Έσπρωξε με τον ώμο του την εξώπορτα της πολυκατοικίας και μπήκε. Με την τυρόπιτα στο στόμα, ανασήκωσε τον αγκώνα του και τον έσυρε πάνω στο διακόπτη. Στο άλλο χέρι κρατούσε τη χάρτινη συσκευασία που φιλοξενούσε τώρα το γάλα κακάο. Η κυβική κατασκευή αντικατέστησε το πλαστικό μπουκάλι με τις ανάγλυφες ραβδώσεις, όχι μόνο στις συσκευασίες του προϊόντος του συνεταιριστικού ΑΓΝΟ, αλλά και στο φωτεινό ομοίωμα έξω από την πύλη του εργοστασίου, λίγα μέτρα δυτικότερα από την πολυκατοικία που τον ρουφούσε στο εσωτερικό της. Άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες.
Κυριακή 1 Οκτώβρη 1978. Τα γραφεία της κομματικής οργάνωσης της δυτικής αυτής συνοικίας βρίσκονταν στον τρίτο όροφο. Ασανσέρ δεν υπήρχε. Η πολυκατοικία ήταν παλιά μα άντεξε στο σεισμό του Ιούνη που ταρακούνησε τη Θεσσαλονίκη. Οι τοίχοι δέχτηκαν από τους τεχνικούς της νομαρχίας το πράσινο αυτοκόλλητο που τους έκρινε ικανούς και στέρεους ώστε να μη χρειαστούν καμία επισκευή. Η υγρασία όμως ήταν πάντα εκεί. Και η βρωμιά. Μετά το δεύτερο όροφο, ρολά με αφίσες και στοίβες από προκηρύξεις στις σκάλες δυσκόλευαν την άνοδο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και την έσπρωξε κι αυτήν.
Καλώς τον σύντροφον ας σην διαννόησιν. Η φωνή του Γιάννου τον υποδέχτηκε πριν ακόμη καλά καλά διαβεί το κατώφλι. Ο Γιάννος Ζαρμπαντίδης ήταν στη θέση του, όπως κάθε Κυριακή. Έπαιρνε τα πακέτα με τις εφημερίδες από το περίπτερο, τις ανέβαζε σε δόσεις στον τρίτο και τις στοίβαζε πάνω σε δυο καρέκλες και περίμενε τους φοιτητές και τα συντρόφια από τη νεολαία για να βγουν στη διανομή. Καθόταν πίσω από το γραφείο, είχε μπροστά του το Ριζοσπάστη και παραδίπλα το τετράδιο με το μολύβι.
Καλημέρα σύντροφε. Τι γράφει ο Ρίζος σήμερα; Ρώτησε ενώ κατάπινε τη μπουκιά του ο Κλεάνθης Διερσόπουλος και αμέσως ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι κι ένα κάψιμο στο μάγουλο· κατάλαβε πως ένα κομματάκι τυρί και μια τζούρα από σφολιάτα φύγανε ανάμεσα από τα δόντια του και τον έκαναν να ντραπεί για τη λαιμαργία του.
Α φουρκίεσαι σύντροφε κι α λένε πως η εργατική τάξη κι θέλ’ τοι διανοούμενους, είπε χαμογελαστά ο Γιάννος με τα κάθυγρα χείλη του. Αυτός δεν είχε τέτοιες αναστολές όπως ο φοιτητής. Το πλούσιο σάλιο του δύσκολα φυλακίζονταν στη στοματική του κοιλότητα και, εκτός που μούσκευε τα χείλη του, δρόσιζε και τον συνομιλητή του αν εκείνος ήταν άμαθος και τον κοιτούσε καταπρόσωπο. Στον Κλεάνθη μιλούσε στα ποντιακά επειδή κατάγονταν και οι δύο από γειτονικά χωριά του Κιλκίς.
Μετά το αστείο που ξεστόμισε ο Γιάννος, κρεμάστηκε από το βλέμμα του φοιτητή. Είχε την έκφραση του παιχνιδιάρη σκύλου που στήνεται μπροστά στο αφεντικό του και δηλώνει έτοιμος να εκτελέσει οποιαδήποτε εντολή. Χαμογέλασε ο Κλεάνθης βλέποντας τον θεόρατο άντρα μ’ αυτό το βλέμμα προσμονής και χωρίς να πει τίποτε άλλο έφερε το χέρι με το τελευταίο κομμάτι τυρόπιτας προς το αυτί του και έτεινε το λαιμό του μπροστά δείχνοντας με τα μάτια του την εφημερίδα. Με-γα-λώ-νει το ρεύ-μα της νί-κης συλλάβισε ο Γιάννος καθώς έσερνε το δάχτυλό του πάνω στην εφημερίδα. Εγνάεψες ντο λέει σύντροφε; Θα παίρομεν το Δήμον ας σοι φασίστες, σήκωσε το κεφάλι του ο Γιάννος.
Δεν υπήρχαν και πολλά ράφια στο μυαλό του άνδρα αυτού για να κατατάξει με σχολαστικότητα πολιτικές δυνάμεις και ιδεολογικές συνιστώσες. Εμείς και οι άλλοι. Οι σύντροφοι και οι φασίστες. Αυτό ήταν όμως που κίνησε και το μεγάλο ενδιαφέρον του Κλεάνθη για το Γιάννο. Ούτε ότι βρίσκονταν στο ίδιο κόμμα. Ούτε ότι κατάγονταν από την ίδια περιοχή. Ο τεράστιος αυτός άνδρας, τραχύς και αυταρχικός στην εμφάνιση, σκουπιδιάρης (εργάτης καθαριότητας, τον διόρθωνε ο Κλεάνθης όταν ο Γιάννος του δήλωνε το επάγγελμά του) στον κεντρικό Δήμο της Θεσσαλονίκης, μάθαινε ανάγνωση στα πρωτοσέλιδα του Ριζοσπάστη. Του έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση του νεαρού φοιτητή αυτή η προσήλωση του μεγάλου άντρα. Τη συμπάθεια προς το πρόσωπο του Γιάννου δεν τη μείωσε καθόλου η πληθώρα πληροφοριών που συσσωρεύτηκε στο κεφάλι του Κλεάνθη για τον αναλφάβητο σύντροφο. Πληροφορίες που αφορούσαν στην προσωπική του και την οικογενειακή του ζωή. Απότομος και τραχύς, λέγανε. Άλλοτε πάλι λέγανε απλώς Καυκάσιος, τι περιμένεις; και εννοούσανε ακριβώς το ίδιο. Ίσως να σηκώνει και χέρι στη σύζυγο, κλείνανε το μάτι. Τις προσπερνούσε ο Κλεάνθης τις πληροφορίες αυτές και έμενε στο γεγονός της ανάγνωσης. Ή αντιπαρέβαλε αμέσως τις αντίστοιχες ηρωικές στιγμές του συντρόφου από την εξορία και τις φυλακίσεις. Ή την καταγωγή του. Μικρή Μόσχα ονομάσανε το χωριό του για την έντονη κομμουνιστική παρουσία, της οποίας βασικά στελέχη υπήρξαν οι Ζαρμπανιτιδαίοι.
Ο Γιάννος Ζαρμπαντίδης ήταν συνομίληκος του ΚΚΕ, γεννημένος το φθινόπωρο του 1918. Τριών χρονών ήταν σαν εγκαταστάθηκαν στο Μεταλλικό του Κιλκίς. Στα δεκαπέντε του κατέβηκε στο καμίνι της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου. Είχε στο πετσί του ουλές από τις απεργίες και τις εξορίες του ’36, διαμπερή τραύματα από γερμανικές σφαίρες του ’44, σπασμένα κόκκαλα από ανελέητο ξύλο στα μπουντρούμια της ασφάλειας το ’53, το ’61, το ’68. Είχε φίλους κι αδέλφια, εκτελεσμένους. Εξήντα χρονών ο Γιάννος, ήταν η ζωντανή ιστορία του λαϊκού αγωνιστή στα μάτια του Κλεάνθη. Τώρα, παρόλο που κυβερνούσε και πάλι η δεξιά του Καραμανλή, περνούσε τις ηρεμότερες ώρες της ζωής του. Η μεταπολίτευση μπορεί να μην είχε το άρωμα του παραδείσου, αλλά δεν είχε και τη μπόχα της κόλασης των διώξεων του ’50 και του ’60. Τώρα λοιπόν, με το κόμμα στη νομιμότητα και το Ριζοσπάστη καμαρωτό στα περίπτερα, βρήκε χρόνο για να μάθει να διαβάζει ο Γιάννος κι ο φοιτητής τον βοηθούσε όσο μπορούσε.
Ο θαυμασμός του πιτσιρικά προς το πρόσωπο και τα καθαρά μάτια του Καυκάσιου άνδρα, έκαναν το Γιάννο να επιτρέπει στο φοιτητή να του λέει και μια κουβέντα παραπάνω. Δύσκολα τα βλέπω σύντροφε. Προσπάθησε να τον πειράξει ο Κλεάνθης. Ντο δύσκολα και ξεδύσκολα. Κι αγναεύς ντο λέγοσεν; Εμείς μόνον επέμναμε αδά ολόγυρα. Θα παίρομεν κι ατόν τον Δήμον και θα νικούμεν τοι φασίστας. Έλα ατώρα γράψον τα εφημερίδας να βγώνε τα συνεργεία. Εβάρυνεν το κιφάλι σ’ ας σο δέβασμαν και ενέσπαλεν να νουνίζ’. Βολή κατά ριπάς οι ποντιακές λέξεις, συναγωνίζονταν τις σταγόνες σάλιου του Γιάννου που έβγαιναν από την ίδια πηγή και έλουσαν τον Κλεάνθη ο οποίος πλήρωσε ακριβά την αστοχία του να στηθεί κατά πρόσωπο στο Γιάννο γέρνοντας μάλιστα το κορμί του πάνω στο γραφείο και πλησιάζοντας επικίνδυνα το στόμιο της κόλασης. Εξέρ’ σ’ ντο εν το δύσκολον; Ίναν βράδον α κάθουμες και λέγοσεν. Ο Κλεάνθης κάθισε δίπλα του, πήρε το τετράδιο και το μολύβι κι άρχισε να κατανέμει τα συνεργεία κατά γειτονιά. Βρήκε χρόνο και ηρέμησε το πρόσωπο του Γιάννου κι ο νους έφυγε προς τα πίσω. Πολύ πίσω. Χειμώνας του 1934.
Καλώς τον σύντροφον ας σην διανόησιν. Καλώς τον
σύντροφο από τη διανόηση.
Α φουρκίεσαι σύντροφε κι α λένε πως η εργατική τάξη κι
θέλ’ τοι διανοούμενους. Θα πνιγείς σύντροφε και θα λένε πως η εργατική τάξη δεν
θέλει τους διανοούμενους.
Εγνάεψες ντο λέει σύντροφε; Θα παίρομεν το Δήμον ας σοι
φασίστες. Κατάλαβες σύντροφε; Θα πάρουμε το Δήμο από τους φασίστες.
Ντο δύσκολα και ξεδύσκολα. Κι αγναεύς ντο λέγοσεν; Εμείς
μόνον επέμναμε αδά ολόγυρα. Θα παίρομεν κι ατόν τον Δήμον και θα νικούμεν τοι
φασίστας. Έλα ατώρα γράψον τα εφημερίδας να βγώνε τα συνεργεία. Εβάρυνεν το
κιφάλι σ’ ας σο δέβασμαν και ενέσπαλεν να νουνίζ’. Τι δύσκολα
και ξεδύσκολα; Μόνον εμείς μείναμε εδώ ολόγυρα. Θα πάρουμε κι αυτόν το Δήμο και
θα νικήσουμε τους φασίστες. Έλα τώρα γράψε τις εφημερίδες να βγούνε τα
συνεργεία. Βάρυνε το κεφάλι σου από το διάβασμα και ξέχασε να σκέφτεται.
Εξέρ’ σ’ ντο εν το δύσκολον; Ίναν βράδον α κάθουμες και
λέγοσεν. Ξέρεις τι είναι το δύσκολο; Ένα βράδυ θα κάτσουμε και θα
σου πω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου