Παρασκευή, Αυγούστου 17, 2007

Διατηρητέο

«Οι Γερμανοί έφυγαν, μα ο πόλεμος δεν τελείωσε. Κακό μεγάλο μας βρήκε μετά, πουλάκι μου. Μια φριχτή σφαγή που άλλοι την έλεγαν συμμοριτοπόλεμο κι άλλη δεύτερο αντάρτικο˙ ο εμφύλιος. Πολλές οικογένειες, δεν άντεχαν άλλο. Φεύγανε οι άντρες του τακτικού στρατού και οι μάυδες και πλάκωναν οι αντάρτες. Του δημοκρατικού στρατού. Πότε για φαγητό, πότε για στρατολόγηση, πότε για απλή φοβέρα, πότε γιατί έβρισκαν φιλικά σπίτια για καταφύγιο και κρυψώνα. Ξανάρχονταν οι άλλοι και άρχιζαν τα αντίποινα. Από τότε τη γιαγιά σου, κάθε φορά που βλέπει πηλίκιο, την πιάνει συχνοουρία. Κοριτσάκι ήταν και κατουρήθηκε πάνω της, όταν ήρθαν αγριεμένοι και έψαχναν τον πατέρα της που βοηθούσε τους αντάρτες.


»Τι στα λέω τώρα αυτά, πουλί μ’... Αυτοί που είχαν την εξουσία νίκησαν στο τέλος. Ανταρτόπληκτους μας έλεγαν κι ας μας ρήμαξαν το χωριό οι μάυδες. Ανταρτόπληκτες και όχι θύματα του εμφυλίου, λέγανε όλες τις οικογένειες που κουβάλησαν στην πόλη. Με το έτσι θέλω μας πήρε η κυβέρνηση από τα χωριά μας, αφού γέμισε με νάρκες τα χωράφια. Για να μην έχουν ποιους να στρατολογήσουν οι αντάρτες. Μερικοί ήρθαν και μόνοι τους. Δεν είχαν τύχη στο χωριό. Το ’βλεπαν. Μας στοίβαξαν σε μεγάλα κτίρια, όπως το παλιό καραβάν-σαράι στο κέντρο της πόλης. Δίνανε και κάτι ψίχουλα σε όσους δήλωναν εθνικόφρονες και στις οικογένειες των μάυδων. Καμία άλλη βοήθεια. Σε κανέναν άλλο. Ούτε και αργότερα, όταν πίεζαν οι ξένοι την κυβέρνηση να φέρει τον κόσμο πίσω στα χωριά. Τους έρχονταν βαριά η βοήθεια προς την Ελλάδα, χωρίς τη δική της σοδειά. Η γη έπρεπε να καλλιεργηθεί. Όμως πώς; Ούτε ζώα, ούτε μηχανήματα πια. Και τα χωράφια γεμάτα νάρκες. Καλύτερα φτωχοί στην πόλη όπου όλο και κάποιο μεροκάματο μπορούσαμε να κάνουμε, παρά στο χωριό. Οι δικοί μας ήρθαν εδώ. Άλλοι στο φρενοκομείο κι άλλοι στις καλόγριες.


»Εμείς μέναμε εδώ μέσα. Κάθε οικογένεια και ένα δωμάτιο. Μια κουζίνα για όλους. Βλέπαμε τα νοικοκυριά των παλιών προσφύγων και ράγιζε η καρδιά μας. Οι παπάδες, καθολικοί ήτανε, άρχισαν τότε να πουλάνε τη γη τους. Όποιος μπορούσε αγόραζε ένα οικοπεδάκι και έφευγε. Έτσι φύγαμε και μεις. Και ποιοι δεν μένανε τότε εδώ γύρω! Καθολικοί, Αρμένιοι, πρόσφυγες, φαντάροι που υπηρετούσαν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά και παντρεύτηκαν προσφυγοπούλες, μουσουλμάνοι που έχτισαν πίσω από τα συμμαχικά και μέχρι τα εβραίικα μνήματα. Σ’ αυτούς ανάμεσα χωθήκαμε κι εμείς κι ήρθαμε ως τα τώρα.
»Άντε πουλάκι μου, ήρθε η δασκάλα σου. Κοίτα να χορέψεις καλά. Στην ηλικία σου ήταν η γιαγιά σου, όταν έμενε σε εκείνο το δωμάτιο ψηλά. Εκείνη δεν είχε τότε μυαλό για χορούς. Χόρεψε εσύ, πουλί μ’...».




Ο παππούς κρατούσε την εγγονούλα του από το χέρι και κοιτούσε το φρεσκοβαμμένο και ολόφωτο κτίριο. Ήταν ντυμένη με παραδοσιακή στολή και θα χόρευε με το σχολείο της στην αυλή του Ιεροσπουδαστηρίου.




Το κτίριο αυτό ήταν το πρώτο οικοδόμημα που στήθηκε δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο. Το έχτισαν οι καθολικοί της μεγάλης πόλης για να στεγάσουν και να μορφώσουν τα ορφανά. Όχι όμως όλα τα ορφανά. Μόνο εκείνα που θα στρέφονταν κατά του πατριαρχείου. Από εκεί μέσα βγήκαν δάσκαλοι και ουνίτες παπάδες που έσπειραν ανέμους στα Βαλκάνια. Μετά την απελευθέρωση της μεγάλης πόλης από τους κατακτητές που έμειναν στα χώματά της για περισσότερο από πέντε αιώνες, το κτίριο σταμάτησε την λειτουργία του. Οι πρόσφυγες που έφτασαν στην περιοχή έβλεπαν σ’ αυτό, εκείνους που τους ξεσπίτωσαν. Το κράτος έκλεισε όλες τις σχολές που στεγάζονταν εκεί μέσα. Ρήμαζε με τον καιρό. Ρημαγμένο και άδειο το βρήκανε και οι οικογένειες που μαζεύτηκαν στην πόλη, στον εμφύλιο.


Ο παππούς, κοιτούσε τα γκαρσόνια του πολυτελούς εστιατορίου γεμάτος θλίψη. Σχεδόν ολόκληρο το ισόγειο του αναπαλαιωμένου Ιεροσπουδαστηρίου δόθηκε για εκμετάλλευση σε επιχειρηματία. Κι αυτός έστησε εστιατόριο πολυτελείας. Όμως δεν ξεκίνησαν έτσι τα πράγματα.











Όταν είχαν έρθει για πρώτη φορά εκείνα τα παλικάρια και διώξανε τα μπάζα και καθάρισαν την αυλή, μια ελπίδα φτερούγισε στην καρδιά του. Θα μπορούσε να επισκέπτεται όποτε ήθελε τους χώρους όπου πέρασε τα δύσκολα χρόνια του εμφύλιου και όπου γεννήθηκαν τα παιδιά του, αφού το κτίριο θα ξαναζούσε. Τον βεβαίωναν γι’ αυτό όσοι ετοίμαζαν τις πρώτες εκδηλώσεις.
Είχαν έρθει επιστήμονες και λέγανε πώς θα διαμορφωθεί ο χώρος, λέγανε για την ιστορία του, δείχνανε φωτογραφίες και προτείνανε διάφορες χρήσεις του στο μέλλον. Μιλούσανε για βιβλιοθήκες, για πνευματικά κέντρα. Δεν πειράζει που δεν είπανε τίποτα για τον εμφύλιο. Μπορεί να μην ξέρανε τι σχέση είχε με τον εμφύλιο. Από πού να το ξέρανε; Ούτε για τα εστιατόρια ξέρανε. Για τα φιλέτα καγκουρό και τα γεύματα εργασίας με κροκόδειλο και ελάφι, δε γνωρίζανε, δεν πήγαινε ο νους τους.





Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), το καλοκαίρι του 2003. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά. Οι εικόνες προέρχονται από το αρχείο του Σ.Λ.
Αφορμή για τη δημοσίευση του κειμένου σ’ αυτήν τη χρονική περίοδο στάθηκε το εξής στιγμιότυπο:


Ηλιόλουστο, Κιλκίς. Κυριακή 12 Αυγούστου, φέτος. Γύρω στη μία το μεσημέρι μια φωνή καλεί τον πατέρα μου που λείπει. Στο χωριό είμαι εγώ. Μια παρέα πέντε ατόμων, από τους οποίους ο ένας χωριανός. Ένας από την παρέα, το 1947, δεκατεσσάρων χρόνων, είχε φιλοξενηθεί στο σπίτι μας για δυο μήνες. «Μας σήκωσαν από το χωριό, την Αγία Κυριακή και μας έφεραν εδώ». Από τα κτίσματα που θυμόταν υπάρχει ένα, το τότε μαντρί και οι μισοί τοίχοι του αχυρώνα. Δυστυχώς δεν τράβηξα φωτογραφίες, δε βασιζόμουνα στο κινητό.


update, 23.8.2007:





Το μαντρί και ο τοίχος του αχυρώνα με μικρή φωτογραφική μηχανή η οποία προέκυψε εν τω μεταξύ.

2 σχόλια:

SATANASSO είπε...

H τόσο ποιητική προσέγγιση του χώρου της Μονής Λαζαριστών, μέσα από το πρόσφατο παρελθόν, μου θύμισε ένα παλαιό σου άρθρο στο "ΑΝΤΙ" σχετικό με την έναρξη λειτουργιών μέσα στην αυλή και τις πολιτικές πιρουέττες των τότε επικεφαλής του Δήμου Σταυρούπολης.

Η επισήμανση τις πολυτέλειας που αναδύεται μέσα στην ευωχία των υδρατμών του μαγειρίου του εστιατορίου, μου γενά μόνιμα το ερώτημα, πώς σε ένα πολιτιστικό χώρο μαζικής προσέλευσης, είναι δυνατόν να ξεκουραστεί και να κάνει χρήση του μπαρ-εστιατορίου μια οικογένεια έστω και 3 ατόμων.
Οι διαχειριστές και διευθύνοντες ακόμη δεν κατάλαβαν οτι απευθύνονται σε κόσμο χαμηλού εισοδήματος? Εκτός αν θέλουν να φαντάζονται εαυτούς high σε συναναστροφή με πελάτες γκλαμουράτους.

tsalimi είπε...

Αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος τους: οι γκλαμουράτοι. Αρκεί να δεις τις φωτογραφίες που έβγαζε ο τότε δήμαρχος με τους «υψηλούς» καλλιτέχνες που καλούσε στη Μονή.
Νεοπλουτισμός και φο-μπιζού. Αν τους ενδιέφερε η οικογένεια, έστω και τριών ατόμων, σίγουρα θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα.

Υ.Γ. Δυστυχώς το ΑΝΤΙ στη Σταυρούπολη το διαβάζουνε δύο άτομα και μάλιστα το αγοράζουνε κι από το ίδιο περίπτερο.