Δεν το γνώριζα αυτό το κείμενο. Είναι πολύ
καλό και περιεκτικό. Ευτυχώς δρομολογήθηκαν ευχάριστες εξελίξεις. Σε
ελάχιστες ημέρες θα ανακοινωθεί μια έκθεση και μια ημερίδα με την
ΟΡΙΣΤΙΚΗ (ελπίζω) επάνοδο του έργου στη Θεσσαλονίκη. Φορέας υποδοχής του
έργου στη Θεσσαλονίκη, το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
... Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ΄την αρχή. Η πρώτη δημόσια αναφορά για τον πίνακα έγινε μέσω του πρώτου τεύχους του βραχύβιου περιοδικού «Ο Δημότης», ενός free press περοδικού της Σταυρούπολης γενικού ενδιαφέροντος, σε άρθρο του κυρίου Σπύρου Λαζαρίδη, εκπαιδευτικού και ενεργού πολίτη και αναδημοσιεύεται στο blog του μαζί με μια ενδιαφέρουσα επιστολή του προς την Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσου και τους τότε διευθυντές της Μποστ και Λουκία Μαγγιώρου – Τάσσου. Τον Ιανουάριο του 1991, που ο κ. Λαζαρίδης έμαθε και ενδιαφέρθηκε για τον πίνακα, στην καπναποθήκη στεγαζόταν ακόμα ο Εθνικός Οργανισμός Καπνού Θεσσαλονίκης και το έργο υπήρχε σε κοινή θέα των πολιτών (χωρίς όμως να αναδειχθεί και να γίνει ευρέως γνωστή η παρουσία του στους Θεσσαλονικείς). Ακόμα και ο ίδιος ο κ. Λαζαρίδης βρέθηκε προ εκπλήξεως και μάλιστα αναφέρει σε ένα άλλο άρθρο του που δημοσίευσε με αφορμή ενός άρθρου του Αγγελιοφόρου απο το Μάιο του 2010 που αφορούσε στην κόκκινη καπναποθήκη: «Δεν γνωρίζω τι ακριβώς έχει η Νομαρχία και οι υπηρεσίες της κατά νου. Δυστυχώς η Σταυρούπολη δεν κατέβαλε όσες προσπάθειες απαιτούνταν και το κτίριο κατέληξε στη Νομαρχία. Το 1992 όταν δημοσίευα το παραπάνω κείμενο φοβόμουν πως θα πλάκωναν πανεπιστήμια και πανεπιστημιακοί και θα έπαιρναν το έργο από το φυσικό του χώρο και θα το έκλειναν σε κανένα μουσείο. Δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Έχω αλληλογραφία με το Ίδρυμα Α. Τάσσου για το συγκεκριμμένο έργο τότε που ζούσε ακόμα ο Μποστ και η Λουκία Μαγγιώρου-Τάσσου, σύζυγο του Τάσσου Αλεβίζου. Ας μείνει εκεί κι ας το προσέχουν οι αρμόδιοι για να το χαίρονται οι πολίτες, μου είχαν γράψει. Το καταθέτω, εδώ, ξανά! Μην προκύψει καμία ανακαίνιση και κανένα βάψιμο του κτιρίου και πάει το έργο άκλαφτο!»
Οι μόνες ενέργειες τελικά που αφορούν στο συγκεκριμένο έργο φαίνεται να έχουν γίνει από το «φτωχό και μόνο κάου μπόι» κ. Λαζαρίδη: «Ο χώρος άλλαξε χρήση, αλλά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά στο ευρύτερο γεωγραφικό τοπίο δεν άλλαξαν σημαντικά. Πράγμα που σημαίνει πως υπάρχουν δράσεις που θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν εκεί και να συμβιώνουν με(και να αναδεικνύουν) το συγκεκριμένο έργο. Τέτοιες δράσεις αποτυπώθηκαν σε μια στοιχειώδη μελέτη κατά τη διάρκεια της αντιδημαρχίας μου (2005-2006), αλλά οι επανειλημμένες προσπάθειές μου να αποσπάσω τη συναίνεση του, τότε, νομάρχη (στη νομαρχία δόθηκε για 90 χρόνια από τον υφυπουργό γεωργίας κ. Κοντό και στην τελετή παράδοσης τούς είχα επισημάνει ξανά και το έργο και την αναγκαιότητα παραμονής του εκεί) δεν ευοδώθηκαν». Στο βίντεο που δείχνει την παράδοση του έργου από τον κ. Σκανδαλίδη στη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης ειπώθηκαν πολλά και τίποτα και φαντάζομαι αμέσως μετά όλοι γύρισαν στα σπίτια τους ευτυχισμένοι και χαρούμενοι για μια ακόμα τεράστια επιτυχία από το πουθενά, από αυτές που ακόμα προσπαθούμε να κατανοήσουμε εδώ στη Θεσσαλονίκη...
http://www.parallaximag.gr
... Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ΄την αρχή. Η πρώτη δημόσια αναφορά για τον πίνακα έγινε μέσω του πρώτου τεύχους του βραχύβιου περιοδικού «Ο Δημότης», ενός free press περοδικού της Σταυρούπολης γενικού ενδιαφέροντος, σε άρθρο του κυρίου Σπύρου Λαζαρίδη, εκπαιδευτικού και ενεργού πολίτη και αναδημοσιεύεται στο blog του μαζί με μια ενδιαφέρουσα επιστολή του προς την Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσου και τους τότε διευθυντές της Μποστ και Λουκία Μαγγιώρου – Τάσσου. Τον Ιανουάριο του 1991, που ο κ. Λαζαρίδης έμαθε και ενδιαφέρθηκε για τον πίνακα, στην καπναποθήκη στεγαζόταν ακόμα ο Εθνικός Οργανισμός Καπνού Θεσσαλονίκης και το έργο υπήρχε σε κοινή θέα των πολιτών (χωρίς όμως να αναδειχθεί και να γίνει ευρέως γνωστή η παρουσία του στους Θεσσαλονικείς). Ακόμα και ο ίδιος ο κ. Λαζαρίδης βρέθηκε προ εκπλήξεως και μάλιστα αναφέρει σε ένα άλλο άρθρο του που δημοσίευσε με αφορμή ενός άρθρου του Αγγελιοφόρου απο το Μάιο του 2010 που αφορούσε στην κόκκινη καπναποθήκη: «Δεν γνωρίζω τι ακριβώς έχει η Νομαρχία και οι υπηρεσίες της κατά νου. Δυστυχώς η Σταυρούπολη δεν κατέβαλε όσες προσπάθειες απαιτούνταν και το κτίριο κατέληξε στη Νομαρχία. Το 1992 όταν δημοσίευα το παραπάνω κείμενο φοβόμουν πως θα πλάκωναν πανεπιστήμια και πανεπιστημιακοί και θα έπαιρναν το έργο από το φυσικό του χώρο και θα το έκλειναν σε κανένα μουσείο. Δεν ενδιαφέρθηκε κανείς. Έχω αλληλογραφία με το Ίδρυμα Α. Τάσσου για το συγκεκριμμένο έργο τότε που ζούσε ακόμα ο Μποστ και η Λουκία Μαγγιώρου-Τάσσου, σύζυγο του Τάσσου Αλεβίζου. Ας μείνει εκεί κι ας το προσέχουν οι αρμόδιοι για να το χαίρονται οι πολίτες, μου είχαν γράψει. Το καταθέτω, εδώ, ξανά! Μην προκύψει καμία ανακαίνιση και κανένα βάψιμο του κτιρίου και πάει το έργο άκλαφτο!»
Οι μόνες ενέργειες τελικά που αφορούν στο συγκεκριμένο έργο φαίνεται να έχουν γίνει από το «φτωχό και μόνο κάου μπόι» κ. Λαζαρίδη: «Ο χώρος άλλαξε χρήση, αλλά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά στο ευρύτερο γεωγραφικό τοπίο δεν άλλαξαν σημαντικά. Πράγμα που σημαίνει πως υπάρχουν δράσεις που θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν εκεί και να συμβιώνουν με(και να αναδεικνύουν) το συγκεκριμένο έργο. Τέτοιες δράσεις αποτυπώθηκαν σε μια στοιχειώδη μελέτη κατά τη διάρκεια της αντιδημαρχίας μου (2005-2006), αλλά οι επανειλημμένες προσπάθειές μου να αποσπάσω τη συναίνεση του, τότε, νομάρχη (στη νομαρχία δόθηκε για 90 χρόνια από τον υφυπουργό γεωργίας κ. Κοντό και στην τελετή παράδοσης τούς είχα επισημάνει ξανά και το έργο και την αναγκαιότητα παραμονής του εκεί) δεν ευοδώθηκαν». Στο βίντεο που δείχνει την παράδοση του έργου από τον κ. Σκανδαλίδη στη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης ειπώθηκαν πολλά και τίποτα και φαντάζομαι αμέσως μετά όλοι γύρισαν στα σπίτια τους ευτυχισμένοι και χαρούμενοι για μια ακόμα τεράστια επιτυχία από το πουθενά, από αυτές που ακόμα προσπαθούμε να κατανοήσουμε εδώ στη Θεσσαλονίκη...
http://www.parallaximag.gr