Κυριακή, Σεπτεμβρίου 17, 2006

Το νου σου στο παιδί!



Νέα πρόσωπα πίσω από τα κάγκελα του Ψυχιατρείου. Δεν εκλιπαρούν όπως τα παλιά με τα ταραγμένα μυαλά για ένα τσιγάρο. Αυτοί θέλουν χρήματα. Ο έμπορας πουλάει την ηρωίνη μόνο με μετρητά. Βρίσκονται εδώ επειδή εδώ εγκαταστάθηκε η μονάδα που χορηγεί ένα υποκατάστατο της ηρωίνης. Αυτόν τον τρόπο βρήκε το κράτος για να βοηθήσει τους εξαρτημένους από τα ναρκωτικά. Τον ίδιο ακριβώς τρόπο εκμεταλλεύτηκαν οι έμποροι για να αυξήσουν τον τζίρο τους. Οι ίδιοι που έπαιρναν το υποκατάστατο αγόραζαν και την ηρωίνη. Κοντά σ’ αυτούς και πολλοί άλλοι.
Το στέκι ήταν προσοδοφόρο. Πάνω στον δρόμο, τον πανάρχαιο δρόμο από τον οποίο έφταναν και τα καλά και τα άσχημα για την πόλη, μέσα στις γειτονιές με τις παρόδους, ώστε καμία αστυνόμευση να μην είναι επαρκής, γινόταν ένα αλισβερίσι που μύριζε απόγνωση, απληστία και θάνατο. Από το πρωί μέχρι το βράδυ τους βλέπει κανείς να ξεχύνονται ανάμεσα στα αυτοκίνητα, μ’ ένα τσιγάρο να κρέμεται μόνιμα από τα χείλη τους και να είναι πάντοτε βιαστικοί. Τρεκλίζουν, παραπατάνε, το βλέμμα τους είναι θολό και ψάχνει επίμονα γύρω, μέχρι να βάλουν το τυλιγμένο χαρτάκι με την δόση στην τσέπη. Τρέχουν τότε δυο-δυο ή και περισσότεροι στα φαρμακεία. Αδειάζουν το νερό από την αμπούλα και την χρησιμοποιούν σαν σκεύος. Εκεί μέσα διαλύουν την άσπρη σκόνη και την σπρώχνουν στις φλέβες τους, σφίγγοντας τα χέρια τους με τα πόδια, κουλουριασμένοι, στο δρόμο, στις εισόδους πολυκατοικιών, στα παγκάκια.

Οι περίοικοι ανησυχούν. Οι έμποροι είναι αδίστακτοι. Μάθαιναν τα έργα τους από τα δελτία ειδήσεων, τώρα τα βλέπουν να γίνονται έξω από την πόρτα τους. Δεν ελπίζουν σε τίποτα. Οι πολιτικοί της κεντρικής εξουσίας δεν προτείνουν καμία λύση. Αλληθωρίζουν ύποπτα. Σαν κάτι να θέλουν να προφυλάξουν. Επικαλούνται την κοινωνική αλληλεγγύη για τα παιδιά που συμμετέχουν στο πρόγραμμα και κλείνουν τα μάτια στο παραμάγαζο που στήθηκε στην πλάτη αυτών των παιδιών. Από κοντά και οι εφημερίδες. Κοινωνική ευαισθησία αναζητούν κι αυτές την ώρα που κάποιες καρδιές χτυπούν έντονα από ανησυχία για την ζούγκλα που θεριεύει έξω από την πόρτα τους και κάποιες τσέπες ζεσταίνουν τα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που μαζεύονται με αμείωτο ρυθμό.

Η πολυκατοικία του βρίσκεται απέναντι από το Ψυχιατρείο. Ήταν οικοπεδούχος. Η Πρόνοια μοίρασε τα οικόπεδα σ’ αυτούς που έφυγαν από τα θαλάματα. Το έδωσε αντιπαροχή και βολεύτηκε με τρία διαμερίσματα. Για τον γιο, την κόρη και τον εαυτό του με την κυρά. Έτσι τα κανόνισε με τον εργολάβο μόνο που ο γιος δεν μπήκε ποτέ στο διαμέρισμα. Τον βρήκε ο ίδιος, στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, στην μικρή αποθηκούλα με τους μετρητές της ύδρευσης. Τον έψαχνε ώρες. Ήταν καθισμένος στο τσιμέντο και είχε την σύριγγα καρφωμένη στο λαιμό. Δεν έβρισκε αλλού φλέβα.
Είχε τυραννιστεί μαζί του. Μια με το καλό, μια με το άγριο. Μέχρι και χαφιές έγινε. Τον κατέδωσε στην αστυνομία, μήπως και τον μαζέψουν από τους δρόμους. Έστω και στη φυλακή. Ίσως τον έβαζαν σε κανένα πρόγραμμα αποτοξίνωσης. Χειρότερα. Η κατάσταση γινότανε ανεξέλεγκτη. Άρχισε να ανοίγει και μαγαζιά στη γειτονιά τις νύχτες για να βγάλει τα χρήματα της δόσης του. Σπλάχνο του ήταν και το έβλεπε να καταστρέφει και να καταστρέφεται. Τον έθαψε και δεν κύλησε δάκρυ στο μάγουλό του. Όταν τελείωσε η πολυκατοικία και μπήκανε μέσα, κράτησε το ένα διαμέρισμα κλειστό. Ούτε μπήκε να το δει όταν του το παρέδιδε ο εργολάβος. Το καθάρισαν η κυρά και η κόρη και του έδωσαν τα κλειδιά. Τα έχει στο πορτοφόλι του αντί για φωτογραφία.

Τα χρόνια πέρασαν. Γέρασε. Δεν βγαίνει πια έξω. Κοιτάζει από το παράθυρο. Ο δρόμος και το Ψυχιατρείο είναι ακριβώς μπροστά του. Τους βλέπει. Τους έχει σταμπάρει όλους. Μελετάει τις κινήσεις τους, τα ρούχα τους, το βάδισμά τους, τις παρέες τους. Προσπαθεί να καταλάβει τι παίρνει ο καθένας, τι ράτσα είναι, ποιοι είναι οι έμποροι. Βλέπει τα παιδάκια από τις παλιές εργατικές πολυκατοικίες να περνούν ανάμεσά τους το πρωί για να πάνε στο σχολείο χωρίς να συνοδεύονται από τους γονείς τους και αναρωτιέται πότε θα γίνει το κακό.

Ένα μεσημέρι η εγγονή του τού έφερε ένα φύλλο χαρτί. Ο δήμαρχος και κάποιοι σύλλογοι Γονέων και Κηδεμόνων καλούσαν τον κόσμο σε συγκέντρωση για να διαμαρτυρηθούν και να ζητήσουν να φύγει από την γειτονιά τους η μονάδα με το υποκατάστατο. Την ήξερε την συνέχεια. Ο δήμαρχος, ο ίδιος που συμφώνησε να στηθεί εκεί η μονάδα, θα έμπαινε μπροστάρης στον αγώνα για να καθαρίσει η περιοχή. Οι εφημερίδες θα τον κατηγορούσαν για ρατσισμό. Οι υπουργοί και οι διευθυντάδες καριέρας θα έκαναν λόγο για τα άρρωστα παιδιά που θεραπεύονται και θα ζητούσαν κι άλλες μονάδες.
Ήξερε πως δεν θα γίνει τίποτα.
Έσκυψε το κεφάλι και κατέβηκε στο διαμέρισμα της κόρης του.
Εκείνη του άνοιξε και τον κοιτούσε ανήσυχη.
Ήταν μέλος στο σύλλογο Γονέων και μία από τους διοργανωτές της συγκέντρωσης και δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα το ’παιρνε ο παππούς όταν το μάθαινε. Ο παππούς όμως παρέμενε αμίλητος. Αυτό την τρόμαζε. Το σκοτεινό βλέμμα του έκρυβε κάτι σοβαρό. Με αργές κινήσεις, κάνοντάς την να καρφώνει το βλέμμα της στο χέρι του και στην πορεία του, έβγαλε το πορτοφόλι του, το άνοιξε, πήρε τα κλειδιά του αδειανού διαμερίσματος και της τα έδωσε.
-Το νου σου στο παιδί, είπε μονάχα.

Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), από το Μάρτιο 2001 έως το Σεπτέμβριο 2003. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά.
Οι φωτογραφίες είναι από την εφημερίδα "Καθημερινή", 3-6-2001 η πρώτη και 28-1-2001 η δεύτερη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: