Σάββατο, Μαΐου 17, 2014

Πλειοψηφία


Στις εκλογές αποφασίζει η πλειοψηφία. Τι είναι όμως η πλειοψηφία; Ποιοι ακριβώς την απαρτίζουν; Με τι συναισθηματικό και πολιτικό φορτίο φτάνουν στην απόφαση να ενταχθούν στον "μέσο όρο" των δημοσκοπήσεων και των εκλογικών αποτελεσμάτων; Πόσες φορές μας έκαψε η πλειοψηφία; Έναν τέτοιον ήρωα είχε η θεατρική παράσταση "Ο δρόμος" του 2008. Συγγραφέας, ο Σπύρος Λαζαρίδης. Μουσικός, ο Μπάμπης Κουρκούδιαλος. Σκηνοθέτις, η Σταυρούλα Μαμούτου. Στη συγκεκριμένη σκηνή φαίνονται ο Τάκης-Στέλιος Σιδηρόπουλος και ο Στράτος-Χρήστος Λιούκας. Τραγουδάει ο Χρήστος Λιούκας.

4. Σούλα (Βιοτεχνία, δεκαετία ’70, πριν το ’74).
ΣΟΥΛΑ: Τα ’μαθες μωρή;
ΜΑΡΙΑ: Τι να μάθω καλέ;
ΣΟΥΛΑ: Πού ζεις εσύ; Δεν βλέπεις γύρω σου; Για κοίτα απέναντι, τι βλέπεις;
ΜΑΡΙΑ: Ό,τι έβλεπα πάντα. Την ταβέρνα του κυρ-Θάνου.
ΣΟΥΛΑ: Έτσι την έβλεπες μωρή τρελή; Για κοίτα καλύτερα. Ξέρεις τι ώρα είναι; Σου μοιάζει φυσιολογική;
ΜΑΡΙΑ: Για να δω καλέ! Τι έγινε; Κλειστή είναι;
ΣΟΥΛΑ: Μόνο κλειστή; Σφραγισμένη είναι. Η ασφάλεια κάρφωσε τις πόρτες.
ΜΑΡΙΑ: Γιατί;
ΣΟΥΛΑ: Πού να ξέρω;
ΜΑΡΙΑ: Σιγά μη δεν ξέρεις. Κι αυτά που είπες πού τα έμαθες;
ΣΟΥΛΑ: Φαίνονται. Εσύ δεν το είπες πως είναι κλειστή;
ΜΑΡΙΑ: Εγώ δεν είπα ότι η ασφάλεια κάρφωσε τις πόρτες Σούλα. Τι έγινε;
ΣΟΥΛΑ: Κοίτα. Ήμουνα με το Στράτο.
ΜΑΡΙΑ: Με ποιον;
ΣΟΥΛΑ: Μην τσιρίζεις. Δεν ήθελα να στο πω ακόμα. Ήθελα να προχωρήσει το πράγμα. Αλλά δεν το βλέπω να προχωράει. Γι’ αυτό δεν ήθελα να στο πω. Πού να ήξερα; Για το σινεμά ήρθαμε. Το μαγαζί του κυρ-Θάνου ήταν γεμάτο ασφαλίτες. Είχε έρθει ο γιος του. Ούτε που πρόλαβε να τον δει. Τον άρπαξαν και τον πήγαν κατ’ ευθείαν στην ασφάλεια. Δεν είχε άλλη αναβολή, είπανε. Θα τον πάρουν στο στρατό.
ΜΑΡΙΑ: Και οι σπουδές του;
ΣΟΥΛΑ: Καλά κρασιά. Για τη ζωή του να λες. Ξέρεις μωρή τι γίνεται έξω στον κόσμο; Χαλασμός γίνεται.
ΜΑΡΙΑ: Πού καλέ; Πώς το ξέρεις;
ΣΟΥΛΑ: Ο Στράτος ντε. Για γκόμενο έψαχνα, μπελά βρήκα. Όλο τέτοια μου λέει. Τ’ ακούει στο ραδιόφωνο κρυφά. Ντόυτσε Βέλλε. Να μην το πω σε κανέναν μου είπε. Το χεράκι του δεν τ’ άπλωσε πάνω μου. Τι να σου πω; Όλο νάζι και φιγούρα ήταν από μακριά και τώρα με όλο το ελεύθερο… άστα να πάνε. Όλο για κάτι φοιτητές μου λέει, πως θέλουν εκλογές, να πέσει η χούντα, τέτοια. Είμαι εγώ για τέτοια μωρή;
ΜΑΡΙΑ: Κι ο κυρ-Θάνος;
ΣΟΥΛΑ: Τον ψόφησαν στην ανάκριση όλη νύχτα. Γιατί έρχεται ο τάδε στο μαγαζί σου; Γιατί έρχεται κάθε χρόνο ο γιος σου; Άκου μωρή τρελή, τι τον ρώτησαν. Γιατί έρχεται ο γιος του. Τα έλεγε το πρωί στο Στράτο και βούρκωνε ο παππούλης. Αυτός που έβγαλε τη Μακρόνησο παλικάρι. Μη με ρωτήσεις, μωρή τρελή τι είναι η Μακρόνησος, χαμπάρι δεν έχω. Αλλά έτσι όπως το έλεγε ο Στράτος, πρέπει να ήταν κάτι σαν ήρωας ο κυρ-Θάνος που βγήκε παλικάρι σ’ αυτήν την Μακρόνησο.
ΜΑΡΙΑ: Και το Γιώργο; Τι θα τον κάνουν;
ΣΟΥΛΑ: Θα τον κουρέψουν με την ψιλή και θα τον στείλουν φαντάρο. Πάλι καλά να λες.
ΜΑΡΙΑ: Κι ο…πώς τον είπες; Στράτο; Πού τα ξέρει όλα αυτά; Πότε τον κατάφερες; Δε θα μου πεις; ΣΟΥΛΑ: Σιγά μην τον κατάφερα. Η Ρούλα μωρή, η κομμώτρια. Αυτή βρήκε την άκρη και γω βρήκα το κελεπούρι. Τζάμπα τα όνειρα που έκανα.
ΜΑΡΙΑ: Δε μου λες; Αυτός που μας κοιτάει από το παράθυρο, αυτός ντε, που κάθεται στην ταβέρνα μαζί μας, ήταν εκεί;
ΣΟΥΛΑ: Να τρελαθείς, μωρή σου λέω. Γι’ αυτόν ρωτούσε η ασφάλεια τον κυρ-Θάνο. Το πιστεύεις; Ο Χαμένος ανατρεπτικόν στοιχείον. Έτσι τον λέγανε. Ανατρεπτικόν. Πού έμπλεξα, που ήθελα μυστήριο η μαλακισμένη. Με καθαρεύουσες κι ασφάλειες και ανατρεπτικούς. Τέρμα. Δεν τον ξαναβλέπω μωρή. Δεν πα να είναι θεογκόμενος; Τέρμα.

5. Συνεχίζουν οι δύο (Οι δύο συνεχίζουν την κουβέντα τους. Σύγχρονη εποχή).
ΣΤΡΑΤΟΣ: Ο Γιώργος. Λοιπόν, μάθε και κάτι που δεν ξέρεις. Για να ακριβολογούμε, τίποτα δεν ξέρεις. Δεν είναι πως δε θυμάμαι. Αλλιώς θυμάμαι εγώ, αλλιώς θυμάσαι εσύ. Ξέρεις πού ήμουνα εκείνο το βράδυ που είχανε το Γιωργάκη και τον κυρ-Θάνο στην ασφάλεια; Εκεί, στο μαγαζί ήμουνα, απ’ έξω. Με τη Σούλα. Αυτήν που σε παραμύθιαζα πως τάχα δε θυμόμουνα. Που η κόρη της στήνεται από εδώ έξω. Είχαμε πάει σινεμά. Κανά δυο φορές βγήκαμε, όλο κι όλο. Δεν την ξαναείδα. Μπροστά στα μά-τια μας τους ρίξανε μέσα στη λιμουζίνα. Το πρωί ξαναπήγα. Σε μένα μίλησε ο κυρ-Θάνος. Γι’ αυτό πήγα. Ευτυχώς τον κράτησαν μόνο μία νύχτα. Ευτυχώς…τέλος πάντων. Ήξερε πως δε γούσταρα τη χούντα κι ας ήμουνα πιτσιρικάς. Θαύμαζε και τη μάνα μου. Φρόσω έλεγε και λάμπανε τα μάτια του. Λεβέντισσα. Εγώ ξέρω πρόσωπα. Εγώ που το ’κρυβα μέχρι τώρα. Όχι εσύ. Και για το Χαμένο ξέρω, πιο πολλά από σένα. Ο κυρ-Θάνος μου τα είπε. Μην κοιτάς τι λέω. Παίζω το παιχνίδι των πολλών πια. Δεν ξέρω αν είναι καλό να ξεχωρίζεις. Κάτι θα ξέρουν κι αυτοί που βολεύονται στο μέσο όρο. Τι να πω. Όλοι αυτοί ψηφίζουν και βγαίνει αυτό που ψηφίζουν. Υποστηρίζουν μια ομάδα κι αυτή παίρνει πρωτάθλημα. Εμείς μέχρι τώρα μειοψηφία. Καλό ήταν; Αρχίζω και αναρωτιέμαι. Η γειτονιά μας ήταν μικρή. Γνωριζόμαστε. Ολωνών τις ιστορίες τις ξέρω. Αλλά θέλω να θυμάμαι μόνο το άρωμα της εποχής. Κι ας είναι κουλτουριάρικο. Αν σκαλίσω θα βρω και το λουλούδι που μοσκοβόλησε. Πάντως επιμένω. Αλλιώς θυμόμαστε. Βλέπεις; Η ιστορία εκείνη δεν άρχιζε με το Γιωργάκη, ούτε τελείωνε στο αεροπλάνο που έπεσε στη Λευκωσία. Έχω κι άλλα πολλά να σου πω για εκείνη την εποχή. Εσύ όμως έχεις την εξίσωση έτοιμη: 1974 ίσον Γιώργος, Σούλα ίσον καμάκι, γκομενίτσα στο πεζοδρόμιο ίσον βουρ να την φάμε. Δεν είναι έτσι… Ολωνών τις ιστορίες τις ξέρω. Αλλά λέω φτάνει. Φτάνει. Με τους πολλούς ρε γαμώτο. Που την βρίσκουν με τα εύκολα και δεν κλείνουν την τηλεόραση από αγανάκτηση, κολλάνε στις ανοησίες τάχαμου από περιέργεια, τάχαμου για καλαμπούρι. Τι κέρδισα με την πρωτοπορία; Άλλοι θυμούνται πλάκες στο σχολείο και μπουρδελότσαρκες κι εγώ θανάτους κι εξορίες. Γι’ αυτό λέω, τέρμα. Δε θυμάμαι ρε πούστη. Γκομενίτσα στο δρόμο; Απάνω της κι ας γούσταρα τη μάνα της κάποτε κι ας έκλαιγα στον ώμο της για το κακό που βρήκε τον σύντροφο. Άει σιχτίρ πια.

6. Τραγούδι Στράτου - Τάκη
ΣΤΡΑΤΟΣ: Μία η τράπουλα στην τσόχα, πέντε κάρτες ο καθένας, με χαρτί είτε με μπλόφα, θα τα πάρει μόνο ένας.
ΤΑΚΗΣ: Στο μυαλό σου όλο σκαλώνει η παλιά επιθυμία, επιτέλους να ξεφύγεις από την πλειοψηφία.
ΣΤΡΑΤΟΣ: Σεργιανώ με τις ιδέες, σε μπροσούρες και βιβλία, μα δημάρχους, βουλευτές,βγάζουνε τα καφενεία.
ΤΑΚΗΣ: Στο μυαλό σου όλο σκαλώνει μια καινούρια ανησυχία, άλλο πράγμα εσύ ψηφίζεις κι άλλο η πλειοψηφία.
ΣΤΡΑΤΟΣ: Ένας είναι ο αρχηγός, χίλιοι τρέχουν, πολεμάνε. Μα ένας είναι κι ο προδότης, χίλιοι κλαίνε και πονάνε.
ΤΑΚΗΣ: Στο μυαλό σου όλο σκαλώνει η παλιά αμφιβολία, πάντα αιχμάλωτη σε κάποιον, είναι η πλειοψηφία.
ΣΤΡΑΤΟΣ: Πώς να κάνω πες μου τώρα την επιλογή του χώρου, έξω απ’ την στατιστική τους ή στο μπλοκ του μέσου όρου;
ΤΑΚΗΣ: Στο μυαλό σου όλο σκαλώνει η παλιά η παροιμία, μοναχό σε τρώει ο λύκος, κάλλιο στην πλειοψηφία.

Παρασκευή, Μαΐου 16, 2014

Με τον Βίτσα, τον Μπουρνούς, τον Σταμπουλή και τη Δέσποινα

Η Πέμπτη 15 Μαΐου 2014 ήταν μια γεμάτη Πέμπτη. Στα γραφεία της Ριζοσπαστικής Κίνησης Πολιτών Παύλου Μελά στη Σταυρούπολη υποδεχόμαστε τον Δημήτρη Βίτσα γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ και τον Γιάννη Μπουρνούς υποψήφιο ευρωβουλευτή. Στον Βίτσα χαρίζουμε το βιβλίο μου "Στα ίχνη του κόκκινου Κανάκη".


Η περιοδεία γίνεται σε καφενεία και στο ΚΑΠΗ της Σταυρούπολης. Ο Βίτσας έχει μια ατάκα για το κάθε τραπέζι πάνω από το οποίο στεκόμαστε. Ωραίος.



Το βραδάκι είναι η τελευταία προεκλογική μας συγκέντρωση. Μαζεύεται ο κόσμος και ξεκινάμε.  Μετά τον Κίμωνα Σαραφίδη θα χαιρετίσω κι εγώ:

Καλησπέρα φίλες και φίλοι.
Αυτές οι εκλογές έχουν ήδη καταγραφεί ως οι εκλογές των άσπιλων και των αμόλυντων. Τα βιογραφικά των υποψηφίων δημοτικών συμβούλων είναι βιογραφικά αγγέλων που τα κατεβάζουν παραδείσια πουλιά στα γραμματοκιβώτιά μας. Αριστούχοι στις πανεπιστημιακές σχολές, πρωταθλητές και διεθνείς του αθλητικού στερεώματος, συνομιλούντες με πατριάρχες και κορυφαίους διεθνώς επαναστάτες, έχουν συνωστισθεί στον Δήμο Παύλου Μελά με έναν και μοναδικό σκοπό: να μας σώσουν.

Μόνο μια κατηγορία απουσιάζει τελείως από τα λαμπερά βιογραφικά. Το κομματικό παρελθόν. Γιατί όλοι αυτοί δεν ασχολούνται με τα ξεπερασμένα και οπισθοδρομικά κόμματα. Δεν υπάρχουν ανάμεσά τους κομματικά μέλη του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας. Αυτά τα παράξενα όντα δεν υπήρξαν ποτέ στο Δήμο μας. Ποιος έδινε 50% στο ένα κόμμα και 40% στο άλλο; Κανένας από αυτούς. Θαύμα! Θα ήτανε θαύμα αν δεν ήτανε ένα απλό ψέμα. Κι όταν στο λαμπρό σου βιογραφικό καταφεύγεις στα ψέματα, τι ακριβώς θα κάνεις στη θητεία σου ως δημοτικός σύμβουλος;

Ο κάθε ένας και η κάθε μία από εμάς της Ριζοσπαστικής Κίνησης Πολιτών και της Ελεύθερης Πόλης, που διεκδικούμε την ψήφο σου αγαπητέ δημότη και αγαπητή δημότισσα κουβαλάμε στις πλάτες το μοναδικό φορτίο που θα μπορούσαμε να κουβαλήσουμε. Την ίδια μας τη ζωή στον πολιτικό στίβο. Δεν έχουμε κρυφούς πάτρωνες και χρηματοδότες. Έχουμε συντρόφους και φίλους. Έχουμε βάλει το χέρι μας στη φωτιά και όχι στο μέλι. Έχουμε γυμνώσει τον εαυτό μας και τις αλήθειες μας. Είμαστε ανοιχτό βιβλίο. Δεν βγάζουμε δήθεν εφημερίδες για να συκοφαντήσουμε αντιπάλους. Όταν κατονομάζουμε τους συνυποψήφιούς μας σ’ αυτές τις εκλογές δεν μετράμε μόνο μέχρι το 5 όπως κάνανε άλλοι εξαφανίζοντας από την αριθμητική τους τον έκτο, τον Τάσο Σταμπουλή επειδή ο αθεόφοβος δηλώνει κοιτάζοντάς σας στα μάτια πως στηρίζεται και από τον ΣΥΡΙΖΑ. 



Ο καθένας και  κάθε μία από εμάς νιώθουμε και είμαστε δυνατοί. Επειδή γνωρίζουμε πολύ καλά πως αυτός ο προεκλογικός αγώνας δεν είναι μια πασαρέλα για να ικανοποιήσουμε τη ματαιοδοξία μας. Αυτός ο προεκλογικός αγώνας είναι η δημοκρατική διέξοδος που θα οδηγήσει στον στίβο της άσκησης μιας αντιμνημονιακής πολιτικής. Ο προεκλογικός αγώνας είναι ο προθάλαμος του κυρίως αγώνα. Σε εκείνους που κάνουν λάβαρο την φιλανθρωπική τους ευσπλαχνία εμείς ορθώνουμε την αγωνιστική αλληλεγγύη στρέφοντας το βλέμμα και στον συνάνθρωπο που πλήττεται βάναυσα αλλά και σ’ εκείνον που εφαρμόζει ανελέητες μνημονιακές εντολές. Μια άλλη πολιτική πρακτική είναι δυνατή. Σ’ εκείνον που επαίρεται πως κατάργησε κονδύλια για τον πολιτισμό εμείς απαντάμε με περισσότερο πολιτισμό. Σ’ εκείνον ο οποίος μαζεύει δήθεν τα μανίκια του σ’ ένα αποστειρωμένο περιβάλλον για να δείξει την εργατικότητά του εμείς απλώνουμε στον ορίζοντα του διαδικτύου τις προτάσεις μας, έργο του μόχθου και της ικανότητάς μας. Ναι αγαπητοί, στο διαδίκτυο επειδή εμείς δεν κάνουμε προεκλογικό αγώνα με δημοτικά, δηλαδή δικά σας χρήματα.

Διαλέξτε ένα πρόβλημα του Δήμου μας, διαλέξτε μια μεγάλη υπόθεση που απασχόλησε τον Δήμο μας και αναζητήστε τους ανθρώπους που αγωνίζονται για την επίλυσή του. Δεν χρειάζεται να πάτε μακρυά. Εδώ ανάμεσά σας είναι. Για το στρατόπεδο Παύλου Μελά και την απόδοσή του χωρίς όρους και φυσικά χωρίς τσιμέντο; Εδώ είναι. Για το ΣΜΑ και την απαίτηση ενός καθαρού περιβάλλοντος; Εδώ είναι. Για την αξιοποίηση των ρεμάτων και την κατάθεση προτάσεων αξιοποίησης; Εδώ. Για το πράσινο; Εδώ. Για την καταγραφή της Ιστορίας και την απόδοση τιμών σε εκείνους που έκαναν πράγματα για τα οποία τους αξίζει η μνήμη και όχι η λησμονιά; Εδώ. Για την ζωντάνια των πολιτιστικών φορέων και τη βιωσιμότητα τους; Εδώ. Για τον εμπλουτισμό της Βιβλιοθήκης με βιβλία; Εδώ. Για την κατάθεση προτάσεων με αντικείμενο την πολιτική γης; Εδώ. Για θεσμικές προτάσεις περιβαλλοντικής και πολιτιστικής πολιτικής ενοποίησης των δυτικών συνοικιών; Εδώ.


Λοιπόν για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Αυτός ο υποψήφιος δήμαρχος ο Τάσος Σταμπουλής στηρίζεται από ένα κόμμα στο οποίο ακουμπούν οι ελπίδες όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης των λαών και των κινημάτων και όχι των τραπεζιτών, τον ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτός ο υποψήφιος δήμαρχος ο Τάσος Σταμπουλής στηρίζεται από μια κίνηση πολιτών την ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΠΟΛΗ η οποία συγκροτείται από ανθρώπους που δεν στοιχίζονται πίσω από ηγέτες και σωτήρες αλλά πίσω από ιδέες και επιχειρήματα.
Αυτός ο υποψήφιος δήμαρχος ο Τάσος Σταμπουλής στηρίζεται από μια σειρά ανθρώπων ανένταχτων σε κόμματα αλλά στρατευμένων με πείσμα στην ΑΡΙΣΤΕΡΑ.
Αυτός ο υποψήφιος δήμαρχος ο Τάσος Σταμπουλής στηρίζεται από όλους και όλες που βαρέθηκαν τα ψέματα. Από όλους και όλες που αναζητούν στο Δήμο Παύλου Μελά το ανάλογο που βρίσκουν στην κεντρική πολιτική σκηνή, όσοι έστρεψαν τα νώτα τους στα κόμματα που κυβέρνησαν και εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στην ΑΡΙΣΤΕΡΑ που τολμάει να ζητήσει από το λαό την άδεια να κυβερνήσει.

Ο πρώτος κομμουνιστής κοινοτάρχης στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης από το μακρινό 1934, ο Χρήστος Κανάκης έφερε τον τιμητικό τίτλο: απολυμένος σιδηροδρομικός. Αργότερα απέκτησε κι άλλον: εξόριστος πρόεδρος κοινότητος. Ο πρώτος κόκκινος πρόεδρος και ο λαός του δεν τον ξέχασε ποτέ, στους γειτονικούς Αμπελόκηπους.


Ο Τάσος Σταμπουλής δεν είναι πολιτικός του σωλήνα, είναι μαχόμενος δημοσιογράφος και κατέχει κι αυτός τον τίτλο του απολυμένου δημοσιογράφου. Απολυμένου όχι επειδή δεν έκανε καλά τη δουλειά του αλλά επειδή η Συγκυβέρνηση αποφάσισε να ρίξει μαύρο στην ΕΡΤ και χαμόγελα στους εθνικούς εργολάβους-μεγαλοκαναλάρχες. Αυτό που δεν θα επιτρέψουμε είναι να αποκτήσει και τον τίτλο του εξόριστου δημάρχου. Αλλά του δημάρχου που θα κάνει πράγματα για τα οποία θα αξίζει να τον θυμούνται και αυτόν. Εδώ στον Δήμο Παύλου Μελά.

Εμείς που τον στηρίζουμε, εμείς που θα δουλέψουμε μαζί του, δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν φασισμό και σε καμία ολιγαρχία να ξαναφέρει την φρίκη σ’ αυτόν τον τόπο.
Εμείς όλοι σ’ αυτές τις εκλογές ανοίγουμε τα χαρτιά μας, δηλώνουμε ποιοι είμαστε, και δεν θα επιτρέψουμε στην δήθεν ανεξάρτητη πολιτική φλυαρία να εξοβελίσει τον πολιτικό λόγο από μια προεκλογική περίοδο και τις θαρραλέες πολιτικές αποφάσεις από τη μετεκλογική θέση της διοίκησης του Δήμου Παύλου Μελά. Η πολιτική πρέπει να επιστρέψει στο δημόσιο βίο και οι πολιτικάντηδες να αποσυρθούν στη μίζερη γωνία τους. Φτάνει πια με τους δήθεν. Μπροστά με τους αληθινούς.

Με τον Τάσο Σταμπουλή.

Ο Τάσος Σταμπουλής υποψήφιος δήμαρχος Παύλου Μελά ανεβαίνει στο βήμα και μιλάει καθαρά και σταράτα την ώρα που ο νυν δήμαρχος ως παλαιάς κοπής κομματάρχης στέλνει μηνύματα στα κινητά κάνοντας λόγο για 5000 θέσεις απασχόλησης στο δήμο.

Η Δέσποινα Χαραλαμπίδου υποψήφια περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας τα κατάφερε κι έφτασε στον χώρο της συγκέντρωσης λίγο πριν τελειώσουμε και μίλησε με πάθος όπως το συνηθίζει.

(Οι φωτογραφίες είναι του Τριαντάφυλλου Κουρούκλα).

Σάββατο, Μαΐου 10, 2014

Για τον Γιάννη Βανίδη και τα πορτραίτα των λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης



Σπύρος Λαζαρίδης
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΝΙΔΗΣ / ΕΚΘΕΣΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΟΡΤΡΑΙΤΩΝ ΤΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΘΡΑΚΟΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΕΝΔΟΧΩΡΑΣ
(11η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ 13, ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ, ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΔΕΘ)
9.5.2014

Το 1979 αποδεικνύεται, τώρα στην ηλικία των πρώτων απολογισμών, σημαντική χρονιά για μένα. Γνώρισα με συστηματικές επισκέψεις τις αίθουσες διαφόρων εκθέσεων της Θεσσαλονίκης. Δύο από αυτές ξεχώρισαν ήδη από τις πρώτες επισκέψεις για την ιδιαιτερότητά τους. Η «Διαγώνιος» και η «Φωτοθήκη». Στη μία πήγαινα με το συνεσταλμένο ύφος εκείνου που θέλει να μάθει και στην άλλη επειδή είχα απορίες. Στη «Διαγώνιο» έμαθα τους ζωγράφους της Θεσσαλονίκης, αλλά όχι μόνον αυτούς, παρακολουθούσα την εξέλιξη πολλών εξ αυτών, έζησα τις στιγμές της λεπτομερούς ξενάγησης από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Στη «Φωτοθήκη» πειθόμουνα όλο και περισσότερο για τον εικαστικό χαρακτήρα της φωτογραφίας και απολάμβανα την ομορφιά της εικόνας, παράλληλα ή σε πείσμα του θέματος. Την εξωσχολική μου αυτομόρφωση την καθόρισαν λογοτεχνικά, εικαστικά και θεατρικά περιοδικά. Τα εικαστικά περιοδικά και συγκεκριμένα ο Ζυγός είχαν τελείως διαφορετική προσέγγιση της ζωγραφικής από αυτήν των δύο αιθουσών που με μάγεψαν στη Θεσσαλονίκη. Ζωγραφιές, κυρίως, στη μια αλλά και φωτογραφίες. Φωτογραφίες, κυρίως, στην άλλη αλλά και ζωγραφιές. Οι αντιστάσεις μου για το αν η φωτογραφία είναι Τέχνη κάμφθηκαν με τον καλύτερο, νομίζω, τρόπο. Πάντως ενώ θυμάμαι από τη «Διαγώνιο» πολλά στιγμιότυπα και έργα που μου έκαναν εντύπωση από την «Φωτοθήκη» μου έμεινε η εντύπωση. Δε νομίζω να είχα καν συγκρατήσει το όνομα του ιδρυτή της. Το όνομα Γιάννης Βανίδης εγώ το συνέδεσα με τη «Διαγώνιο». Και στις φωτογραφίες του που έτυχε να δω πριν το 1985 αλλά οπωσδήποτε από την έκθεση του 1985 με τους λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης. Εκεί για πρώτη φορά συνέπεσαν οι δύο αγάπες μου: Τα εικαστικά γεγονότα και η λογοτεχνικές περιπλανήσεις μου. Πριν ακόμα αρχίσω να αναζητώ βιογραφικά των λογοτεχνών που ανακάλυπτα τα διαβάσματά μου και στις συζητήσεις στο χώρο της «Διαγωνίου» είχα μπροστά μου δέκα μεγαθήρια της λογοτεχνίας να με κοιτούνε σχεδόν κατάματα. Για όσους ήξερα λίγο από το έργο τους ένιωθα συγκίνηση και δέος. Για όσους δεν είχα διαβάσει κάτι ένιωθα λίγος και αμήχανος. Και παρ’ όλο που είχα ήδη δημοσιεύσει κάποια ποιήματα στο περιοδικό «Διαγώνιος» δεν συμμετείχα σ’ εκείνη τη μέθεξη ως ομότεχνος. Κάτι τέτοιο θα άγγιζε την ιεροσυλία κατά την άποψή μου. Το χαιρόμουνα που το αξιώθηκα ως θεατής.
Θετική εντύπωση μου είχε κάνει και το γεγονός πως υπήρχε ένα πορτραίτο για τον κάθε λογοτέχνη. Αυτό σε συνδυασμό με τις κουβέντες του Χριστιανόπουλου πως ο καλλιτέχνης πρέπει πρώτα να μάθει να πετάει και να διαγράφει πριν αρχίζει να καταγράφει και να εκδίδει-εκθέτει μου έδειξε τον κόσμο των υψηλών απαιτήσεων που πρέπει να έχει κανείς από τον εαυτό του και τα επιτεύγματά του πριν πάρει την ευθύνη της παρουσίασής τους στον αναγνώστη ή τον θεατή.
Από το καταλογάκι εκεινης της έκθεσης κρατάω τη φράση του Ντίνου Χριστιανόπουλου πως «Ο χρόνος λεηλατεί τους ανθρώπους κι ο φωτογράφος λεηλατεί το χρόνο: έτσι κερδίζονται οι πατερίτσες της μνήμης».

Η αποτίμηση του έργου που είχε συντελεστεί στη «Φωτοθήκη» έγινε το 1989 στην «Διαγώνιο» και με βρήκε σχετικά έτοιμο να καταλάβω το μέγεθος της συνεισφοράς του Γιάννη Βανίδη στην υπόθεση της Φωτογραφίας στη Θεσσαλονίκη.

Το τηλεφώνημα λοιπόν που δέχθηκα πριν λίγα χρόνια και το οποίο κατέληξε στη φωτογραφία που βρίσκεται κάπου στη μέση του εξωφύλλου του διαδικτυακού λευκώματος με τα πορτραίτα που εκτίθενται εδώ, μου έδειξε και άλλα πράγματα. Πως ο Βανίδης εκτός από καλλιτέχνης άρχισε να φλερτάρει και με την ιδιότητα του ερευνητή. Πως ενώ στα δέκα πορτραίτα του 1985 στεκόμουνα με δέος για τα ίδια τα πρόσωπα, τώρα μπροστά στα 212 πορτραίτα στέκομαι με δέος για την εποχή. Τώρα γράφουν και εκδίδουν περισσότεροι και διεκδικούν όλοι το χώρο τους στο καλλιτεχνικό κουρμπέτι. Πάντως η φωτογραφική ματιά του Βανίδη εξακολουθεί να είναι διεισδυτική, η προσήλωσή του στην αυστηρότητα της μιας φωτογραφίας είναι άξια θαυμασμού και το μπόλιασμα της εικόνας του συγγραφέα με κάτι από το έργο του είναι δείγμα της διάθεσής του για πειραματισμό και έκθεση του εαυτού του στον κίνδυνο της ταύτισης προσώπου- ενός μόνο έργου. Αυτό όμως το επικίνδυνον είναι ίδιον της νεότητας και ο Βανίδης μ’ αυτήν τη δουλειά του είναι σα να κάνει ένα ορμητικό ξεκίνημα παρά τον τίτλο του συνταξιούχου με τον οποίο περιβάλλει τον εαυτό του.


Το λεύκωμα, εδώ.