Φωτογραφίες: Ολυμπία Σταύρου, Νοέμβρης 2020
Οι συγγραφείς είναι, κυρίως, τα βιβλία τους˙ και οι όποιες δημοσιεύσεις τους. Αν δεν κοινοποιήσεις το γραπτό σου χάνει κάτι από την αποστολή του. Πρέπει να το δημοσιεύσεις!
Μπορεί τώρα να το εξακοντίζεις στο διαδίκτυο,
ολομόναχος αποστολέας, μπορείς να το στείλεις σε δικτυακά περιοδικά και σελίδες
χωρίς ιδιαίτερο κόπο˙
όλο και κάπου θα σκαλώσει και θα αναρτηθεί. Τα έντυπα περιοδικά και τα βιβλία
συνεχίζουν να υπάρχουν αλλά έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος πρόσβασης σ’ αυτά.
Είτε μόνος σου, είτε σε εκδότη-εργολάβο πληρώνοντας,
είτε –το επιθυμητό, το όμορφο, το ψυχοθεραπευτικό- σε εκδότη που παίρνει
ευλαβικά το χειρόγραφό σου, σε χτυπάει φιλικά στην πλάτη και αναλαμβάνει αυτός
τα υπόλοιπα.
Αυτές είναι οι διαδικασίες, αυτές ήταν πάντα. Κάθε
διαδικασία όμως μπορεί να εξελίσσεται είτε ομαλά, είτε με πολλές δυσκολίες.
Κάθε εποχή αφήνει το στίγμα της στη διαδικασία. Έχουν πληθύνει οι εργολάβοι.
Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε να το σχολιάσω, ούτε να το
ερευνήσω. Άλλο νταλγκά θέλω να καταθέσω.
Και στη μακρινή δεκαετία του 1980 υπήρχαν δυσκολίες
στην έκδοση. Τότε όμως ήταν και λίγο, έως πολύ, θαρραλέο να τολμήσεις να μπεις
στην αγορά χωρίς να προσεγγίσεις μεγάλες ετικέτες! Γι’ αυτό τότε λατρεύαμε τις
ανεξάρτητες παραγωγές, ιδίως στη μουσική. Ψάχναμε στα δισκάδικα μικρές εταιρίες
και ανεξάρτητους καλλιτέχνες. Και στα βιβλιοπωλεία, ιδίως στον Ραγιά με την
στοργική φροντίδα του Βασίλη και της Σταυρούλας, έβρισκες στην άκρη του πάγκου
ή στα σκαλοπάτια για το υπόγειο περιοδικάκια και βιβλιαράκια και μπροσουρίτσες
και ξεδιάλεγες με μανία και αγάπη.
Εγώ δεν τα κατάφερα να πάρω αυτόν τον δρόμο. Τα πρώτα
μου ποιήματα μπήκαν στο περιοδικό Διαγώνιος και το πρώτο μου βιβλίο βγήκε από
τις Εκδόσεις Διαγωνίου. Δωρεάν τα ποιήματα, με το χέρι στην τσέπη το βιβλίο˙ καμία σχέση όμως με εργολαβίες
και κέρδη. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος βιοποριζόταν αλλιώς˙ στις εκδόσεις του έβαζε κάτι
από την ψυχή του. Η δε πορεία του βιβλίου ήταν το κάτι άλλο με τις διανομές
χέρι χέρι στα βιβλιοπωλεία, αυτός στη Θεσσαλονίκη ο Νίκος Βασιλάκης στην Αθήνα
και μετά το μπιλιετάκι με τις πωλήσεις σου γραμμένο με το μολυβάκι και τα
χρήματα πάνω του. Ένιωσα αυτήν την τρυφερότητα και αγόραζα με μανία τις
αυτοεκδόσεις των άλλων και τις προσπάθειες μικρών εκδοτών να βγάζουν βιβλία
κόντρα στα μεγαθήρια.
Παράγγειλα
καινούργιο στρώμα.
“Διπλό!” είπα του παπλωματά
με περηφάνεια.
Έτσι τη νύχτα, η μοναξιά
θα ’χει τη θέση της δίπλα μου
χωρίς να με πλακώνει.
Όπως και το προηγούμενο βιβλιαράκι, χωρίς οξείες και
πνεύματα τα ποιήματα, αλλά η ίδια ευθύβολη ποίηση. 515 έγραφε το μολυβάκι πάνω
αριστερά, πλήρωσα και βγήκα˙
εγώ τη μοναξιά την ξόρκισα με δικά μου ποιήματα, με μια εκδήλωση-προσκλητήριο
φίλων το 1982, αλλά η μοναξιά του Γιώργου ήρθε να μου ψιθυρίσει πως στα
συναισθήματα δεν υπάρχει αποκλειστικότητα, ούτε και τέλος!
Έναν φόβο τον πήρα όταν γίναμε φίλοι και στο facebook και
είδα αφ’ ενός τον σπαραγμό του για την απώλειά του και αφ΄ ετέρου το ξόδεμά του
(έτσι νόμισα ο αφελής) σε ποιητικές αναρτήσεις. Ήρθαν όμως τα τελευταία του
βιβλία και με επανέφεραν στα ίσα μου: ο Γιώργος ξέρει να κρατάει τις ισορροπίες
και να ξεχωρίζει τα ποιήματά του από τα άλλα γραπτά του. Μου θύμισε τα λόγια
του Ντίνου Χριστιανόπουλου μόνο που τώρα στη θέση του ημερολογίου είναι το timeline του
μέσου κοινωνικής δικτύωσης! «Κράτα ημερολόγιο, γράφε για ό,τι σου κάνει εντύπωση,
είτε είναι γεγονός, είτε είναι συναίσθημα˙ αν είναι δυνατό και καλό θα απαιτήσει το ίδιο να το
δεις ως ποίημα και να το δημοσιεύσεις, αλλιώς άφησέ το εκεί ως προσωπική
καταγραφή». Άλλα χρόνια εκείνα, θα μου πεις.
Αυτό που διαβάσατε δεν είναι ούτε κριτική, ούτε
αλλαξοκωλιά (που θα έλεγε –και πάλι- ο Ντίνος Χριστιανόπουλος) μεταξύ ομοτέχνων
και σκέφτηκα αρκετά πριν το μπουμπουνίξω στο προσωπικό μου blog. Δεν περιμένω
κάτι από τον Γιώργο, ούτε αυτός φαντάζομαι και φυσικά δεν μου ζήτησε να γράψω
οτιδήποτε˙ κατά
καιρούς με πιάνει μια εμμονή για κάτι και θέλω να ξεμπερδεύω, να μην το
κουβαλάω εσαεί. Χαίρομαι με τα γραπτά του, χαίρομαι για τις αναρτήσεις του κι ας
είναι πικρές και βουτηγμένες στην απόγνωση για την απώλειά του αλλά και για τα
στραβά που βλέπει και τον πληγώνουν. Για έναν αντίστοιχο τύπο, έγραψα ένα
ποίημα κι έβαλα στίχο του ως τίτλο στο πρώτο μου βιβλίο (Γλυκιές σφαιρούλες απ’
τ’ όμορφό σου όπλο, Εκδόσεις Διαγωνίου, 1986):
ΣΤΟΝ
TOM WAITS
Τι να λένε ακριβώς
τα τραγούδια σου;
Καταλαβαίνω φυσικά
ότι η θλίψη τα ’χει σφραγίσει
και οι γυναίκες των μπαρ
που κοσμούν τα εξώφυλλα
των δίσκων σου
κάποια σχέση θα ’χουν
με το παράπονό σου.
Είσαι άραγε ευχαριστημένος
που τόσο όμορφα
στολίζεις την πληγή σου;
Όταν έβγαζε εκείνους τους υπέροχους δίσκους ο Tom και τους
βρίσκαμε στα εισαγωγής εκεί στο
υπόγειο της Λένας στην Εγνατία ή στο Blow up στην Αριστοτέλους, δεν υπήρχε facebook και instagram και
άλλοι διάολοι, αν και πάλι τραγούδια θα έγραφε ο βραχνός Tom, όπως ποιήματα γράφει ο Γιώργος.