άπλωσε τα χέρια του σε σταυρό
κι ούτε ένας μες στο μαγαζί δεν κοίταξε τη μεγάλη του κοιλιά
κι ούτε ένας δεν κόλλησε τα μάτια του στο πουκάμισο,
που δεν τα κατάφερνε να χωθεί ατσαλάκωτο στο παντελόνι.
Όρθωσε το αφρόντιστο σώμα του,
χαρακιές στο μέτωπο τα χρόνια,
φλεβίτσες κόκκινες στα μάγουλα οι φίλοι
κι όλοι του οι έρωτες,
βερνίκι αστραφτερό στα μαύρα του λουστρίνια.
Ούτε μια φορά, σ’ όλο το χορό, δε χαμογέλασε.
Ούτε μια φορά δεν σπίθισαν τα θολά του μάτια.
Χόρευε αργά,
είχε ψηλά το κεφάλι,
απλωμένα τα χέρια˙
ένα βουβό,
περιστρεφόμενο
εν τούτω νίκα
νικημένο.
Η εικόνα είναι του Γιάννη Βούρου
7 σχόλια:
Απ’ τα κλειστά βλέφαρα πίσω καιροφυλαχτεί η μοναξιά.
Σε χορό βαρύ, σα νοσταλγία κουρασμένη.
Τόσες διαδρομές στη χαρά η ψυχή κι εκείνη πάντα στη μοναξιά κουρνιάζει…
Καταραμένο κι ευλογημένο πράγμα η μοναξιά: γεννάει.
Άλλοτε πόνο κι άλλοτε τέχνη.
Πολύ ωραίο, περιγραφικό και λιτό στην ουσία του, αλλά τόσο λεπτομερές στην περιγραφή του.
Ευχαριστώ, Δείμε.
Μ'αρέσει. Περιποιημένο και λιτό.
Είναι ασήκωτα τα τότε μας που χάθηκαν...
Χαίρομαι, Ναταλία.
Απόμαχος,δωρικός
και διαδονούμενος
ψυχή τε και σώματι.
Δημοσίευση σχολίου