Σάββατο, Ιανουαρίου 13, 2018

Ο Τσιτσάνης του στρατοπέδου Παύλου Μελά




 Από το τριμηνιαίο περιοδικό του Δήμου Σταυρούπολης ΠΟΛΗ, αρ. 1, Απρίλιος 2005:

Στις 4 Φεβρουαρίου 2005 ήταν προγραμματισμένη η πρεμιέρα του θεατρικού έργου «Ουζερί Τσιτσάνης» στο θέατρο της Μονής Λαζαριστών (Σκηνή Σωκράτης Καραντινός) από το ΚΘΒΕ. Το έργο ξεκίνησε όμως στις 16 Φεβρουαρίου 2005 και έκανε την επίσημη έναρξή του στις 25 Φεβρουαρίου 2005 εξ αιτίας των απεργιακών κινητοποιήσεων των ηθοποιών του ΚΘΒΕ.
Η παράσταση στηρίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη και σκηνοθετείται από τον Σωτήρη Χατζάκη.

Δεν γνωρίζω τους λόγους για τους οποίους επιλέχθηκε αυτή η συγκεκριμένη σκηνή του ΚΘΒΕ και όχι κάποια άλλη για να ανέ­βει αυτό το έργο. Είναι όμως μια ευτυχής συγκυρία για να κα­ταγραφεί μία ακόμη πληροφορία, η οποία ίσως βοηθήσει τον ερευνητή που θα επιχειρήσει να καταγράψει όλα όσα αφορούν στην παρουσία του Βασίλη Τσιτσάνη στην Θεσσαλονίκη, στην περίοδο της Κατοχής.
Η σκηνή στην οποία ανέβηκε το έργο βρίσκεται στην περιοχή Τερψιθέα της Σταυρούπολης, στην οδό Κολοκοτρώνη, αρ. 25-27. Η οδός Κολοκοτρώνη ίσως είναι η πρώτη επώνυμη οδός της Σταυρούπολης τουλάχιστον από το 1935 οπότε και εφαρ­μόζεται το πρώτο Σχέδιο Πόλης στην περιοχή. Στην οδό Κολο­κοτρώνη, αρ. 33, την περίοδο της Κατοχής, έμενε ο Δημήτριος Τσιτσάνης του Φωτίου ή Δημητρίου και της Φωτεινής που γεν­νήθηκε το 1904 στα Τρίκαλα και ήτανε δημόσιος υπάλληλος και έγγαμος (βλ. Σπύρος Λαζαρίδης: «Μέρες ποδοσφαίρου», έκδο­ση του Δήμου Σταυρούπολης στα πλαίσια του Ιστορικού του Αρχείου, Θεσσαλονίκη, 2002). Οι εγγραφές του πρώτου δημο­τολογίου Σταυρούπολης γίνονται από τον Μάιο του 1940 ενώ για τον Τσιτσάνη ημερομηνία εγγραφής φαίνεται η 21.9.1945, πιθανή ημερομηνία μεταδημότευσης και όχι εγκατάστασης στην περιοχή.

Στην ιστοσελίδα του ΚΘΒΕ σχετικά με την υπόθεση του έργου γράφονται τα εξής:
«Θεσσαλονίκη, πρώτο τρίμηνο του '43. Κατοχή, Αντίσταση, εβραϊκά γκέτο. Κατασκοπεία, ένας κυνηγημένος έρωτας, ΕΑΜ, ταγματασφαλίτες, μουλωχτοί σκοτωμοί, πείνα, εξωφρενικά γλέντια. Μάχη του Στάλινγκραντ, κρίσιμη καμπή του πολέμου. Από τον παλιό σταθμό Θεσσαλονίκης ξεκινούν τα πρώτα τρένα για το Άουσβιτς. Το Ουζερί Τσιτσάνης - Παύλου Μελά 22, δου­λεύει στο κέντρο της κατεχόμενης πόλης, στο μάτι του κυκλώ­να. Κι ο Βασίλης Τσιτσάνης, 28 χρονών τότε, μέσα σ' όλον αυ­τό τον εφιάλτη, ίσως και εξαιτίας του, συνθέτει τα καλύτερα τραγούδια του. Γράφει: "Όποιος γεννιέται μερακλής, δεν ξέρει τι να κάνει"».

Θα μπορούσαν όμως να γράφονται τα παρακάτω: 
«Θεσσαλονίκη, φθινόπωρο του '43. Κατοχή, Αντίσταση, εβραϊκά γκέτο. Κατασκοπεία, ένας κυνηγημένος έρωτας, ΕΑΜ, ταγματα­σφαλίτες, μουλωχτοί σκοτωμοί, πείνα, εξωφρενικά γλέντια. Μάχη του Στάλινγκραντ, κρίσιμη καμπή του πολέμου. Από τον παλιό σταθμό Θεσσαλονίκης ξεκινούν τα πρώτα τρένα για το Άουσβιτς. Το στρατόπεδο Παύλου Μελά, στην άκρη της κατεχόμενης πόλης, είναι στο μάτι του κυκλώνα. Κι ο Δημήτρης Τσι­τσάνης, 39 χρονών τότε, μέσα σ' όλον αυτό τον εφιάλτη, ίσως και εξαιτίας του, βοηθάει τους μελλοθάνατους και είναι έφορος μιας θρυλικής ποδοσφαιρικής ομάδας. Ένας άλλος Τσιτσάνης, ο Βασίλης, την ίδια εποχή, στην ίδια πόλη γράφει: "Όποιος γεν­νιέται μερακλής, δεν ξέρει τι να κάνει"». 

Το κοινωνικό πορτραίτο του Δημήτρη Τσιτσάνη σκιαγραφείται με τα λόγια ενός ομήρου του στρατοπέδου Παύλος Μελάς, του Λεωνίδα Γιασημακόπουλου ο οποίος κρατούσε ημερολόγιο από τον Απρίλιο του 1943 μέχρι την απελευθέρωση, 21 Οκτω­βρίου 1944. Το ημερολόγιο αυτό δημοσιεύτηκε από τον Γιώρ­γο Καφταντζή σε δύο τόμους (το 1999 ο α' και το 2001 ο β') από τις εκδόσεις «Παρατηρητής». Γράφει λοιπόν ο Καφταντζής στον πρόλογό του για το στρατόπεδο Παύλου Μελά:
 «Από το εφιαλτικό αυτό στρατόπεδο, ανεξάντλητη δεξαμενή αίματος, όπου φυλάκιζαν εκτός από τους Γερμανούς και οι Πουλικοί, Δαγκουλαίοι, Ταγματασφαλίτες, Κούκοι, κ.ά. ακόμα και οι Βούλγαροι (25.6.1944) χωρίς διάκριση νέους, γέρους, παιδιά, έγκυες, αρρώστους, αναπήρους, ελάχιστοι δραπέτευ­σαν και μερικοί αυτοκτόνησαν.
Αξίζει να μνημονευτεί η τέλεση στο στρατόπεδο αγώνων πά­λης και θεατρικών παραστάσεων, ιδιαίτερα η περίπτωση δύο κρατούμενων Γιουγκοσλάβων, ενός ηθοποιού και ενός φοιτη­τή θεολογίας, οι οποίοι με συνοδεία πεταλάδων και γερμανικό αυτοκίνητο πήραν από το Κρατικό Θέατρο Θεσσαλονίκης κο­στούμια, περούκες και άλλα χρειαζούμενα και ανέβασαν θεα­τρικό έργο. Η ίδρυση επίσης ποδοσφαιρικής ομάδας με την επωνυμία "Παύλος Μελάς' η οποία έπαιζε με Γερμανούς, με αιχμαλώτους, Ιταλούς, Σέρβους, αλλά και με ομάδες της Θεσ­σαλονίκης, στο απέναντι απ' το στρατόπεδο γήπεδο»

Στην καταγραφή της Πέμπτης 10.6.43 του ημερολογίου του Γιασημακόπουλου γίνεται η παρουσίαση του προσωπικού του στρατοπέδου. Ο Τσιτσάνης εδώ (και μόνον εδώ, άρα όπως επισημαίνει και ο Καφταντζής πρόκειται περί λάθους) αναφέρεται σαν Νικόλαος και όχι σαν Δημήτριος και ήταν «διαχειριστής αναρρωτηρίου. Θεσσαλός, 33-34 ετών. Υψηλός, ξανθός, ολί­γον φαλακρός. Προς εμέ εφάνη εξαιρετικά καλός και συμπε-ριεφέρθη ως προς συνάδελφον και φίλον παλαιόν. Σε κάθε αδιαθεσία μου με συνέτρεξε». Καλά λόγια γράφονται για λί­γους από το ελληνικό προσωπικό του στρατοπέδου. Οι περισ­σότεροι φέρονται σκληρά και βάναυσα στους κρατούμενους

Στις καταγραφές του 1944 γίνεται λόγος για τις ποδοσφαιρικές συναντήσεις μεταξύ των ομάδων των αιχμαλώτων και της ομάδας του «Παύλου Μελά». Αυτή η ομάδα είχε στηθεί εκτός στρατοπέδου από παιδιά της Νεάπολης και της Σταυρούπολης και πήρε το όνομά της από το στρατόπεδο (βλ. Σπύρος Λαζαρίδης: «Μέρες ποδοσφαίρου»: 1. Περ. Δημότης, αρ.2, Απρίλιος 1992 και 2. Έκδοση του Δήμου Σταυρούπολης στα πλαίσια του Ιστορικού του Αρχείου, Θεσσαλονίκη, 2002). 
Το στοιχείο που προσθέτει ο Γιασημακόπουλος (καταγραφή Κυριακής 13.8.44) είναι πως ο Τσιτσάνης ήταν μπλεγμένος με την υπόθεση αυτής της ομάδας: «Το βραδάκι παρακολούθησα από μακρυά το ματς της ομάδας Παύλου Μελά με τους Σέρβους αιχμαλώτους, καθ' ό εκέρδισαν οι Παυλομελίται 4 με 1. Έτσι ο Τσιτσάνης που είναι έφορός των θα είναι στις χαρές του». Ο Καφτατζής θεωρεί πως την ομάδα του «Παύλου Μελά» την δημιούργησαν οι Γερμανοί οι οποίοι τοποθέτησαν τον Τσιτσάνη σαν έφορο. Φυσικά ο Καφταντζής στηρίζεται μόνο στο κεί­μενο του ημερολογίου και αγνοεί τις μαρτυρίες κάποιων από τα παιδιά που έπαιζαν στην ομάδα όπως ο Στέργιος Χατζής και ο Ιωάννης Πασσιάς (βλ. Σπύρου Λαζαρίδη ό.π.), όπως επίσης αγνοεί και το γεγονός πως ο Δημήτριος Τσιτσάνης κατοικούσε δίπλα στο στρατόπεδο και ήταν γείτονας με τα παιδιά που έστησαν την ομάδα στο γήπεδο που βρισκόταν κοντά στο σπί­τι του. Στον Χατζή οφείλεται η πληροφορία πως πολλά από τα παιδιά της ομάδας ήταν επονίτες και είχαν στήσει ένα δίκτυο με το οποίο οι Σέρβοι αιχμάλωτοι ρίξανε γέφυρα μέσω των πο­δοσφαιρικών συναντήσεων με την ελληνική εθνική αντίσταση. Ίσως αυτό το νενονός εξηγεί τον μεγάλο βαθμό συναισθημα­τικής σύνδεσης των παιδιών της ομάδας με τους Σέρβους που εκφράστηκε με αλληλογραφία και επισκέψεις μέχρι τα τελευ­ταία χρόνια της ζωής τους, όπως συνέβη με τον Ιωάννη Πασσιά ποδοσφαιριστή του Παύλου Μελά και τον Βιτόικο Γιέρεμιτς ποδοσφαιριστή της ομάδας των Σέρβων αιχμαλώτων.
Δεν γνωρίζω (και δεν νομίζω πως έχει μεγάλη σημασία) αν ο Δημήτρης Τσιτσάνης ήταν συγγενής του Βασίλη και αν γνώρι­ζε ο ένας τον άλλον. Πάντως και μόνον χάριν των συμπτώσε­ων νομίζω πως αυτό το κείμενο έπρεπε να γραφεί. Έτσι, σαν τα αντικείμενα που αφήνουν οι ηθοποιοί στο τέλος της παρά­στασης «Ουζερί Τσιτσάνης, Παύλου Μελά 22» μπροστά στην φωτογραφία του μεγάλου συνθέτη. Τσιτσάνηδες και οι δύο από τα Τρίκαλα. Στην Θεσσαλονίκη και οι δύο γύρω στο 1943. Στο ουζερί στην οδό Παύλου Μελά ο ένας, στο στρατόπεδο Παύλου Μελά ο άλλος. Και η παράσταση για χάρη του ενός, δίπλα στο σπίτι που έμενε ο άλλος. Αν τα ήξεραν αυτά ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ο Σωτήρης Χατζάκης πιστεύω πως θα έβρισκαν τον τρόπο να μας κλεί­σουν το μάτι για τον άλλον Τσιτσάνη.


Σπύρος Λαζαρίδης
Θεσσαλονίκη 19-3-2005

ΥΓ
Το κείμενο αναδημοσιεύεται ως τεκμήριο του αρχικού εναύσματος για τη συγγραφή του έργου Νυχτοφαγιές το οποίο θα παρουσιαστεί σε μια δημόσια ανάγνωση την Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018.