Το πιο χρήσιμο πράμα που έμαθα σ’ αυτή τη ζωή ήταν να το
βουλώνω.
Να το βουλώνω για όσα με πειράζουν, για όσα με τρώνε.
Να μην αφήνω ποτέ τους εμπλεκόμενους να γνωρίζουν τη
δυσαρέσκειά μου.
Να περιμένω μήπως και την αναιρέσουν από μόνοι τους.
Και να μου αποδείξουν έτσι πόσο με νοιάζονται.
Γι’ αυτό μιλάω όταν με πιάνει μανία αυτοκαταστροφής.
Και μετά θα τρίζω μανιασμένα τα δόντια μου,
θα τα τρίζω, θα τα τρίζω, θα τα τρίζω,
ώσπου να τα κάνω κουδουνίστρες χωρίς να το καταλαβαίνω καν.
Θ’ ακούω τις απόψεις του ορθοδοντικού –μην ανησυχείς μαμά,
όχι διαγνώσεις-
για τα ψυχοσωματικά μου προβλήματα, μη θέλοντας
μα πιστεύοντάς τες πιο πολύ από ποτέ.
Πρέπει να πάω να μου εφαρμόσουν τις αναλύσεις που έμαθα,
μήπως και ηρεμήσω,
εγώ, που εξοργίζω με την ηρεμία μου,
εγώ που διάβασα και χώνεψα τα μεγάλα νοήματα της ζωής,
πήρα ένα μολύβι και τα ‘γραψα στη φλέβα μου,
και ήλπιζα να δεις το αίμα μου κόκκινο κόκκινο, μπας και το
ερωτευτείς.
Η μια μου πλευρά ντύθηκε και βάφτηκε με ανατριχιαστική
επιμέλεια,
πήρε ένα λεωφορείο
και πήγε σε ένα καλόγουστο καφέ
με την καημένη την επονομαζόμενη φίλη της που κατόρθωσε να
πείσει.
Η άλλη μου πλευρά κλείστηκε στο δωμάτιό της και
άκουγε λυσσασμένα αρρωστιάρικα τραγούδια, διαβάζοντας
ανισόρροπα λογοτεχνήματα.
Μύρισε τα κορμάκια της στις τρεις τους άκρες και τα πέταξε
στο πάτωμα. Τ’ άφησε
να βρουν μόνα τους το δρόμο για το πλυντήριο.
Άφηνε και τα παντελόνια να της πέφτουν αργά αργά,
να μπερδεύουν τα εσώρουχα με τα ρούχα, το παλτό, το δέρμα,
τα οπίσθια,
καθώς χαζοπερπατούσε με κάτι ψηλά καταστροφικά άβολα
παπούτσια,
μύριζε τον αέρα απ’ τα γυράδικα κι ένιωθε να σκίζεται ακόμα
περισσότερο,
για να τελειώσει μπροστά στις γόβες που αμφιταλαντευόταν ν’
αγοράσει.
Καμιά τους δεν ένοιαζε το Eurogroup που μαινόταν απόψε.
Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι έχει τη δύναμη
να τους αλλάξει τη ζωή, να τη νιώσουν στ’ αλήθεια στο πετσί
τους,
να πάψουν να περιμένουν να βγουν ψυχές από τους πίνακες
και να χορέψουν με το πιάνο που θ’ αντηχεί χωρίς να το
παίζει κανείς.
Πάντα περίμεναν πάρα πολλά και δεν έπρεπε.
Θα πιω το ξεβαφτικό μου γαλάκτωμα
μπας και ξεβάψει όλη η υποκρισία που έχω μέσα μου.
Θα εξαντλήσω όλη μου την ευγένεια στο λαστιχένιο εξωγήινο
που ρίχνω κατά λάθος.
Θα φάω τη χοντρή σοκολάτα με το φουντούκι στο πράσινο
περιτύλιγμα
για να ξεπεράσω τον τελειωμό του πράσινου υγρού για τις
γαργάρες μου.
Α, σήμερα έχει πορεία στο κέντρο, δεν θα πάω.
ΥΓ
Παιδεύτηκα σήμερα με μια ιδέα μου από τα παλιά για το αν ήρθε ο καιρός να δημοσιεύσω ένα κειμενό μου που να θέτει το ζήτημα των πολιτιστικών γεγονότων στη Δυτική Θεσσαλονίκη σε μια ιστορική και πολιτική βάση. Πού πήγαν οι εκατοντάδες των εκδηλώσεων από την Μεταπολιτευση μέχρι σήμερα; Ποιοι και πόσους ανθρώπους της Τέχνης που συνέδεσαν την ζωή τους με τις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης μπορούν να μνημονεύσουν; Πώς μπαίνουν στο προσκήνιο νέα άτομα, νέες ιδέες, φρέσκα κείμενα-τραγούδια-ζωγραφιές-χορευτικά τσαλίμια;
Περιμένω και το ρεπορτάζ του Δήμου Χλωπτσιούδη για την 7η εκδήλωσή μας "ελάτε μ' ένα ποίημα" για να φύγει λίγο ο νους μου κι αυτό δεν έρχεται.
Οπότε ξαναδιαβάζω αυτό το ποίημα της Χριστίνας Παλάντζα, η οποία μας το παρουσίασε στο "ελιξίριο" το βράδυ της Παρασκευής 20/3/2015 σε μια ονειρική performance (ως προς το αναπάντεχο του βιώματος, το ονειρική) κι ευτυχώς που το ξαναδιάβασα κι ευτυχώς που μου το έστειλε με e-mail κι ευτυχώς που δέχτηκε να το δημοσιεύσουμε (θα το κάνει κι ο Δήμος στο ρεπορτάζ του) και παίρνω το θάρρος και το βάζω στο "τσαλίμι" μου και υπόσχομαι να μην ξανααναρωτηθώ για το τι μένει από όσα κάνουμε. Κάτι μένει...