Παρασκευή, Ιουλίου 27, 2007

«Δι’ εγκαταστάσεως το 1914»


Η όμορφη γυναίκα ήρθε στη μεγάλη πόλη, δυο χρόνια μετά την απελευθέρωσή της. Περισσότερο από πέντε αιώνες κράτησε εκείνη η σκλαβιά. Οι βυζαντινοί κάτοικοι της πόλης έγιναν στα χρόνια αυτά ένας κόσμος ολόκληρος που τον αποτελούσαν Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Αρμένιοι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Γάλλοι, Ιταλοί και άλλοι λαοί. Μόνον οι Έλληνες γιόρτασαν την απελευθέρωση. Οι υπόλοιποι είχαν κι από ένα λόγο να δυσφορούν για την εξέλιξη αυτή. Όπως και να ένιωθαν όμως, μία ήταν η ουσία˙ το ελληνικό κράτος διαφέντευε πια τις τύχες της μεγάλης πόλης που ξάπλωνε από τη θάλασσα μέχρι τις πλαγιές του βουνού. Στα χώματά της, η μητέρα πατρίδα υποδέχτηκε χιλιάδες πρόσφυγες από την ανατολή, όταν τους έπιασε η κατάρα του μίσους και των ταραχών που σάρωναν στα Βαλκάνια.



Αυτή και το κοριτσάκι της ήταν από τους πρώτους ξεσπιτωμένους που έφτασαν με όλο τους το βιος σε δυο μπογαλάκια. Σαν πήραν το δρόμο που οδηγούσε στην περιοχή όπου θα τους έβαζαν σε σκηνές, την έζωσαν τα φίδια. Μόλις βγήκαν από την πόλη, διέσχισαν ένα εγκαταλελειμμένο μουσουλμανικό κι ένα ελληνορθόδοξο περιφραγμένο νεκροταφείο. Κατόπιν, ένα ίδρυμα στα δυτικά του δρόμου που προετοίμαζε, πριν την απελευθέρωση, δασκάλους και ιερείς που έσπερναν τους σπόρους των εθνικών και θρησκευτικών ταραχών, που θύμα τους υπήρξε και ο άντρας της˙ ποτέ της δεν πρόλαβε να σκεφτεί πώς έγινε και τον σκότωσαν και κυρίως ποιοι το έκαναν. Τόσο γρήγορα τρέχανε πια τα γεγονότα σ’ αυτήν τη γειτονιά του κόσμου. Τέλος, ένα στρατόπεδο στα ανατολικά και ερημιά, απέραντη ερημιά. Έλη και άγονα, ακαλλιέργητα εδάφη από τις δυο μεριές του πανάρχαιου δρόμου που ένωνε τη μεγάλη πόλη με όλον τον κόσμο. Εδώ λοιπόν θα έμεναν; Ευτυχώς όχι για πολύ. Ήταν σίγουρη πως η περιπέτεια θα τελείωνε γρήγορα και θα επέστρεφε στα γνώριμα, αγαπημένα εδάφη της πατρίδας. Πού να το ήξερε τότε πως στην πατρίδα θα γύριζε, για λίγα όμως χρόνια και μετά, μια δεύτερη, οριστική πια, προσφυγιά θα την ξανάφερνε σ’ αυτόν τον άσχημο τόπο και θα την γράφανε στα κιτάπια, αργότερα, πως απέκτησε την ιδιότητα του δημότη της νέας κοινωνίας που στήθηκε σ’ αυτά τα χώματα, «δι’ εγκαταστάσεως το 1914»;

Ένα σημείο μόνο έκανε την καρδιά της να ζεσταθεί σ’ εκείνη την πρώτη γνωριμία με τον άγνωστο τόπο. Μια βρύση. Μια μεγαλόπρεπη βρύση χτισμένη με αρχαίες πέτρες. Ο κρουνός της γέμιζε με καθαρό νερό μια λάρνακα, ένα βαθουλωτό κομμάτι μάρμαρο. Εκεί κοντά θα ήθελε να μείνει και εκεί έμεινε. Οι σκηνές στήθηκαν σχεδόν γύρω από την βρύση, δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο. Το νερό ερχόταν από το γειτονικό παλιό κανάλι και κατέληγε στο χείμαρρο που σημάδευε τον τόπο από πάντα. Όταν τους έκτισε το κράτος μεγάλα κτίσματα, θαλάματα τα λέγανε οι δικοί της, αυτή δεν μπήκε μέσα. Προτίμησε ένα μικρό δωματιάκι, κοντά στο νερό, που το έστησε πέτρα την πέτρα, με την ψυχή της ανατολικά. Στην πατρίδα.

Δεν πρόλαβαν οι πρόσφυγες να βγάλουν τα πρώτα λαχανικά από τους κήπους τους και μια νέα αναστάτωση τους βρήκε. Ένα πολύχρωμο και πολυάνθρωπο στράτευμα ήρθε να εγκατασταθεί στα ίδια μ’ αυτούς χώματα. Δεν τους είδαν τους καινούριους με καλό μάτι κι ας έκαναν οι δύστυχοι στρατιώτες ό,τι μπορούσαν για να φανούν φιλικοί και χρήσιμοι. Άνοιξαν κανάλια για να διώξουν τα στάσιμα νερά και την ελονοσία, έφτιαξαν δρόμους και, το κυριότερο, ένα μεγάλο νοσοκομείο για τους πληγωμένους συναδέλφους τους μα και για όσους από τους πρόσφυγες θα το είχαν ανάγκη. Και το είχαν πολύ μεγάλη ανάγκη το νοσοκομείο οι πρόσφυγες. Μέχρι και σχολείο έκτισαν οι ξένοι στρατιώτες και τα παιδιά των προσφύγων μάθαιναν, ανάμεσα στα άλλα, και την ξένη γλώσσα.



Η όμορφη γυναίκα έστησε με υπομονή το νοικοκυριό της. Μια φορά στις δέκα μέρες, μάζευε τα αυγά από τις κότες της και το βούτυρο απ’ το γάλα της κατσίκας της, τα φόρτωνε στο γαϊδουράκι, ανέβαινε κι αυτή με το κοριτσάκι της αγκαλιά και τραβούσε για την πόλη. Θες η ομορφιά της, θες η συμπόνια των ανθρώπων, θες τα καλά της εμπορεύματα, πάντα ξεπουλούσε και γύριζε χαρούμενη και περήφανη στο δωματιάκι. Χαρούμενη που τα κατάφερνε μόνη της και περήφανη που δεν ξέπεσε στα εύκολα. Ήταν νέα αλλά το βλέμμα των αντρών το καταλάβαινε. Όπως καταλάβαινε και τα πικρόχολα σχόλια των γυναικών. Το όμορφο σώμα της και το γλυκό της πρόσωπο, μόνα τους, μέσα στο απομονωμένο από τα άλλα νοικοκυριά δωματιάκι, χωρίς άντρα, χωρίς επίσημο άντρα, ήταν κάτι που δεν το χωρούσε ο νους τους επειδή δεν το ανεχότανε η ηθική τους. Και στην πολιτεία τι ήθελε κάθε τόσο;
Δεν την πείραζαν αυτά όλα. Το αντίθετο. Χαιρόταν που το κορμί της τους έπαιρνε το νου. Είχε κάτι που δε γινότανε να μην το προσέξουν οι γύρω της. Είχε κάτι που την έκανε να λάμπει μέσα στις λάσπες και στη δυστυχία. Είχε κάτι που για να συνεχίσει να λάμπει, έπρεπε να μην το μαγαρίσει κανείς. Κι ας νόμιζαν οι γυναίκες. Κανείς τους. Και όχι μόνον οι πρόσφυγες. Αυτούς τους ήξερε και τους έφερνε βόλτα. Τους άλλους έπρεπε να προσέχει. Τους φαντάρους που σήμερα τους βλέπεις και αύριο χάνονται. Αυτούς. Που όλο μέσα στα πόδια τους τριγυρνούσαν. Ένας μάλιστα, λες και ήξερε το χούι της, σκότωνε την ελεύθερη ώρα του δίπλα στην βρύση. Καθόταν δίπλα στην λάρνακα και φαινόταν χαμένος στις σκέψεις του. Εκεί, στο ίδιο σημείο καθόταν κι αυτή τα βράδια που γέμιζε το φεγγάρι και το ’βλεπε να καθρεφτίζεται στο νερό μαζί με το πρόσωπό της. Γινότανε τότε ένα με τα ξωτικά που ήξερε πως τριγύριζαν στις λίμνες και στα ποτάμια. Αυτή ήταν το ξωτικό της βρύσης. Άφηνε το πρόσωπό της χαραγμένο στο μάρμαρο και πήγαινε να ξαπλώσει δίπλα στο κοριτσάκι της που κοιμότανε ήρεμο και, θαρρείς, χαμογελαστό. Το φύλαγε το ξωτικό. Δεν έλεγε ποτέ της η νεράιδα. Το ξωτικό.

Ήταν όμορφο το παλικάρι αλλά ντροπαλό. Δεν την κοίταξε ποτέ κατάματα κι ας συναντήθηκαν πολλές φορές. Ή μήπως δεν ήταν ντροπή αυτό αλλά αδιαφορία; Δεν έφτανε λοιπόν σ’ αυτόν τον άντρα εκείνο που έφτανε σε όλους τους άλλους; Δεν τον συγκινούσε η ομορφιά; Το όπλο της ήταν ακίνδυνο γι’ αυτόν; Τρόμαζε όταν συνειδητοποιούσε τι ήταν αυτό που σκεφτόταν εδώ και λίγες ημέρες κοιτώντας τον. Την ένοιαζε τόσο πολύ αυτό το παλικάρι το οποίο φαινόταν να μην την είχε προσέξει καθόλου; Τρόμαζε ακόμη περισσότερο όταν έβγαινε από το δωματιάκι και έπιανε τον εαυτό της να ψάχνει στη βρύση και στο δρόμο για να τον δει. Τι στο καλό! Το ένιωθε πως κάτι αναδεύει μέσα της και δεν μπορούσε να το ελέγξει. Φοβόταν.

Ήταν μια μέρα σαν τις άλλες. Φόρτωσε το γαϊδουράκι της, ανέβηκε πάνω του με την κόρη της αγκαλιά και τράβηξε για την πόλη. Επέστρεψε νωρίς. Μόλις έφτασε στην βρύση, τον είδε να σηκώνεται, να την κοιτάει στα μάτια, να την πλησιάζει, τον είδε να έχει κάτι σαν χαμόγελο στα χείλη του, τον είδε να απλώνει το χέρι του και η καρδιά της φτερούγισε. Χαμήλωσε τα μάτια της και το κορμί της μυρμήγκιασε. Το ένιωθε πως ήταν έτοιμο για την ξένη σάρκα και περίμενε. Περίμενε. Άκουσε κάτι ακαταλαβίστικα λόγια και ανασήκωσε τα μάτια της. Τον είδε να χαϊδεύει το μάγουλο της μικρής της κόρης, να της λέει κάτι στην γλώσσα του και να έχει ένα βλέμμα ευτυχισμένο και ήρεμο. Για μια στιγμή συννέφιασε το πρόσωπό της. Τι ήταν αυτή που νόμισε πως θα την πρόσεχε αυτός ο ευγενής αξιωματικός; Έπειτα πάλι σαν να χάρηκε που η ζωή της δεν κινδύνευε να βγει από τη ρότα που είχε χαράξει. Ξαναγύρισε στον κόσμο της. Τις γυναίκες που κοιτούσαν τη σκηνή χωρίς να σηκώνουν το κεφάλι τους καθώς ήταν σκυμμένες στη βρύση, δεν τις έδωσε καμία σημασία. Κατέβηκε από το γαϊδουράκι της και, λίγο πριν μπει στο δωματιάκι της, ξανακοίταξε προς το δρόμο. Η συνηθισμένη εικόνα. Εκτός από έναν φωτογράφο που πείραζε τις γυναίκες και τις τραβούσε φωτογραφίες.




Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), το καλοκαίρι του 2002. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά. Οι δύο πρώτες εικόνες προέρχονται από το αρχείο του Σ.Λ. και η τρίτη από το αρχείο του Γιάννη Μέγα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: