Πριν τέσσερα χρόνια (7/9/2002), για τις ανάγκες μιας θεατρικής παράστασης, μεταποίησα ένα όμορφο διήγημα (Ρενέ Αβιλές Φαβίλα, Η Μιραμπέλ, διήγημα, μετάφραση Τερέσα Καστινέιρα, περ. Χάρτης, αρ. 24, Αθήνα, Μάιος 1987) σε μπαλάντα. Η παράσταση ανέβηκε μία και μοναδική φορά, η μπαλάντα τραγουδήθηκε πολύ όμορφα. Η εικόνα που λάμπει στην οθόνη, ξεσηκώθηκε από την εφημερίδα Καθημερινή (11/8/2002) από κείμενο για μία έκθεση, χωρίς αναφορά στον καλλιτέχνη δυστυχώς και κοσμούσε την πρόσκληση για την παράσταση. Τίτλος της παράστασης, στίχος της Κικής Δημουλά: Σκύβοντας, ουρανό ατένιζα. Θέμα της και υλικό της, κείμενα που μιλάνε για γυναίκες. Μια από τις γυναίκες, η άτυχη Μιραμπέλ.
Ι
Ήτανε μάγισσα, το ήξερα καλά
ας πέθαινε, μα ήθελα γερό χαρτί να έχω
ήταν κακότροπο παιδί του Σατανά
κι εγώ το νόμο του Θεού καλά κατέχω.
Με τράβηξε η σπάνιά της ομορφιά
με βύθισε στον έρωτά της με απάτη
έριχνε σκόνη στον καφέ για σιγουριά
και στο λαιμό για φυλαχτό είχε ’να μάτι.
ανθρώπων κόκαλα και βάτραχων το αίμα
και αν υπέκυψα στον πόθο τον ερωτικό
οι ουσίες φταίγανε και το κακόβουλο το πνεύμα.
Είδα ταινίες με βρικόλακες στοιχειά
σπούδασα τρόμο στων βιβλίων το χαρτί,
βρήκα απάντηση, σωστή όσο καμιά:
στα μάγια, όπλα, ο σταυρός και το σπαθί.
ΙΙ
Έπρεπε κάποτε με όλα να τελειώσω
ήθελα μόνο την κατάλληλη στιγμή
έβρεχε κι ήξερα πως πρέπει να σκοτώσω
παντού βασίλευε μια νεκρική σιωπή.
ήρθε μ’ ακούμπησε και είπε τ’ όνομά μου
δεν της απάντησα και όπως το φοβόμουν
αποτραβήχτηκε αργά από σιμά μου.
η Μιραμπέλ πάνω στη χύτρα ανταριασμένη
με μάτια κόκκινα και με διαολοπροσευχές
ετοίμαζε φαρμάκια η κολασμένη.
και ούτε να καεί σαν μάγισσα μεσ’ στην πλατεία
εμένα έστειλε ο Θεός για δικαστή
να καθαρίσω απ’ τη βρωμιά την κοινωνία.
ο φόβος πέτρωνε το νου και την καρδιά μου
πήρα το όπλο το βαρύ και το παλιό
και το εγύρισα προς την διαόλισσά μου.
φώναξα, πέθανε πια κακούργο τέρας
κι άδειασα πάνω της φυσίγγια κυνηγιού
κι άδειασα πάνω της τον ήλιο της ημέρας.
κι όλα σταμάτησαν γύρω μου να κινούνται
περίμενα μ’ όλη μου την υπομονή
αερικά να ’ρθουν και φλόγες να αιωρούνται.
η μάγισσά μου ήταν ένα πτώμα
κι όταν με βρήκαν αστυνόμοι, δικασταί
στην ίδια στάση ήμουν και περίμενα ακόμα.
ΙΙΙ
Δεν ήταν μάγισσα, το έμαθα αργά
στην αίθουσα, το έμαθα, ενός δικαστηρίου
για μένα σπούδαζε της γεύσης μυστικά
απ’ τις σελίδες του Τσελεμεντέ κι ενός βοτανικού εγχειριδίου.
Η τιμωρία μου δεν είναι η φυλακή
αλλά της Μιραμπέλ η άγια ομορφιά της
ακούγεται την νύχτα η κακή μου η φωνή
να θέλει μάγια να ζεστάνουν και πάλι όπως πρώτα την καρδιά της.
κι αν θα την βρω εάν θα μ’ έχει συγχωρέσει
μα αμφιβάλλω, καταλαβαίνετε θαρρώ
η επιστήμη σ’ άλλον κόσμο δεν έχει μέχρι σήμερα πιστέψει.