Πέμπτη, Αυγούστου 23, 2007

Τα κράνη

Η μοτοσυκλέτα δε σκοτώνει ζώα στις εθνικές οδούς˙ μόνο ζουζούνια και μυγάκια συνωστίζονται νεκρά στη ζελατίνα του κράνους και στο γυαλί του προβολέα. Στους δρόμους της πόλης, ούτε κι αυτά τα ζωντανά δεν κινδυνεύουν.
Κάποια άλλα, αδιάκριτα αυτά έντομα, βυθίζονται στο δάκρυ του μοτοσυκλετιστή καθώς τον βλέπουν να στρέφει λίγο πλάγια το πρόσωπο, όταν υπερβαίνει τα 120 χιλιόμετρα την ώρα, χωρίς κράνος. Είναι στιγμές που οι κανόνες ασφαλείας πνίγουν ό,τι έβγαλε τη μοτοσυκλέτα από το σωρό των οχημάτων και την ανέδειξε σε ταίρι του ανέμου.
Ό,τι ενδύεται ο μοτοσυκλετιστής έχει να κάνει με τα χάδια του αέρα και τη βία της ασφάλτου. Το βγάλσιμο του κράνους σε κάποιο σημείο μιας μακρινής διαδρομής είναι αποζήτηση τρυφερότητας και όχι κίνηση αφροσύνης όπως οι αδαείς πιστεύουν. Τότε οι κόμποι του ιδρώτα στο πρόσωπο του μοτοσυκλετιστή ελευθερώνονται σε άπειρες σταγόνες δροσιάς. Τα μαλλιά, όταν υάρχουν, ξεχύνονται σ’ έναν νευρικό χορό και ραπίζουν το πρόσωπο του οδηγού που τα φυλάκιζε μες στο κράνος, κάθε φορά που αυτός στρέφει το κεφάλι αριστερά και πίσω για να επιχειρήσει μία προσπέραση.
Μα και η παρουσία του κράνους μη νομίσετε πως δεν οδηγεί σε μονοπάτια χαράς τον μοτοσυκλετιστή. Έχετε ποτέ αναλογιστεί πόση μουσική μπορεί να βγάλει το κράνος, ανάλογα με το ανασήκωμα της ζελατίνας, το σφίξιμο της βίδας που την συγκρατεί και τα μπόσικα που βρίσκει – το κράνος, όχι η βίδα – στο κεφάλι; Κι όταν βρέχει και το τζάμι είναι χαραγμένο – απ’ τις ριπές της σκόνης, απ’ το άτσαλο σφούγγισμα μετά το πλύσιμο – και πρέπει ο οδηγός να βρει τη σωστή κλίση, σαν το λογιστή που βλέπει πάνω από τα γυαλιά του, για να δει κάτω απ’ τη ζελατίνα η οποία σαν ομπρέλα προφυλάσσει τα μάτια απ’ τις σταγόνες-βελόνες, τότε το κράνος παίζει λεπτεπίλεπτα κρουστά, ακίδες κάκτου σε σωλήνα μπαμπού να κατρακυλάνε.

Τα τρυφερά κράνη του ζευγαριού που αγκαλιάζεται σφιχτά πάνω στη μοτοσυκλέτα˙ το αμήχανο κράνος του συνεπιβάτη που τσουγκρίζει μ’ εκείνο του οδηγού στ’ απότομα φρεναρίσματα ή το χαδιάρικο κράνος που κουρνιάζει στον δεξί ώμο του μοτοσυκλετιστή.
Τα κράνη που κρέμονται απειλητικά από τους βραχίονες και συγκρούονται με τους καθρέφτες των ταξιτζήδων.
Το κράνος εκείνο, που τρυφερά το δίνει ο οδηγός στην κοπέλα του πίσω – όπως έδινε το σακάκι του ο παλιός Έλληνας γόης στο σινεμά – κι αυτή δεν το δένει, της είναι μεγάλο και στο απότομο πέταγμα της μηχανής μπροστά (για σφήνα, για προσπέραση, για γούστο δεν έχει σημασία), φεύγει, πετάει και τινάζεται απ’ τις ρόδες του κόκκινου λεωφορείου που ακολουθεί απειλητικό και καταλήγει στο πεζοδρόμιο, ολοστρόγγυλο και γυαλιστερό παρόλ’ αυτά, με χαρακιές ανεξίτηλες πάνω του να θυμίζουν. Το κεφάλι της κοπέλας στρέφεται απορημένο να δει τι έγινε, να δει που θα κατέληγε αν, μαζί με το υπόλοιπο σώμα, δεν ήταν αγκιστρωμένο στην πλάτη του μοτοσυκλετιστή. Η επαφή σώζει τον συνεπιβάτη.
Τα κράνη που μερικές φορές μας θυμίζουν τους συνειρμούς που κρατούσαν τον Γιώργο Ιωάννου μακριά απ’ τ’ αυτοκίνητο επειδή έβλεπε με φρίκη τα τζάμια να τον απομονώνουν από το περιβάλλον˙ από τη ζωή που έξω σφύζει. Φανταστείτε τον ερωτευμένο μοτοσυκλετιστή να θέλει πάνω στη δύσκολη στροφή, στην παράτολμη προσπέραση να χαμογελάσει στην αγαπημένη του, να της κλείσει το μάτι. Αδύνατον! Το κράνος του στερεί αυτού του είδους την τρυφερότητα και τον σπρώχνει να κατεβάσει το χέρι – εκεί, πάνω στα δύσκολα – και να της χαϊδέψει το πόδι ή ν’ ανασηκώσει τη ζελατίνα και ν’ αφήσει μια κραυγή ελπίζοντας πως κάτι απ’ αυτήν θα περισωθεί και θα φτάσει στ’ αυτιά που πρέπει να φτάσει για να διηγηθεί το κατόρθωμά του.
Το κράνος το μαύρο μες στο καλοκαίρι, το κράνος με τ’ αυτοκόλλητα που τρώνε τη σάρκα του και το κράνος που φωνάζει υστερικά Harley – Davidson όταν κάτω απ’ τα πόδια στριμώχνεται ένα θλιβερό Special της Yamaha ή, έστω, σπαρταρά ένα πιο στιβαρό μοντέλο μεν, άσχετο με το κράνος δε. Τα κράνη δεν κάνουν τη μοτοσυκλέτα όπως τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Θυμηθείτε τον Jack Nikolson στον Easy rider και το εξαίσιο κράνος του μπέηζ μπωλ ή κάποιου άλλου αμερικάνικου αθλήματος που θριάμβευε στο κεφάλι του και δεν προσέβαλε καθόλου την Harley που οδηγούσε ο Fonda ή ο Hopper δεν θυμάμαι.

Και, τέλος, το ζευγάρι των Ιταλών πάνω στη Moto Guzzi, που τους έπιασε βροχή έξω από την Πάτρα και μπήκαν κάτω από τη γέφυρα, βγάλαν απ’ τις βαλίτσες – της μοτοσυκλέτας, οι άλλες ακολουθούσαν φορτωμένες σ’ ένα Autobianchi – τις αδιάβροχες φόρμες και άλλαξαν, ναι άλλαξαν τα κράνη που φορούσαν με τα καινούρια που συνόδευαν τα νέα ρούχα˙ για την βροχή πιο ειδικά; Με τις φόρμες πιο ταιριαστά; Νοικοκυριό; Τρέλα; Επίδειξη; Φετίχ;

- Μοτοσυκλέτα!




Υ.Γ. Δημοσιεύτηκε στο περ. Δυτικώς, αρ. 14, Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 2000.
Η εικόνα: Αλέκος Φασιανός / Ελευθεροτυπία, 3.7.2000

Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2007

Διατηρητέο

«Οι Γερμανοί έφυγαν, μα ο πόλεμος δεν τελείωσε. Κακό μεγάλο μας βρήκε μετά, πουλάκι μου. Μια φριχτή σφαγή που άλλοι την έλεγαν συμμοριτοπόλεμο κι άλλη δεύτερο αντάρτικο˙ ο εμφύλιος. Πολλές οικογένειες, δεν άντεχαν άλλο. Φεύγανε οι άντρες του τακτικού στρατού και οι μάυδες και πλάκωναν οι αντάρτες. Του δημοκρατικού στρατού. Πότε για φαγητό, πότε για στρατολόγηση, πότε για απλή φοβέρα, πότε γιατί έβρισκαν φιλικά σπίτια για καταφύγιο και κρυψώνα. Ξανάρχονταν οι άλλοι και άρχιζαν τα αντίποινα. Από τότε τη γιαγιά σου, κάθε φορά που βλέπει πηλίκιο, την πιάνει συχνοουρία. Κοριτσάκι ήταν και κατουρήθηκε πάνω της, όταν ήρθαν αγριεμένοι και έψαχναν τον πατέρα της που βοηθούσε τους αντάρτες.


»Τι στα λέω τώρα αυτά, πουλί μ’... Αυτοί που είχαν την εξουσία νίκησαν στο τέλος. Ανταρτόπληκτους μας έλεγαν κι ας μας ρήμαξαν το χωριό οι μάυδες. Ανταρτόπληκτες και όχι θύματα του εμφυλίου, λέγανε όλες τις οικογένειες που κουβάλησαν στην πόλη. Με το έτσι θέλω μας πήρε η κυβέρνηση από τα χωριά μας, αφού γέμισε με νάρκες τα χωράφια. Για να μην έχουν ποιους να στρατολογήσουν οι αντάρτες. Μερικοί ήρθαν και μόνοι τους. Δεν είχαν τύχη στο χωριό. Το ’βλεπαν. Μας στοίβαξαν σε μεγάλα κτίρια, όπως το παλιό καραβάν-σαράι στο κέντρο της πόλης. Δίνανε και κάτι ψίχουλα σε όσους δήλωναν εθνικόφρονες και στις οικογένειες των μάυδων. Καμία άλλη βοήθεια. Σε κανέναν άλλο. Ούτε και αργότερα, όταν πίεζαν οι ξένοι την κυβέρνηση να φέρει τον κόσμο πίσω στα χωριά. Τους έρχονταν βαριά η βοήθεια προς την Ελλάδα, χωρίς τη δική της σοδειά. Η γη έπρεπε να καλλιεργηθεί. Όμως πώς; Ούτε ζώα, ούτε μηχανήματα πια. Και τα χωράφια γεμάτα νάρκες. Καλύτερα φτωχοί στην πόλη όπου όλο και κάποιο μεροκάματο μπορούσαμε να κάνουμε, παρά στο χωριό. Οι δικοί μας ήρθαν εδώ. Άλλοι στο φρενοκομείο κι άλλοι στις καλόγριες.


»Εμείς μέναμε εδώ μέσα. Κάθε οικογένεια και ένα δωμάτιο. Μια κουζίνα για όλους. Βλέπαμε τα νοικοκυριά των παλιών προσφύγων και ράγιζε η καρδιά μας. Οι παπάδες, καθολικοί ήτανε, άρχισαν τότε να πουλάνε τη γη τους. Όποιος μπορούσε αγόραζε ένα οικοπεδάκι και έφευγε. Έτσι φύγαμε και μεις. Και ποιοι δεν μένανε τότε εδώ γύρω! Καθολικοί, Αρμένιοι, πρόσφυγες, φαντάροι που υπηρετούσαν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά και παντρεύτηκαν προσφυγοπούλες, μουσουλμάνοι που έχτισαν πίσω από τα συμμαχικά και μέχρι τα εβραίικα μνήματα. Σ’ αυτούς ανάμεσα χωθήκαμε κι εμείς κι ήρθαμε ως τα τώρα.
»Άντε πουλάκι μου, ήρθε η δασκάλα σου. Κοίτα να χορέψεις καλά. Στην ηλικία σου ήταν η γιαγιά σου, όταν έμενε σε εκείνο το δωμάτιο ψηλά. Εκείνη δεν είχε τότε μυαλό για χορούς. Χόρεψε εσύ, πουλί μ’...».




Ο παππούς κρατούσε την εγγονούλα του από το χέρι και κοιτούσε το φρεσκοβαμμένο και ολόφωτο κτίριο. Ήταν ντυμένη με παραδοσιακή στολή και θα χόρευε με το σχολείο της στην αυλή του Ιεροσπουδαστηρίου.




Το κτίριο αυτό ήταν το πρώτο οικοδόμημα που στήθηκε δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο. Το έχτισαν οι καθολικοί της μεγάλης πόλης για να στεγάσουν και να μορφώσουν τα ορφανά. Όχι όμως όλα τα ορφανά. Μόνο εκείνα που θα στρέφονταν κατά του πατριαρχείου. Από εκεί μέσα βγήκαν δάσκαλοι και ουνίτες παπάδες που έσπειραν ανέμους στα Βαλκάνια. Μετά την απελευθέρωση της μεγάλης πόλης από τους κατακτητές που έμειναν στα χώματά της για περισσότερο από πέντε αιώνες, το κτίριο σταμάτησε την λειτουργία του. Οι πρόσφυγες που έφτασαν στην περιοχή έβλεπαν σ’ αυτό, εκείνους που τους ξεσπίτωσαν. Το κράτος έκλεισε όλες τις σχολές που στεγάζονταν εκεί μέσα. Ρήμαζε με τον καιρό. Ρημαγμένο και άδειο το βρήκανε και οι οικογένειες που μαζεύτηκαν στην πόλη, στον εμφύλιο.


Ο παππούς, κοιτούσε τα γκαρσόνια του πολυτελούς εστιατορίου γεμάτος θλίψη. Σχεδόν ολόκληρο το ισόγειο του αναπαλαιωμένου Ιεροσπουδαστηρίου δόθηκε για εκμετάλλευση σε επιχειρηματία. Κι αυτός έστησε εστιατόριο πολυτελείας. Όμως δεν ξεκίνησαν έτσι τα πράγματα.











Όταν είχαν έρθει για πρώτη φορά εκείνα τα παλικάρια και διώξανε τα μπάζα και καθάρισαν την αυλή, μια ελπίδα φτερούγισε στην καρδιά του. Θα μπορούσε να επισκέπτεται όποτε ήθελε τους χώρους όπου πέρασε τα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου και όπου γεννήθηκαν τα παιδιά του, αφού το κτίριο θα ξαναζούσε. Τον βεβαίωναν γι’ αυτό όσοι ετοίμαζαν τις πρώτες εκδηλώσεις.
Είχαν έρθει επιστήμονες και λέγανε πώς θα διαμορφωθεί ο χώρος, λέγανε για την ιστορία του, δείχνανε φωτογραφίες και προτείνανε διάφορες χρήσεις του στο μέλλον. Μιλούσανε για βιβλιοθήκες, για πνευματικά κέντρα. Δεν πειράζει που δεν είπανε τίποτα για τον εμφύλιο. Μπορεί να μην ξέρανε τι σχέση είχε με τον εμφύλιο. Από πού να το ξέρανε; Ούτε για τα εστιατόρια ξέρανε. Για τα φιλέτα καγκουρό και τα γεύματα εργασίας με κροκόδειλο και ελάφι, δε γνωρίζανε, δεν πήγαινε ο νους τους.





Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), το καλοκαίρι του 2003. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά. Οι εικόνες προέρχονται από το αρχείο του Σ.Λ.
Αφορμή για τη δημοσίευση του κειμένου σ’ αυτήν τη χρονική περίοδο στάθηκε το εξής στιγμιότυπο:


Ηλιόλουστο, Κιλκίς. Κυριακή 12 Αυγούστου, φέτος. Γύρω στη μία το μεσημέρι μια φωνή καλεί τον πατέρα μου που λείπει. Στο χωριό είμαι εγώ. Μια παρέα πέντε ατόμων, από τους οποίους ο ένας χωριανός. Ένας από την παρέα, το 1947, δεκατεσσάρων χρόνων, είχε φιλοξενηθεί στο σπίτι μας για δυο μήνες. «Μας σήκωσαν από το χωριό, την Αγία Κυριακή και μας έφεραν εδώ». Από τα κτίσματα που θυμόταν υπάρχει ένα, το τότε μαντρί και οι μισοί τοίχοι του αχυρώνα. Δυστυχώς δεν τράβηξα φωτογραφίες, δε βασιζόμουνα στο κινητό.


update, 23.8.2007:





Το μαντρί και ο τοίχος του αχυρώνα με μικρή φωτογραφική μηχανή η οποία προέκυψε εν τω μεταξύ.