Τετάρτη, Δεκεμβρίου 23, 2020

ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΘΟΛΑΜΙ

Τσυκλογαμηθηκλόντανε
δύο φίδια ποταμίσια
σφιχταγκαλιοφιλιόντανε
σε ρίζα πλατανίσια

Κι ούτε νερό δε σάλευε
πουλί δεν επετούσε
κι ο Χάροντας εψάρευε
μα ψάρι δεν τσιμπούσε
 
Πάντε αλλού το ντέρτι σας
ποθοσυκλετισμένα
και δε θα πω του Χρόνου σας
πως είδα αγκαλιασμένα
διαολοερωτόφιδα
μέσ' στο νερό πλεγμένα
σε ρίζα γεροπλάτανου
να αδιαφορούν για μένα
 
Τα φίδια δε σταμάτησαν
να τσυκλογαμηθιώνται
ο Χρόνος ας το μάθαινε
κι ο Χάρος ας το έλεε
πως αγκαλιοφιλιόντανε
στου πλάτανου τη ρίζα
 
Όταν φουντώνει ο σεβντάς
μικραίνει ο κόσμος όλος
γίνεται πλατανόριζα
στην άκρη στο ποτάμι
για δύο ποταμόφιδα
του έρωτα θολάμι
 
(Σπ. Λαζ. / 23-12-2020 / Ήχος από δοξάρι μερακλήδικο να ακούγεται)
 
 

Σάββατο, Δεκεμβρίου 19, 2020

photopoems

1


ΧΑΪ ΚΟΥ ΜΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΙΝΕΙ ΣΑΒΒΑΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΣΤΟ ΚΙΛΚΙΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΒΡΟΧΗ

Στεγνός ο δρόμος
τρύπωσε λες η βροχή
φως στα μάτια της

2

ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΕΡΩΤΑ

Τον επόμενο έρωτα θα τον πω γωνία.
Κρύβει πολύ σκοτάδι η ευθεία ακόμη κι όταν είναι σκέτο φως...

3


ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΙΝΕΙ, ΚΑΠΝΙΖΕΙ ΚΑΙ ΧΑΜΟΓΕΛΑΕΙ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Περνά ο χρόνος, λένε.

Ένα χαμόγελο ήλιος στο τραπέζι˙
ένα ποτήρι έρωτες˙
ένα τσιγάρο ήττες
κι αυτό ήταν.

Ο χρόνος, δεμένος χειροπόδαρα!

4

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

 Το κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας
Το ρούχο πάνω στη γύμνια μας
Ο νταβατζής πάνω στην καύλα μας
Οι κανόνες πάνω στις λέξεις μας 

Ο μουσαμάς πάνω από τα όσπρια 

Προστατεύουν




 


Δευτέρα, Νοεμβρίου 23, 2020

Πετούν οι νεράιδες

 


Πετούν οι νεράιδες κι ας καλπάζει η φθορά γύρω τους.


Φωτογραφίες: Ολυμπία Σταύρου, Νοέμβρης 2020

Τρίτη, Νοεμβρίου 17, 2020

Για τον Γιώργο

 Οι συγγραφείς είναι, κυρίως, τα βιβλία τους˙ και οι όποιες δημοσιεύσεις τους. Αν δεν κοινοποιήσεις το γραπτό σου χάνει κάτι από την αποστολή του. Πρέπει να το δημοσιεύσεις!

Μπορεί τώρα να το εξακοντίζεις στο διαδίκτυο, ολομόναχος αποστολέας, μπορείς να το στείλεις σε δικτυακά περιοδικά και σελίδες χωρίς ιδιαίτερο κόπο˙ όλο και κάπου θα σκαλώσει και θα αναρτηθεί. Τα έντυπα περιοδικά και τα βιβλία συνεχίζουν να υπάρχουν αλλά έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος πρόσβασης σ’ αυτά.

Είτε μόνος σου, είτε σε εκδότη-εργολάβο πληρώνοντας, είτε –το επιθυμητό, το όμορφο, το ψυχοθεραπευτικό- σε εκδότη που παίρνει ευλαβικά το χειρόγραφό σου, σε χτυπάει φιλικά στην πλάτη και αναλαμβάνει αυτός τα υπόλοιπα.

Αυτές είναι οι διαδικασίες, αυτές ήταν πάντα. Κάθε διαδικασία όμως μπορεί να εξελίσσεται είτε ομαλά, είτε με πολλές δυσκολίες. Κάθε εποχή αφήνει το στίγμα της στη διαδικασία. Έχουν πληθύνει οι εργολάβοι.

Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε να το σχολιάσω, ούτε να το ερευνήσω. Άλλο νταλγκά θέλω να καταθέσω.

Και στη μακρινή δεκαετία του 1980 υπήρχαν δυσκολίες στην έκδοση. Τότε όμως ήταν και λίγο, έως πολύ, θαρραλέο να τολμήσεις να μπεις στην αγορά χωρίς να προσεγγίσεις μεγάλες ετικέτες! Γι’ αυτό τότε λατρεύαμε τις ανεξάρτητες παραγωγές, ιδίως στη μουσική. Ψάχναμε στα δισκάδικα μικρές εταιρίες και ανεξάρτητους καλλιτέχνες. Και στα βιβλιοπωλεία, ιδίως στον Ραγιά με την στοργική φροντίδα του Βασίλη και της Σταυρούλας, έβρισκες στην άκρη του πάγκου ή στα σκαλοπάτια για το υπόγειο περιοδικάκια και βιβλιαράκια και μπροσουρίτσες και ξεδιάλεγες με μανία και αγάπη.

Εγώ δεν τα κατάφερα να πάρω αυτόν τον δρόμο. Τα πρώτα μου ποιήματα μπήκαν στο περιοδικό Διαγώνιος και το πρώτο μου βιβλίο βγήκε από τις Εκδόσεις Διαγωνίου. Δωρεάν τα ποιήματα, με το χέρι στην τσέπη το βιβλίο˙ καμία σχέση όμως με εργολαβίες και κέρδη. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος βιοποριζόταν αλλιώς˙ στις εκδόσεις του έβαζε κάτι από την ψυχή του. Η δε πορεία του βιβλίου ήταν το κάτι άλλο με τις διανομές χέρι χέρι στα βιβλιοπωλεία, αυτός στη Θεσσαλονίκη ο Νίκος Βασιλάκης στην Αθήνα και μετά το μπιλιετάκι με τις πωλήσεις σου γραμμένο με το μολυβάκι και τα χρήματα πάνω του. Ένιωσα αυτήν την τρυφερότητα και αγόραζα με μανία τις αυτοεκδόσεις των άλλων και τις προσπάθειες μικρών εκδοτών να βγάζουν βιβλία κόντρα στα μεγαθήρια.


Έτσι γνώρισα τον «Γιώργος ΛΕΩΝ. Οικονόμου» και την «κόν
tρα» του. Το εξώφυλλο άφηνε να εννοείται πως υπάρχει εκδότης από πίσω αλλά πολύ αμφιβάλλω. Γκοφρέ το εξώφυλλο, οκτώ σελίδες το σώμα, τέσσερες μόνο σελίδες με ποιήματα. Το πρώτο ποίημα τσαμπουκαλεμένο, το τελευταίο κάπως ερμητικό αλλά με την ένδειξη «ΨΝΘ Μάης  85» που με ιντρίγκαρε. Τη ρούφηξα τη συλλογή, είδα το κλείσιμο του ματιού του ποιητή με τις αναφορές του σε ξένους στίχους, γεύτηκα απλό και μη επιτηδευμένο ποιητικό λόγο. 309 δραχμές, είναι σημειωμένο το οπισθόφυλλο πάνω αριστερά με μολύβι, 1986 η χρονιά.


Το επόμενο ήταν πιο βιβλίο. Στο εξώφυλλο πάλι η υποψία ενός εκδότη και μάλιστα με ένδειξη πως το συγκεκριμένο πόνημα είναι το 5ο στη σειρά, αλλά στην πρώτη κιόλας σελίδα πήγε η καρδιά μου στη θέση της αφού ο Γιώργος σημείωνε τις τέσσερις προηγούμενες εκδοτικές προσπάθειές του. «
PRIMA VISTA, ποιήματα, πεζά». 1989. Μέσα, σελίδες, πιο πολλές αυτή τη φορά, άλλες με τυπογραφικά στοιχεία και άλλες φωτοτυπημένα χειρόγραφα. Τι σημασία έχει; Το 1989 εγώ είχα αφήσει πίσω μου εφηβικούς έρωτες και ύμνους στη μοναξιά, είχα ήδη το πρώτο μου παιδί, αλλά συνήθειες δεν άλλαζα. Ξεφυλλίζοντας όρθιος στο βιβλιοπωλείο διαβάζω:

Παράγγειλα καινούργιο στρώμα.
“Διπλό!” είπα του παπλωματά
με περηφάνεια.
Έτσι τη νύχτα, η μοναξιά
θα ’χει τη θέση της δίπλα μου
χωρίς να με πλακώνει.

Όπως και το προηγούμενο βιβλιαράκι, χωρίς οξείες και πνεύματα τα ποιήματα, αλλά η ίδια ευθύβολη ποίηση. 515 έγραφε το μολυβάκι πάνω αριστερά, πλήρωσα και βγήκα˙ εγώ τη μοναξιά την ξόρκισα με δικά μου ποιήματα, με μια εκδήλωση-προσκλητήριο φίλων το 1982, αλλά η μοναξιά του Γιώργου ήρθε να μου ψιθυρίσει πως στα συναισθήματα δεν υπάρχει αποκλειστικότητα, ούτε και τέλος!



Το επόμενό του βιβλίο που μπήκε στη βιβλιοθήκη μου έχει τα ίδια στερεότυπα, υποψία εκδότη (το ίδιο όνομα), όμορφα ποιήματα αλλά και δύο σοβαρούς λόγους για να το αποκτήσω έτσι κι αλλιώς. Στην 4η σελίδα απόσπασμα από τον Οργισμένο Βαλκάνιο, στην 46η ποίημα με ΨΝΘ και οδό Λαγκαδά
˙ εγώ είχα ήδη βγάλει τη μελέτη μου «Η μοτοσυκλέτα στην ελληνική λογοτεχνία» και ο Οργισμένος Βαλκάνιος του Νίκου Νικολαΐδη ήταν το πρώτο από τα βιβλία που με έπεισαν πως πρέπει να ασχοληθώ σοβαρά. Κατερίνα Γώγου με κλείσιμο ματιού στην «κόνtρα», Νίκος Νικολαΐδης στην «Στρωμνίτσης 6» και δυτικές συνοικίες με τις οποίες ήδη είχα ανοίξει λογαριασμό μέσα μου! Και πιστός στην παράδοση των ποιητικών φυλλαδίων, να κι ένα δίπτυχο, τετρασέλιδο σε γκοφρέ χαρτί με δύο χειρόγραφα ποιήματα μπροστά και πίσω και άδειο μέσα˙ τη γουστάρω την τρέλα αυτού του ανθρώπου είπα -πάλι μέσα μου- και μην με ρωτήσετε πότε τον γνώρισα, ειλικρινά δεν θυμάμαι αν ήταν πριν το πω αυτό ή μετά, ούτε είμαι σίγουρος αν είχε και άδετες σελίδες μέσα και παράπεσαν κάπου στη βιβλιοθήκη μου, που δεν το νομίζω. 1991, 728 δραχμές το βιβλίο, το μολυβάκι τώρα δεν έγραψε στο οπισθόφυλλο αλλά στην τελευταία σελίδα.





Μετά έπεσα με τα μούτρα σε άλλα πράγματα. Πολύ γράψιμο, πολλή πολιτική, δουλειά στο σχολείο, μεγάλωμα των παιδιών, χαθήκαμε. Νόμισα πως τον έχασα. Αλλά όχι. Εν τω μεταξύ είχαμε γνωριστεί. Όχι τίποτα υπερβολικό, εξόδους μαζί, γλέντια ή κουβέντες. Ένα γεια, ένα τι κάνεις; Αυτά. Και από κάποια στιγμή και μετά δούλεψε το ταχυδρομείο και τα αφιερωμένα αντίτυπα, βγαλμένα από εκδότες πια. Το «
Flash back» από τις εκδόσεις Μπιλιέτο και το Οκτασέλιδό τους (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2020)˙ επιλογή από τις προηγούμενες δουλειές του. Ακολουθούν νέες (και χορταστικές) δουλειές του: «Ένα με τη σκόνη», εκδόσεις Τύρφη, 2017˙ «για το Άλφα της στέρησης», εκδόσεις Κύμα, 2017˙ «15 νέα ποιήματα», Οκτασέλιδο + του Μπιλιέτου, 2020


Με τις
«14 μικρές ιστορίες», 2020, ξαναγυρνάει στον παλιό καλό τρόπο του ιδίοις αναλώμασιν, χωρίς να γνωρίζω αν στα προηγούμενα βιβλία του υπήρξε οικονομική συμμετοχή του στα έξοδα. Δεν έχει πάντοτε σημασία αυτό, αλλά το αναφέρω εδώ επειδή είναι ένα θέμα ταμπού (και στις μέρες μας). Βγαίνουν βιβλία σωρηδόν, αναφέρονται επιμελητές και εκδότες, γράφουν φίλοι και γνωστοί, ανταλλάσσονται φιλοφρονήσεις, αναδημοσιεύονται (σχεδόν αμέσως) σε ιστοσελίδες εκτεταμένα αποσπάσματα ακυρώνοντας ουσιαστικά το έντυπο της πρώτης δημοσίευσης αλλά ούτε λέξη για την ταμπακιέρα: πώς ακριβώς έφυγε από τα χέρια του ποιητή ή της ποιήτριας και έφτασε στα χέρια του εκδότη ή της εκδότριας;

Έναν φόβο τον πήρα όταν γίναμε φίλοι και στο facebook και είδα αφ’ ενός τον σπαραγμό του για την απώλειά του και αφ΄ ετέρου το ξόδεμά του (έτσι νόμισα ο αφελής) σε ποιητικές αναρτήσεις. Ήρθαν όμως τα τελευταία του βιβλία και με επανέφεραν στα ίσα μου: ο Γιώργος ξέρει να κρατάει τις ισορροπίες και να ξεχωρίζει τα ποιήματά του από τα άλλα γραπτά του. Μου θύμισε τα λόγια του Ντίνου Χριστιανόπουλου μόνο που τώρα στη θέση του ημερολογίου είναι το timeline του μέσου κοινωνικής δικτύωσης! «Κράτα ημερολόγιο, γράφε για ό,τι σου κάνει εντύπωση, είτε είναι γεγονός, είτε είναι συναίσθημα˙ αν είναι δυνατό και καλό θα απαιτήσει το ίδιο να το δεις ως ποίημα και να το δημοσιεύσεις, αλλιώς άφησέ το εκεί ως προσωπική καταγραφή». Άλλα χρόνια εκείνα, θα μου πεις.

Αυτό που διαβάσατε δεν είναι ούτε κριτική, ούτε αλλαξοκωλιά (που θα έλεγε –και πάλι- ο Ντίνος Χριστιανόπουλος) μεταξύ ομοτέχνων και σκέφτηκα αρκετά πριν το μπουμπουνίξω στο προσωπικό μου blog.  Δεν περιμένω κάτι από τον Γιώργο, ούτε αυτός φαντάζομαι και φυσικά δεν μου ζήτησε να γράψω οτιδήποτε˙ κατά καιρούς με πιάνει μια εμμονή για κάτι και θέλω να ξεμπερδεύω, να μην το κουβαλάω εσαεί. Χαίρομαι με τα γραπτά του, χαίρομαι για τις αναρτήσεις του κι ας είναι πικρές και βουτηγμένες στην απόγνωση για την απώλειά του αλλά και για τα στραβά που βλέπει και τον πληγώνουν. Για έναν αντίστοιχο τύπο, έγραψα ένα ποίημα κι έβαλα στίχο του ως τίτλο στο πρώτο μου βιβλίο (Γλυκιές σφαιρούλες απ’ τ’ όμορφό σου όπλο, Εκδόσεις Διαγωνίου, 1986):

ΣΤΟΝ TOM WAITS

Τι να λένε ακριβώς
τα τραγούδια σου;

Καταλαβαίνω φυσικά
ότι η θλίψη τα ’χει σφραγίσει
και οι γυναίκες των μπαρ
που κοσμούν τα εξώφυλλα
των δίσκων σου
κάποια σχέση θα ’χουν
με το παράπονό σου.

Είσαι άραγε ευχαριστημένος
που τόσο όμορφα
στολίζεις την πληγή σου;

Όταν έβγαζε εκείνους τους υπέροχους δίσκους ο Tom και τους βρίσκαμε στα εισαγωγής εκεί στο υπόγειο της Λένας στην Εγνατία ή στο Blow up στην Αριστοτέλους, δεν υπήρχε facebook και instagram και άλλοι διάολοι, αν και πάλι τραγούδια θα έγραφε ο βραχνός Tom, όπως ποιήματα γράφει ο Γιώργος.


Ποιήματα του Γιώργου Λ. Οικονόμου μπορείτε να βρείτε στα βιβλιοπωλεία, φυσικά, αλλά και στο διαδίκτυο και κυρίως στο
translatum της Βίκης Παπαπροδρόμου, ανθολόγιο που δεν έχει να κάνει με ευκαιριακές αναρτήσεις αλλά ουσιαστική ερευνητική και όχι μόνο δουλειά!

https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=843066.0

Δευτέρα, Οκτωβρίου 05, 2020

Στιγμιότυπο

 


Δεν έκανα κανέναν θόρυβο 
βλέποντας τη γυναίκα απέναντι 
να σαλιώνει το μαντήλι με την άκρη της γλώσσας της 
για να καθαρίσει τη μουτζούρα που έκανε το τελευταίο δάκρυ. 

Την άφησα να ξεπερνάει τον αιφνίδιο πόνο της με την τρυφερή αυτή κίνηση.
Ύστερα έβγαλε το καθρεφτάκι και επιθεώρησε την πληγείσα περιοχή.
Τον αναστεναγμό δεν τον άκουσα, υπήρξε άραγε;
Άναψε ήρεμη τσιγάρο, 
ρούφηξε βαθιά 
και ανασήκωσε το στόμα, 
να φύγει ο καπνός κατακόρυφα.

Τον πάταγο της βίαιης εξόδου όλων των παγετώνων της που χώρεσαν στην γκρίζα στήλη, 
τον άκουσα πεντακάθαρα. 
Τον δε κατακερματισμό των πνιγηρών κοιτασμάτων της σε μικρά ανεπαίσθητα σύννεφα,
τον εισέπνευσα με λαιμαργία.

Εγώ το τσιγάρο έχει χρόνια που το έκοψα και το δάκρυ μου δε βρίσκει χρώματα να παρασύρει.

(Μαγευτικό Ηλιόλουστο
Οκτώβριος 2020, 5
εικόνα από το διαδίκτυο, πειραγμένη)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2020

Σε μια στοίβα καλαμιές

 



Η αναμέτρηση με τις καλαμιές δίπλα από τον παλιό αχειρώνα δεν είναι αναίμακτη. Το παρελθόν καραδοκεί. Η απότομη ρεματιά που οδηγεί στο ποτάμι του μαγευτικού Ηλιολούστου, στον Αγιάκ με τ' όνομα, δεν είναι μια απλή απότομη ρεματιά. Είναι κομμάτι των ονείρων μου μιας εποχής και τόπος συνάντησής μου με τη λογοτεχνία, κατά κάποιο τρόπο.

Έχεις τρέξει ποτέ σε κατηφόρα; Να επιταχύνεις με τρόμο και να βλέπεις τον τρομερή βατομουριά στο βάθος να σε περιμένει μαζί με τα πουρνάρια και τα αγκάθια και τα ξερά τα ξύλα λόγχες αδυσώπητες; Και στην κρίσιμη στιγμή που εγκαταλείπουν τα πέλματα τη γη, εσύ να μην κουτρουβαλάς αλλά να ίπτασαι;
Αυτό ήταν το όνειρο και είχε κι άλλες εκδοχές, μερικές πάλι τρομακτικές αφού εκεί ψηλά στον αέρα σε κατάτρωγε η αγωνία για το αν θα έχει διάρκεια η πτήση όταν διαπίστωνες πως πιο ψηλά δεν μπορούσες να ανέβεις.


Και η πραγματικότητα είχε κάτι το ονειρικό, όταν άκουγες τα κουδούνια από τα πρόβατα κι έτρεχες να συναντήσεις, σ'αυτήν την απότομη ρεματιά, τον Τούλη που ερχόταν από τα βλάχικα με το τρανζιστοράκι στο χέρι και την Βεντέτα στην κωλότσεπη, που την έβγαζε μόλις σ' έβλεπε και σου διάβαζε τα αισθηματικά φωτορομάντσα και άκουγες τη φωνή του ανάκατα με κουδούνια, με βελάσματα προβάτων, με κοάσματα βατράχων και κελαηδίσματα αηδονιών. Μαγικό πράγμα η ακρόαση ενός καλού αφηγητή! Το έζησες πολλές φορές αργότερα και ένα από τα στοιχήματα που έβαλες με τον εαυτό σου ήταν ακριβώς αυτό: να αξιωθείς κάποτε να στήσεις τις δικές σου ιστορίες και άλλοι να τις διαβάζουν ή να τις αφηγούνται.

Αυτά σου κάνει η άτιμη η καλαμιά δίπλα στον παλιό αχυρώνα στο χείλος της απότομης ρεματιάς, πάνω από τον μικρό Αγιάκ στο μαγευτικό Ηλιόλουστο.

Συνέρχεσαι κάποτε, πιάνεις τον σουγιά του, μακαρίτη πια, πατέρα σου και συνεχίζεις να αποκαθαίρεις τα καλάμια από τα ξέφτια, να τα έχεις για να τα πλέξεις με σύρμα, να τα βάλεις στη σιδερένια πέργκολα, να μη σε βαράει στο δόξα πατρί ο ήλιος τα μεσημέρια.






Σάββατο, Αυγούστου 08, 2020

Η γοητεία της πίσω όψης των τυπωμένων φωτογραφιών!

 Προγραμματίζεται για τον Οκτώβριο μια εκδήλωση στο μαγευτικό Ηλιόλουστο στην οποία θα μνημονευτούν όσοι από τους κατοίκους του έζησαν έστω και μία ημέρα στο Φαχρέλ του Καυκάσου (Κυβερνείο Καρς, επαρχία Αρταχάν) απ' όπου έφυγαν στα τέλη του Οκτωβρίου του 1920. Πολύτιμος σύμμαχος για αυτήν την εκδήλωση το αρχειακό υλικό που συγκέντρωσα (και συνεχίζω να συγκεντρώνω) από το 2009.

Είναι εντυπωσιακό να βρίσκεις κάποια φωτογραφία που έχει πρόσωπα τα οποία αναζητάς. Τι κάνεις όμως αν μπεις σε ένα άλλο σπίτι και βρεις την ίδια ακριβώς φωτογραφία; Την συλλέγεις κι αυτήν επειδή καμία φωτογραφία δεν είναι ολόιδια με κάποια άλλη που έχει στην μπροστά της όψη το ίδιο θέμα. Εκτός από τις διαφορετικές φθορές της κάθε φωτογραφίας υπάρχει και η μαγική πίσω όψη. Σε κάποιες φωτογραφίες αδειανή και σε κάποιες άλλες εκτυφλωτικά γεμάτη!

Εκ πρώτης όψεως έχουμε να κάνουμε με μια οικογενειακή φωτογραφία. Προσοχή όμως: την ημέρα της λήψης του στιγμιότυπου ένας από τους εικονιζόμενους είχε βαφτίσει το κορίτσι του και ένα ζευγάρι του χωριού παντρευόταν. Στην έγχρωμη φωτογραφία το βαπτισθέν κοριτσάκι αρκετά μεγαλύτερο (όταν επισκέφθηκα το πατρικό της σπίτι και έπαιρνα τις φωτογραφίες που του αναλογούσαν) και στην άλλη η μανούλα μου με το νυφικό της την ημέρα του γάμου της. Αυτή είναι η Βάσω του Φωτ του Νικόλα! Τάκος (από το Χρήστος) είναι ο πατέρας μου και διακρίνεται στην άκρη παρά το απαγορευτικό της κίνησης του χεριού του. Πότσος είναι το χαϊδευτικό του Απόστολος!

Ένας από τους εικονιζόμενους είναι Φαχρελίτης και ήταν το αντικείμενο της αναζήτησης αλλά ποτέ μια αναζήτηση δεν είναι χειρουργικά στοχευμένη. Βγάζει κι άλλα στο φως που δεν τα περιμένεις. Βγάζει την πραγματική ζωή κρυμμένη στην πίσω όψη μιας ασπρόμαυρης φωτογραφίας!



Η πρώτη γνωριμία με τη φωτογραφία σε κάποιο σπίτι του μαγευτικού Ηλιολούστου.

Η δεύτερη γνωριμία, σε άλλο σπίτι.Πιο καλή από την πρώτη αλλά με εμφανή φθορά που χαλάει το πρόσωπο εικονιζόμενου. Αλλού βρίσκεται η χάρη της!

Η απίθανη πίσω όψη της δεύτερης φωτογραφίας. Αποκριά και γάμος και βαφτίσια και οικογενειακόν ενθύμιον, τοποθετημένα επακριβώς στον χρόνο. Γι' αυτό είναι μαγευτικό το Ηλιόλουστο!
Το βαπτισθέν κοριτσάκι.

Η νυμφευθείσα κόρη του Νικόλα του Φωτ. Νικόλας ο πατέρας της νύφης και Φώτης ο δικός του πατέρας, δεν εικονίζονται!


Κυριακή, Ιουλίου 05, 2020

Ασπρόμαυρη Παρασκευή στη Μεσολογγίου


Σταυρουλίτσα κοίτα με τρόπο...



Μας είδε;


Όλα καλά, ας μας είδε...


Θα κάνω φασαρία... Εγώ τι είμαι; Δεν είμαι μάνα εγώ; Δε θέλω χάδι εγώ;


Είμαι καλή καλή, αλλά μη μου τη δώσεις. Μου την έδωσες;


Της τη δώσαμε;


Μπα, εκεί την έβαλα, πώς την πήρε;


Λες να είναι μάγισσα;


Κάτσε να κάνω κι εγώ τα δικά μου μαγικά...



Τι κάνεις; Μαγικά κάνεις;


Μπα καλέ, όλα καλά. Χαμογέλα, μας φωτογραφίζουνε...



(Φωτογραφίες: Φίλιππος Μαργαρίτης)

Παρασκευή, Μαΐου 29, 2020

Σαν τα τραγούδια ζήσε...

Ήταν Νοέμβριος του 2008. Αρχές, μάλλον 6 του μηνός. Αυτή είναι η ημερομηνία της φωτογραφίας με τα παιδιά στο studio ηχογραφήσεων όπου βρισκόμασταν για τις ανάγκες του έργου μας "Ο δρόμος" που θα έκανε πρεμιέρα στις 21 Νοεμβρίου στο θέατρο του Κέντρου Πολιτισμού του Ευόσμου.


Ένα τηλεφώνημα από τον δεκαεννιάχρονο γιο του Σταύρου για να μου πει πως έχει κάτι για μένα. Φεύγοντας από το studio, κοντά στην εκκλησία του Ευαγγελισμού, βλέπω τον Γιώργο να με περιμένει. Κάνω δεξιά το αυτοκίνητο και κατεβάζω το τζάμι. Σχεδόν πετάει μέσα μία κασέτα κι εξαφανίζεται. Καμία πληροφορία πάνω της.



Φτάνω στο σπίτι και βάζω την κασέτα σ' ένα παλιό δημοσιογραφικό κασετόφωνο και μένω με το στόμα ανοικτό. Ο Γιώργος είχε βρει τους στίχους ενός άστεγου τραγουδιού μου, που τους είχα ανεβάσει στο blog μου, και τους έβαλε μια πολύ όμορφη μουσική.




Περνάς σαν το αγρίμι,
της Τσιμισκή ελάφι,
του Κούδα το τσαλίμι,
το γκολ απ’ το Σαράφη.

Περνάς σαν το αγέρι,
αύρα της Σαλαμίνας,
του Φούντα το μαχαίρι,
τα μάτια της Μελίνας.

Περνάς σαν οπτασία, χνάρι ψηλά στα Κάστρα,
είσαι θεά στην Κρήνη, νεράιδα στη Χαλάστρα,
περνάς και ’γω που ξέρω, τι θέλεις και ποια είσαι,
μία ευχή σου δίνω: «σαν τα τραγούδια, ζήσε».

Περνάς πουλί χαμένο,
στο Καλοχώρι κύκνος,
βυζαντινών γραμμένο,
και του Τσιτσάνη ύμνος.

 Περνάς σα μαύρη εικόνα,
 φλορέτα απ’ του Μαράτου,
του Στέλιου η «ανεμώνα»,
ο «παλιατζής» του Στράτου.

Το έργο "Ο δρόμος" είχε πάρει τον δρόμο του και ήδη μέσα μου τριγυρνούσε η ιδέα πως έπρεπε να γράψω το νέο μας έργο και το οποίο έπρεπε να έχει σε ισοδύναμη παρουσία ρόλους για τα παιδιά μας, που μεγάλωναν με ταχύτητα, και για εμάς. Έτσι λειτουργούσαμε τότε. Ο θίασος ήταν μια παρέα. Στο πρώτο μας έργο έπαιξαν τρεις ηθοποιοί και οι φίλοι μεράκλωσαν. Στο επόμενο έργο έπαιξαν κι αυτοί.


Και στα δύο, μέχρι τότε, έργα μας τα παιδιά μας τριγυρνούσαν ανάμεσα στα πόδια μας. Το επόμενο έργο, λέγαμε όλοι, πρέπει να έχει θέσεις και γι' αυτά.

Το τραγούδι του Γιώργου ήτανε μια πρόκληση. Μέχρι τις αρχές του Δεκέμβρη είχα έτοιμη την αρχή του έργου που, βέβαια, ξεκινούσε ακριβώς μ' αυτό το τραγούδι. Μια πλατεία, μια καντίνα και γύρω της πιτσιρικαρία και γερουσία! Νταλκάδες και απωθημένα. Έξι του μηνός πάλι, ένα μήνα ακριβώς μετά από την παραλαβή της κασέτας, δολοφονείται ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος και το σοκ που δέχομαι είναι μεγάλο.



Το νέο έργο σφραγίζεται με αυτόν τον θάνατο και σε λίγους μήνες είναι έτοιμο: ΚΑΝΤΙΝΑ/CANTEEN/CAN(TEEN). Ένα έργο με ήρωες έφηβους και μεσήλικες. Ένα ακόμα δικό μας παιδί, η Βάσω μου, έγραψε κι αυτή μουσική σε δικούς μου στίχους και το έργο άρχιζε και τελείωνε με τη μουσική δύο συνομήλικων εφήβων!

Δεν αξιωθήκαμε να το παίξουμε τότε.

Χρόνια μετά, με άλλη θεατρική παρέα, το ανεβάσαμε τελικά.

 

Είχα κάνει όμως ένα λάθος. Απευθύνθηκα σε ένα ροκ συγκρότημα και δέχτηκε να κάνει ενορχήστρωση στα δύο τραγούδια των παιδιών και αυτό που μας παρουσίασε ήταν δυο άλλα τραγούδια. Καμία σχέση με τη μουσική που ήξερα. Δαγκώθηκα ξεδαγκώθηκα δεν μπορούσα όμως να κάνω κάτι άλλο. Τους ζήτησα και μου ηχογράφησαν τη μελωδία του Γιώργου και την βάλαμε εμβόλιμη σε κάποιες σκηνές.




Φυσικά δεν ήταν το ίδιο. Θα επανορθώναμε τον Απρίλιο που μας πέρασε. Στήσαμε μια παράσταση με το σύνολο των έργων που ανεβάσαμε μέχρι τώρα και από την ΚΑΝΤΙΝΑ διαλέξαμε την έναρξη και το φινάλε ακριβώς για να ακουστούν τα δύο τραγούδια με τη μελωδία που γράφτηκαν. Ο κορονοϊός είχε άλλη γνώμη και το έργο δεν ανέβηκε. Και τώρα, μέρα Μαγιού, 25 του μηνός, ο Γιώργος έφυγε για το μεγάλο ταξίδι. Δεν κατάφερα να του αντιγυρίσω το δώρο του. Του χρωστάω...