Στην Σταυρούπολη, στα δυτικά της Θεσσαλονίκης, έξω από τον τοίχο του Ψυχιατρείου, βρίσκεται ένα θλιβερό πεζούλι εκατό μέτρων. Δεν το βάζει ο νους σου τι ιστορίες μπορούν να σου διηγηθούν τα ταπεινά του χώματα! Η τελευταία απ’ όλες περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο απαλλάχτηκε μια πολυκατοικία από τον επικίνδυνο και θορυβώδη εναγκαλισμό μιας λεωφόρου. Η πιο παλιά, και η πιο κρυφή, μιλάει για πειρατές και αρπαγές παιδιών, σουλτάνους και βεζίρηδες. Κάποια άλλη για λίρες και κρυμμένους θησαυρούς. Ποιος όμως σκύβει τόσο χαμηλά τ’ αυτί του για ν’ αφουγκραστεί τα χώματα;
Το μυστήριο όνομα
Ο δρόμος που ενώνει την μεγαλούπολη με τον υπόλοιπο κόσμο, βρίσκεται στην θέση του από πολύ παλιά. Πριν ν’ αποκτήσει η πόλη το όνομα και τη δόξα που έχει και σήμερα. Από τότε που ήταν ένας από τους πολλούς οικισμούς που στόλιζαν τις πλαγιές απέναντι από την θάλασσα. Εκείνο τον καιρό ο δρόμος ήταν μόνος του.
Διασταυρώνονταν σε κάποια σημεία μ’ έναν, παλιότερό του στα χρόνια, χείμαρρο και έβλεπε πότε - πότε μικρά χαμόσπιτα να κτίζονται στις παρυφές του. Όλα τελείωσαν με το κτίσιμο της νέας πόλης. Τα χωριουδάκια μαράζωσαν κι ο δρόμος έμεινε για πάντα δρόμος.
Μόνο τάφοι σπουδαίων ανθρώπων κτίζονταν δίπλα του, σκεπασμένοι με χώμα και με την είσοδό τους κρυμμένη από τους διαβάτες. Να φαίνονται και να φυλάγονται ταυτόχρονα! Τον δρόμο τον διάβαιναν εχθροί και φίλοι για να φτάσουν ή να φύγουν από την νέα πολιτεία. Σε πολύ δύσκολους, για την πόλη, καιρούς, στις άκρες του δρόμου στήνονταν σκηνές και στρατοπέδευαν διαφόρων ειδών εχθροί. Κάποτε, όταν ένοιωθαν πολύ σίγουροι για το κούρσεμα της πόλης, έφερναν μαζί τους και τις οικογένειές τους με το νοικοκυριό τους και φώλιαζαν εκεί, δίπλα στον δρόμο που ένωνε την μεγάλη πόλη με τον υπόλοιπο κόσμο.
Μα η πόλη άντεχε και οι κάτοικοί της, απ’ τον ίδιο δρόμο έβγαιναν για να πάρουν στο κυνήγι τους επίδοξους κατακτητές τους ή για να φροντίσουν τα χωράφια και τους κήπους τους. Μια φορά τον χρόνο, από τότε που η πόλη έγινε δεύτερη σε αξία μετά την πρωτεύουσα της μεγάλης αυτοκρατορίας, φύτρωναν πάλι σκηνές δυτικά του δρόμου, αυτή τη φορά μέχρι τα μεγάλα ποτάμια και ξεκινούσε ένα μεγάλο πανηγύρι που τραβούσε πανηγυριώτες απ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Ο δρόμος -που ήταν πρώτα μυγδονικός, έγινε ύστερα μακεδονικός, ρωμαϊκός, βυζαντινός για να καταλήξει τούρκικος, όταν οι στρατιώτες που στήθηκαν έξω από τα τείχη της πόλης ήταν οι πιο αποφασισμένοι και οι πιο ικανοί απ’ όλους όσοι προηγήθηκαν- παρέμενε πάντα εκεί, ώσπου, ένα κανάλι έδεσε την τύχη του με την δική του. Το κανάλι ξεκινούσε από κάποια υψώματα βορειοδυτικά της πόλης και την τροφοδοτούσε με νερό. Με «νέο νερό» όπως το ονόμασαν οι κάτοικοί της για να το ξεχωρίσουν από το παλιό που ερχότανε από αλλού.
Όνομα απέκτησε το κανάλι όταν βαφτίστηκαν τα υψώματα που φιλοξενούσαν τις πηγές του. Μυστήριο όνομα! Σε κάποια από τις γλώσσες που μιλιότανε από παλιά σε γειτονικούς τόπους σήμαινε -και σημαίνει ακόμα- κύκνος. Έφταιγε όμως το πουλί για το όνομα ή κάποια άλλη ήταν η αιτία και κάτι άλλο -σε άλλη ίσως γλώσσα- σήμαινε το τοπωνύμιο; Το όνομα κάποια στιγμή ξέκοψε από τα υψώματα και κατηφόρισε μαζί με το κανάλι, μα δεν συνέχισε ως το τέλος μαζί του.
Ρίζωσε στα ντουβάρια ενός οικισμού που στήθηκε, χιλιάδες χρόνια μετά τον προηγούμενό του, δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο, με τον ίδιο τρόπο που, αργότερα, γλίστρησε από το χωριό για να βαφτίσει ένα ίδρυμα που χτίστηκε εκεί κοντά για να στεγάσει όσους είχαν ταραγμένα μυαλά. Οι άνθρωποι του οικισμού, ξεριζωμένοι από την γη τους, κατέφυγαν πρόσφυγες στην άκρη του πανάρχαιου δρόμου, κοντά στην ένδοξη πόλη.
Για κακή τους τύχη, στην ίδια περιοχή υπήρχε η εκκλησία και το σχολείο που ετοίμασαν για το κακό αυτούς που τους ξεσπίτωσαν. Δεν ήθελαν το νέο τους χωριό να έχει το ίδιο όνομα με τα κτίρια που στέγασαν τους εχθρούς τους! Διάλεξαν λοιπόν το μυστήριο όνομα που ερχόταν, μαζί με το νερό που έπιναν, από τα μακρινά υψώματα για δικό τους κι ας μην ήξεραν τι σημαίνει. Τους αρκούσε που ήξεραν τι δεν σημαίνει! Στο όνομα αυτό έδινε ο καθένας την ερμηνεία που του φαίνονταν πιο ταιριαστή. Οριστική σημασία απέκτησε εκατόν εβδομήντα χρόνια μετά τη στιγμή που πρωτογράφτηκε σε χαρτί. Ούτε υψώματα, ούτε πρόσφυγες! Το ίδρυμα ήταν αυτό που έδωσε περιεχόμενο στην δισύλλαβη λέξη˙ Λεμπέτ πια σήμαινε τρελός και μ’ αυτόν τον τίτλο βγήκε στην πόλη μια εφημερίδα, πάλι σε δύσκολους καιρούς, για να δείξει πως δεν λογαριάζει κανέναν κερατά! Ακόμα κι αυτοί που ξέρουν, δέχονται αυτήν την ερμηνεία, γιατί έτσι τα ’φερε ο καιρός, ώστε όνομα και κανάλι να σώζονται και σήμερα, στον ίδιο τόπο, στο ίδιο σημείο. Το ίδρυμα με τον ψυχρό, επιστημονικό του τίτλο, διατηρεί ακόμη το μυστηριώδες παρατσούκλι, στεγάζει και πάλι παράξενους τροφίμους και κρατάει δίπλα του τα ερείπια εκείνου του παλιού καναλιού, λες και αυτός ήταν ο προορισμός του˙ να στεγάσει τα μυστικά, τ’ άγνωστα και τ’ ανεξήγητα!
Η φωτογραφία του καναλιού είναι του Μ. Αβραμίδη,
η φωτογραφία του λόφου με τον μακεδονικό τάφο είναι του Γ. Αθανασόπουλου
και η εκπληκτική φωτογραφία του οικισμού με τις γυναίκες και τους επίσημους επισκέπτες
ανήκει στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης.
Ο δρόμος με το ρέμα, αποτυπώνονται σε αεροφωτογραφία
της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού.
Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), τον Μάρτιο του 2002. Προηγήθηκε η δημοσίευση στο τεύχος "Δήμος Σταυρούπολης, Ιστορία και Πολιτισμός" (Ιούλιος 2001). Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά.
Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), τον Μάρτιο του 2002. Προηγήθηκε η δημοσίευση στο τεύχος "Δήμος Σταυρούπολης, Ιστορία και Πολιτισμός" (Ιούλιος 2001). Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά.
4 σχόλια:
Η Σταυρούπολη τελικά είναι κόμβος στη blogόσφαιρα.. Δυνατές πένες, δυνατά μυαλά. Και ευαίσθητοι άνθρωποι. Εύγε.
Καλοσύνη σου, sadmanivo, ευχαριστώ.
H πρώτη φωτό είναι απ' το οθωμανικό υδραγωγείο, στο φράχτη του ψυχιατρείου;
Ακριβώς.
Δημοσίευση σχολίου