Παρασκευή, Ιουνίου 15, 2007

Το μνημείο



Τα λίγα προσφυγόσπιτα που χτίστηκαν δίπλα στον δρόμο στις αρχές αυτού του αιώνα, έγιναν, τώρα προς το τέλος της δεύτερης χιλιετίας, πολυκατοικίες. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι για διάφορους λόγους έτρεχαν να μπουν στη σκιά της μεγαλούπολης. Οι πολλοί άνθρωποι έφεραν τα μεγάλα σπίτια, ο αιώνας που τελειώνει γνώρισε στον άνθρωπο το αυτοκίνητο, το αυτοκίνητο απαίτησε από την πόλη δρόμους. Δρόμους για να κινείται και δρόμους για να σταθμεύει. Η συνοικία έγινε μια πόλη από μόνη της. Κι ο δρόμος δεν είναι πια μόνος του. Εκατοντάδες δρομάκια σχηματίζουν ένα περίτεχνο σύμπλεγμα, μ’ αυτόν, τον παλιότερο και σπουδαιότερο δρόμο, βασικό τους κορμό και στήριγμα. Η συνοικία, εκτός από ανθρώπους, σπίτια, αυτοκίνητα και δρόμους απέκτησε και υπηρεσίες που θα φρόντιζαν να μπει μια τάξη σε ό,τι κινδύνευε να ξεφύγει από τον έλεγχο. Οι υπηρεσίες αυτές διέθεταν υπαλλήλους, προϊσταμένους, μολύβια, χαρτιά, ντουλάπια, τα πάντα εκτός από βιβλία. Κυρίως, βιβλία ιστορίας.



Οι υπεύθυνοι τεχνικοί των δημοτικών υπηρεσιών και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι είπαν, λοιπόν, να αντιμετωπίσουν κάποτε το κυκλοφοριακό πρόβλημα σ’ ένα σημείο της συνοικίας τους. Έβαλαν τον χάρτη κάτω, πήραν τα μολύβια και τις μεζούρες, χάραξαν νέο δρόμο, σχεδίασαν μονοδρομήσεις, κάλεσαν τα συμβούλια, πήραν τις αποφάσεις και ήσυχοι κι ανυποψίαστοι περίμεναν τις μπουλντόζες να δώσουν τέλος στο πρόβλημα. Ο νέος δρόμος έκανε ένα χαριτωμένο τσαλίμι κι έβγαινε από την κεντρική λεωφόρο - ναι, εκείνον τον αρχαίο δρόμο που ένωνε την μεγάλη πόλη με τον υπόλοιπο κόσμο -, τύλιγε μια πολυκατοικία περνώντας πάνω από ένα παλιό τοιχάκι, έστριβε δεξιά με σιγουριά, ενώνονταν με το μικρό δρομάκι που είχε μονοδρομηθεί μέχρι εκείνο το σημείο και ανηφόριζε προς την γειτονική συνοικία. Ο μόνος αντίλογος προερχόταν από τους ενοίκους της πολυκατοικίας που έβλεπαν να κινδυνεύει η ησυχία τους. Μα πώς να αντιδράσουν κι αυτοί στην πρόοδο όταν και δικά τους αυτοκίνητα συνέβαλαν στο μοιραίο μποτιλιάρισμα; Υπέμεναν την μοίρα τους ελπίζοντας στη βοήθεια… Ποιανού την βοήθεια, άραγε μπορούσαν να επικαλεστούν;

Μια μέρα πριν πιάσουν δουλειά τα μηχανήματα, μια ιστορία κάνει την εμφάνισή της στην τοπική εφημερίδα. Το τοιχάκι! Φώναζε με την λαλιά κάποιου που έψαχνε στα βιβλία και στα χώματα για ν’ ακούσει παλιές φωνές και να μάθει μυστικά που κανέναν δεν ενδιέφεραν. Δεν ήταν απλό τοιχάκι. Ήταν τμήμα ενός παλιού υδραγωγείου που απαιτούσε σεβασμό σαν μνημείο. Συνέβαλε, λέει, στην επιβίωση της πόλης στα δύσκολα χρόνια που οι βυζαντινοί έπαψαν πια να διαφεντεύουν την συμβασιλεύουσα.

-Μνημείο θα γκρεμίσετε, έγραφε η εφημερίδα. Δεν είναι μόνο τα κάστρα και οι εκκλησιές μνημεία. Είναι κι αυτό το ταπεινό κανάλι, που χτίστηκε όταν η πόλη διψούσε. Και την πότισε την πόλη. Και η πόλη μπόρεσε να μεγαλώσει κι άλλο κι άλλο ώσπου βρήκε άλλους τρόπους να φέρνει το νερό στα σπίτια των κατοίκων της κι άφησε, η αχάριστη, το μικρό κανάλι να γίνει ένα θλιβερό πεζούλι, ένα με το χώμα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, την επομένη μπήκαν και τα τηλέφωνα στον χορό καθώς και οι αρχαιολόγοι διαβάζουν εφημερίδες.



-Μην σκάψετε και μην γκρεμίσετε τίποτα πριν σας πούμε εμείς, έλεγε η φωνή απ’ την άλλη μεριά του σύρματος, που έδειχνε αποφασισμένα και ικανά να σώσουν το μνημείο, άτομα. Τους αρχαιολόγους. Οι ένοικοι της καταδικασμένης πολυκατοικίας την λάτρεψαν την αρχαιολογία εκείνες τις ημέρες. Οι μπουλντόζες δεν έσκαψαν. Δεν έσκαψαν και τις επόμενες ημέρες, αφού έφυγαν οι αρχαιολόγοι. Ποιος ξέρει τι έγινε. Τίποτε δεν ειπώθηκε από τότε κι ας πέρασαν χρόνια. Ό,τι δεν πέτυχαν οι μπουλντόζες ίσως το καταφέρουν οι ρίζες των δέντρων και η έγνοια κάποιου ενοίκου ν’ αποκτήσει ιδιωτικό χώρο στάθμευσης για το αυτοκίνητό του.

Η σιωπή και τα πλοκάμια του κισσού σκεπάζουν τώρα τις πέτρες και πρέπει κανείς να κοιτάξει καλά για να δει κάτω απ’ τα πράσινα φύλλα, το όμορφο πρόσωπο του μικρού αγοριού να κοιτάζει απορημένο τους θηριώδεις πειρατές που έσπαγαν την πόρτα του φτωχού ψαρά στην Πάργα στα 1502.



Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), αρ. 23, το Μάρτιο του 2002. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι του Μάκη Αβραμίδη και ανήκουν στο αρχείο του Σ.Λ. Το απόκομμα είναι από την εφημερίδα «Θεσσαλονίκη», 13.10.1992 και η έγχρωμη φωτογραφία είναιαπό το πανταχού παρόν GoogleEarth.

11 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από που ερχόταν και που πήγαινε το νερό; Ξέρουμε;
(Τάδε έφη έφη)

tsalimi είπε...

Ο αγωγός του Λεμπέτ ξεκινούσε από τα υψώματα της Ευκαρπίας (Λεμπέτ) και κατέληγε στην κιστέρνα των Αγίων Αποστόλων .

Ανώνυμος είπε...

Δηλαδή να υποθέσουμε ότι μετέφερε νερό από τις πηγές του Δενδροπόταμου προς την πόλη; Η κιστέρνα υπάρχει;

tsalimi είπε...

Περίπου έτσι. Οι σύγχρονες γεωτρήσεις είναι στις παρυφές του χειμάρρου. Η κινστέρνα υπάρχει στην αυλή των Αγίων Αποστόλων. Αν θέλεις ένα πλήρες κείμενο για το υδραγωγείο του Λεμπέτ, δες το περιοδικό «Θεσσαλονικέων πόλις», αρ. 4, Φεβρουάριος 2001.

Ανώνυμος είπε...

Προσπαθώ να καταλάβω τι ρόλο είχε το ποτάμι παλιότερα, αν είχε. Το μόνο που δεν έχει αλλάξει ακόμα είναι ότι συνεχίζει να κατεβάζει νερό. Ευχαριστώ για τις πληροφορίες, θα κοιτάξω να βρω το τεύχος. Δεν πειράζει που ρωτάω, έ;

Έφη

tsalimi είπε...

Δεν πρέπει να είχε ιδιαίτερο ρόλο. Όταν η Στρατιά της Ανατολής έκανε, την περίοδο 1915 - 1918, στην περιοχή εκτεταμένα έργα αποξήρανσης των ελών και δημιουργίας καναλιών ύδρευσης, βρήκαν οι τεχνικοί της παλιά υδραγωγεία αλλά δεν κάνανε καμία σχετική αναφορά στον Δενδροπόταμο. Αυτόν τον αναφέρουν μόνο για το απρόβλεπτο του χαρακτήρα του, αφού στα καλά καθούμενα κατέβαζε νερό και τους χαλούσε τις γέφυρες. Κάτι μου λέει, χωρίς να το έχω ερευνήσει, ότι για πρώτη φορά το ποτάμι χρησιμοποιήθηκε από τους ανθρώπους, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν γέμισαν οι όχθες του αυθαίρετα.
Η τελευταία φορά, είναι τώρα που του φόρεσαν το μπετονένιο σάβανό του.
Χαίρομαι που τα λέμε.

Ανώνυμος είπε...

Να πω την αλήθεια, εγώ διαφωνώ στο ότι το ποτάμι δεν είχε ιδιαίτερο ρόλο. Παρατηρώντας τις θέσεις των προϊστορικών οικισμών, της τράπεζας του Λεμπέτ και της τούμπας λέω ότι δεν ήταν τυχαία η εγκατάσταση δίπλα στο ποτάμι, ανάμεσα στους δύο κλάδους του ποταμού που έχουν νερό όλο το χρόνο. Ακόμα και πρόσφατα δεν μου φαίνεται τυχαίο που όλα τα στρατόπεδα είναι αρθρωμένα πάνω στη ροή του νερού.
Και βέβαια ως οδικό δίκτυο διατηρεί την οργανική του μορφή. Ποιός μηχανικός θα σχεδίαζε καμπύλο δρόμο σα την οδό Μπουμπουλίνας;

tsalimi είπε...

Αυτό που είναι κυρίαρχο, στην προκείμενη περίπτωση είναι ο δρόμος. Νομίζω.
Αυτός καθόρισε τα πράγματα και όχι το ποτάμι. Το να αξιοποιήθηκε ο υδάτινος γείτονας, κατά καιρούς, δεν μπορώ να το αμφισβητήσω.
Αλλά η επιβλητική παρουσία ενός οδικού άξονα, από τα μακεδονικά τουλάχιστον χρόνια, επισκιάζει άλλους παράγοντες.
Και οι Λαζαριστές με το Ιεροσπουδαστήριο και τη Μονή Καλογραιών, και οι Οθωμανοί με το στρατόπεδο Παύλου Μελά, κι εμείς με τα διάφορα ιδρύματα (ΨΝΘ, γηροκομείο) και νεκροταφεία στο δρόμο πλάι κούρνιασαν.

Ανώνυμος είπε...

Κατάλαβα, για σένα ο δρόμος είναι δρόμος τι πα να πει είναι στραβός
και μένα με παράσυρε το ρέμα μάνα μου δεν είναι ψέμα..
Σίγουρα πάντως το σημείο που συναντιέται το ποτάμι με το δρόμο έχει συνήθως ενδιαφέρον. Χρειάζεται γέφυρες όπως είπες. Σταματάω την εκτροπή της κουβέντας.
Έχει και ζέστη. Έχει πλάκα η συνομιλία μ΄αυτό τον τρόπο που έχεις όσο χρόνο θες να ολοκληρώσεις τη φράση σου. Καλό απόγευμα.

Ανώνυμος είπε...

Για να προχωράει η κουβέντα

http://arxskg.blogspot.com

tsalimi είπε...

Ok!
Ελήφθη.
Αλλάζουμε τραπέζι.