Σάββατο, Νοεμβρίου 17, 2012

Θέατρο δρόμου για το Πολυτεχνείο

Η βασική σκέψη για τον εφετινό γιορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου ήταν να μπει στο παιχνίδι όλο το σχολείο. Δηλαδή και ο χώρος. 
Έτσι το αίθριο έγινε σκηνή και το εσωτερικό όλο σκηνικό.






Τεχνικοί, ηθοποιοί, σκηνικά, έτοιμα.



1η σκηνή: 1967
1. Ακούγεται τραγούδι του 1967 σε ραδιοφωνική εκπομπή (ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ).

2. Πέφτει ένα κινέζικο πανό με τον τίτλο της σκηνής.


3. Μία μεγάλη ομάδα αγοριών και μία αντίστοιχη κοριτσιών μπαίνουν στην πλατεία.
Δύο αγόρια και δύο κορίτσια ξεχωρίζουν, στέκονται αντιμέτωπα (αγόρι-αγόρι, κορίτσι-κορίτσι) και προχωρούν το ένα προς το άλλο. Όποιο παιδί πατήσει το πόδι του άλλου διαλέγει πρώτο άτομο για την ομάδα του. Εναλλάξ ολοκληρώνονται οι επιλογές με όσα παιδιά επιλέγονται να συντάσσονται πίσω από τον αρχηγό. Όσα είναι προς επιλογήν εκδηλώνουν την προθυμία τους να πάνε με τον ένα ή τον άλλο αρχηγό. Θα παίξουν μπάσκετ τα αγόρια και μήλα τα κορίτσια.






4. Το τραγούδι σταματάει απότομα.
5. Στη θέση του αρχίζει να μεταδίδεται ένα εμβατήριο
(Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά - Eλληνικά Εμβατήρια).


6. Ακούγεται διάγγελμα που αναγγέλλει την επιβολή της δικτατορίας και την απαγόρευση των συγκεντρώσεων πέραν των δύο ατόμων
(ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΟ - 21_4_1967 _ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΑΣΑΣ ΣΥΝΑΘΡΟΙΣΗΣ).


7. Τα παιδιά ακούνε κοκαλωμένα και διαλύονται τρομαγμένα.


2η σκηνή:1968
1. Πέφτει ένα κινέζικο πανό με τον τίτλο της σκηνής.


2. Εμφανίζονται θρανία στη μία μεριά της σκηνής. 
Ατμόσφαιρα φοιτητικής συνέλευσης. Ψηφοφορία.



3. Τα θρανία μετατρέπονται σε οδοφράγματα. 
Καπνοί βγαίνουν. 
Κάποια παιδιά μοιράζουν στους θεατές αφισάκια του Μάη του '68.



4. Πάγωμα.
5. Ακούγεται η φωνή του Robin Williams με το Good morning Vietnam 
(Good Morning Vietnam – Trailer) 
και αμέσως μετά το τραγούδι των πεζοναυτών από το Full metal jacket 
(Full Metal Jacket Soundtrack - I wanna be a Drill Instructor with Lyrics).

 

6. Τα παιδιά μαζεύονται στο ένα άκρο της σκηνής και σε παράταξη κοιτάνε απέναντι.
Με βηματισμό πεζοναυτών προχωράνε.





7. Απέναντί τους κατεβαίνει αργά ένα πανό με την γνωστή φωτογραφία με το κορίτσι που τρέχει γυμνό για να γλυτώσει από τις ναπάλμ. Ακούγεται στα ηχεία ένα κομμάτι από την ταινία Αποκάλυψη, τώρα (Wagner - Ride of the Valkyries).

8. Τα παιδιά πρώτα σκορπίζουν, κατεβάζουν τα κεφάλια σε υπόκλιση, πλησιάζουν την αφίσα, την κατεβάζουν, τη βάζουν στη μασχάλη τους και αποχωρούν.









3η σκηνή: 1967-1973
1. Πέφτει ένα κινέζικο με τον τίτλο της σκηνής.
2. Δικτατορία. Το σκηνικό μετατρέπεται σε θάλαμο βασανιστηρίων, στη θέση των πάγκων τα θρανία.
3. Πεζά με σκηνές βασανιστηρίων επί χούντας: Μάρω Δούκα, Μαργαρίτα Λυμπεράκη.

ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ: Ο φρουρός με τα χρυσά δόντια και το κλαδάτο πουκάμισο κλότσησε την πόρτα: Σε θέλουν απάνω. Ανασηκώθηκα ακουμπιστά στο ντουβάρι, σερνόμουν στις φτέρνες. Είπε ακόμη να ρίξω λίγο νερό στο μούτρο μου. Και μου φάνηκε ότι κουνήθηκαν οι μασέλες του. Στηρίχτηκα στον τσιμέντινο νεροχύτη. Ένα ποντίκι πέρασε ανάμεσα απ’ τα πόδια μου και χώθηκε στη μαύρη πλάκα. Επαναλάβαινα μαύρη πλάκα, μαύρη πλάκα και σαν να φυσούσαν μέσα μου οι ανάσες των κελιών. Στην υπόγεια αυλή ερημιά. Τις γυναίκες τις είχαν μαζέψει στο καμαράκι, τις είδα σκυμμένες με τα κεφάλια προς τη μεριά του τοίχου. Τους άντρες τους είχαν κατεβάσει στο μπουντρούμι.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Ο Καίνιχ με έδερνε καθημερινά. Προτού με δείρει μου έδειχνε το μέγεθος της γροθιάς του και το δαχτυλίδι με το μονόγραμμά του. Αυτό το δαχτυλίδι έκανε τις γροθιές του πολύ πιο επώδυνες. Άρχισα να κάνω αιμοπτύσεις. Ο Καίνιχ επίσης με χρησιμοποιούσε κυριολεκτικά για να κάνει μάθημα στους άλλους εσατζήδες. Με έπαιρνε από το κελί και έδειχνε στους άλλους πώς έπρεπε να χτυπούν. Ήμουν ο σάκος με την άμμο για να γίνεται αυτό το μάθημα. Ένα πρωί με έριξε σε δυο σωρούς τούβλα και άρχισε να με χτυπάει με τα τούβλα και να με κλωτσάει παντού, ιδίως στα γεννητικά όργανα. Την ημέρα εκείνη αποφάσισα ν’ αυτοκτονήσω. Δεν άντεχα άλλο. Δεν ήξερα πού θα πήγαιναν τα πράγματα.
ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ: Πριν μια βδομάδα μ’ είχαν ανεβάσει στα Τουρκοβούνια. Κοίταζα το φεγγάρι συννεφιασμένο, μ’ έγδυσαν και με δέρναν. Χαμήλωνε το φεγγάρι, χαμήλωνε, μετά που άνοιξα τα μάτια μου βρισκόμουν στο κελί. Χτυπούσαν τα δόντια μου κι έκανα εμετό. Αγωνιούσα να μικρύνω στη γωνιά μου. Ήθελα να γίνω κουλούρα, έτρεμα κι οι πατούσες μου καίγαν. Εκείνος με τα σκιστά μάτια και το ξυρισμένο κεφάλι μού ’χωνε ένα βρομόπανο στο στόμα. Κατάπινα τους εμετούς μου κι έτρεμα.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Το χειρότερο βασανιστήριο στο ΚΕΣΑ ήταν η αναμονή του βασανισμού μου. Την ώρα του ξυλοδαρμού βάζαν στα μεγάφωνα το τραγούδι «ο Χάρος βγήκε παγανιά». Μας φώναζαν ετοιμασθείτε. Και περιμέναμε τη σειρά μας. Το ξύλο άρχιζε στις 9 και ήξερα ότι στο δικό μου κελί θα έφθαναν στις 12. Ήξερα ότι θα έμπαιναν μέσα να με χτυπήσουν. Και μέχρι τότε άκουγα τις κραυγές των κρατουμένων και τους αλαλαγμούς χαράς των βασανιστών. Μετρούσα τα κελιά κι έλεγα γιατί δεν είνμαι στο πρώτο, να τελειώνω. Φοβερό να περιμένεις το ξύλο. Χειρότερο κι από το ξύλο. Ν’ ακούς από δίπλα «μάνα μου θα πεθάνω», φωνές όπως σφάζουν τα μοσχάρια.
ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ: Με βασάνιζαν για να τους τα πω όλα. Ο αστυνόμος γελά και δείχνει τα δοντάκια του: θα με πετάξει από το παράθυρο. Ό άλλος με το ψαλιδισμένο μουστακάκι θα μου ξεριζώσει ένα ένα τα νύχια μου. Η μπλούζα μου έχει κοκαλώσει και με πονά στην πλάτη. Ο αστυνόμος με τα δοντάκια και τα γαλανά μάτια προτού μ’ ανεβάσουν στην ταράτσα έφερε το τσιγάρο στα ματόφυλλά μου. Μ’ έκαιγε ο καπνός, λίγο αν έκλεινα τα ματόφυλλα η στάχτη θα με τύφλωνε. Κρατήθηκα ώσπου κυλούσαν δάκρυα. Κάθε φορά που μ’ ανέβαζαν στον Τέταρτο έτρεμα μήπως μιλήσω. Και κάθε φορά άντεχα. Γέμιζε το δωμάτιο απ’ τη φοβέρα τους και μ’ εξόργιζαν.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Ήθελα ν’ αυτοκτονήσω. Έκανα συνέχεια αιμοπτύσεις. Δε με κρατούσαν πια τα πόδια μου. Είχα μείνει πενήντα κιλά. Μια μέρα άκουσα το γιατρό για μένα αυτός είναι έτοιμος να πεθάνει. Τότε έγινε μια αλλαγή μέσα μου. Το ’ξερα πως ο θάνατος ήταν απέναντι σ’ ένα βήμα και είπα αυτό το βήμα δεν θα το κάνω. Ορκίστηκα: θα βγω ζωντανός από εδώ. Δεν θα τους κάνω το χατήρι. Θα ζήσω.
ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ: Ήρθαν άλλες τριάντα μέρες ακόμη. Έφυγε ο Ιούλης, έκλεινα τρεις μήνες στην Ασφάλεια. Την τελευταία βδομάδα μ’ είχαν ξεχάσει. Υπολόγιζα ότι σύντομα θα με στείλουν στις φυλακές, όπως γίνεται σε παρόμοιες περιπτώσεις. Κι ένα βράδυ, εκείνος με το ξυρισμένο κεφάλι και τα σκιστά μάτια ήρθε? δίχως πολλά μου άνοιξε το στόμα και σβήνει το τσιγάρο του στον ουρανίσκο μου. Δεν ήταν το φρικτότερο, όμως αν εκείνη τη στιγμή μ’ έσερναν γι’ ανάκριση ήμουν παραδομένη να τους τα γράψω όλα. Αλλά μ’ άφησε να σκούζω και χίμηξε στο διπλανό κελί.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗ: Το πιο δύσκολο δεν ήταν πια το ξύλο αλλά η χαλιναγώγηση του εαυτού μου. Ο συντονισμός: σκέψη, συναίσθημα και κίνηση σ’ ένα μοναδικό σκοπό, την επιβίωση. Το κάθε ψίχουλο ήταν βασικό στοιχείο για να ζήσεις, δεν μπορούσες να το περιφρονήσεις, ήταν βιταμίνη. Δεν άφηνα ψίχουλο. Μετρούσα τα βήματά μου. Κι αποφάσισα να μην ακούω τις κραυγές των άλλων την ώρα του ξυλοδαρμού. Να μην ακούω τις κραυγές κανενός. Στόχος μου μοναδικός η επιβίωση, είπα λοιπόν δεν θα ακούω.








4. Τα παιδιά πηγαίνουν στους πάγκους, με πρόσωπο στο κοινό
και τραγουδάνε το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη,
Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα
(Μίκης Θεοδωράκης Αντώνης Καλογιάννης Το Σφαγείο).
Σιγά σιγά συγκλίνουν και σκεπάζουν με τα κορμιά τους τους βασανισθέντες.







4η σκηνή: 1973
1. Πέφτει ένα κινέζικο με τον τίτλο της σκηνής.
2. Τα θρανία συγκεντρώνονται στη μία άκρη της σκηνής ενώ στην άλλη τοποθετούνται τραπεζάκια και καρέκλες. Φοιτητικό αμφιθέατρο και μπουάτ. Μόλις καθίσουν τα παιδιά, ξεκινάει η κίνηση στο αμφιθέατρο, όπως στη σκηνή 1968.

3. Μόλις ξεκινήσει το τραγούδι Πότε θα κάνει ξαστεριά (Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ (ΠΟΤΕ ΘΑ ΚΑΜΕΙ ΞΑΣΤΕΡΙΑ), τα παιδιά με ντουτούκες εκφωνούν τα συνθήματα του Πολυτεχνείου και καταλήγουν στην μπουάτ όπου ενώνουν τις φωνές τους μ’ αυτήν του Ψαραντώνη.







4. Στην άδεια πλευρά της σκηνής κατεβαίνει ένα νυφικό, μία κουρελού, ρούχα που συγκροτούν μία προίκα.
5. Όλος ο κόσμος μεταφέρεται στα προικιά, τα κατεβάζει, τα διπλώνει και ξεκινάει μια γαμήλια πομπή.
6. Τραγουδούν το Ωραία που είναι η νύφη μας (ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝ’ Η ΝΥΦΗ ΜΑΣ).









7. Πρώτο πάγωμα: στα ηχεία ακούγεται η ανακοίνωση για τους αλήτες στο Πολυτεχνείο.
8. Δεύτερο πάγωμα: στα ηχεία ακούγεται ο ραδιοσταθμός του Πολυτεχνείου, Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο (hxhtiko documento polytechnio 73.wmv).



9. Ο κόσμος εγκαταλείπει τα προικιά στο δρόμο και σκορπίζει. Ξαναπαίρνουν τις ντουτούκες και συνεχίζουν τα συνθήματα. Μένει η υποψήφια νύφη μόνη με το νυφικό στο χέρι.






10. Ακούγεται εκκωφαντικός θόρυβος από ερπύστριες. Ο κόσμος οπισθοχωρεί και σχηματίζει ένα κλοιό προστασίας της νύφης. Στα ηχεία η φωνή του εκφωνητή: Αδέλφια μας στρατιώτες. Αδέλφια μας στρατιώτες. Εθνικός ύμνος (η επίθεση των τάνκς - πολυτεχνειο 1973).











11. Ακούγονται πυροβολισμοί, σταματάει η εκπομπή, τα παιδιά ξαπλώνουν όλα στο δρόμο.
12. Ένα κόκκινο πανί κατεβαίνει από ψηλά και τα σκεπάζει.








13. Ποιήματα και πεζό για τον Διομήδη Κομνηνό: Ανέστης Ευαγγέλου, Ευγενία Φακίνου, Δημήτρης Ραβάνης-Ρέντης.

ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ:
Ωραία που λάμπουν
ματωμένα τα στήθη
των αδελφών μου.

ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ:
Αχ, το αίμα, το αίμα
αδέρφια μου που εχύθη
πού να το κρύψω.

ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ:
Ω, να προσπέσω
στα κάγκελά σου, Πόρτα,
τα στρεβλωμένα.

ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ:
Τα πόδια ετούτα
να προσκυνήσω, κόρη,
που σ’ τα ετσακίσαν.

ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ:
Το χώμα τούτο
Έλληνες κλείνει εφήβους.
Διαβάτη στάσου.

ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ:
Ε, μαυροπούλι!
Πες τους πως στην καρδιά μου
τους έχω κλείσει.

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ: Όταν μάθαμε ότι το γειτονόπουλό μας ο Διομήδης Κομνηνός, που έμενε στην οδό Έκτορος, απέναντι απ’ την Αφροδίτη, ήταν ανάμεσα στους νεκρούς του Πολυτεχνείου παγώσαμε. Τον ξέραμε από παιδάκι. Αποφασίσαμε με τη μάνα μου και την Αφροδίτη, που συνδεόταν πιο στενά, να πάμε στην κηδεία του. Πήρα και το γιο μου μαζί, που ήταν δύο ετών. Στο νεκροταφείο του Ζωγράφου που θα γινόταν η κηδεία πίστευα ότι θα έβλεπα όλη η γειτονιά. Είχα κάνει λάθος. Περισσότεροι ήταν οι ασφαλίτες απ’ τους συγγενείς και φίλους. Ο τρόμος βασίλευε στην πόλη. Ήταν μια περίεργη τελετή. Σιωπηλή, αν και συνοδεύαμε ένα παιδί δεκαέξι χρόνων. Μόνο τα βλέμματα μιλούσαν. Αν τυχαία ακουμπούσαν στις φιγούρες των «μυστικών», κατέβαιναν βιαστικά στο χώμα. Αλλιώς στέκονταν στα μάτια του άλλου, που είχε έρθει να δηλώσει και κάτι επιπλέον εκτός από τη συμπαράστασή του στην οικογένεια του Διομήδη.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΒΑΝΗΣ-ΡΕΝΤΗΣ:
Βεβαίως,
Είχε βεβαρυμένον παρελθόν ο Διομήδης.

Πέντε χρονών στους ώμους του πατέρα του
φώναζε για λευτεριά στην Κύπρο,
δέκα χρονών ξυπόλητος,
με μια φέτα ψωμί στην τσέπη,
βάδιζε στην πορεία της ειρήνης,
στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία.

Στα δεκαεπτά
μ’ ένα πλακάτ στο χέρι:
Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία.

ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ:
Απ’ τους νεκρούς πιο
αμείλικτο δικαστή
ξέρεις κανέναν;

ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ:
Χάδι μητέρας
αττικό χώμα γίνου
για τον Διομήδη.

ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ:
Λάμψαν τα ουράνια-
ψηλά ανεβαίνει ωραίος
ο Διομήδης.

ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ:
Αυτοί ’ναι οι άγιοι
που πίστεψα, παιδί μου.
Μην το ξεχάσεις.

ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ:
Μάταια φωνάζεις-
οι νεκροί δεν ακούνε.
Δε ζωντανεύουν.


5η σκηνή: 1974+
1. Μεταπολίτευση. Ανακοίνωση έλευσης του Καραμανλή. Κινέζικο με τη χρονιά.

2.  Σηκώνονται κάποια παιδιά ενώ παραμένουν λίγα ξαπλωμένα, νεκρά.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ:
Φίλιππε δεν περίμενα πως θα σε βρίσκανε!
Άκου τα νέα μας λοιπόν.
ο Σάχης της Περσίας υποστήριζε τον Παπαδόπουλο
αλλά στη μάχη του Πολυτεχνείου νίκησαν οι Έλληνες!
Εκεί στην πύλη την πλατειά έγινε ο τάφος του περσισμού
ενώθηκαν όλοι οι καθηγητές με το Λαό.
Βγάλαμε πάλι την ελευθερία από τον γύψο.
Μας αναγνώρισαν γι’ αυτό οι Σκύθες και οι Τριβαλλοί.




ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΣ:
Ξεχυθήκαμε στους δρόμους και πάλι.
Κουρέλια ακόμα η φωνή μας
Δεν μπόρεσε τίποτα να πει…
Οι δολοφόνοι πλένουν τα χέρια τους
Στους νεροχύτες…
Σκουπίζονται απ’ τα σχισμένα
Πουκάμισα.
Κατουράνε το αίμα μας
Με χοντρές μάνικες
Για να ξεπλυθούνε τα πεζοδρόμια
Να πάει ο κόσμος
Ήσυχα στη δουλειά του το πρωί
Μην αγριέψει το μάτι του.
Μη θυμηθεί το μεσημέρι
Το σκοτωμένο πρωινό
Και ανταριέψει…
Τα υπόλοιπα είναι για το τραγούδι
Μένει μονάχα να θυμόμαστε
Ξανά και ξανά
Στα μνημόσυνα και στις επετείους
Πως το κρατούμενο
Δεν είναι ένα…
Μαζεύτηκαν πολλά
Θα χάσουμε το λογαριασμό
Κι είναι που μας χρωστάνε
Ανεξόφλητη επιταγή το αίμα μας.

3. Όλα όσα έχουν σηκωθεί ντύνονται με ρούχα της επόμενης δεκαετίας. Βολτάρουν στη πλατεία. Η νύφη είναι αγκαζέ με τον σύζυγο και σπρώχνουν ένα παιδικό καροτσάκι.
4. Με το τραγούδι σε στίχους Νίκου Γκάτσου στα ηχεία (Κοίτα με στα μάτια-Δ.Γαλάνη (Μ.Χατζιδάκι-Ν.Γκάτσου), υπόκλιση, τέλος.







Βασική πηγή ήταν το βιβλίο του Ηλία Γκρη, Το μελάνι φωνάζει, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2003 και το διαδίκτυο.
Η ιδέα για τον ματαιωμένο γάμο, από κείμενο της Ρέας Γαλανάκη, στο εν λόγω βιβλίο.