Κυριακή, Ιουλίου 29, 2007

Πρόταση γάμου

Ο Άγγλος λοχαγός της Στρατιάς της Ανατολής δε γνώριζε αν θα βγει ζωντανός απ’ αυτόν τον πόλεμο. Φίλοι του και συμπολεμιστές του θάφτηκαν στη γη της μεγάλης πόλης δίπλα στη θάλασσα. Οι εχθροί που τους ξεπάστρευαν δεν ήταν μόνο τα βόλια και τα αέρια. Κινδύνευαν από κουνούπια και ελονοσίες. Κινδύνευαν από τη διαμονή τους σε ακατάλληλα εδάφη. Ένιωθαν πως τίποτε σ’ αυτήν τη γη, λίγα χιλιόμετρα από την πρώτη γραμμή του Μετώπου, δεν τους ήταν φιλικό. Ακόμη κι αυτός ο χείμαρρος που στα νερά του έπλεναν τα κορμιά τους και τα ρούχα τους οι συνάδελφοί του, αγρίευε απροειδοποίητα και παρέσυρε σκηνές και γεφύρια, θυμίζοντάς τους πως άλλο πράγμα η στρατιωτική συμμαχία που αποφασίστηκε σε κάποια γραφεία κι άλλο πράγμα να σε θέλει ο τόπος ο ίδιος. Ο δρόμος, ο πανάρχαιος δρόμος, ονομάστηκε από τους Άγγλους στρατιώτες με το ίδιο μυστήριο όνομα που είχαν τα υψώματα όπου στήθηκε το στρατόπεδό τους. Το δρόμο αυτό τον τραγούδησαν πολύ οι Άγγλοι φαντάροι. Και επειδή τους οδηγούσε στα κέντρα της μεγάλης πόλης όπου ξόδευαν τα χρήματά τους και τις ημέρες της άδειάς τους, αλλά και επειδή, σε όλο το μήκος του μέχρι το Μέτωπο, προέβαλλε τόσες δυσκολίες στα τροχοφόρα και στους πεζούς στρατιώτες, ώστε έμοιαζε με έπος άξιο να υμνηθεί η πορεία κατά μήκος του.




Ο δρόμος, κοντά στη πόλη, περνούσε δίπλα από τον μικρό προσφυγικό οικισμό που στήθηκε λίγο πριν κατασκηνώσουν οι ξένοι στρατιώτες στην περιοχή. Ακόμα έφταναν κάρα με οικογένειες ξεσπιτωμένες που προσπαθούσαν να αντέξουν τον, πρόσκαιρο όπως ήθελαν να πιστεύουν, ξενιτεμό˙ η σκέψη τους και η ψυχή τους είχαν μείνει πίσω. Στις πατρίδες.
Αυτός ο οικισμός ήταν που φόρτωνε με μια ακόμη αμφιβολία τον Άγγλο λοχαγό. Έβλεπε τους πρόσφυγες να παλεύουν με τις ίδιες λάσπες και τα ίδια κουνούπια με τα οποία πάλεψε και αυτός. Μα έβλεπε και κάτι άλλο. Μια γυναίκα που ξεχώριζε από όλες τις άλλες. Την έβλεπε να παίρνει νερό από την βρύση που γειτόνευε με το παλιό κανάλι˙ αυτό που ξεκινούσε από τα υψώματα με το μυστήριο όνομα. Την έβλεπε πάνω στο γαϊδουράκι της, με τη μικρή της κόρη αγκαλιά να τραβάει κάθε λίγες μέρες προς την πόλη. Την έβλεπε να ισιώνει την μέση της, να βγάζει το τσεμπέρι και να τινάζει τα μαύρα της μαλλιά, μετά το σκούπισμα της αυλής μπροστά από το χαμόσπιτο. Την έβλεπε και δεν μπορούσε να αποτραβήξει τη ματιά του. Ποια ήταν; Πού βρισκόταν ο άντρας της; Ήξερε η ίδια την ομορφιά που κουβαλούσε; Κι αν το ήξερε, την άφηνε η προσφυγιά και η δυστυχία να το χαρεί αυτό το θείο δώρο;

Προσπαθούσε ν’ απαλλαγεί από την εικόνα της αλλά δεν τα κατάφερνε. Έδινε μάχη με τον εαυτό του πως μια τέτοια ομορφιά δεν ήταν σωστό να ξοδευτεί σ’ ένα δόσιμο μιας χήρας κι ενός φαντάρου. Αλλά πάλι, όταν οι μέρες για την αναχώρηση στο Μέτωπο ζυγώνουν, δεν θα ήταν χειρότερο να φύγει χωρίς να της έδειχνε τον αγνό –η ψυχούλα του το ήξερε- θαυμασμό του; -Στην πατρίδα θα ήταν διαφορετικά, σκεφτόταν. Μήπως όμως αυτή η ίδια γυναίκα, στη μακρινή χώρα, ντυμένη με ακριβά ρούχα, δεν θα του έκανε την ίδια εντύπωση; Μήπως δεν ήταν μόνο η ομορφιά αυτής της γυναίκας που τον αναστάτωσε, αλλά η ομορφιά αυτής της γυναίκας στη μέση της φτώχειας και του πόνου; Μήπως τα μάτια της έλαμπαν για να ξορκίσουν το κακό που τη βρήκε και όχι για να ξελογιάσει το δύστυχο λοχαγό; Δεν έχει σημασία αν αυτό ακριβώς κατάφερε. Ήταν ο σκοπός της;



Δεν έβγαζε άκρη και οι μέρες τελείωσαν. Έφευγε το επόμενο πρωινό. Δεν είχε βρει το θάρρος να της απευθύνει ούτε μια κουβέντα και η ευκαιρία είχε δοθεί πολλές φορές. Στο πλάι της βρύσης, εκεί που κάθεται και τώρα, αυτήν την τελευταία ημέρα σ’ αυτό το περιχαρακωμένο στρατόπεδο, την έβλεπε να σκύβει και να πλένει το πρόσωπό της παίρνοντας νερό με τα δυο της χέρια από την αρχαία λάρνακα και μετά να γεμίζει το λαγήνι της και να φεύγει. Το πρόσωπό της είχε χαραχτεί σ’ αυτό το παλιό μάρμαρο και το έβλεπε ο λοχαγός να του χαμογελάει κι ένιωθε άχρηστος που δεν προσπάθησε. Η επόμενη ημέρα θα τον έβρισκε στο Μέτωπο. Το κρεβάτι του θα είναι τυλιγμένο με συρμάτινο πλέγμα για να μην τον φάνε τα ποντίκια και στο σακίδιό του θα έχει μια μάσκα, μια τεχνητή μουσούδα, που θα τον προφυλάσσει από τα δηλητηριώδη αέρια των εχθρών. Έδινε μάχη με τις σκέψεις του για ν’ απαλλαγεί από αυτήν τη φρίκη όταν την είδε πάλι. Όχι μέσα στο νερό. Στο δρόμο, καβάλα στο γαϊδουράκι της, με τη μικρή της κόρη στην αγκαλιά, επέστρεφε από την πόλη. Σηκώθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Την πλησίασε! Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Τα μάτια του μείναν καρφωμένα στο πρόσωπο της γυναίκας. Στα μάτια και στα χείλη της. Τώρα έπρεπε να γίνει. Το χέρι του απλώθηκε προς το σύμπλεγμα μάνας και κόρης και …χάιδεψε το μάγουλο της μικρής. Αυτό ήταν. Η γλώσσα του λύθηκε. Έκανε μια πρόταση γάμου στην μικρούλα και του φάνηκε πως όλοι -οι τρεις τους- κατάλαβαν τι ζούσαν.

Το ξωτικό του καναλιού, με τη μορφή του φωτογράφου, που είχε κι αυτός κάνει στέκι του την βρύση γιατί έτσι του παράγγειλε η εφημερίδα του που ήθελε φωτογραφίες από τους φτωχούς πρόσφυγες και τους καλούς στρατιώτες, απαθανάτισε την στιγμή. Και η πρόταση γάμου ταξίδεψε σε όλη την ήπειρο και σ’ όλον τον κόσμο.





Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), το καλοκαίρι του 2002. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά. Οι εικόνες προέρχονται: η πρώτη από το αρχείο του Σ.Λ.˙ η δεύτερη από την εφημερίδα Le miroir, 4.3.1917 (Βιβλιοθήκη ΑΠΘ)˙ η τρίτη από την εφημερίδα The Graphic, 12.2.1916 (Βιβλιοθήκη ΑΠΘ).

Δεν υπάρχουν σχόλια: