Σάββατο, Μαΐου 12, 2007

Η τούμπα των εκτελέσεων

Ο χείμαρρος, ο δρόμος και το κανάλι δεν ήταν τα μόνα σημάδια που άφησαν οι εποχές σ’ αυτά τα χώματα, δυτικά της μεγάλης πόλης. Ούτε οι τάφοι που έρχονταν στο φως κάθε φορά που σκόνταφτε στο μάρμαρό τους το φτυάρι των οικοδόμων ή το αλέτρι των γεωργών. Ήταν και τρεις λόφοι, τρεις τούμπες, ακριβώς δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο. Η πρώτη, καθώς άφηνε κανείς πίσω του την πόλη, στα δυτικά˙ η δεύτερη, στα ανατολικά˙ και η τρίτη, πάλι στα δυτικά. Τρεις σωροί χωμάτων, τρία διαφορετικά σημάδια.


Η πρώτη τούμπα υπήρχε γιατί έτσι το θέλησε η φύση και εξαφανίστηκε γιατί έτσι το θέλησε ο άνθρωπος. Δεν έκρυβε κανένα μυστικό για πολλούς αιώνες και δεν ενοχλούσε κανέναν. Μόλις όμως έπεσε στο χώμα της, ο πρώτος εκτελεσμένος πατριώτης από το βόλι του τελευταίου κατακτητή της ένδοξης πόλης και σκάφτηκε στα σπλάχνα της ο πρώτος τάφος, την ίδια στιγμή είχε γραφτεί και η τύχη της σ’ αυτόν τον τόπο. Μόνο σε κάποια φωτογραφία έμεινε η πλαγιά της. Ισοπεδώθηκε και στην θέση της χτίστηκε ένα σχολείο κι ένα γήπεδο ώστε οι φωνές των παιδιών να σκεπάσουν τον βουβό πόνο των μελλοθανάτων και ο ιδρώτας των αθλητών να ξεπλύνει το αίμα των νεκρών.

Η δεύτερη τούμπα ήταν πιο παλιά κι από την πόλη που απλωνόταν από την θάλασσα μέχρι τις πλαγιές του βουνού. Δεν υπήρχε από πάντα. Βρισκόταν ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο όπου για πρώτη φορά στη διαδρομή τους, ο δρόμος και ο χείμαρρος πήγαιναν πλάι-πλάι. Εκεί λοιπόν χτίστηκε το πρώτο σπίτι. Στα χαλάσματά του, ύστερα από αιώνες χτίστηκε κι άλλο και η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές και το χώμα σηκώθηκε είκοσι μέτρα πάνω από τον δρόμο και την κοίτη του χειμάρρου. Σταμάτησε να ψηλώνει από τότε που όλοι οι κάτοικοι των οικισμών κοντά στην θάλασσα, έγιναν πολίτες της νέας πολιτείας και άφησαν μόνο του τον δρόμο και τον χείμαρρο για χιλιάδες χρόνια μέχρι να τους θυμηθούν ξανά και να χτίσουν κάτι δίπλα τους ή και πάνω τους. Η πόλη μεγάλωσε πάρα πολύ και η τούμπα έχει πάλι σπίτια στην κορυφή της και κανείς δεν ξέρει πού θα φτάσει το ύψος της. Η τούμπα αυτή ήταν ο πρώτος σταθμός στην πορεία του μυστήριου ονόματος που κατηφόρισε από τα βορειοδυτικά υψώματα και φώλιασε στον μικρό προσφυγικό οικισμό και στο ίδρυμα για τους ανθρώπους με τα ταραγμένα μυαλά. Μ’ αυτό το όνομα τρύπωσε στα βιβλία και αποτυπώθηκε στους χάρτες.

Η τρίτη τούμπα είναι η νεώτερη και βρίσκεται σ’ ένα σημείο από το οποίο φαίνεται ολόκληρη η πόλη και ολόκληρος ο κόλπος που την περιβάλλει. Είναι κι αυτή δίπλα ακριβώς στον πανάρχαιο δρόμο και υψώθηκε από ανθρώπινο χέρι. Έκρυβε στα σπλάχνα της έναν μεγαλόπρεπο τάφο, κάποιου, σπουδαίου στην εποχή του, ανθρώπου. Τότε δεν έθαβαν μόνο σώματα. Ο νεκρός έπρεπε να έχει μαζί του κι ό,τι θησαυρούς χάρηκε ή στερήθηκε στην ζωή του. Τον έκρυβε για πολλά χρόνια αυτόν τον τάφο, ώσπου, μ’ ένα λαγούμι έφτασαν στους θαμμένους θησαυρούς κάποιοι που ανοίγουν πρώτοι λαγούμια γι’ αυτόν τον σκοπό. Η πόρτα του νεκροθαλάμου βρίσκεται από την αντίθετη μεριά του δρόμου για να μένει αθέατη στους διαβάτες μα δεν κατάφερε να μείνει αθέατη από τους αρχαιοκάπηλους. Η θέληση των συγγενών του νεκρού δεν έβρισκε σύμφωνους κάποιους από τους απογόνους τους. Το στοργικό χέρι των αρχαιολόγων έφτασε, δυστυχώς αργά και φρόντισε όσο μπορούσε ό,τι απέμεινε από τον νεκροθάλαμο. Χρειάστηκε να θυσιαστεί η μισή πλευρά της τούμπας επειδή το βάρος των χωμάτων απειλούσε τα τοιχώματα του τάφου, αλλά κάτι τέλος πάντων, κι απ’ την τούμπα κι απ’ τον τάφο σώθηκε.

Δίπλα στην πρώτη τούμπα στήθηκε ο οικισμός με τα προσφυγόσπιτα κι ανάμεσα σ’ αυτήν και την δεύτερη έκαναν την βόλτα τους, σε ήσυχους καιρούς, τ’ αγόρια και τα κορίτσια των προσφύγων. Ο προσφυγικός οικισμός, είχε πια υποδεχθεί και τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής και χωρίσθηκε σε μαχαλάδες. Κάθε μαχαλάς απέκτησε και την ποδοσφαιρική του ομάδα. Υπήρχε όμως και επίσημη ομάδα. «Μουσικογυμναστικός σύλλογος Απόλλων», γράφει στο πίσω μέρος της μια ξεθωριασμένη φωτογραφία. Τις Κυριακές λοιπόν γίνονταν αγώνες κι οι πρόσφυγες καμάρωναν τα βλαστάρια τους. Πόσο μπορούν όμως να κρατήσουν οι ήσυχοι καιροί;

Νέος πόλεμος συντάραξε την οικουμένη και η ένδοξη πόλη γνώρισε τους, τελευταίους στη σειρά, κατακτητές της. Αυτοί δεν έμειναν πέντε αιώνες. Ούτε πέντε χρόνια καλά-καλά. Πρόλαβαν όμως κι έκαναν μεγάλο κακό. Ξεκλήρισαν μια ολόκληρη φυλή απ’ αυτές που έμεναν στην μεγάλη πόλη. Με τα τραίνα τους κουβαλούσαν στα κρεματόρια και τους εξολόθρευαν. Ισοπέδωσαν το νεκροταφείο τους και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τους εξαφανίσουν από προσώπου γης. Σε όσους από την φυλή αυτή σώθηκαν, δόθηκε, μετά την νέα απελευθέρωση, γη στη δυτική αυτή πλευρά της πόλης για να θάβουν τους νεκρούς τους. Τους νεκρούς που διέθεταν σώμα για να θαφτούν. Γιατί στον ίδιο χώρο, οι επιζήσαντες τίμησαν και τους ανθρώπους που μαζί με την πνοή τους έχασαν και το σώμα τους στα απαίσια στρατόπεδα του θανάτου. Έστησαν ένα κενοτάφιο, ένα μνημείο για να θυμίζει το Ολοκαύτωμα.



Το στρατόπεδο που έκτισαν δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο οι κατακτητές που έμειναν στην μεγάλη πόλη για περισσότερο από πέντε αιώνες, το έκτισαν με δυτικά, ευρωπαϊκά σχέδια και μηχανικούς. Προσπαθούσαν να δείξουν πως κι αυτοί καταλαβαίνουν από την πρόοδο και τον πολιτισμό. Δεν φαντάστηκαν πως σε λιγότερο από μισό αιώνα, θα ήταν δυτικός, ευρωπαϊκός λαός αυτός που θα μετέτρεπε αυτά τα λαμπρά κτίρια σε μια απαίσια φυλακή και σ’ έναν πνιγηρό προθάλαμο εκτελέσεων. Οι νέοι κατακτητές δεν ανεχόντουσαν κανενός είδους αντίσταση. Σε κάθε προσπάθεια των πολιτών για ελευθερία, απαντούσαν με εξοντωτικά αντίποινα εναντίον αμάχων. Μαύρα χρόνια. Τότε ήταν που η τούμπα έγινε τόπος εκτελέσεων. Γειτόνευε με το στρατόπεδο κι αυτό αποδείχτηκε η καταστροφή της. Πολλοί πατριώτες έχυσαν εκεί το αίμα τους. Συγγενείς τους μα και αγνοί πολίτες, πήγαιναν κρυφά τις νύχτες κι άναβαν κεριά, άφηναν ξύλινους σταυρούς, μεταμόρφωναν το σκληρό τοπίο σε χώρο ανάπαυσης των ψυχών. Ένα ακόμη νεκροταφείο γεννιόταν στις παρυφές του πανάρχαιου δρόμου που ένωνε την μεγάλη πόλη με όλον τον κόσμο.

Το στρατόπεδο το διοικούσε ένα τέρας που λάτρευε το ποδόσφαιρο. Προσπαθούσε να δελεάσει τους κρατούμενους να ακολουθήσουν το παράδειγμα των παιδιών της γειτονιάς που έκαναν στέκι τους το γήπεδο που είχε φτιάξει σε μια γωνιά του στρατοπέδου. Οι κρατούμενοι, αντάρτες και στρατιώτες των λαών που πολεμούσαν τον φασίστα κατακτητή, είδαν το παράθυρο που τους κρατούσαν ορθάνοιχτο τα παιδιά της γειτονιάς. Το ποδόσφαιρο ήταν η αγάπη τους μα μπορούσε να γίνει και το όπλο τους. Και έγινε. Ένα καλοστημένο δίκτυο αποδράσεων στήθηκε και πολλοί αιχμάλωτοι ξέφυγαν και απέκτησαν επαφή με τους αντάρτες που συνέχιζαν την ένοπλη αντίσταση στον τελευταίο κατακτητή. Τα παιδιά της ομάδας που έπαιζε ποδόσφαιρο με τις ομάδες των αιχμαλώτων και των στρατιωτών του κατακτητή έμεναν σε διαφορετικές συνοικίες. Μερικά προέρχονταν από τον προσφυγικό οικισμό που είχε στηθεί δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο. Αυτά τα παιδιά, μέχρι τα βαθιά τους γεράματα διατηρούσαν αλληλογραφία με τους στρατιώτες του γειτονικού λαού που έπαιζαν μαζί ποδόσφαιρο στο στρατόπεδο του θανάτου. Ήταν στρατιώτες του ίδιου λαού που έθαψε τα κόκαλα των παιδιών του που έχασε στον προηγούμενο Μεγάλο Πόλεμο εκεί, δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο. Στο ίδιο σημείο αυτός ο λαός έστησε ένα μνημείο και έφερε από την ελληνική πρωτεύουσα ένα ζευγάρι που έπιανε πέτρες και χώματα στα χέρια του και έφτιαχνε αγγέλους και αγίους με φωτεινά χρώματα και το ζωγράφισε. Να έχουν τα κόκαλα και οι ψυχές κάποιον κοντά τους, να τους θρηνεί και να τους υμνολογεί.

Το κακό φάνηκε να τελειώνει και πάλι. Η ζωή άρχισε να αναδεύει στην μικρή συνοικία , δυτικά της μεγάλης πόλης. Τα τσαΐρια της γέμιζαν με ζευγαράκια που χαίρονταν τον έρωτα. Τα κέντρα της τραβούσαν σαν μαγνήτης τους γλεντζέδες της μεγάλης πόλης. Δίπλα στην τούμπα του θανάτου, απέναντι από το στρατόπεδο, μια αλάνα διαμορφώθηκε σε γήπεδο ποδοσφαίρου και κάθε Κυριακή, παλικάρια με κουστούμια και γραβάτες καμάρωναν τους φίλους τους και τ’ αδέρφια τους να παίζουν μπάλα. Η τούμπα όμως τους πλάκωνε την ψυχή. Φέρανε τις μπουλντόζες και την έκαναν ένα με το χώμα. Μετέφεραν το γήπεδό τους πάνω στα χώματά της. Έκτισαν κι ένα σχολείο και προσπαθούσαν με την ζωή, το τρέξιμο και την γνώση να ξορκίσουν το κακό. Το σχολείο έβγαλε ανθρώπους που σπούδασαν και πρόκοψαν στην ζωή τους μα και το γήπεδο γεννοβολούσε ταλέντα και δύναμη.

Ο νεαρός ποδοσφαιριστής, έδινε όλες του τις δυνάμεις σε κάθε αγώνα και περίμενε την στιγμή που θα τον προσέξει και θα τον ζητήσει ένας μεγάλος σύλλογος για να ξεφύγει από τα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα και τα ξερά γήπεδα. Έβλεπε τον εαυτό του να παίζει σε αγωνιστικούς χώρους με χορτάρι και να τον λούζουν με το φως τους τεράστιοι προβολείς. Τα όνειρα που γίνονται δίπλα στο κανάλι με τα ξωτικά και προέρχονται από άδολες ψυχές, βγαίνουν αληθινά. Ίσως όμως τα ξωτικά να γνώριζαν τι θα συμβεί στις επόμενες χρονιές και φρόντισαν να στείλουν τον νεαρό ποδοσφαιριστή στα μεγάλα γήπεδα που ονειρεύτηκε. Η πρώτη του μεταγραφή έγινε σε μια ομάδα της πρωτεύουσας. Ένα καταπληκτικό σε έμπνευση και εκτέλεση γκολ, τον έστειλε σε μια ομάδα του εξωτερικού. Η τρίτη του ομάδα, ήταν πάλι στην πρωτεύουσα. Μια ομάδα με προσφυγικές ρίζες.
Τα ‘φερε λοιπόν έτσι ο καιρός και καθώς τα χρόνια περνούσαν ειρηνικά, ταράχτηκε πάλι η ψυχή των ανθρώπων. Οι δυτικές, ευρωπαϊκές χώρες -όλες τώρα, και αυτή με τον φασιστικό στρατό που ταλαιπώρησε όλον τον κόσμο στον προηγούμενο πόλεμο-, στράφηκαν κατά του βαλκανικού λαού που είχε νεκρούς θαμμένους δίπλα στον μεγάλο δρόμο. Δεν τους άρεζε λέει ο ηγέτης του και έπρεπε να τον αλλάξουν. Κι αφού δεν τον άλλαζαν με το καλό θα τον άλλαζαν με τις βόμβες. Βομβαρδισμοί και πόλεμος ξανά, στην δύσμοιρη αυτή γειτονιά του κόσμου. Οι πολίτες του γειτονικού κράτους φόρεσαν στο στήθος ζωγραφιστούς στόχους για να διευκολύνουν τα αεροπλάνα στο έργο τους. Ηρωικά υπέμεναν και τον κακό τους ηγέτη και τους απρόσκλητους σωτήρες τους.
Φωνές συμπαράστασης ακούγονταν σε όλη την χώρα για τους αδελφούς γείτονες. Μέσα στον χαλασμό, το ποδόσφαιρο άνοιξε πάλι ένα παράθυρο ελπίδας. Η ομάδα της πρωτεύουσας, με τις προσφυγικές ρίζες και τον νεαρό ποδοσφαιριστή που έμαθε μπάλα στα χώματα της τούμπας που πια δεν υπήρχε, έφτασε στην πρωτεύουσα του γειτονικού κράτους για να παίξει ποδόσφαιρο, αδιαφορώντας για τις βόμβες. Οι σκηνές που μετέδιδαν τα ειδησεογραφικά πρακτορεία ήταν συγκινητικές.



Στο πιο παλιό καφενείο της δυτικής συνοικίας της μεγάλης πόλης, εκεί που σύχναζε ο πατέρας του νεαρού ποδοσφαιριστή, δεν έπεφτε καρφίτσα στο πάτωμα. Όταν η τηλεόραση έδειξε τις δύο ομάδες παραταγμένες και τους ποδοσφαιριστές αγκαλιασμένους να φωτογραφίζονται, όλοι έστρεψαν τα βλέμματα σ’ έναν γεράκο που είχε το δεξί του χέρι στην θέση της καρδιάς και τα δάκρυά του έτρεχαν ασταμάτητα. Στην μέσα τσέπη του σακακιού του, εδώ και τρεις μήνες, από τότε που άρχισαν οι βομβαρδισμοί, φύλαγε ένα γράμμα με δύο φωτογραφίες που έφτασε από την πρωτεύουσα του γειτονικού κράτους. Στη μία φωτογραφία φαινόντουσαν οι ομάδες των παιδιών και των αιχμαλώτων στο γήπεδο του στρατοπέδου, πριν πενηνταπέντε χρόνια. Στην δεύτερη φωτογραφία υπήρχε ένα φέρετρο στους ώμους τεσσάρων παλικαριών. Ο αντίπαλός του στο γήπεδο, ο σύντροφός του στον αγώνα κατά του φασισμού, ο αδελφικός του φίλος στα χρόνια της ειρήνης, πέθανε μία ημέρα πριν να σκάσουν οι βόμβες στο έδαφος της πόλης του.


Οι εποχές αφήνουν τα σημάδια τους στα χώματα. Οι δύο τούμπες κατά μήκος του πανάρχαιου δρόμου, κρύβουν στα σπλάχνα τους καταστροφές. Και μένουν στην θέση τους. Άλλο όμως καταστροφή και άλλο φρίκη. Την φρίκη την θυμίζει με την απουσία της, η άλλη, η ισοπεδωμένη τούμπα δίπλα στο στρατόπεδο.

Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), τα Χριστούγεννα του 2002. Προηγήθηκε η δημοσίευση στο λεύκωμα "Ξορκίζοντας το κακό" (Μάιος 2002). Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά.

Υ.Γ. 2 Το post ανεβαίνει με αφορμή το κείμενο του michalakis.

Υ.Γ. 3 Μερικές εικόνες, από την ταινία του Ζόλνταν Φάμπρι «Το ημίχρονο του θανάτου».
Υ.Γ. 4 Αντί υπογραφής στο τέλος, μια αγωνία: Μήπως πρέπει να ανησυχούμε;



4 σχόλια:

Θεόδωρος Α.Πέππας είπε...

Eξοχο, σπουδαίο κείμενο αγαπητέ φίλε
αν το σχόλιό σας στο post του Michalakis ήταν καταπληκτικό, (που ηταν) γι αυτό τι πρέπει να πω;
Επίσης, ανέφερα το φιλμ του Φαμπρι, αλλά οχι μονο το είχατε υπ'οψιν αλλά και παραθετετε απόσπασμα. Δεν μπορείτε -και οι δύο-να φανταστειτε την χαρά μου να βλέπω ανθρώπους με τέτοια ποιότητα σκεψης και γραφής που ταυτόχρονα να αγαπούν και το ποδόσφαιρο
ΥΓ π.ως μπορώ να κ'ανω συνδεσμο με τις εγγραφες σας στο blogspot μου;

tsalimi είπε...

Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
Θα έπρεπε να δεις και το πολύ αξιόλογο κείμενο Η μπάλα στις αίθουσες. Την ταινία με τον Γιασίν την έχω δει. Δεν κατάφερα κι εγώ να βρω στοιχεία, εκτός από μια αναφορά σε πρόγραμμα τηλεοπτικού σταθμού (ΕΤ-3), όταν «χτύπησα» τον τίτλο «Δύο ημίχρονα στην κόλαση» στον asxeto / Google.

ο δείμος του πολίτη είπε...

Το κείμενο το είχα διαβάσει και παλαιότερα και μου είχε αρέσει. Ωραίο και το λογοπαίγνιο. Ζω την αγωνία σου, αλλά ευτυχώς η γη δε θα γίνει των εργολάβων όπως κάποιοι ήλπιζαν (είμαι λίγο προβοκάτορας, ε;).

Θεόδωρος Α.Πέππας είπε...

Σε ευχαριστώ πολύ αγαπητε φιλε
Πρωτον ειδα την σελίδα του mic.gr και το κειμενο ειναι πολύ καλό, αλλά λείπουν μερικά που θα μπορούσα, ευχαριστως, να του στειλω, κυριως για αγγλικες, αλλά και μερικες ελληνικες και ιταλικές που δεν εχει συμπεριλαβει.Δεν μπορεσα να εγγραφώ-αν τον γνωρίζεις ή εισαι μελος εκει δωστου το e-mail theopeppas@yahoo.com
Για το ημιχρονο του θανατου, που τοχα δει μικρος, και γω νομιζω οτι επαιζε ο Γιασίν. Υπαρχει καταχωρηση στο IMDb
http://www.imdb.com/title/tt0056160/ που δεν τον αναφερει-οχι πως κι αυτο ειναι αλάνθαστο
Φιλικά ΘΑΠ