4. Σούλα (Βιοτεχνία, δεκαετία ’70, πριν το ’74).
ΣΟΥΛΑ: Τα ’μαθες μωρή;
ΜΑΡΙΑ: Τι να μάθω καλέ;
ΣΟΥΛΑ: Πού ζεις εσύ; Δεν βλέπεις γύρω σου; Για κοίτα απέναντι, τι βλέπεις;
ΜΑΡΙΑ: Ό,τι έβλεπα πάντα. Την ταβέρνα του κυρ-Θάνου.
ΣΟΥΛΑ: Έτσι την έβλεπες μωρή τρελή; Για κοίτα καλύτερα. Ξέρεις τι ώρα είναι; Σου μοιάζει φυσιολογική;
ΜΑΡΙΑ: Για να δω καλέ! Τι έγινε; Κλειστή είναι;
ΣΟΥΛΑ: Μόνο κλειστή; Σφραγισμένη είναι. Η ασφάλεια κάρφωσε τις πόρτες.
ΜΑΡΙΑ: Γιατί;
ΣΟΥΛΑ: Πού να ξέρω;
ΜΑΡΙΑ: Σιγά μη δεν ξέρεις. Κι αυτά που είπες πού τα έμαθες;
ΣΟΥΛΑ: Φαίνονται. Εσύ δεν το είπες πως είναι κλειστή;
ΜΑΡΙΑ: Εγώ δεν είπα ότι η ασφάλεια κάρφωσε τις πόρτες Σούλα. Τι έγινε;
ΣΟΥΛΑ: Κοίτα. Ήμουνα με το Στράτο.
ΜΑΡΙΑ: Με ποιον;
ΣΟΥΛΑ: Μην τσιρίζεις. Δεν ήθελα να στο πω ακόμα. Ήθελα να προχωρήσει το πράγμα. Αλλά δεν το βλέπω να προχωράει. Γι’ αυτό δεν ήθελα να στο πω. Πού να ήξερα; Για το σινεμά ήρθαμε. Το μαγαζί του κυρ-Θάνου ήταν γεμάτο ασφαλίτες. Είχε έρθει ο γιος του. Ούτε που πρόλαβε να τον δει. Τον άρπαξαν και τον πήγαν κατ’ ευθείαν στην ασφάλεια. Δεν είχε άλλη αναβολή, είπανε. Θα τον πάρουν στο στρατό.
ΜΑΡΙΑ: Και οι σπουδές του;
ΣΟΥΛΑ: Καλά κρασιά. Για τη ζωή του να λες. Ξέρεις μωρή τι γίνεται έξω στον κόσμο; Χαλασμός γίνεται.
ΜΑΡΙΑ: Πού καλέ; Πώς το ξέρεις;
ΣΟΥΛΑ: Ο Στράτος ντε. Για γκόμενο έψαχνα, μπελά βρήκα. Όλο τέτοια μου λέει. Τ’ ακούει στο ραδιόφωνο κρυφά. Ντόυτσε Βέλλε. Να μην το πω σε κανέναν μου είπε. Το χεράκι του δεν τ’ άπλωσε πάνω μου. Τι να σου πω; Όλο νάζι και φιγούρα ήταν από μακριά και τώρα με όλο το ελεύθερο… άστα να πάνε. Όλο για κάτι φοιτητές μου λέει, πως θέλουν εκλογές, να πέσει η χούντα, τέτοια. Είμαι εγώ για τέτοια μωρή;
ΜΑΡΙΑ: Κι ο κυρ-Θάνος;
ΣΟΥΛΑ: Τον ψόφησαν στην ανάκριση όλη νύχτα. Γιατί έρχεται ο τάδε στο μαγαζί σου; Γιατί έρχεται κάθε χρόνο ο γιος σου; Άκου μωρή τρελή, τι τον ρώτησαν. Γιατί έρχεται ο γιος του. Τα έλεγε το πρωί στο Στράτο και βούρκωνε ο παππούλης. Αυτός που έβγαλε τη Μακρόνησο παλικάρι. Μη με ρωτήσεις, μωρή τρελή τι είναι η Μακρόνησος, χαμπάρι δεν έχω. Αλλά έτσι όπως το έλεγε ο Στράτος, πρέπει να ήταν κάτι σαν ήρωας ο κυρ-Θάνος που βγήκε παλικάρι σ’ αυτήν την Μακρόνησο.
ΜΑΡΙΑ: Και το Γιώργο; Τι θα τον κάνουν;
ΣΟΥΛΑ: Θα τον κουρέψουν με την ψιλή και θα τον στείλουν φαντάρο. Πάλι καλά να λες.
ΜΑΡΙΑ: Κι ο…πώς τον είπες; Στράτο; Πού τα ξέρει όλα αυτά; Πότε τον κατάφερες; Δε θα μου πεις; ΣΟΥΛΑ: Σιγά μην τον κατάφερα. Η Ρούλα μωρή, η κομμώτρια. Αυτή βρήκε την άκρη και γω βρήκα το κελεπούρι. Τζάμπα τα όνειρα που έκανα.
ΜΑΡΙΑ: Δε μου λες; Αυτός που μας κοιτάει από το παράθυρο, αυτός ντε, που κάθεται στην ταβέρνα μαζί μας, ήταν εκεί;
ΣΟΥΛΑ: Να τρελαθείς, μωρή σου λέω. Γι’ αυτόν ρωτούσε η ασφάλεια τον κυρ-Θάνο. Το πιστεύεις; Ο Χαμένος ανατρεπτικόν στοιχείον. Έτσι τον λέγανε. Ανατρεπτικόν. Πού έμπλεξα, που ήθελα μυστήριο η μαλακισμένη. Με καθαρεύουσες κι ασφάλειες και ανατρεπτικούς. Τέρμα. Δεν τον ξαναβλέπω μωρή. Δεν πα να είναι θεογκόμενος; Τέρμα.
5. Συνεχίζουν οι δύο (Οι δύο συνεχίζουν την κουβέντα τους. Σύγχρονη εποχή).
ΣΤΡΑΤΟΣ: Ο Γιώργος. Λοιπόν, μάθε και κάτι που δεν ξέρεις. Για να ακριβολογούμε, τίποτα δεν ξέρεις. Δεν είναι πως δε θυμάμαι. Αλλιώς θυμάμαι εγώ, αλλιώς θυμάσαι εσύ. Ξέρεις πού ήμουνα εκείνο το βράδυ που είχανε το Γιωργάκη και τον κυρ-Θάνο στην ασφάλεια; Εκεί, στο μαγαζί ήμουνα, απ’ έξω. Με τη Σούλα. Αυτήν που σε παραμύθιαζα πως τάχα δε θυμόμουνα. Που η κόρη της στήνεται από εδώ έξω. Είχαμε πάει σινεμά. Κανά δυο φορές βγήκαμε, όλο κι όλο. Δεν την ξαναείδα. Μπροστά στα μά-τια μας τους ρίξανε μέσα στη λιμουζίνα. Το πρωί ξαναπήγα. Σε μένα μίλησε ο κυρ-Θάνος. Γι’ αυτό πήγα. Ευτυχώς τον κράτησαν μόνο μία νύχτα. Ευτυχώς…τέλος πάντων. Ήξερε πως δε γούσταρα τη χούντα κι ας ήμουνα πιτσιρικάς. Θαύμαζε και τη μάνα μου. Φρόσω έλεγε και λάμπανε τα μάτια του. Λεβέντισσα. Εγώ ξέρω πρόσωπα. Εγώ που το ’κρυβα μέχρι τώρα. Όχι εσύ. Και για το Χαμένο ξέρω, πιο πολλά από σένα. Ο κυρ-Θάνος μου τα είπε. Μην κοιτάς τι λέω. Παίζω το παιχνίδι των πολλών πια. Δεν ξέρω αν είναι καλό να ξεχωρίζεις. Κάτι θα ξέρουν κι αυτοί που βολεύονται στο μέσο όρο. Τι να πω. Όλοι αυτοί ψηφίζουν και βγαίνει αυτό που ψηφίζουν. Υποστηρίζουν μια ομάδα κι αυτή παίρνει πρωτάθλημα. Εμείς μέχρι τώρα μειοψηφία. Καλό ήταν; Αρχίζω και αναρωτιέμαι. Η γειτονιά μας ήταν μικρή. Γνωριζόμαστε. Ολωνών τις ιστορίες τις ξέρω. Αλλά θέλω να θυμάμαι μόνο το άρωμα της εποχής. Κι ας είναι κουλτουριάρικο. Αν σκαλίσω θα βρω και το λουλούδι που μοσκοβόλησε. Πάντως επιμένω. Αλλιώς θυμόμαστε. Βλέπεις; Η ιστορία εκείνη δεν άρχιζε με το Γιωργάκη, ούτε τελείωνε στο αεροπλάνο που έπεσε στη Λευκωσία. Έχω κι άλλα πολλά να σου πω για εκείνη την εποχή. Εσύ όμως έχεις την εξίσωση έτοιμη: 1974 ίσον Γιώργος, Σούλα ίσον καμάκι, γκομενίτσα στο πεζοδρόμιο ίσον βουρ να την φάμε. Δεν είναι έτσι… Ολωνών τις ιστορίες τις ξέρω. Αλλά λέω φτάνει. Φτάνει. Με τους πολλούς ρε γαμώτο. Που την βρίσκουν με τα εύκολα και δεν κλείνουν την τηλεόραση από αγανάκτηση, κολλάνε στις ανοησίες τάχαμου από περιέργεια, τάχαμου για καλαμπούρι. Τι κέρδισα με την πρωτοπορία; Άλλοι θυμούνται πλάκες στο σχολείο και μπουρδελότσαρκες κι εγώ θανάτους κι εξορίες. Γι’ αυτό λέω, τέρμα. Δε θυμάμαι ρε πούστη. Γκομενίτσα στο δρόμο; Απάνω της κι ας γούσταρα τη μάνα της κάποτε κι ας έκλαιγα στον ώμο της για το κακό που βρήκε τον σύντροφο. Άει σιχτίρ πια.
6. Τραγούδι Στράτου - Τάκη
ΣΤΡΑΤΟΣ: Μία η τράπουλα στην τσόχα, πέντε κάρτες ο καθένας, με χαρτί είτε με μπλόφα, θα τα πάρει μόνο ένας.
ΤΑΚΗΣ: Στο μυαλό σου όλο σκαλώνει η παλιά επιθυμία, επιτέλους να ξεφύγεις από την πλειοψηφία.
ΣΤΡΑΤΟΣ: Σεργιανώ με τις ιδέες, σε μπροσούρες και βιβλία, μα δημάρχους, βουλευτές,βγάζουνε τα καφενεία.
ΤΑΚΗΣ: Στο μυαλό σου όλο σκαλώνει μια καινούρια ανησυχία, άλλο πράγμα εσύ ψηφίζεις κι άλλο η πλειοψηφία.
ΣΤΡΑΤΟΣ: Ένας είναι ο αρχηγός, χίλιοι τρέχουν, πολεμάνε. Μα ένας είναι κι ο προδότης, χίλιοι κλαίνε και πονάνε.
ΤΑΚΗΣ: Στο μυαλό σου όλο σκαλώνει η παλιά αμφιβολία, πάντα αιχμάλωτη σε κάποιον, είναι η πλειοψηφία.
ΣΤΡΑΤΟΣ: Πώς να κάνω πες μου τώρα την επιλογή του χώρου, έξω απ’ την στατιστική τους ή στο μπλοκ του μέσου όρου;
ΤΑΚΗΣ: Στο μυαλό σου όλο σκαλώνει η παλιά η παροιμία, μοναχό σε τρώει ο λύκος, κάλλιο στην πλειοψηφία.