«Οι στρατώνες»
[…] Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Η πόλη μεγάλωσε. Από τον σοφό γυμνασιάρχη έμειναν τα γραφτά του για να φωτίζουν την ιστορία της.
Έμεινε και η κίνηση του κεφαλιού του, καθώς ανέβαινε την ανηφόρα για το Δερβένι να κοιτάει προς τα πίσω και να σκαλώνει το βλέμμα στα λευκά έργα του κατακτητή και στα μαυρισμένα τείχη του παλιού μεγαλείου της πόλης.
Τώρα, στην ίδια κίνηση το βλέμμα σκαλώνει πάλι στο ίδιο σημείο. Για άλλο λόγο, αλλά στο ίδιο σημείο. Οι πολυκατοικίες περικύκλωσαν την πόλη, έκρυψαν τα τείχη, μα δεν πείραξαν τους στρατώνες. Τα λευκά κτίρια έχασαν την λάμψη τους. Δεσπόζουν όμως σε μια περιοχή γεμάτη τσιμέντο, με τα δέντρα και τις αλάνες που τα περιτριγυρίζουν. Οι παλιοί στρατώνες είναι μια όαση πράσινου και μια ελπίδα για τους νέους κατοίκους που δεν ονειρεύονται πια απελευθέρωση από ξένους κατακτητές αλλά ελεύθερη γη να περπατάνε. Αυτοί οι στρατώνες πάντα για κάτι άλλο κατάφερναν να ξεχωρίζουν κι όχι γι’ αυτό για το οποίο χτίστηκαν. Όπως με τον γυμνασιάρχη που κοίταζε λαμπρά κτίρια κι έβλεπε αιώνες υποδούλωσης. Το στρατόπεδο αυτό έχει τον τρόπο του να τρυπώνει στις ιστορίες των ανθρώπων αυτής της περιοχής. Κάθε εποχή και μια ιστορία. Δυστυχώς οι πιο πολλές για κακό. Κι ας έκαναν οι άνθρωποι προσπάθειες για να ξορκίσουν το δαίμονα που έκρυβε στα ντουβάρια του.
Έμεινε και η κίνηση του κεφαλιού του, καθώς ανέβαινε την ανηφόρα για το Δερβένι να κοιτάει προς τα πίσω και να σκαλώνει το βλέμμα στα λευκά έργα του κατακτητή και στα μαυρισμένα τείχη του παλιού μεγαλείου της πόλης.
Τώρα, στην ίδια κίνηση το βλέμμα σκαλώνει πάλι στο ίδιο σημείο. Για άλλο λόγο, αλλά στο ίδιο σημείο. Οι πολυκατοικίες περικύκλωσαν την πόλη, έκρυψαν τα τείχη, μα δεν πείραξαν τους στρατώνες. Τα λευκά κτίρια έχασαν την λάμψη τους. Δεσπόζουν όμως σε μια περιοχή γεμάτη τσιμέντο, με τα δέντρα και τις αλάνες που τα περιτριγυρίζουν. Οι παλιοί στρατώνες είναι μια όαση πράσινου και μια ελπίδα για τους νέους κατοίκους που δεν ονειρεύονται πια απελευθέρωση από ξένους κατακτητές αλλά ελεύθερη γη να περπατάνε. Αυτοί οι στρατώνες πάντα για κάτι άλλο κατάφερναν να ξεχωρίζουν κι όχι γι’ αυτό για το οποίο χτίστηκαν. Όπως με τον γυμνασιάρχη που κοίταζε λαμπρά κτίρια κι έβλεπε αιώνες υποδούλωσης. Το στρατόπεδο αυτό έχει τον τρόπο του να τρυπώνει στις ιστορίες των ανθρώπων αυτής της περιοχής. Κάθε εποχή και μια ιστορία. Δυστυχώς οι πιο πολλές για κακό. Κι ας έκαναν οι άνθρωποι προσπάθειες για να ξορκίσουν το δαίμονα που έκρυβε στα ντουβάρια του.
[…]
Ήρθε στην περιοχή που όριζαν ο πανάρχαιος δρόμος και ο ακόμα παλιότερος χείμαρρος, την ίδια εποχή με τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αυτοί για να γλυκάνουν τον αδούλευτο τόπο, με όλη τους τη λαχτάρα να τον κάνουν πατρίδα. Αυτός για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία στο στρατόπεδο που έφερνε πια το όνομα ενός σπουδαίου ήρωα. Τα δικά του μέρη βρίσκονταν πιο νότια. Εκεί θα επέστρεφε όταν με το καλό ξεμπέρδευε με τον στρατό και τους πολέμους. Δεν επέστεψε ποτέ. Ο τόπος και οι παλιοί στρατώνες τον σημάδεψαν για πάντα. Με όλους τους τρόπους.
Έζησε τα γλέντια κάτω από τα δέντρα. Χάρηκε την βόλτα και αντάλλασσε ματιές με τις προσφυγοπούλες. Στα μάτια μιανής σκάλωσε και την παντρεύτηκε. Βρέθηκε κι αυτός στα προσφυγόσπιτα κι έδεσε τη ζωή του με τους Μικρασιάτες και τους Θρακιώτες. Ανακατεύτηκε στους ρυθμούς της πόλης. Δούλεψε στα καπνεργοστάσια. Βρέθηκε στην καρδιά της μεγάλης απεργίας τον Μάη του ’36. Τον είχε μπολιάσει το μικρόβιο του αγώνα. Είδε τον νέο πόλεμο να έρχεται, από την φυλακή όπου μπήκε για τις ανατρεπτικές του ιδέες. Βγήκε και πολέμησε. Κι όταν οι νέοι κατακτητές μπήκαν στην πόλη, αυτός κι ο πρώτος του γιος βγήκαν στην παρανομία. Βγάζανε κόσμο στο βουνό. Στους αντάρτες. Με κάθε τρόπο. Ακόμα και παίζοντας ποδόσφαιρο στην αλάνα του στρατοπέδου. Είδε τους κατακτητές να φυλακίζουν τον γιο του δίπλα από το σπίτι του• στον ίδιο θάλαμο που έκανε αυτός φαντάρος.
Είδε το άψυχο κουφάρι του παλικαριού του να σωριάζεται στα χώματα της τούμπας• στα ίδια χώματα που γνώρισε τον έρωτα με την προσφυγοπούλα. Κατέβηκε, μαζί με τους φυλακισμένους που δεν πρόλαβαν να εκτελέσουν οι φασίστες κατακτητές, στη μεγάλη διαδήλωση της τελευταίας απελευθέρωσης της πόλης. Στον εμφύλιο δεν πολέμησε.
Είδε τους χωριάτες να στοιβάζονται στο παλιό μοναστήρι, διωγμένοι από την γη τους. Πέρασε πολλά. Έδωσε το προσφυγόσπιτο αντιπαροχή και πήρε διαμερίσματα. Βόλεψε έτσι τα υπόλοιπα παιδιά του. Έζησε κι άλλη δικτατορία και έκανε εξορία σε ξερονήσι. Χάρηκε σαν μικρό παιδί, όταν είδε τους φοιτητές να βγαίνουν μπροστά στα τανκς. Βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις τον σύντροφό του στην εξορία να βγει δήμαρχος στην προσφυγική συνοικία και τα κατάφερε. […]
Έζησε τα γλέντια κάτω από τα δέντρα. Χάρηκε την βόλτα και αντάλλασσε ματιές με τις προσφυγοπούλες. Στα μάτια μιανής σκάλωσε και την παντρεύτηκε. Βρέθηκε κι αυτός στα προσφυγόσπιτα κι έδεσε τη ζωή του με τους Μικρασιάτες και τους Θρακιώτες. Ανακατεύτηκε στους ρυθμούς της πόλης. Δούλεψε στα καπνεργοστάσια. Βρέθηκε στην καρδιά της μεγάλης απεργίας τον Μάη του ’36. Τον είχε μπολιάσει το μικρόβιο του αγώνα. Είδε τον νέο πόλεμο να έρχεται, από την φυλακή όπου μπήκε για τις ανατρεπτικές του ιδέες. Βγήκε και πολέμησε. Κι όταν οι νέοι κατακτητές μπήκαν στην πόλη, αυτός κι ο πρώτος του γιος βγήκαν στην παρανομία. Βγάζανε κόσμο στο βουνό. Στους αντάρτες. Με κάθε τρόπο. Ακόμα και παίζοντας ποδόσφαιρο στην αλάνα του στρατοπέδου. Είδε τους κατακτητές να φυλακίζουν τον γιο του δίπλα από το σπίτι του• στον ίδιο θάλαμο που έκανε αυτός φαντάρος.
Είδε το άψυχο κουφάρι του παλικαριού του να σωριάζεται στα χώματα της τούμπας• στα ίδια χώματα που γνώρισε τον έρωτα με την προσφυγοπούλα. Κατέβηκε, μαζί με τους φυλακισμένους που δεν πρόλαβαν να εκτελέσουν οι φασίστες κατακτητές, στη μεγάλη διαδήλωση της τελευταίας απελευθέρωσης της πόλης. Στον εμφύλιο δεν πολέμησε.
Είδε τους χωριάτες να στοιβάζονται στο παλιό μοναστήρι, διωγμένοι από την γη τους. Πέρασε πολλά. Έδωσε το προσφυγόσπιτο αντιπαροχή και πήρε διαμερίσματα. Βόλεψε έτσι τα υπόλοιπα παιδιά του. Έζησε κι άλλη δικτατορία και έκανε εξορία σε ξερονήσι. Χάρηκε σαν μικρό παιδί, όταν είδε τους φοιτητές να βγαίνουν μπροστά στα τανκς. Βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις τον σύντροφό του στην εξορία να βγει δήμαρχος στην προσφυγική συνοικία και τα κατάφερε. […]
Ξορκίζοντας το κακό, Λεύκωμα, Λαζαρίδης Σπύρος, Κείμενα του Γιάννη Τζανή και του Σπύρου Λαζαρίδη, Δήμος Σταυρούπολης, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 8, 13.
Σημείωση Σπ. Λαζ.
Ολόκληρο το διήγημα, εδώ: http://tsalimi.blogspot.com/2007/06/blog-post.html
Ολόκληρο το διήγημα, εδώ: http://tsalimi.blogspot.com/2007/06/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου