Τρίτη, Νοεμβρίου 17, 2020

Για τον Γιώργο

 Οι συγγραφείς είναι, κυρίως, τα βιβλία τους˙ και οι όποιες δημοσιεύσεις τους. Αν δεν κοινοποιήσεις το γραπτό σου χάνει κάτι από την αποστολή του. Πρέπει να το δημοσιεύσεις!

Μπορεί τώρα να το εξακοντίζεις στο διαδίκτυο, ολομόναχος αποστολέας, μπορείς να το στείλεις σε δικτυακά περιοδικά και σελίδες χωρίς ιδιαίτερο κόπο˙ όλο και κάπου θα σκαλώσει και θα αναρτηθεί. Τα έντυπα περιοδικά και τα βιβλία συνεχίζουν να υπάρχουν αλλά έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος πρόσβασης σ’ αυτά.

Είτε μόνος σου, είτε σε εκδότη-εργολάβο πληρώνοντας, είτε –το επιθυμητό, το όμορφο, το ψυχοθεραπευτικό- σε εκδότη που παίρνει ευλαβικά το χειρόγραφό σου, σε χτυπάει φιλικά στην πλάτη και αναλαμβάνει αυτός τα υπόλοιπα.

Αυτές είναι οι διαδικασίες, αυτές ήταν πάντα. Κάθε διαδικασία όμως μπορεί να εξελίσσεται είτε ομαλά, είτε με πολλές δυσκολίες. Κάθε εποχή αφήνει το στίγμα της στη διαδικασία. Έχουν πληθύνει οι εργολάβοι.

Δεν μ’ ενδιαφέρει ούτε να το σχολιάσω, ούτε να το ερευνήσω. Άλλο νταλγκά θέλω να καταθέσω.

Και στη μακρινή δεκαετία του 1980 υπήρχαν δυσκολίες στην έκδοση. Τότε όμως ήταν και λίγο, έως πολύ, θαρραλέο να τολμήσεις να μπεις στην αγορά χωρίς να προσεγγίσεις μεγάλες ετικέτες! Γι’ αυτό τότε λατρεύαμε τις ανεξάρτητες παραγωγές, ιδίως στη μουσική. Ψάχναμε στα δισκάδικα μικρές εταιρίες και ανεξάρτητους καλλιτέχνες. Και στα βιβλιοπωλεία, ιδίως στον Ραγιά με την στοργική φροντίδα του Βασίλη και της Σταυρούλας, έβρισκες στην άκρη του πάγκου ή στα σκαλοπάτια για το υπόγειο περιοδικάκια και βιβλιαράκια και μπροσουρίτσες και ξεδιάλεγες με μανία και αγάπη.

Εγώ δεν τα κατάφερα να πάρω αυτόν τον δρόμο. Τα πρώτα μου ποιήματα μπήκαν στο περιοδικό Διαγώνιος και το πρώτο μου βιβλίο βγήκε από τις Εκδόσεις Διαγωνίου. Δωρεάν τα ποιήματα, με το χέρι στην τσέπη το βιβλίο˙ καμία σχέση όμως με εργολαβίες και κέρδη. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος βιοποριζόταν αλλιώς˙ στις εκδόσεις του έβαζε κάτι από την ψυχή του. Η δε πορεία του βιβλίου ήταν το κάτι άλλο με τις διανομές χέρι χέρι στα βιβλιοπωλεία, αυτός στη Θεσσαλονίκη ο Νίκος Βασιλάκης στην Αθήνα και μετά το μπιλιετάκι με τις πωλήσεις σου γραμμένο με το μολυβάκι και τα χρήματα πάνω του. Ένιωσα αυτήν την τρυφερότητα και αγόραζα με μανία τις αυτοεκδόσεις των άλλων και τις προσπάθειες μικρών εκδοτών να βγάζουν βιβλία κόντρα στα μεγαθήρια.


Έτσι γνώρισα τον «Γιώργος ΛΕΩΝ. Οικονόμου» και την «κόν
tρα» του. Το εξώφυλλο άφηνε να εννοείται πως υπάρχει εκδότης από πίσω αλλά πολύ αμφιβάλλω. Γκοφρέ το εξώφυλλο, οκτώ σελίδες το σώμα, τέσσερες μόνο σελίδες με ποιήματα. Το πρώτο ποίημα τσαμπουκαλεμένο, το τελευταίο κάπως ερμητικό αλλά με την ένδειξη «ΨΝΘ Μάης  85» που με ιντρίγκαρε. Τη ρούφηξα τη συλλογή, είδα το κλείσιμο του ματιού του ποιητή με τις αναφορές του σε ξένους στίχους, γεύτηκα απλό και μη επιτηδευμένο ποιητικό λόγο. 309 δραχμές, είναι σημειωμένο το οπισθόφυλλο πάνω αριστερά με μολύβι, 1986 η χρονιά.


Το επόμενο ήταν πιο βιβλίο. Στο εξώφυλλο πάλι η υποψία ενός εκδότη και μάλιστα με ένδειξη πως το συγκεκριμένο πόνημα είναι το 5ο στη σειρά, αλλά στην πρώτη κιόλας σελίδα πήγε η καρδιά μου στη θέση της αφού ο Γιώργος σημείωνε τις τέσσερις προηγούμενες εκδοτικές προσπάθειές του. «
PRIMA VISTA, ποιήματα, πεζά». 1989. Μέσα, σελίδες, πιο πολλές αυτή τη φορά, άλλες με τυπογραφικά στοιχεία και άλλες φωτοτυπημένα χειρόγραφα. Τι σημασία έχει; Το 1989 εγώ είχα αφήσει πίσω μου εφηβικούς έρωτες και ύμνους στη μοναξιά, είχα ήδη το πρώτο μου παιδί, αλλά συνήθειες δεν άλλαζα. Ξεφυλλίζοντας όρθιος στο βιβλιοπωλείο διαβάζω:

Παράγγειλα καινούργιο στρώμα.
“Διπλό!” είπα του παπλωματά
με περηφάνεια.
Έτσι τη νύχτα, η μοναξιά
θα ’χει τη θέση της δίπλα μου
χωρίς να με πλακώνει.

Όπως και το προηγούμενο βιβλιαράκι, χωρίς οξείες και πνεύματα τα ποιήματα, αλλά η ίδια ευθύβολη ποίηση. 515 έγραφε το μολυβάκι πάνω αριστερά, πλήρωσα και βγήκα˙ εγώ τη μοναξιά την ξόρκισα με δικά μου ποιήματα, με μια εκδήλωση-προσκλητήριο φίλων το 1982, αλλά η μοναξιά του Γιώργου ήρθε να μου ψιθυρίσει πως στα συναισθήματα δεν υπάρχει αποκλειστικότητα, ούτε και τέλος!



Το επόμενό του βιβλίο που μπήκε στη βιβλιοθήκη μου έχει τα ίδια στερεότυπα, υποψία εκδότη (το ίδιο όνομα), όμορφα ποιήματα αλλά και δύο σοβαρούς λόγους για να το αποκτήσω έτσι κι αλλιώς. Στην 4η σελίδα απόσπασμα από τον Οργισμένο Βαλκάνιο, στην 46η ποίημα με ΨΝΘ και οδό Λαγκαδά
˙ εγώ είχα ήδη βγάλει τη μελέτη μου «Η μοτοσυκλέτα στην ελληνική λογοτεχνία» και ο Οργισμένος Βαλκάνιος του Νίκου Νικολαΐδη ήταν το πρώτο από τα βιβλία που με έπεισαν πως πρέπει να ασχοληθώ σοβαρά. Κατερίνα Γώγου με κλείσιμο ματιού στην «κόνtρα», Νίκος Νικολαΐδης στην «Στρωμνίτσης 6» και δυτικές συνοικίες με τις οποίες ήδη είχα ανοίξει λογαριασμό μέσα μου! Και πιστός στην παράδοση των ποιητικών φυλλαδίων, να κι ένα δίπτυχο, τετρασέλιδο σε γκοφρέ χαρτί με δύο χειρόγραφα ποιήματα μπροστά και πίσω και άδειο μέσα˙ τη γουστάρω την τρέλα αυτού του ανθρώπου είπα -πάλι μέσα μου- και μην με ρωτήσετε πότε τον γνώρισα, ειλικρινά δεν θυμάμαι αν ήταν πριν το πω αυτό ή μετά, ούτε είμαι σίγουρος αν είχε και άδετες σελίδες μέσα και παράπεσαν κάπου στη βιβλιοθήκη μου, που δεν το νομίζω. 1991, 728 δραχμές το βιβλίο, το μολυβάκι τώρα δεν έγραψε στο οπισθόφυλλο αλλά στην τελευταία σελίδα.





Μετά έπεσα με τα μούτρα σε άλλα πράγματα. Πολύ γράψιμο, πολλή πολιτική, δουλειά στο σχολείο, μεγάλωμα των παιδιών, χαθήκαμε. Νόμισα πως τον έχασα. Αλλά όχι. Εν τω μεταξύ είχαμε γνωριστεί. Όχι τίποτα υπερβολικό, εξόδους μαζί, γλέντια ή κουβέντες. Ένα γεια, ένα τι κάνεις; Αυτά. Και από κάποια στιγμή και μετά δούλεψε το ταχυδρομείο και τα αφιερωμένα αντίτυπα, βγαλμένα από εκδότες πια. Το «
Flash back» από τις εκδόσεις Μπιλιέτο και το Οκτασέλιδό τους (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2020)˙ επιλογή από τις προηγούμενες δουλειές του. Ακολουθούν νέες (και χορταστικές) δουλειές του: «Ένα με τη σκόνη», εκδόσεις Τύρφη, 2017˙ «για το Άλφα της στέρησης», εκδόσεις Κύμα, 2017˙ «15 νέα ποιήματα», Οκτασέλιδο + του Μπιλιέτου, 2020


Με τις
«14 μικρές ιστορίες», 2020, ξαναγυρνάει στον παλιό καλό τρόπο του ιδίοις αναλώμασιν, χωρίς να γνωρίζω αν στα προηγούμενα βιβλία του υπήρξε οικονομική συμμετοχή του στα έξοδα. Δεν έχει πάντοτε σημασία αυτό, αλλά το αναφέρω εδώ επειδή είναι ένα θέμα ταμπού (και στις μέρες μας). Βγαίνουν βιβλία σωρηδόν, αναφέρονται επιμελητές και εκδότες, γράφουν φίλοι και γνωστοί, ανταλλάσσονται φιλοφρονήσεις, αναδημοσιεύονται (σχεδόν αμέσως) σε ιστοσελίδες εκτεταμένα αποσπάσματα ακυρώνοντας ουσιαστικά το έντυπο της πρώτης δημοσίευσης αλλά ούτε λέξη για την ταμπακιέρα: πώς ακριβώς έφυγε από τα χέρια του ποιητή ή της ποιήτριας και έφτασε στα χέρια του εκδότη ή της εκδότριας;

Έναν φόβο τον πήρα όταν γίναμε φίλοι και στο facebook και είδα αφ’ ενός τον σπαραγμό του για την απώλειά του και αφ΄ ετέρου το ξόδεμά του (έτσι νόμισα ο αφελής) σε ποιητικές αναρτήσεις. Ήρθαν όμως τα τελευταία του βιβλία και με επανέφεραν στα ίσα μου: ο Γιώργος ξέρει να κρατάει τις ισορροπίες και να ξεχωρίζει τα ποιήματά του από τα άλλα γραπτά του. Μου θύμισε τα λόγια του Ντίνου Χριστιανόπουλου μόνο που τώρα στη θέση του ημερολογίου είναι το timeline του μέσου κοινωνικής δικτύωσης! «Κράτα ημερολόγιο, γράφε για ό,τι σου κάνει εντύπωση, είτε είναι γεγονός, είτε είναι συναίσθημα˙ αν είναι δυνατό και καλό θα απαιτήσει το ίδιο να το δεις ως ποίημα και να το δημοσιεύσεις, αλλιώς άφησέ το εκεί ως προσωπική καταγραφή». Άλλα χρόνια εκείνα, θα μου πεις.

Αυτό που διαβάσατε δεν είναι ούτε κριτική, ούτε αλλαξοκωλιά (που θα έλεγε –και πάλι- ο Ντίνος Χριστιανόπουλος) μεταξύ ομοτέχνων και σκέφτηκα αρκετά πριν το μπουμπουνίξω στο προσωπικό μου blog.  Δεν περιμένω κάτι από τον Γιώργο, ούτε αυτός φαντάζομαι και φυσικά δεν μου ζήτησε να γράψω οτιδήποτε˙ κατά καιρούς με πιάνει μια εμμονή για κάτι και θέλω να ξεμπερδεύω, να μην το κουβαλάω εσαεί. Χαίρομαι με τα γραπτά του, χαίρομαι για τις αναρτήσεις του κι ας είναι πικρές και βουτηγμένες στην απόγνωση για την απώλειά του αλλά και για τα στραβά που βλέπει και τον πληγώνουν. Για έναν αντίστοιχο τύπο, έγραψα ένα ποίημα κι έβαλα στίχο του ως τίτλο στο πρώτο μου βιβλίο (Γλυκιές σφαιρούλες απ’ τ’ όμορφό σου όπλο, Εκδόσεις Διαγωνίου, 1986):

ΣΤΟΝ TOM WAITS

Τι να λένε ακριβώς
τα τραγούδια σου;

Καταλαβαίνω φυσικά
ότι η θλίψη τα ’χει σφραγίσει
και οι γυναίκες των μπαρ
που κοσμούν τα εξώφυλλα
των δίσκων σου
κάποια σχέση θα ’χουν
με το παράπονό σου.

Είσαι άραγε ευχαριστημένος
που τόσο όμορφα
στολίζεις την πληγή σου;

Όταν έβγαζε εκείνους τους υπέροχους δίσκους ο Tom και τους βρίσκαμε στα εισαγωγής εκεί στο υπόγειο της Λένας στην Εγνατία ή στο Blow up στην Αριστοτέλους, δεν υπήρχε facebook και instagram και άλλοι διάολοι, αν και πάλι τραγούδια θα έγραφε ο βραχνός Tom, όπως ποιήματα γράφει ο Γιώργος.


Ποιήματα του Γιώργου Λ. Οικονόμου μπορείτε να βρείτε στα βιβλιοπωλεία, φυσικά, αλλά και στο διαδίκτυο και κυρίως στο
translatum της Βίκης Παπαπροδρόμου, ανθολόγιο που δεν έχει να κάνει με ευκαιριακές αναρτήσεις αλλά ουσιαστική ερευνητική και όχι μόνο δουλειά!

https://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=843066.0

Δεν υπάρχουν σχόλια: