Στη δεκαετία του ’80, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα στον τομέα της πολιτικής του δήμου Σταυρούπολης στον πολιτισμό.
Κυρίαρχο ρεύμα ήταν η ανάπτυξη, η ανάδειξη και η προβολή της ερασιτεχνικής δημιουργίας. Ιδρύθηκε το Πνευματικό κέντρο σαν ένας τεράστιος πολιτιστικός σύλλογος, απ’ αυτούς που άνθισαν σε όλες τις συνοικίες μετά την μεταπολίτευση και κατέλαβε μονοπωλιακά τον χώρο.
Ο δήμος στάθηκε περίπου ανταγωνιστικά απέναντι στους πολιτιστικούς συλλόγους επιταχύνοντας την πορεία τους προς τον μαρασμό.
Το σχήμα όμως λειτούργησε. Οι εκδηλώσεις στις γειτονιές πλήθαιναν, ιδρύθηκαν παραρτήματα επιδιώκοντας την γεωγραφική κάλυψη της συνοικίας, στήθηκε φιλαρμονική, θεατρική ομάδα, γίνονταν και κάποιες μετακλήσεις καλλιτεχνών.
Ο σχεδιασμός εκείνης της δεκαετίας κορυφωνόταν με την ανέγερση ενός κτιρίου-έδρας του Πνευματικού Κέντρου. Σαν πολιτιστική υποδομή μπορούν να θεωρηθούν και οι δύο πλατείες (Ελευθερίας, Εδέσσης). Παράλληλα μπήκε και ένας στρατηγικός στόχος: η Μονή Λαζαριστών η οποία ήδη από το 1985 αγοράστηκε με τα χρήματα για τα 2300 χρόνια της Θεσσαλονίκης. Μέσα στη δεκαετία εκείνη ολοκληρώθηκε και ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός που έδινε σχήμα στο Πολυδύναμο Πολιτιστικό Κέντρο των Δυτικών Συνοικιών. Η Μονή όμως ανήκε στο Νομαρχιακό Ταμείο κι έτσι έμπαινε στο πρόγραμμα κι ένας διεκδικητικός στόχος.
Όλα έδειχναν πως ο πολιτισμός στη Σταυρούπολη ετοιμαζόταν να περάσει στο επαγγελματικό του στάδιο, αφού τα στελέχη που πλαισίωναν το Πνευματικό Κέντρο θα στέγαζαν την εμπειρία και το ταλέντο τους σε κατάλληλα κτίρια, ειδικά σχεδιασμένα για πολιτιστικές δράσεις.
Η νέα δεκαετία φέρνει στη Σταυρούπολη νέο δήμαρχο ο οποίος φαίνεται να είχε άστρο. Θα μείνει τελικά στην ιστορία επειδή ασχολήθηκε με πράγματα που δεν τα είχε ποτέ φανταστεί. Τα κείμενα της προεκλογικής περιόδου των δημοτικών εκλογών του 1990, αλλά και τα δύο πρώτα τεύχη του Δημότη που αντανακλούν την πολιτική της νέας διοίκησης μένουν στα τυπικά λόγια και δεν προμηνύουν αυτά που έμελλε να συμβούν. Ειδικά η επιστολή εκ μέρους των έξι δημάρχων της δυτικής Θεσσαλονίκης την οποία υπογράφει ο δήμαρχος Σταυρούπολης και απευθύνεται στον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη, είναι ένα κείμενο που στερείται έμπνευσης και πνοής. Θα μπορούσε κανείς να χρεώσει σ’ εκείνη τη διοίκηση την ιδέα μιας επιχείρησης στον τομέα του πολιτισμού αφού σε δύο μόνον χρόνια την έστησε αλλά το γεγονός πως τον επόμενο χρόνο άλλαξε άρδην τους σκοπούς της μόνο σχεδιασμό και προνοητικότητα δεν δείχνει. Δεν γνωρίζω ποιο θα ήταν το σημερινό πολιτιστικό πρόσωπο της Σταυρούπολης, αν στους πρώτους μήνες της πρώτης θητείας Μπαρούτα δεν εμφανιζόταν στο προσκήνιο ένας εξωτερικός παράγοντας και μία συγκυρία. Η «Άλλη πλευρά» και η ανάδειξη της Θεσσαλονίκης σαν «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας» της Ευρώπης. Ή μάλλον γνωρίζω. Διαβάστε τα κείμενα των δύο πρώτων τευχών του Δημότη που προανέφερα για να δείτε την ρητορική και την πολιτική στάση απέναντι στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα και την κυβέρνηση. Βέβαια εκείνη η κυβέρνηση άλλαξε γρήγορα, αλλά και με φιλική κυβέρνηση δεν φαντάζομαι να άλλαζε κάτι σημαντικό. Αυτό που θα άλλαζε σίγουρα είναι η φρασεολογία και το ύφος. Ίσως κατάφερναν να πάρουν και ό,τι διεκδικούσαν. Κάλυψη Δενδροποτάμου και γενικολογίες περί ανάπτυξης. Ούτε η Μονή υπήρχε στο λεξιλόγιό τους, ούτε το κτίριο με το θέατρο των τριακοσίων θέσεων.
Τι ακριβώς έγινε την άνοιξη του 1991;
Η «Άλλη πλευρά» ήταν μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1991 και χωρίς να διακρίνεται από τη μαζικότητα των πολιτιστικών συλλόγων της προηγούμενης δεκαετίας κατάφερε να πάρει το αίμα τους πίσω. Επιτέλους εμφανίστηκαν πολίτες που ανέλαβαν πρωτοβουλίες που έμελλαν να γίνουν πολιτικές της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ουσιαστικά έδειξαν έναν νέο δρόμο πέρα από τις καταγγελίες και την πολιτική σκοπιμότητα. Η φρεσκάδα των ιδεών, η τεκμηρίωση των προτάσεων και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να προβληθούν ήταν πρωτόγνωρα. Ένα λάθος, όπως αποδείχτηκε αργότερα ήταν η επιλογή της πολύ στενής συνεργασίας με το δήμο Σταυρούπολης που οδήγησε στην απορρόφηση όλου, σχεδόν, του πυρήνα της «Άλλης πλευράς». Από τα πέντε μέλη της «Άλλης πλευράς» την δουλειά έβγαζαν τρεις κι απ’ αυτούς οι δύο έγιναν συνεργάτες του δημάρχου και εντάχθηκαν οργανικά στο Δήμο Σταυρούπολης.
Η «Άλλη πλευρά» λοιπόν ξεκίνησε μια σειρά εβδομαδιαίων εκπομπών στο ραδιόφωνο του Παρατηρητή και ανέδειξε πολλά και σημαντικά θέματα πολιτισμού, τοπικής ιστορίας, κοινωνικής και περιβαλλοντικής ευαισθησίας. Κυρίως όμως έδινε το στίγμα των δυτικών συνοικιών σαν ζωντανό μέλος μιας πόλης που διεκδικεί τη θέση του προβάλλοντας την ιστορία του, τους ανθρώπους του, τα κτίριά του, τα προβλήματά του και την προοπτική του.
Κορυφαίες στιγμές στη σύντομη διαδρομή της «Άλλης πλευράς» ήταν τα δύο τριήμερα που διοργάνωσε το 1991 και το 1992 για τη Μονή Λαζαριστών και τα καπνομάγαζα, αντίστοιχα. Και τα δύο είχαν κοινό σχεδιασμό και φιλοσοφία: να αναδειχθούν χώροι που έρχονται από το παρελθόν και μπορούν να ξαναζήσουν στο μέλλον. Βασική επιδίωξη ήταν να τους γνωρίσει ο κόσμος από πολύ κοντά. Οι εκδηλώσεις φιλοξενήθηκαν μέσα στα κτίρια και τις αυλές τους, με όλους τους κινδύνους και τις δυσκολίες. Καλλιτεχνικά σχήματα κράχτες αλλά και ημερίδες με επιστήμονες και ερευνητές ώστε να καταγραφούν όλα με τον πιο έγκυρο τρόπο, έδιναν έναν τόνο θριαμβευτικό. Ανασύρθηκαν οι μακέτες του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για τη Μονή Λαζαριστών και προβλήθηκαν σε μια έκθεση, έγιναν παρεμβάσεις ιστορικών, αρχιτεκτόνων και υπηρεσιακών παραγόντων. Στην δεύτερη μάλιστα ημερίδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η εκπληκτική πρόταση του Γιώργου Αθανασόπουλου που αποτελεί τώρα το περίφημο Δυτικό τόξο που τόσο έχει ανάγκη η πόλη και είναι πια και κυβερνητική εξαγγελία, αφού αξιώθηκε ενός παγκόσμιου αρχιτεκτονικού διαγωνισμού.
Πέρα από την ανάδειξη των χώρων, βασική αγωνία της «Άλλης πλευράς» και πρόταση προς τον δήμο Σταυρούπολης ήταν και να διεκδικηθούν και να προταθούν χρήσεις. Η Μονή Λαζαριστών ανήκε στο Νομαρχιακό Ταμείο, γη δική της ήταν δεσμευμένη αυθαίρετα από ομάδα των Αμπελοκήπων, τα καπνομάγαζα ανήκαν σε ιδιώτες και στον Εθνικό Οργανισμό Καπνού. Με τις εκδηλώσεις της «Άλλης πλευράς» τις εκπομπές και τα δημοσιεύματα προετοιμαζόταν το έδαφος. Κέντρο βιβλιοθηκών στη Μονή με τεκμηριωμένη πρόταση της Νανάς Παναγιώτου από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη των Αμπελοκήπων, Μέγαρο μουσικής στη Μονή αφού στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό προβλεπόταν Λυρική Σκηνή αντί για το οικόπεδο στην παραλία, παρουσίαση του μοναδικού και πολύ μεγάλου ζωγραφικού έργου του χαράκτη Τάσσου που κοσμεί την είσοδο του κόκκινου καπνομάγαζου, στέγαση της Σχολής Καλών τεχνών στο Καπνομάγαζο του Λάτση, επιμονή στην απόδοση του στρατοπέδου του Παύλου Μελά στην τοπική κοινωνία μέσα από κείμενα που αναδείκνυαν πτυχές της ιστορίας του και το δέσιμό του με τη συνοικία, σύνδεση των ιστορικών κτιρίων και των μεγάλων ελεύθερων χώρων σ’ ένα τόξο που περιβάλλει την πόλη και την σώζει. Αν σ’ αυτά προσθέσει κανείς την επιμονή στην ανάδειξη και των αρχαιολογικών χώρων της Σταυρούπολης θα καταλάβει πως αυτό που έβγαινε στην επιφάνεια δεν ήταν μια κραυγή του αδικημένου που διεκδικεί όπως φαινόταν στα κείμενα του Δημότη που ανέφερα, αλλά ένα ώριμο αίτημα που έκρυβε πίσω του μεγάλο βαθμό ετοιμότητας. Τα θέλουμε αυτά όχι μόνο επειδή τα χρειαζόμαστε αλλά επειδή τα γνωρίζουμε, τα αγαπάμε και μπορούμε να τα διαχειριστούμε.
Φυσικά τίποτε από αυτά δεν έγινε όπως έπρεπε να γίνει.
Η Θεσσαλονίκη αναδείχτηκε Πολιτιστική Πρωτεύουσα, ο Σπύρος Μπαρούτας έγινε μέλος στο διοικητικό της συμβούλιο, η Μονή και το θέατρο στο κτίριο του Πνευματικού κέντρου μπήκαν στα μεγάλα έργα της Πολιτιστικής και μαζί τους και το κτίριο μουσικής. Μέχρι το 1997 η Σταυρούπολη έγινε αγνώριστη. Όλοι στη Θεσσαλονίκη φαίνεται να αναγνωρίζουν στον δήμαρχο ένα έργο στον τομέα του πολιτισμού κορυφαίας έμπνευσης και υλοποίησης. Δεν είναι βέβαια έτσι τα πράγματα. Εμείς εδώ μέσα γνωρίζουμε καλά πόσο δική μας είναι η Μονή και πόσο ανήκει στις δυτικές συνοικίες. Το στρατόπεδο και μαζί του ο άξονας του δυτικού τόξου κινδυνεύει να χαθεί, η ιστορία με τα καπνομάγαζα βρίσκεται σε τελματώδη κατάσταση. Γιατί άραγε επί έξι και πλέον χρόνια γίνονταν εκδηλώσεις στον αύλειο χώρο της Μονής και αναγγέλλονταν θεσμοί και χάνονταν πολύτιμο έδαφος στην κατεύθυνση που προανέφερα και δεν έγινε τίποτα αντίστοιχο στο κόκκινο και στο στρόγγυλο καπνομάγαζο;
Το 1992 ιδρύεται η Κοινωνικοπολιτιστική Επιχείρηση με πρώτες δράσεις τους παιδικούς σταθμούς κι αμέσως μετά το θερινό Σταυρουπόλ. Την επόμενη χρονιά, 1993, αλλάζουν οι σκοποί της επιχείρησης και οι τέσσερις παράγραφοι στο άρθρο για τους σκοπούς στο ΦΕΚ του 1992 γίνονται δώδεκα στο ΦΕΚ του 1993. Αυτό όμως δεν πειράζει και τόσο. Η μεγάλη ανακατωσούρα γίνεται με το κτίριο.
Η εμπλοκή στην υπόθεση Πολιτιστική Πρωτεύουσα βγάζει και το κτίριο στο προσκήνιο. Συνεχίζονται οι εργασίες και στο τέλος του 1993 μπαίνει, πρώτη η επιχείρηση στο κτίριο, με το μπαλέτο και καταλαμβάνει ολόκληρο τον τέταρτο όροφο σε πείσμα του αρχιτέκτονα και της Τεχνικής υπηρεσίας (βλ. έγγραφο ΤΥ, 7851/31-5-1995). Διαφημίζεται η σχολή χορού, καμαρώνουμε αλλά κανείς ποτέ δεν είπε ότι κανένας αρμόδιος δεν έδινε άδεια σ’ αυτή τη σχολή χορού εξ αιτίας της επικινδυνότητας του ημιτελούς κτιρίου (βλ. έγγραφο της ΤΥ της Νομαρχίας πια, 22-2-1994). Αυτή η πρακτική βέβαια δεν είναι καινούρια. Στο κόκκινο από το σεισμό του 1978, ετοιμόρροπο κτίριο της Μονής μεταφέρθηκε το ξυλουργείο του Δήμου και γίνονταν εκδηλώσεις ασταμάτητα. Πολιτισμός νέου τύπου. Να δείξουμε. Όλη η αγωνία ήταν να δείξουμε, όχι να προγραμματίσουμε και να κάνουμε. Ακόμη και το 1998 με τελειωμένη τη Μονή τα ίδια έγιναν. Για να δείξει ο Σπύρος Μπαρούτας ότι έχει το πόδι του στη Μονή έστησε μια μεταλλική κατασκευή για να δει ο κόσμος το Νταλάρα, πάνω από το κλιμακοστάσιο του υπόγειου πάρκιγκ και το υποστήριξε με σωληνόβεργες χωρίς καμία μελέτη υπεύθυνων τεχνικών.
Έτσι λοιπόν, χωρίς να παραληφθεί το κτίριο, χωρίς να γνωρίζει κανείς τι λειτουργίες θα στεγάσει, μπαίνουνε μέσα και προκαθορίζουνε το μέλλον του. Το Πνευματικό Κέντρο παρακολουθεί αμήχανα. Παρόλο που ο Δημότης ακόμη και τον Ιούλιο του 1994 ονομάζει το κτίριο «Πνευματικό Κέντρο», η Κοινωνικοπολιτιστική από το 1993 σχεδιάζει τα νέα της τμήματα και τα ονειρεύεται μέσα στο κτίριο. Ούτε βιβλιοθήκες, ούτε τίποτα. Η διοίκηση Μπαρούτα δεν φαίνεται να έχει ξεχωριστή πολιτική για το κτίριο. Δεν δίνει καμία σημασία στο σχεδιασμό Τσακίρη και Αθανασόπουλου για το κτίριο και το προορίζει για προίκα στην Επιχείρηση. Ουσιαστικά όμως το υποβιβάζει σε μια πολυκατοικία.
Στον απολογισμό δράσης το 1994, έκδοση του Δήμου Σταυρούπολης, αλλά ουσιαστικά προεκλογικό φυλλάδιο του Σπύρου Μπαρούτα για τις εκλογές του Οκτώβρη 1994, χαρακτηρίζεται η Κοινωνικοπολιτιστική «υπεύθυνη για την οργάνωση και συντονισμό των δραστηριοτήτων στο καινούριο Πνευματικό Κέντρο». Το κτίριο εννοεί κι ας υπάρχει Νομικό Πρόσωπο με τον ίδιο τίτλο. Στο ίδιο φυλλάδιο κάνει την εμφάνισή της και η τοπική ιστορία με φωτογραφίες και λεζάντες από το δικό μου βιβλίο, χωρίς να μου ζητηθεί άδεια κι ενώ εγώ κατεβαίνω υποψήφιος με άλλη παράταξη. Σε δελτίο λοιπόν αυτής της άλλης παράταξης της «Δημοτικής Κίνησης για τη Σταυρούπολη» γράφω για την εσπευσμένη κίνηση της διοίκησης να βάλει πόδι στο κτίριο: «Βιάζεται να παραδώσει ένα κτίριο και αδυνατεί να καταλάβει πως έχει στα χέρια της ένα καλλιτεχνικό ίδρυμα και πρέπει να αποδεχθεί στοιχειώδεις κανόνες σοβαρότητας απέναντί του» (Δελτίο, αρ. 2, 23-9-1994). Στο δε πρόγραμμα της Κίνησης γίνεται λόγος για «σύνδεση των χώρων παραγωγής πολιτισμού» και εννοούνται το Πνευματικό Κέντρο (το ΝΠΔΔ), το κτίριο και η Μονή. Είναι η πρώτη φορά που διατυπώνεται η ιδέα για κάτι που δεν είναι ούτε Πνευματικό Κέντρο, ούτε Επιχείρηση.
Μέχρι τις εκλογές του 1994 γίνεται το «έλα να δεις» από εκδηλώσεις και θεσμούς στον χώρο της Μονής, ιδρύεται και η «Τετρακτύς» και μπαίνει κι αυτή στο κτίριο, ενώ παίρνει σειρά και το θέατρο, επειδή χάνει τον χώρο του στο κέντρο της πόλης το ΚΘΒΕ λόγω εργασιών συντήρησης και θα φιλοξενηθεί στη Σταυρούπολη. Σε κουβέντα με τον Δήμαρχο δεν διαφωνώ με την έλευση του ΚΘΒΕ αλλά του θέτω τις ανησυχίες μου και για το κτίριο και για το σύνολο των δράσεων στον τομέα του πολιτισμού. Με διαβεβαιώνει πως κι αυτός βλέπει με σοβαρότητα τα πράγματα και μου εξηγεί πως το ΚΘΒΕ θα συνεργάζεται πια με τη Σταυρούπολη και το θέατρο στη συνοικία θα πάρει άλλον αέρα. Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.
Ξαναβγαίνει δήμαρχος ο Σπύρος Μπαρούτας, και εντάσσει οργανικά στον Δήμο τα δύο μέλη της «Άλλης Πλευράς», η οποία φυσικά από τότε παύει να υφίσταται. Συνεχίζω τις συζητήσεις για το κτίριο και καταθέτω μάλιστα και συγκεκριμένη πρόταση για το τι εννοώ χαρακτηρίζοντάς το «ίδρυμα», πώς βλέπω τη σχέση του με την Μονή που φαίνεται πως θα ολοκληρωθεί το 1997 και με το Πνευματικό Κέντρο. Μιλώ και με τον δήμαρχο και του προτείνω δράσεις ώστε αυτό να πάρει φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά καλλιτεχνικού ιδρύματος, να παράγει πολιτιστικό έργο και κυρίως στελέχη που θα επανδρώσουν αργότερα το Πολυδύναμο Πολιτιστικό Κέντρο στη Μονή.
Δεν γίνεται τίποτε απ’ όσα συμφωνήθηκαν προφορικά, παύω να ασχολούμαι ώσπου στο τέλος του 1995 μαθαίνω πως ιδρύεται ΝΠΔΔ με τίτλο «Κέντρο Πολιτισμού και Νεολαίας». Από όλη την πρότασή μου αυτό που έγινε ήταν ένα νομικό πρόσωπο με διοίκηση. Στην αρχή δεν κατάλαβα. Μετά όμως είδα το φως. Όλο το 1996 και όλο σχεδόν το 1997 δύο άτομα στο νέο νομικό πρόσωπο έπαιρναν μισθό. Το ένα μάλιστα έπαιρνε μισθό και από το Πνευματικό Κέντρο στου οποίου επίσης τη διοίκηση ήταν. Το πόσο υπήρχε πολιτική για το κτίριο και το νομικό πρόσωπο φαίνεται στην προγραμματική σύμβαση του Δήμου με το ΥΠΠΟ το 1997. Τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το ΥΠΠΟ, ο Δήμος Σταυρούπολης, η Κοινωνικοπολιτιστική επιχείρηση «Ίρις» και το Πνευματικό Κέντρο. Αν και στο άρθρο 6 που μιλάει για την υποδομή των πολιτιστικών χώρων γίνεται αναφορά στο κτίριο, το νομικό πρόσωπο που συνδέεται εκ γενετής με το κτίριο απουσιάζει παντελώς. Με την ίδια ευκολία που καπέλωσε το Πνευματικό κέντρο η επιχείρηση, έτσι ακριβώς συνεχίζει να καπελώνει και το Κέντρο Πολιτισμού. Οκτώβριο του 1997 γίνεται η προγραμματική σύμβαση με το ΥΠΠΟ και φαίνεται πια πως το Κέντρο Πολιτισμού δεν το χρειάζονται. Γνωρίζετε πότε σταμάτησε η μισθοδοσία του προέδρου και του αντιπροέδρου του; Σεπτέμβριο του 1997. Μετά τις εκλογές του 1998 μπαίνει και επίσημα πια μπροστά το σχέδιο ενοποίησης των τριών νομικών προσώπων. Τι να τα κάνουν; Η Μονή πήρε μια μορφή που την επέβαλε ο υπουργός κ. Ευάγγελος Βενιζέλος. Είδαμε με έκπληξη τους φορείς που τελικά θα έμπαιναν στο κτιριακό συγκρότημα, είδαμε με έκπληξη το εξ αδιαιρέτου με την Νομαρχία και με ορθάνοικτο το στόμα είδαμε κι ένα εστιατόριο από το πουθενά να στρογγυλοκάθεται στο κέντρο της Μονής. Από εκεί λοιπόν δεν υπάρχει χαΐρι. Οι μισθοί στα ΝΠΔΔ κόπηκαν. Τρία νομικά πρόσωπα στο ίδιο κτίριο είναι πολλά. Μπλέξιμο ΝΠΙΔ με ΝΠΔΔ είναι δύσκολο πράγμα και η λύση έτοιμη και εμπνευσμένη: Ενώνουμε τα δύο ΝΠΔΔ, βάζουμε και κοινή διοίκηση στο νέο ΝΠΔΔ και στο παλιό ΝΠΙΔ και τα διαχειριζόμαστε όλα σα να είναι ένα κι όλα μέλι γάλα. Το σχέδιο αυτό ολοκληρώνεται το 2000. Και δέστε ποιο καταργήθηκε. Το Πνευματικό Κέντρο. Μια ιστορική δράση, που εξαπλώθηκε σε όλη τη συνοικία, που η αναγκαιότητα ύπαρξής του και σήμερα είναι πολύ μεγάλη, καταργήθηκε και οι δράσεις του μεταφέρθηκαν στο κτίριο. Όλα στο κτίριο. Η κατάσταση που επικρατεί πια είναι χαώδης. Κτίριο και χώροι του ΝΠΔΔ ανήκουν με το έτσι θέλω στο ΝΠΙΔ. Στελέχη του ενός απασχολούνται στο άλλο. Για να καταλάβετε το μπέρδεμα δέστε τι γράφει ο Δημότης το 1998, λίγο πριν τις εκλογές. Γράφει για αυτόνομη, πλέον, διοίκηση του θεάτρου, η οποία μάλιστα κατά τον Δημότη κέρδισε και το στοίχημα. Και μη χειρότερα. Ένα κτίριο του Δήμου Σταυρούπολης, με προδιαγραφές στέγασης κεντρικών πολιτιστικών δραστηριοτήτων στα πλαίσια ενός Πνευματικού Κέντρου με υποκαταστήματα σε όλη τη συνοικία, παραχωρείται σ’ ένα ΝΠΔΔ με την ιδρυτική του πράξη, αλλά από πολύ νωρίτερα και για πολλά χρόνια μετά δεσμεύεται (πιο σωστή θα ήταν η λέξη υπονομεύεται) από χρήσεις ενός άλλου φορέα που από φιλοξενούμενος έγινε δυνάστης. Το θέατρο καταλαμβάνει πολύ μεγάλο μέρος του κτιρίου, έχει καταπληκτική υποδομή, αλλά δεν έχει άδεια, η σκηνή του θεωρείται προέκταση του 4ου ορόφου για να πάρει άδεια η σχολή χορού, το εκμεταλλεύεται η «Ίρις» η οποία στις 30-12-2002 (προσέξτε την ημερομηνία) το νοικιάζει από το Κέντρο Πολιτισμού για τέσσερα χρόνια προς 300 ευρώ το μήνα. Όσα δηλαδή ζητάνε από έναν ιδιώτη για μία μέρα για να του παραχωρήσουν την αίθουσα. Λεπτομέρεια: τα δύο νομικά πρόσωπα έχουν την ίδια διοίκηση. Μισθωτής-εκμισθωτής ο ίδιος. Είναι αυτό διάκριση ρόλων; Είναι λογιστικό τερτίπι κι όχι ζήτημα ουσίας;
Με ποια πολιτική πρόταση, δημόσια και ανοικτή έγινε η προγραφή ενός ΝΠΔΔ για να εμφανίζεται σαν ανθούσα μια επιχείρηση επιδοτούμενη και αυθαιρετούσα; Από τις δεκαπέντε ειδικές δράσεις της «Ίριδας» στον απολογισμό του 2002 τρεις εμφανίζουν κέρδος, τρεις άλλες είναι με ειδικό καθεστώς επιδότησης και οι υπόλοιπες εννέα είναι μέσα! Είναι λάθος να κρίνονται πολιτιστικά μεγέθη με λογιστικό τρόπο, ακόμη κι αν αφορούν σε δημοτική επιχείρηση. Η ίδια όμως λογική διέπει όλη την ιστορία της επιχείρησης.
Υπάρχει κατατιθεμένη φιλοσοφία που να κάνει κατανοητή τη φυσιογνωμία της επιχείρησης;
Πώς να την κρίνει κανείς; Με βάση το ΦΕΚ; Με βάση το ύψος συναλλαγών; Με βάση την παραγωγή πολιτιστικού προϊόντος; Με βάση την κοινωνική προσφορά και αποδοχή της;
Να μην κριθεί δηλαδή το γεγονός πως κτίστηκε ένα δίδυμο κτίριο για ΚΑΠΗ και Μουσική σχολή και τελικά μπαίνει η μουσική σχολή στο κομμάτι που προγραμματιζόταν για ΚΑΠΗ; Δεν γνωρίζω αν οι χώροι του ΚΑΠΗ διακρίνονται για την ηχομόνωσή τους, κι αν εκεί υπάρχει αίθουσα για παρουσίαση μικρών έστω μουσικών συνόλων, αλλά να μην γίνει κριτική πως στο κτίριο που στεγάζεται το ωδείο πια, με καλλιτεχνικούς διευθυντές χωρίς τα τυπικά προσόντα για την θέση για την οποία πληρώνονται και φυσικά επιλεγμένους χωρίς καμία δημόσια προκήρυξη της θέσης, δεν υπάρχει ηχητική μόνωση, δεν υπάρχουν κατάλληλες αίθουσες όχι μόνο για συναυλίες αλλά ούτε και για μάθημα; Δεν πρέπει κάποιος να έχει την ευθύνη για όλη αυτήν την προχειρότητα;
Πρέπει κάποτε να μπουν σε κριτική συγκεκριμένες επιλογές προσώπων, συνεργατών, εκδηλώσεων κτλ.
Γυρίζω στο θεσμικό επίπεδο και πιστεύω ότι δεν πάει άλλο. Το παιχνίδι του πολιτισμού στη Σταυρούπολη πρέπει ν’ αρχίσει από την αρχή και σ’ αυτό το παιχνίδι πρέπει να μπουν κανόνες και ένας νέος παίκτης: ο Δήμος Σταυρούπολης. Ο μεγάλος απών της δωδεκαετίας.
Πρέπει να αποκατασταθεί η πολιτική του τιμή και ο Πολιτισμός να προστεθεί στις αρμοδιότητες που εκχωρεί ο δήμαρχος στους αντιδημάρχους. Μια Αντιδημαρχία Πολιτισμού θα αποτιμήσει με έγκυρο τρόπο την ιστορία των Νομικών προσώπων αλλά και των υπολοίπων πολιτιστικών δράσεων του Δήμου (Φεστιβάλ Παιδείας, Ιστορικό αρχείο), ακόμη και την προσφορά φορέων εκτός δήμου και θα μπορεί να προτείνει πολιτικές, να στηρίζει θεσμούς και να στήνει νόμιμα κι όχι με πολιτικές αυθαιρεσίες νομικά πρόσωπα όπου και όταν αυτά χρειάζονται. Θα υποστηρίζεται από ένα γραφείο Πολιτισμού όπως προβλέπεται από τον Οργανισμό του Δήμου και θα παράγει πολιτική που θα κάνει τον πολιτισμό συστατικό στοιχείο όλων των δράσεων του δήμου και όχι μόνον όσων βαφτίστηκαν πολιτιστικές. Θα φροντίζει ώστε να υπάρχει ετοιμότητα για την αντιμετώπιση μεγάλων προκλήσεων. Τόσα χρόνια όλοι καμαρώνουν για την πρωτοπορία της Σταυρούπολης στον Τομέα του Πολιτισμού. Διεκδικούμε το στρατόπεδο του Παύλου Μελά, τη Μονή καλογραιών και κάποια Καπνομάγαζα. Γνωρίζετε πόσες αντιφατικές προτάσεις γι’ αυτούς τους χώρους είδαν κατά καιρούς το φως; Η Μονή Λαζαριστών εντάχθηκε στα έργα της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας επειδή υπήρχε μεγάλος βαθμός ετοιμότητας από την Διοίκηση Τσακίρη. Αν δεν δείξουμε τέτοια σοβαρότητα (αργήσαμε, έπρεπε να την έχουμε δείξει ήδη) θα βρεθούμε φιλοξενούμενοι και στου Παύλου Μελά όπως και στην Μονή.
Το λάθος του δημάρχου στον διαχωρισμό των προβλημάτων σε μεγάλα και μικρά και η πρόκριση για την πρώτη διετία των μικρών καθημερινών που μας εμφανίζει ανέτοιμους να υποδεχθούμε και ν’ αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται σε μεγάλα ζητήματα, πρέπει να εκλείψει άμεσα. Ο σύγχρονος Δήμος έχει τον τρόπο να ασχολείται με ό,τι τον αφορά. Δεν διαλέγει.
Έστω και τώρα. Να μην καταργήσουμε τίποτε στον Πολιτισμό. Να τον αναβαθμίσουμε και να τον τιμήσουμε ανοίγοντας διάλογο στην κοινωνία όπου θα καταθέσουμε την κριτική μας και τις προτάσεις μας. Να επιλέξουμε την πολιτική πρώτα και να αναζητήσουμε τους ανθρώπους που θα την υπηρετήσουν ύστερα. Χωρίς παζάρια, αντιπαροχές και πρωτόκολλα. Αξιοκρατικά όσο παλιομοδίτικη κι αν κατάντησε πια η λέξη.
ΥΓ
Το κείμενο αυτό κατατέθηκε ως δήλωσή μου στο δημοτικό συμβούλιο της Σταυρούπολης, 4.11.2003 και συνόδευε την αρνητική μου ψήφο στην κατάργηση του ΝΠΔΔ «Κέντρο Πολιτισμού». Μια πρώτη του μορφή, συζητήθηκε στη δημοτική ομάδα της διοικούσας παράταξης τον Αύγουστο του 2003. Από τις 7.10.2003 είχα καταθέσει δήλωση στο Δημοτικό Συμβούλιο με την οποία διαχώριζα τη θέση μου από ενέργειες της Διοίκησης.
Απομονώνεται από τα πρακτικά του ΔΣ και δημοσιεύεται εδώ, και επειδή δεν λειτούργησε σωστά το copy paste στην απομαγνητοφώνηση και για να αρχίσει, επιτέλους, ένας σοβαρός διάλογος για τον Πολιτισμό στη Σταυρούπολη και να σταματήσουν οι παραταξιακές αντεγκλήσεις. Οι αναφορές στο όνομα του πρώην δημάρχου Σπύρου Μπαρούτα, δεν έχουν τίποτε το προσωπικό. Απλώς έτσι κωδικοποιούνται πράξεις και παραλήψεις συνεργατών του. Σε προσωπικό επίπεδο, ο Σπύρος ο Μπαρούτας έλαβε εγκαίρως τα μηνύματα των καιρών, έπρεπε όμως να πορευτεί με τα στελέχη του κομματικού του περίγυρου. Δυστυχώς, τα πρόσωπα που διαμόρφωσαν την κατάσταση στα πολιτιστικά πράγματα στη Σταυρούπολη, εξακολουθούν να βρίσκονται στο μεϊντάνι μέχρι και τώρα . Οι δήμαρχοι αλλάζουν, οι συνεργάτες παραμένουν.
Μαύρο στους Μαυρογιαλούρους του πολιτισμού στο, πάλαι ποτέ, Λεμπέτ.
Η, σύγχρονη, φωτογραφία του κτιρίου είναι του Τριαντάφυλλου Κουρούκλα