ΨΗΤΑΣ: Καλώς τονα τον ένδοξο ψηφοφόρο. Πώς τα καταφέρνεις ρε παιδί μου και ψηφίζεις το κόμμα που θα κυβερνήσει;
ΠΕΛΑΤΗΣ: Ένστικτο αλάνθαστο παλληκάρι μου.
ΨΗΤΑΣ: Όχι μέση λάστιχο! Ένστικτο. Α ρε πουτάνα γλώσσα. Λες και ο Μπαμπινιώτης, άλλη δουλειά δεν είχε, γέμιζε τα λεξικά με επιχειρήματα να τσιμπολογούν οι «δεν γνωρίζω, δεν απαντώ».
ΠΕΛΑΤΗΣ: Ψήσε δυο Σουφλιώτικα λουκάνικα κι άσε την προπαγάνδα, επαγγελματίας άνθρωπος.
ΨΗΤΑΣ: Επειδή είμαι επαγγελματίας, αδερφέ, ψάχνω να καταλάβω. Πώς θα σου φαινόταν αν το Σουφλιώτικο μας έβγαινε «made in Taiwan» και η μουστάρδα ήταν από τη Μαδαγασκάρη;
ΠΕΛΑΤΗΣ: Γιατί ρε ξερόλα, τώρα το Σουφλιώτικο είναι από το Σουφλί;
ΨΗΤΑΣ: Σε παρακαλώ! Κεντρική πλατεία το κρεοπωλείο, πρώτη πλαγιά βγαίνοντας η στάνη. Πιο Σουφλιώτικο δεν γίνεται.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Κι ο μπαμπάς κι η μαμά;
ΨΗΤΑΣ: Κάπου το πας εσύ!
ΠΕΛΑΤΗΣ: Άλλος το πήγε κι όχι εγώ. Λέω ο μπαμπάς πρόβατος και η μαμά προβατίνα ομιλούσαν την Ελληνικήν ή εγεννήθησαν εν τņ αλλοδαπņ; Και το μέλλον γνωστό. Φόρτωμα στο τρένο το βλαστάρι και κατ’ ευθείαν στο μαντρί.
ΨΗΤΑΣ: Κι ο καπετάν Κώττας δεν ομιλούσε την ελληνικήν αλλά το φρόνημα ελληνικότατον. Τι σημασία έχει πού γεννήθηκε. Κοίτα σε τι χώματα μεγάλωσε και τι νοστιμιά βγάζει!
ΠΕΛΑΤΗΣ: Σ’ αυτό σου βγάζω το καπέλο. Μπορεί από πολιτική να είσαι στούρνος αλλά από κρέατα και κάρβουνα, έχω να το λέω.
ΨΗΤΑΣ: Ο καθείς στο είδος του. Πού βρέξαμε το κορμί μας το καλοκαίρι;
ΠΕΛΑΤΗΣ: Δε βαριέσαι, κάπου στην Κατερίνη. Μια παραλία, φανταστική.
ΨΗΤΑΣ: Μη μου πεις.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Φανταστική σου λέω. Μόνο με διαλογισμό καταλάβαινες πως είσαι στην παραλία κι από κάτω έχει άμμο. Τίγκα στην κυτταρίτιδα και στις πάνες βρακάκι. Πατείς με πατώ σε. Το τι αντηλιακό ανέπνευσα, έτσι που ήμασταν σώμα με σώμα, τι να σου πω. Κάτι από ελληνορωμαϊκή, ένα πράγμα. Η χαρά της ιδρωτίλας.
ΨΗΤΑΣ: Και τα νερά;
ΠΕΛΑΤΗΣ: Γυαλί.
ΨΗΤΑΣ: Κάτι είναι κι αυτό.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Πώς δεν είναι. Όλη η 3Ε ήταν στον βυθό. Τι κόκα κόλες, τι φάντες, τι άμστελ, τι μπεμπελάκ. Κάθε μπουκαλιάς μπουκάλι. Αφού μια γριά γυρνούσε με τη φούστα μαζεμένη στο βρακί της και διάλεγε βάζα για τη σάλτσα της. Καπάκια δεν έβρισκε όπως τα ήθελε αλλά από βάζα έβγαζε καλό μεροκάματο. Τα στοίβαζε και στην άκρη σχήμα σχήμα κι έκανε πύργους. Οι πύργοι της σάλτσας. Σάλτσμπουργκ τον έκανε τον Μακρύγιαλο.
ΨΗΤΑΣ: Μα πόσες ντοματιές είχε πια αυτή η γυναίκα;
ΠΕΛΑΤΗΣ: Τι να σου πω; Μεγαλέμπορος η μπουκαλομαζώχτρα.
ΨΗΤΑΣ: Τα παραλές μου φαίνεται. Μπας και το γύρισες στην αντιπολίτευση; Δυο χρόνια έχουμε μέχρι τις εκλογές. Κράτα χαρακτήρα μην εκδηλώνεσαι.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Ήθελα να ’ξερα εκείνη τη γαλάζια σημαία ποιος την κάρφωσε στην παραλία. Εκτός κι αν κάτι ήθελε να πει για τις μέδουσες. Γιατί κι από αυτές, τίγκα η θάλασσα. Μωβ συνωστισμός.
ΨΗΤΑΣ: Δεν μπορεί να ήταν έτσι. Γέμισε η Βόρεια Ελλάδα ρωσσίδες και βαλκάνιες. Δεν είχε μόνο εντόπια κρέατα. Άσε πια το μπητς βόλεϊ. Χλίδα οι παραλίες στην τηλεόραση.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Στην τηλεόραση μπορεί. Εκεί που πήγα εγώ, δεν.
ΨΗΤΑΣ: Έτοιμα τα λουκανικάκια. Μπυρίτσα; Παγωμένο το μπουκάλι, λέμε. Στις τρεις η μία δώρο. Κερνάει το κατάστημα. Έτσι για το καλώς όρισες.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Ώπα, προσφορές το κατάστημα!
ΨΗΤΑΣ: Επιταγές των καιρών.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Όλοι επιταγές και πιστωτικές κάρτες, ρε πούστη μου. Μέχρι και ο καιρός.
ΨΗΤΑΣ: Όπου θέλεις, το φιλοσοφείς το πράγμα.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Και να θέλεις ν’ αγιάσεις, δεν σ’ αφήνουν. Στα δύο απορρυπαντικά για το πλυντήριο ρούχων, ένα μαλακτικό δώρο˙ παίρνεις τέσσερα ηλεκτρικά είδη, πληρώνεις τρία˙ έξι κουτάκια μεταλλικό νερό στην τιμή των πέντε. Γιατί ρε, γαμώ την αδικία μου, εγώ που κάνω 25 μεροκάματα το μήνα να μην παίρνω και μερικά δώρο; Ή έστω για κάθε πέντε ημέρες άδεια και μία δώρο; Και δύο δώρο να μη σου πω!
ΨΗΤΑΣ: Δεν το φιλοσοφείς απλώς. Του δίνεις και καταλαβαίνει.
ΠΕΛΑΤΗΣ: Κι αυτό καταλαβαίνει κι εγώ καταλαβαίνω αλλά χαΐρι δεν βλέπω…
ΨΗΤΑΣ: Αφού τα καταλαβαίνεις,
αφού τα καταλαβαίνεις,
γιατί κάνεις
το κορόιδο και σωπαίνεις;
ΠΕΛΑΤΗΣ: Αφού τα καταλαβαίνω,
αφού τα καταλαβαίνω,
σαν μαλάκας
στο ίδιο τρένο γιατί μπαίνω;