσαλονίκη, ναι
˙ κι ατάξιδος διάγω!

Πήγες και πού δεν πήγες λες, είδες και τι δεν είδες!
Μα για πες μου, στ' αλήθεια πες, τι ’ν’ οι Βαλεαρίδες;

Είναι βραστό στον Εύοσμο, μπουγάτσα στο Βαρδάρι,
γράπα απ' την Αγχίαλο, του Νίκου το φουλάρι;

Μεσάνυχτα στη Λαγκαδά, δύση στην Άνω Πόλη,
στο Φίλυρο ανατολή, οι μάγκες του Μανώλη;

Προσκύνημα στο Ζέιτενλικ, Πάσχα μέσ' στη Βλατάδων,
Νίκου Πεντζίκη ζωγραφιά, του Ντίνου τσαϊράδα;

Παρέλαση του Καζαντζή, τραίνα του Μαυρομάτη,
Συννεφιασμένη Κυριακή, καλά παιδιά του Κάτου;

Σουρούνη τα μερόνυχτα, Κώστα Λαχά Κοχλίας,
ομπρέλες Ζογγολόπουλου, η Μπέλλου της Σταμούλη;

Του Διονύση φορτηγό, τ' Αναγνωστάκη σκάκι,
του Κανελλόπουλου εκδρομή, στο Ριβολί Ταρκόφσκι;

Είναι ο Αρίστος του Θωμά, ποίημα της Καρέλλη,
του Παπανάκου θάλασσα, εξώφυλλο του Τσίζεκ;

Είναι του Γώγου κάρβουνα, τοπία Ζογλοπίτη,
του Γιάννη Ζήκα τέμπερες, γάτες του Παπασπύρου;

Του Ευαγγέλου χάι κου, του Κύρου Απολογία,
Θασίτη Εκατόνησος, Ιωάννου Σαρκοφάγος;

Είν' σκοτεινιές στον ουρανό, ο εμπρησμός του Κάμπελ,
ο Μάης του τριάντα εξ, Maximus Decumanus;

Στρατόπεδο Παύλου Μελά, αφανισμός Εβραίων,
Χορτιάτη φλόγες φονικές, Λαμπράκης, Βελδεμίρης;

Αιώνιο παράπονο! Αγία αλητεία!
Η μόνη μας κληρονομιά! Ατέλειωτη θητεία…

Πάλι κεντάει ο στρατηγός, καίγετ' ασετυλίνη,
ο θάνατος του Μύρωνα, η μάισσα σελήνη!

Στον χρόνο χάνομαι ξανά, εκεί και πιάνω βίγλα,
μύστης πιστός  και ζηλωτής, θύτης και άγιο θύμα!

Στην αγκαλιά της Ντεζιρέ, ο πλοηγός τ’ απείρου,
σ’ αυτήν εδώ τη γειτονιά, θραύσμα αυτού του κλήρου!

(Ημερολόγιο 2022 της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης: Πόλη και χρόνος)

ΙΙ
τόπος των ποιητών είναι η πατρίδα της γραφής τους. Εσάς πώς επηρέασε τη γραφή σας ο τόπος σας;

*

Την πατρίδα της γραφής μου δεν τη γνώρισα ως γεωγραφία.

Μου συστήθηκε ως απόγνωση, σύνηθες παράσιτο στο χωράφι του έρωτα.
Εξελίχθηκε ως καταφυγή στα δύσκολα, κράτησε μια γωνιά του κήπου της ζωής μου, απαίτησε όμως φροντίδα και επαγρύπνηση εκ μέρους μου
˙ μου έμαθε να αγαπώ να σκάβω.
Τώρα είναι η λύτρωσή μου, κάθε της άνθος και μια πληγή λιγότερη πάνω μου και μέσα μου.

Η γραφή πρώτα μου έμαθε το χώμα˙ η γεωγραφία ήρθε μετά.

Ο τόπος μου γέννησε ποιητές, ο λόγος τους με οδήγησε να δω κι άλλους κήπους, άλλα ξεχερσώματα και καλλιέργειες. Η Θεσσαλονίκη είναι χωριό και πόλη, ενδοχώρα και λιμάνι. Σ’ αυτήν μπορείς να έρχεσαι αλλά και να υποδέχεσαι. Η Θεσσαλονίκη μεγάλωσε και επιβίωσε με το αλισβερίσι.  Έζησε δόξες και ντροπές, μεγαλεία και ταπεινότητες, έβγαλε κραυγές και ψιθύρους, έγραψε λίβελους και έπη, έστρεψε το κεφάλι της στον ήλιο και το έγειρε χαμηλά στο στήθος.

Ο λόγος σ’ αυτήν την πόλη δεν είναι άυλος˙ έχει σώμα, πρόσωπο και όνομα. Τον γεύεσαι με τη συναναστροφή. Δεν είναι εσωτερικός μονόλογος, είναι Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Δεν είναι ποίηση των υπαρξιακών ερωτημάτων, είναι Ζωή Καρέλλη. Δεν είναι το προσωπικό και μεταφυσικό αδιέξοδο, είναι Γιώργος Θέμελης. Δεν είναι ερωτική ποίηση, είναι Ντίνος Χριστιανόπουλος, Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου. Δεν είναι ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπος γραφής στην πεζογραφία, είναι Γιώργος Ιωάννου. Δεν είναι ποίηση της ήττας, είναι Μανώλης Αναγνωστάκης. Δεν είναι κοινωνική ποίηση, είναι Κλείτος Κύρου, Πάνος Θασίτης, Ανέστης Ευαγγέλου. Δεν είναι ποίηση  κίνηση εκκρεμούς με τα δύο της άκρα στον έρωτα και τον θάνατο, είναι Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου. Δεν είναι έντεχνο λαϊκό τραγούδι, είναι Νίκος Παπάζογλου, Γιώργος Ζήκας. Δεν είναι Μεσοπόλεμος, είναι εμπρησμός του Κάμπελ και Μάης του τριάντα έξι. Δεν είναι Κατοχή, είναι Ολοκαύτωμα των Εβραίων της και αποθήκη μελλοθανάτων ψυχών στο στρατόπεδο Παύλου Μελά.

Όσο γνωρίζω την πόλη τόσο και την μιλάω, γίνεται όλο και πιο πολύ η γλώσσα μου.

ΙΙΙ

Σείστηκε η πόλη ξαφνικά

Βούτηξαν στο χώμα τα σύννεφα

Και αναδύθηκαν από τα έγκατα βρυχηθμοί

Σκαρφάλωσαν στα κάγκελα μαύρα σκοτάδια

Άστραψε βία και έβρεξε θλίψη

Το τσιμέντο ένιωσε το χώμα κάτω του να σπαρταρά

Η μνήμη έσκυψε το κεφάλι και η οργή το κάλυψε με μαύρο πανί

Ποιος δάσκαλος θα μιλήσει για Ιστορία;

Ποιος θεατής θα δει Παρελθόν;

Ποια μάνα θα πάρει σειρά στον θρήνο καταμεσίς στην άσφαλτο με το σώμα του γιου άψυχο πάνω σε μία πόρτα;

Σε ποιον θα εφορμήσει το νέο τρίκυκλο;

Ποιος θα ανάψει το σπίρτο σε επόμενο Χορτιάτη;

Ποιος θα γελάει χαιρέκακα περιμένοντας να στοιβάζονται νέα άστρα στα τρένα;

Ποιος θα είναι αύριο ο θύτης και ποιος το θύμα;

Ούτε Θεσσαλο-ΝΙΚΗ

Ούτε ΤΕΡΨΙ-θέα

ΗΤΤΑ!

(Επεισόδια από ακροδεξιούς στο ΕΠΑΛ Σταυρούπολης, Σεπτέμβριος 2021)




Δευτέρα, Δεκεμβρίου 06, 2021

ΚΡΙΤΙΚΗ: ΚΑΝΤΙΝΑ (2014)

 








Ο Σπύρος Λαζαρίδης συνθέτει ψηφιδωτά τις σκηνές της Καντίνας του  και γράφει στα ίσια και στακάτα, όχι λοξά και μοντερνιστικά. Οι ψηφίδες αυτές συνομιλούν μεταξύ τους, ψιθυρίζουν, διαλέγονται, συγκρούονται και τελικά συντίθενται, όπως συμβαίνει και στο επικό θέατρο του Μπρεχτ. Ο λόγος του λαϊκός, με όλη τη σημασία της λέξης, και προσωπικός, δηλαδή των προσώπων. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπερδέψεις ως θεατής τον νέο με τον μεγαλύτερο σε ηλικία.  Ο λόγος  είναι βιωματικός και κουβαλά τον ήρωα, τις λύπες του, τις πίκρες του, τα πολιτικά του φρονήματα, την αριστερά, αλλά και τη δεξιά. Οι ήρωες, λοιπόν, διακρίνονται μεταξύ τους με ενάργεια, σαν γάργαρο νερό, είναι ήρωες θετικοί και αρνητικοί, ο ντελβές τους είναι η κοινωνία μέσα στην οποία ζουν και δρουν. Απ’ όλα έχει ο μπαχτσές, το ρουφιανόμπατσο που ψαρεύει τον αδαή καντινιέρη, που νομίζει ότι είναι κοφτερόμυαλος, τον μπάτσο εκτελεστή, που τον φωνάζουν Ράμπο, τον Τζώννυ, που πέφτει θύμα της κοινωνίας σαν ήρωας του πολιτικού ή και του νατουραλιστικού θεάτρου. Θα φτάσουν αυτοί τελικά στο τέρμα είτε της σκηνικής ζωής είτε του θανάτου που συντελείται εξωσκηνικά και εξαγγέλλεται, όπως στην αρχαία τραγωδία, για τον Τζώννυ λέω. Οι ήρωες αυτοί  στην ουσία τους είναι αντιήρωες, περιθώριο είναι ο καντινιέρης, επαπειλούμενος φιλόλογος με άριστα. Ο Τζώννυ μια από τα ίδια, η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, παιδί της πλατείας αυτός. Οι συστημικοί αστυνομικοί, δημοσιογράφοι και  απλοί πολίτες είναι οι αδύναμοι κρίκοι που πάνω τους όμως κάθεται γερά το σύστημα, ο πλούτος, τα Μ.Μ.Ε.  Οι σκηνικές ψηφίδες δένονται χαλαρά γύρω από τον θάνατο, επικείμενο, συντελεσμένο, ως απόηχο, ένα χρόνο μετά, χρονική διαστολή και συστολή λοιπόν επί σκηνής σαν το συμπαντικό χρόνο. Όλα συστρέφονται και γύρω από το νεανικό έρωτα, της Τζενούλας και του Νίκου των «κακοφιλημένων» με ηχητικό κέντρο ένα καταπληκτικό τραγούδι, με αυτοαναφορικά και βιωματικά συγγραφικά  στοιχεία, η Χαλάστρα, η Κρήνη, το ρεμπέτικο, ο Κούδας είναι οι ελληνικές σαλονικιώτικες μπράντες που το κοινό αναγνωρίζει και αντιδρά. Ναι το κείμενο διαλέγεται με τον τόπο, το χρόνο και τη μνήμη, όπως κάθε κείμενο που σέβεται τον εαυτό του. Συνομιλεί όμως και με τα εξαιρετικά σκηνικά που δείχνουν στον θεατή την πλατεία και το λαϊκό προάστιο, ίσως κάπου στα δυτικά μιας μεγαλούπολης, με ελάχιστες χρωματικές λεπτομέρειες εξαιρετικής έμπνευσης, το κόκκινο, το κίτρινο με μια σημειολογική ερμηνευτική ελευθερία στην πρόσληψη. Να πούμε κόμικ; Ναι. Να πούμε νατουραλισμός; Ναι: ωραίες κλίμακες, ωραίες προοπτικές, ωραία σκηνική λειτουργία που γράφει στους ήρωες. Οι ήρωες επαρκείς όλοι, ξεχωριστοί όλοι, ο Νίκος, η Γιούλη, η Τζέννυ, ο Τζώννυ καλός, όλοι καλοί. Αχ! αυτή η μάνα, συγκλονιστική η Σταυρούλα Μαμούτου στο χαρακτηριστικό ρόλο, και φυσικά ο Τσαλαμπούνης στο ρόλο του Καντινιέρη, όλα τα λεφτά, κλέβει την παράσταση. Η μουσική ντύνει και συνθέτει την θεατρική ατμόσφαιρα με εντέλεια, το μουσικό θέμα διασχίζει την παράσταση σαν τρένο γρήγορο, αργό, σκοτεινό εντός τούνελ, ενίοτε ειδυλλιακό. Τα κουστούμια απεικονίζουν το κλίμα ρεαλιστικά και δείχνουν τον εκάστοτε ήρωα, ηλικιακά και ιδεολογικά. Φυσικά αλλάζουν όσες φορές πρέπει και όπως πρέπει χωρίς υπερβολές. Το ίδιο ισχύει και με τα μετρημένα είδη φροντιστηρίου. Αφήνω για το τέλος τη σκηνοθεσία που τη θεωρώ εξαιρετική, η Σταυρούλα Μαμούτου  κατεύθυνε τα πρόσωπα σωστά, η σωματικότητα ήταν επαρκής, η εκφορά του λόγου καθώς και τα εξωγλωσσικά και παραγλωσσικά σημεία που έντυσαν το λόγο των προσώπων ήταν και το εικός και αναγκαίον.  Τελικά ένα εγχείρημα επιτυχημένο, όχι όμως, νομίζω, και το τελευταίο.

Ι.Σ. ΧΑΤΖΗΙΩΑΚΕΙΜΙΔΗΣ

Μ.Δ.Ε. ΠΑΡΑΣΤΑΣΙΟΛΟΓΙΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΟΥ Α.Π.Θ.














Άλλες αναρτήσεις εδώ!