Κυριακή, Οκτωβρίου 21, 2007

Παραμύθι

Μια φορά κι έναν καιρό έγιναν εκλογές στην συνοικία που μεγάλωνε δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο. Δεν ήταν πρώτη φορά που γίνονταν εκλογές σ’ αυτόν τον τόπο. Ήταν όμως σημαδιακές. Ήταν εκλογές που ήρθαν μετά από μεγάλες καταστροφές. Μετά την εφτάχρονη δικτατορία και την θητεία του πρώτου δημάρχου του νεοσύστατου δήμου, ήρθε η πλημμύρα του χείμαρρου και ο μεγάλος σεισμός που συντάραξε την μεγάλη πόλη δίπλα στην θάλασσα. Σ’ εκείνες τις εκλογές έγινε και ο αρραβώνας του μαθητή από την διπλανή συνοικία, με τα παλιά χώματα. Έβαζε σημάδι την διάρκεια μιας σοκολάτας για να φτάσει από την μια συνοικία στην άλλη. Ακόμα έρχεται. Κάθε φορά και μ’ άλλο τρόπο. Κάθε φορά και μ’ άλλο σημάδι.

Η χούντα έπεσε. Η νέα εποχή ονομάστηκε μεταπολίτευση. Η συνοικία δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο έγινε δήμος. Πρώτος δήμαρχος εκλέχτηκε ένας από τους πρώτους πρόσφυγες που έφτασαν πριν εξήντα χρόνια σ’ αυτόν τον τόπο. Άνθρωπος του Θεού και της εκκλησίας. Δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τις καταστροφές. Χυμήξανε πάνω του οι αριστεροί και οι προοδευτικοί να τον φάνε. Τον φάγανε. Δεν είχε τύχη.

Προστάτης του, ένας υπουργός της δεξιάς που κυβερνούσε τότε, μ’ αφράτα μάγουλα και κούφιες υποσχέσεις. Κι αυτός δεν πρόκοψε στην πολιτική. Δεν ξανακούστηκε από τότε. Είχε ήδη ένα βιβλίο στο ενεργητικό του πριν υπουργοποιηθεί, συνέχισε να γράφει και μετά την εμπλοκή του στην πολιτική. Με προσευχές και μυθιστορήματα δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στα συνθήματα και στον αγώνα.

Ένας πρόσφυγας της Μικρασιατικής Καταστροφής, με θητεία στα ξερονήσια και αγαπητός σε όλους, μάζεψε γύρω του συντρόφους και φίλους και πήρε την δημαρχία. Την κράτησε για τρεις θητείες. Έδωσε μάχη με τις λάσπες και την κέρδισε. Το πρόσωπο της συνοικίας άρχισε να αλλάζει.


Στα χρόνια των καταστροφών τελειώνει ο μαθητής το γυμνάσιο και περνάει στο πανεπιστήμιο. Την πλημμύρα την νιώθει σαν περιπέτεια και όχι σαν τραγωδία. Επέστρεφε από το μάθημά του, με το λεωφορείο, για το πατρικό του στην γειτονική συνοικία. Δεν φάνηκε το λεωφορείο που συνήθως τον εξυπηρετούσε. Ο καιρός είχε χαλάσει από το πρωί. Η δική του γραμμή δεν λειτουργούσε. Μα κι αυτή που χρησιμοποίησε δεν τον πήγε στον προορισμό του. Ο δρόμος για την γειτονική συνοικία διασταυρώνονταν με τον χείμαρρο, σε κάποιο σημείο, στην πορεία του προς την θάλασσα. Αυτό το σημείο ήταν αδιάβατο. Κατέβηκε από το λεωφορείο. Από ένα υπερυψωμένο γεφυράκι πέρασε απέναντι για να βρεθεί αντιμέτωπος με τα ορμητικά νερά ενός ποταμού που ξεφύτρωσε από το πουθενά. Δεν υπήρχε πια δρόμος από εκεί και πέρα. Μόνο το φουσκωμένο ποτάμι που το διέσχισε κατά το μήκος του όπως έβλεπε να κάνουν στις ταινίες οι κυνηγημένοι για να χάσουν την μυρωδιά τους τα σκυλιά. Έφτασε μούσκεμα στο σπίτι του.

Την επόμενη μέρα διαδόθηκαν τα νέα για τα νοικοκυριά και τις ζωές που παρέσυραν τα θολωμένα νερά του βρωμοπόταμου. Μ’ αυτήν την καταστροφή μπήκε ο χείμαρρος στο σημάδι, όπως πριν από αυτόν είχε μπει η τούμπα των εκτελέσεων.

Του την είχε φυλαγμένη ο εξόριστος πρόσφυγας. Με το κλείσιμό του σαν κεντρικό του σύνθημα και υπόσχεση, κέρδισε τις εκλογές, δύο χρόνια μετά την πλημμύρα. Δεν τα κατάφερε σε τρεις θητείες αλλά άνοιξε τον δρόμο για τον επόμενο.

Τώρα τα νερά του χείμαρρου, στο μεγαλύτερο μήκος του, κινούνται υπόγεια μέσα σε μια τσιμεντένια σαρκοφάγο, υποταγμένα μέχρι νεωτέρας.


Στο πανεπιστήμιο δεν μπορεί να ριζώσει. Δεν του αρέσουν οι παρέες που διαρκούν μια σχολική χρονιά και στήνονται για να μοιράζεται το νοίκι. Θέλει κάτι πιο μόνιμο και ζεστό. Ψάχνει αφορμές και φεύγει. Έναν μόνο δρόμο ξέρει. Μιας σοκολάτας δρόμος. Τον περπατάει από τότε. Ξαναγυρνάει στη συνοικία όπου έβγαλε το γυμνάσιο.

Υπάρχουν παρέες και στέκια που του ταιριάζουν. Στα χρόνια του σεισμού είχε ήδη αναπτύξει δράση στον σύλλογο που έστησαν κάποια ανήσυχα παιδιά που δεν βολεύονταν με τα κατηχητικά και τους προσκόπους. Ο ξεσπιτωμός των ανθρώπων, πέντε μήνες πριν τις δημοτικές εκλογές, ήταν μια ευκαιρία που δεν μπορούσαν να χάσουν οι μπαρουτοκαπνισμένοι σύντροφοι του εξόριστου πρόσφυγα. Κι ο μαθητής, φοιτητής πια, μαζί τους.

Ξαμολιούνται στις αλάνες με τις σκηνές και στήνουν επιτροπές σεισμοπαθών. Οργανώνει κι αυτός τον πόνο των ανθρώπων σε πολιτική διαμαρτυρία. Βλέπει την αδυναμία του παλιού δημάρχου να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και βοηθάει, με όλη του την ψυχή, το άστρο του νέου δημάρχου να ανατείλει.








Γεμίζει με ζωγραφιές του, τους δρόμους της πόλης και στηλιτεύει τον ανήμπορο πολιτικό. Βοηθάει τον νέο˙ τον πρόσφυγα της δεύτερης προσφυγιάς˙ τον κυνηγημένο για τις ιδέες του˙ τον εξόριστο από την χούντα. Αφήνει τα δικά του ίχνη στα αρχαία χώματα. Κερδίζουν. Ερωτεύεται. Κάνει φίλους. Μεγαλώνει.


Ο καιρός τα φέρνει έτσι και ο μαθητής του μοναδικού γυμνασίου των δυτικών συνοικιών της μεγάλης πόλης, ο γητεμένος από την συνοικία της οποίας δεν καταλάβαινε το όνομα, κάνει οικογένεια με γυναίκα από την παλιά του γειτονιά.

Έτσι έρχεται τώρα κι αυτός. Με την οικογένειά του, όπως έκαναν και οι πρώτοι που έχτισαν δίπλα στον δρόμο. Στήνει σπιτικό σε μια πολυκατοικία που χτίστηκε πάνω σε κάποιο από τα θαλάματα, δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο, κοντά στο σημείο όπου βρίσκονταν η βρύση με την μαρμάρινη γούρνα, απέναντι από το ίδρυμα που στεγάζει τους ανθρώπους με τα ταραγμένα μυαλά. Ο αρραβώνας του με την προσφυγική συνοικία εξελίχτηκε σε γάμο.

Αρχίζει να την γνωρίζει καλύτερα. Νιώθει πως της χρωστάει κάτι. Απαντήσεις ίσως σε ερωτήματα που κανείς δεν έθετε. Ανακαλύπτει το κανάλι. Τις ζωγραφιές με τους αγρότες και τους αγγέλους. Τα μυστικά που κρύβουν οι τούμπες στις άκρες του δρόμου. Μαγεύεται από το μυστηριώδες όνομα. Ψάχνει. Παλεύει ανάμεσα στα ξωτικά και τους ανθρώπους. Δεν μπορεί να διαλέξει. Αυτούς τους βλέπει κάθε μέρα. Στεναχωριέται και τυραννιέται μαζί τους. Εκείνα τον λυτρώνουν όταν ταράζεται η ψυχή του. Γράφει. Ωριμάζει η σχέση του μαζί της. Γεύεται το σώμα της και της δίνει την ψυχή του. Θέλει να γίνει η λαλιά της. Να δώσει ήχο στα άλαλα χώματά της. Μπλέκει με την πολιτική. Συνεχίζει να γράφει. Ιστορίες απ’ τα χώματα.



Υ.Γ. Το διήγημα αυτό -το τελευταίο- ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύεται για πρώτη φορά. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά. Τα -ο Θεός να τα κάνει- σκίτσα είναι του λάσπυ και ήταν μέρος του -νικηφόρου- προεκλογικού αγώνα για το Δήμο Σταυρούπολης, του Χρήστου Τσακίρη εναντίον του Βαγγέλη Μωραϊτόπουλου, το 1978˙ φύγανε και οι δύο πια. Στη μνήμη τους λοιπόν, παρόλες τις πολιτικές μας διαφορές και με τους δύο.

3 σχόλια:

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ είπε...

Ένα παραμύθι που αγγίζει τα σύνορα της πραγματικότητας. Μια ζωή σαν παραμύθι.

Ανώνυμος είπε...

Κι ήταν κείνες οι μέρες που τρέχαμε δίπλα στο ποτάμι που φούσκωσε ξαφνικά, για να σώσουμε τον μεθυσμένο θείο του Κώστα, που κοιμόταν βαριά πάνω στο κρεβάτι και τον παρέσυρε η ορμή του Δενδροπόταμου.Ξέρεις Σπύρο που; Εκεί δίπλα στη κεντρική γέφυρα, που συνωστίζονταν τα αυθαίρετα παραπήγματα των ανθρώπων που "δεν είχαν στον ήλιο μοίρα".

Ναι Σπύρο καθημερνά περνούσαμε εμείς της παλιάς Ηλιούπολης από κείνη τη διάβαση.Τη μοναδική.Ή μάλλον όχι δεν ήταν η μοναδική...υπήρχε και η άλλη διάβαση πάνω από την κρεμαστή νεροσωλήνα, λίγο πιο πέρα, εκεί που βγαίναμε δίπλα στη Πρόνοια.Πόσες φορές δεν τη χρησιμοποιήσαμε κι αυτή τη περαντζάδα για να παίξουμε μπάσκετ στο μοναδικό γήπεδο μπάσκετ της περιοχής.Κι όταν πηγαίναμε στο 6ο γυμνάσιο βιαστικοί γιατί αργούσαμε από κει πηγαίναμε.Τις άλλες μέρες από τον κεντρικό, με το πάσσο μας,και καλαμπουρίζαμε με τους φίλους που περιμέναμε εμείς οι Ηλιουπολίτες από το Κορδελιό και τον Εύοσμο.

Δεν έχει "μοίρα" η Δεξιά στη Σταυρούπολη.Μυρίζει άσχημα, απαίσια η λέξη στους Σταυρουπολίτες.
Θαρρώ πως αυτό ήταν το λάθος του Παπαδόπουλου στις δημοτικές εκλογές και κατά προέκταση και το δικό σου φίλε μου.

Μας λείπεις Σπύρο από το Δήμο. Η απουσία σου όχι μόνο αισθητή είναι αλλά και μοιραία θα έλεγα.

Στη μνήμη του Χρήστου Τσακίρη θυσιάζω κι εγώ τις μνήμες μου απ' αυτή την έρμη συνοικία.

tsalimi είπε...

Μεγαλώσαμε Αντώνη μα το άρωμα μιας πιο αγωνιστικής εποχής και με αυξημένη τη διάθεση για συμμετοχή σε διαφόρων ειδών «μαζικότητες», πλανιέται ακόμα, έστω εξασθενημένο και αδιόρατο.
Σ’ ευχαριστώ Πέτρο. Όσο υπάρχουν άτομα που συγκινούνται με προσωπικές, έστω, μνήμες, υπάρχει ελπίδα να μετουσιωθούν αυτές και να γίνουν με τη σειρά τους μνήμες τόπου. Δηλαδή, Ιστορία.