Η μοτοσυκλέτα δε σκοτώνει ζώα στις εθνικές οδούς˙ μόνο ζουζούνια και μυγάκια συνωστίζονται νεκρά στη ζελατίνα του κράνους και στο γυαλί του προβολέα. Στους δρόμους της πόλης, ούτε κι αυτά τα ζωντανά δεν κινδυνεύουν.
Κάποια άλλα, αδιάκριτα αυτά έντομα, βυθίζονται στο δάκρυ του μοτοσυκλετιστή καθώς τον βλέπουν να στρέφει λίγο πλάγια το πρόσωπο, όταν υπερβαίνει τα 120 χιλιόμετρα την ώρα, χωρίς κράνος. Είναι στιγμές που οι κανόνες ασφαλείας πνίγουν ό,τι έβγαλε τη μοτοσυκλέτα από το σωρό των οχημάτων και την ανέδειξε σε ταίρι του ανέμου.
Ό,τι ενδύεται ο μοτοσυκλετιστής έχει να κάνει με τα χάδια του αέρα και τη βία της ασφάλτου. Το βγάλσιμο του κράνους σε κάποιο σημείο μιας μακρινής διαδρομής είναι αποζήτηση τρυφερότητας και όχι κίνηση αφροσύνης όπως οι αδαείς πιστεύουν. Τότε οι κόμποι του ιδρώτα στο πρόσωπο του μοτοσυκλετιστή ελευθερώνονται σε άπειρες σταγόνες δροσιάς. Τα μαλλιά, όταν υάρχουν, ξεχύνονται σ’ έναν νευρικό χορό και ραπίζουν το πρόσωπο του οδηγού που τα φυλάκιζε μες στο κράνος, κάθε φορά που αυτός στρέφει το κεφάλι αριστερά και πίσω για να επιχειρήσει μία προσπέραση.
Μα και η παρουσία του κράνους μη νομίσετε πως δεν οδηγεί σε μονοπάτια χαράς τον μοτοσυκλετιστή. Έχετε ποτέ αναλογιστεί πόση μουσική μπορεί να βγάλει το κράνος, ανάλογα με το ανασήκωμα της ζελατίνας, το σφίξιμο της βίδας που την συγκρατεί και τα μπόσικα που βρίσκει – το κράνος, όχι η βίδα – στο κεφάλι; Κι όταν βρέχει και το τζάμι είναι χαραγμένο – απ’ τις ριπές της σκόνης, απ’ το άτσαλο σφούγγισμα μετά το πλύσιμο – και πρέπει ο οδηγός να βρει τη σωστή κλίση, σαν το λογιστή που βλέπει πάνω από τα γυαλιά του, για να δει κάτω απ’ τη ζελατίνα η οποία σαν ομπρέλα προφυλάσσει τα μάτια απ’ τις σταγόνες-βελόνες, τότε το κράνος παίζει λεπτεπίλεπτα κρουστά, ακίδες κάκτου σε σωλήνα μπαμπού να κατρακυλάνε.
Τα τρυφερά κράνη του ζευγαριού που αγκαλιάζεται σφιχτά πάνω στη μοτοσυκλέτα˙ το αμήχανο κράνος του συνεπιβάτη που τσουγκρίζει μ’ εκείνο του οδηγού στ’ απότομα φρεναρίσματα ή το χαδιάρικο κράνος που κουρνιάζει στον δεξί ώμο του μοτοσυκλετιστή.
Τα κράνη που κρέμονται απειλητικά από τους βραχίονες και συγκρούονται με τους καθρέφτες των ταξιτζήδων.
Το κράνος εκείνο, που τρυφερά το δίνει ο οδηγός στην κοπέλα του πίσω – όπως έδινε το σακάκι του ο παλιός Έλληνας γόης στο σινεμά – κι αυτή δεν το δένει, της είναι μεγάλο και στο απότομο πέταγμα της μηχανής μπροστά (για σφήνα, για προσπέραση, για γούστο δεν έχει σημασία), φεύγει, πετάει και τινάζεται απ’ τις ρόδες του κόκκινου λεωφορείου που ακολουθεί απειλητικό και καταλήγει στο πεζοδρόμιο, ολοστρόγγυλο και γυαλιστερό παρόλ’ αυτά, με χαρακιές ανεξίτηλες πάνω του να θυμίζουν. Το κεφάλι της κοπέλας στρέφεται απορημένο να δει τι έγινε, να δει που θα κατέληγε αν, μαζί με το υπόλοιπο σώμα, δεν ήταν αγκιστρωμένο στην πλάτη του μοτοσυκλετιστή. Η επαφή σώζει τον συνεπιβάτη.
Τα κράνη που μερικές φορές μας θυμίζουν τους συνειρμούς που κρατούσαν τον Γιώργο Ιωάννου μακριά απ’ τ’ αυτοκίνητο επειδή έβλεπε με φρίκη τα τζάμια να τον απομονώνουν από το περιβάλλον˙ από τη ζωή που έξω σφύζει. Φανταστείτε τον ερωτευμένο μοτοσυκλετιστή να θέλει πάνω στη δύσκολη στροφή, στην παράτολμη προσπέραση να χαμογελάσει στην αγαπημένη του, να της κλείσει το μάτι. Αδύνατον! Το κράνος του στερεί αυτού του είδους την τρυφερότητα και τον σπρώχνει να κατεβάσει το χέρι – εκεί, πάνω στα δύσκολα – και να της χαϊδέψει το πόδι ή ν’ ανασηκώσει τη ζελατίνα και ν’ αφήσει μια κραυγή ελπίζοντας πως κάτι απ’ αυτήν θα περισωθεί και θα φτάσει στ’ αυτιά που πρέπει να φτάσει για να διηγηθεί το κατόρθωμά του.
Το κράνος το μαύρο μες στο καλοκαίρι, το κράνος με τ’ αυτοκόλλητα που τρώνε τη σάρκα του και το κράνος που φωνάζει υστερικά Harley – Davidson όταν κάτω απ’ τα πόδια στριμώχνεται ένα θλιβερό Special της Yamaha ή, έστω, σπαρταρά ένα πιο στιβαρό μοντέλο μεν, άσχετο με το κράνος δε. Τα κράνη δεν κάνουν τη μοτοσυκλέτα όπως τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Θυμηθείτε τον Jack Nikolson στον Easy rider και το εξαίσιο κράνος του μπέηζ μπωλ ή κάποιου άλλου αμερικάνικου αθλήματος που θριάμβευε στο κεφάλι του και δεν προσέβαλε καθόλου την Harley που οδηγούσε ο Fonda ή ο Hopper δεν θυμάμαι.
Και, τέλος, το ζευγάρι των Ιταλών πάνω στη Moto Guzzi, που τους έπιασε βροχή έξω από την Πάτρα και μπήκαν κάτω από τη γέφυρα, βγάλαν απ’ τις βαλίτσες – της μοτοσυκλέτας, οι άλλες ακολουθούσαν φορτωμένες σ’ ένα Autobianchi – τις αδιάβροχες φόρμες και άλλαξαν, ναι άλλαξαν τα κράνη που φορούσαν με τα καινούρια που συνόδευαν τα νέα ρούχα˙ για την βροχή πιο ειδικά; Με τις φόρμες πιο ταιριαστά; Νοικοκυριό; Τρέλα; Επίδειξη; Φετίχ;
- Μοτοσυκλέτα!
Υ.Γ. Δημοσιεύτηκε στο περ. Δυτικώς, αρ. 14, Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 2000.
Η εικόνα: Αλέκος Φασιανός / Ελευθεροτυπία, 3.7.2000
Κάποια άλλα, αδιάκριτα αυτά έντομα, βυθίζονται στο δάκρυ του μοτοσυκλετιστή καθώς τον βλέπουν να στρέφει λίγο πλάγια το πρόσωπο, όταν υπερβαίνει τα 120 χιλιόμετρα την ώρα, χωρίς κράνος. Είναι στιγμές που οι κανόνες ασφαλείας πνίγουν ό,τι έβγαλε τη μοτοσυκλέτα από το σωρό των οχημάτων και την ανέδειξε σε ταίρι του ανέμου.
Ό,τι ενδύεται ο μοτοσυκλετιστής έχει να κάνει με τα χάδια του αέρα και τη βία της ασφάλτου. Το βγάλσιμο του κράνους σε κάποιο σημείο μιας μακρινής διαδρομής είναι αποζήτηση τρυφερότητας και όχι κίνηση αφροσύνης όπως οι αδαείς πιστεύουν. Τότε οι κόμποι του ιδρώτα στο πρόσωπο του μοτοσυκλετιστή ελευθερώνονται σε άπειρες σταγόνες δροσιάς. Τα μαλλιά, όταν υάρχουν, ξεχύνονται σ’ έναν νευρικό χορό και ραπίζουν το πρόσωπο του οδηγού που τα φυλάκιζε μες στο κράνος, κάθε φορά που αυτός στρέφει το κεφάλι αριστερά και πίσω για να επιχειρήσει μία προσπέραση.
Μα και η παρουσία του κράνους μη νομίσετε πως δεν οδηγεί σε μονοπάτια χαράς τον μοτοσυκλετιστή. Έχετε ποτέ αναλογιστεί πόση μουσική μπορεί να βγάλει το κράνος, ανάλογα με το ανασήκωμα της ζελατίνας, το σφίξιμο της βίδας που την συγκρατεί και τα μπόσικα που βρίσκει – το κράνος, όχι η βίδα – στο κεφάλι; Κι όταν βρέχει και το τζάμι είναι χαραγμένο – απ’ τις ριπές της σκόνης, απ’ το άτσαλο σφούγγισμα μετά το πλύσιμο – και πρέπει ο οδηγός να βρει τη σωστή κλίση, σαν το λογιστή που βλέπει πάνω από τα γυαλιά του, για να δει κάτω απ’ τη ζελατίνα η οποία σαν ομπρέλα προφυλάσσει τα μάτια απ’ τις σταγόνες-βελόνες, τότε το κράνος παίζει λεπτεπίλεπτα κρουστά, ακίδες κάκτου σε σωλήνα μπαμπού να κατρακυλάνε.
Τα τρυφερά κράνη του ζευγαριού που αγκαλιάζεται σφιχτά πάνω στη μοτοσυκλέτα˙ το αμήχανο κράνος του συνεπιβάτη που τσουγκρίζει μ’ εκείνο του οδηγού στ’ απότομα φρεναρίσματα ή το χαδιάρικο κράνος που κουρνιάζει στον δεξί ώμο του μοτοσυκλετιστή.
Τα κράνη που κρέμονται απειλητικά από τους βραχίονες και συγκρούονται με τους καθρέφτες των ταξιτζήδων.
Το κράνος εκείνο, που τρυφερά το δίνει ο οδηγός στην κοπέλα του πίσω – όπως έδινε το σακάκι του ο παλιός Έλληνας γόης στο σινεμά – κι αυτή δεν το δένει, της είναι μεγάλο και στο απότομο πέταγμα της μηχανής μπροστά (για σφήνα, για προσπέραση, για γούστο δεν έχει σημασία), φεύγει, πετάει και τινάζεται απ’ τις ρόδες του κόκκινου λεωφορείου που ακολουθεί απειλητικό και καταλήγει στο πεζοδρόμιο, ολοστρόγγυλο και γυαλιστερό παρόλ’ αυτά, με χαρακιές ανεξίτηλες πάνω του να θυμίζουν. Το κεφάλι της κοπέλας στρέφεται απορημένο να δει τι έγινε, να δει που θα κατέληγε αν, μαζί με το υπόλοιπο σώμα, δεν ήταν αγκιστρωμένο στην πλάτη του μοτοσυκλετιστή. Η επαφή σώζει τον συνεπιβάτη.
Τα κράνη που μερικές φορές μας θυμίζουν τους συνειρμούς που κρατούσαν τον Γιώργο Ιωάννου μακριά απ’ τ’ αυτοκίνητο επειδή έβλεπε με φρίκη τα τζάμια να τον απομονώνουν από το περιβάλλον˙ από τη ζωή που έξω σφύζει. Φανταστείτε τον ερωτευμένο μοτοσυκλετιστή να θέλει πάνω στη δύσκολη στροφή, στην παράτολμη προσπέραση να χαμογελάσει στην αγαπημένη του, να της κλείσει το μάτι. Αδύνατον! Το κράνος του στερεί αυτού του είδους την τρυφερότητα και τον σπρώχνει να κατεβάσει το χέρι – εκεί, πάνω στα δύσκολα – και να της χαϊδέψει το πόδι ή ν’ ανασηκώσει τη ζελατίνα και ν’ αφήσει μια κραυγή ελπίζοντας πως κάτι απ’ αυτήν θα περισωθεί και θα φτάσει στ’ αυτιά που πρέπει να φτάσει για να διηγηθεί το κατόρθωμά του.
Το κράνος το μαύρο μες στο καλοκαίρι, το κράνος με τ’ αυτοκόλλητα που τρώνε τη σάρκα του και το κράνος που φωνάζει υστερικά Harley – Davidson όταν κάτω απ’ τα πόδια στριμώχνεται ένα θλιβερό Special της Yamaha ή, έστω, σπαρταρά ένα πιο στιβαρό μοντέλο μεν, άσχετο με το κράνος δε. Τα κράνη δεν κάνουν τη μοτοσυκλέτα όπως τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. Θυμηθείτε τον Jack Nikolson στον Easy rider και το εξαίσιο κράνος του μπέηζ μπωλ ή κάποιου άλλου αμερικάνικου αθλήματος που θριάμβευε στο κεφάλι του και δεν προσέβαλε καθόλου την Harley που οδηγούσε ο Fonda ή ο Hopper δεν θυμάμαι.
Και, τέλος, το ζευγάρι των Ιταλών πάνω στη Moto Guzzi, που τους έπιασε βροχή έξω από την Πάτρα και μπήκαν κάτω από τη γέφυρα, βγάλαν απ’ τις βαλίτσες – της μοτοσυκλέτας, οι άλλες ακολουθούσαν φορτωμένες σ’ ένα Autobianchi – τις αδιάβροχες φόρμες και άλλαξαν, ναι άλλαξαν τα κράνη που φορούσαν με τα καινούρια που συνόδευαν τα νέα ρούχα˙ για την βροχή πιο ειδικά; Με τις φόρμες πιο ταιριαστά; Νοικοκυριό; Τρέλα; Επίδειξη; Φετίχ;
- Μοτοσυκλέτα!
Υ.Γ. Δημοσιεύτηκε στο περ. Δυτικώς, αρ. 14, Θεσσαλονίκη, Ιούλιος 2000.
Η εικόνα: Αλέκος Φασιανός / Ελευθεροτυπία, 3.7.2000