Πέμπτη, Δεκεμβρίου 24, 2015

Χριστουγεννιάτικη ιστορία




Ι
Τα Χριστούγεννα, εδώ και χρόνια, έχουν χάσει την μαγεία τους. Είναι και η κρίση τώρα, πού λεφτά για έξτρα δώρα και ξεχωριστά πιάτα στο τραπέζι. Ακόμη και τον καιρό που δεν γνώριζα τίποτε για το δυνατό σώμα και την φρουτώδη επίγευση του κρασιού, αφού το έπινα σαν μπύρα με αυτοκρατορικές γουλιές, αγόραζα ακριβά μπουκάλια και τα συνόδευα με αλλαντικά διαλεγμένα για το χρώμα και την κρούστα από πιπέρια που τα τύλιγε. Και δώρα πολλά. Από βιβλία μέχρι κοσμήματα. Ακόμα βλέπω στους, γυναικείους πια λαιμούς, χαριτωμένα κρεμαστάρια διαλεγμένα από τα, φοιτητικά τότε, χεράκια μου. Η αγορά με ξετρέλαινε και το βλέμμα τη στιγμή του ξετυλίγματος. Και ο τρόπος του ξετυλίγματος. Κοιτούσα το χαρτί να υποφέρει από τις λαίμαργες κινήσεις που θέλανε να το παρακάμψουν, να το εξαφανίσουν για να φτάσουν στο περιεχόμενο και μετάνιωνα για την αγορά. Η γυναίκα που δεν το τσαλάκωσε άγαρμπα αλλά το ξετύλιξε με προσοχή, με κέρδισε. Κι αυτή σαν κι εμένα είδε το δώρο ενιαίο. Περιτύλιγμα, κορδέλα και περιεχόμενο έδεναν με την κίνηση του δικού μου χεριού που το έσπρωχνε προς το μέρος της. Μετά ήρθε η ρουτίνα και η γαμημένη ωριμότητα. Οι προτεραιότητες στα έξοδα. Όταν το καταλαβαίνω ξεφεύγω σε κάποια αγορά, εκτός περιόδου εορτών, έτσι για το χούι που θέλω να το ξανανιώσω. Δεν είναι το ίδιο.

Αυτή, δώρα δεν κάνει. Τώρα όμως που το μικρό μας είναι στα ξένα την πιάνει μια τρέλα και στέλνει γράμματα στα οποία βάζει και το κάτι τι της. Από λίγα ξεραμένα βότανα για το τσάι, μέχρι φρέσκα αμύγδαλα. Την μαλώνω επειδή το άλλο συγκινείται και μας γράφει κάτι ζουμερά γράμματα που με κάνουν και δακρύζω. Άφησε το παιδί ήσυχο και μην το ζαλίζεις, είπα προχθές δέκα μέρες πριν τα φετινά Χριστούγεννα, όταν την είδα να απομονώνεται στην κουζίνα και να γράφει και να ράβει και να στοιβάζει κουτάκια και σακουλάκια. Ένα γράμμα καλέ θα της στείλω για τα Χριστούγεννα, σιγά το πράγμα, μου είπε.


ΙΙ
Με σταύρωσε σου λέω. Μην στέλνεις γράμματα, μην στέλνεις δώρα και το κάνεις το παιδί και κλαίει. Τα στέλνω εγώ για να σε κάνω να κλαις; Εγώ την ώρα που τα ετοιμάζω είμαι μαζί σου. Σα να σε βλέπω στην άκρη του τραπεζιού να με διορθώνεις με το βλέμμα σου, αν κάνω κάτι που δεν ταιριάζει. Αφού κι όταν ανάβω τσιγάρο σπρώχνω τη σταχτοθήκη προς τη μέση του τραπεζιού για να φτάνεις κι εσύ. Θυμάσαι που στολίσαμε για πρώτη φορά μαζί το χριστουγεννιάτικο δέντρο; Πόσο ωραία είχαμε περάσει; Να, τώρα που με μάλωσε ο πατέρας σου εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα και είπα να σε κάνω να την νιώσεις κ εσύ. Αγόρασα φωτάκια, να τα βάλεις στην πρίζα όταν είσαι στο δωμάτιο και ν’ αναβοσβήνουνε αυτά. Έχουνε πολλούς τρόπους να αναβοσβήνουνε. Δεν σου πήρα από εκείνα με τις μουσικές. Με ζαλίζει να τις ακούω και θέλω όταν βάζεις τα φωτάκια στην πρίζα να γυρνάς πίσω το κεφάλι σου προς την πόρτα και να λες άντε ρε μαμά, φτάνει με την επιθεώρηση, άσε με και λίγο μόνη. Σα να είμαι εκεί. Τώρα μόνη είσαι πουλάκι μου, με ποιον γκρινιάζεις άραγε;
Με μάλωσε που λες. Ποιος; Αυτός που αγόραζε σε όλες τις φίλες του, κοσμήματα ακόμη κι όταν τα είχαμε οι δυο μας. Αυτό για την… θα της αρέσει; Το άλλο για την…, θα της ταιριάζει άραγε; Από τότε που τον γνώρισα δεν ξανααγόρασα σκουλαρίκι ή κολιέ. Όλα αυτός μου τα παίρνει.
Να αυτό το δεντράκι με την πράσινη τσόχα που σου στέλνω, το έραψα μόνη μου. Μόνο να φτάσει αυτό το δεματάκι, πουλάκι μου. Υπολογίζω να το πάρεις μια δυο μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Σα να σε βλέπω. Να κάνεις το καφεδάκι σου, να στρίβεις το τσιγάρο σου και να τ’ ανοίγεις ένα ένα. Σ’ αυτό είσαι ίδια ο πατέρας σου. Λες και το χαρτί είναι πιο πολύτιμο από το σκουλαρίκι που έχει μέσα. Δεν βλέπεις το γραφείο του; Τα γράμματα που είναι από αγαπημένους του τα κρατάει μαζί με το φάκελο. Τι τον θέλεις βρε χρυσέ μου τον φάκελο, του λέω. Δεν ξέρεις εσύ, μου λέει. Τώρα που σου τα ετοιμάζω, τον καταλαβαίνω. Όλα τα έπιασα με τα χεράκια μου όπως θα τα πιάσεις και συ. Μέχρι και το ζελοτέιπ που χρησιμοποίησα το λατρεύω γιατί ξέρω πως θα ψάξεις την ακρούλα του και θα το τραβήξεις απαλά όπως έκανες με το τσιρότο στην πληγούλα σου, μωρό.
Άντε τα μαζεύω τώρα. Πρωί πρωί πηγαίνω στο ταχυδρομείο και τα στέλνω.


ΙΙΙ
Τον Θεό της δεν έχει. Μα έντεκα πακετάκια μέσα στο φάκελο; Τι αμύγδαλα, τι χαρτάκια για τον καπνό, τι ξεραμένη ρίγανη και φασκόμηλο. Μέχρι δέντρο χριστουγεννιάτικο μου έστειλε και, αν μπορείς μάντεψ’ το: Φω-τά-κια. Το διανοείσαι; Φωτάκια καλέ. Πρωί πρωί που πήγα στο εργαστήριο βλέπω από μακριά την γραμματέα να κρατάει έναν φάκελο με μια κατακόκκινη καρδιά που κουνιότανε, ρε πούστη μου, όπως την κουνούσε έτσι ψηλά η καρδιά ανεβοκατέβαινε σαν να είχε αγωνία κι αυτη. Παίρνω το φάκελο στα χέρια μου. Μάμυ, μάμυ; Μου χαμογελάει η Δανέζα σαν να πήρε αυτή δώρο. Γιες μάμυ λέω κι εγώ και πριν με πιάσουν τα ζουμιά πήγα και χώθηκα στο γραφείο μου. Αν και ήξερα την τρέλα της μάνας μου δεν την είχα ικανή να με κάνει να ζήσω αυτό που έζησα. Η καρδιά έξω από το φάκελο, βελούδο παμπάλαιο. Ξέρεις τι κρύβουνε οι σακούλες που παραχώνει στα συρτάρια της; Θησαυρούς.
Άνοιγα, κάπνιζα κι έκλαιγα. Τι συγκίνηση ένιωσα δεν λέγεται. Μέρα παρά μέρα τη βλέπω και με βλέπει στο σκάιπ, ξέρω τι μαγειρεύει κάθε μεσημέρι κι ας είμαι 1500 χιλιόμετρα μακριά και δεν περίμενα πως το δώρο που πήρα θα είχε τόση δύναμη.
Τόσο πολύ συγκινήθηκα αφού το έκανα τάμα στον εαυτό μου. Όταν γυρίσω πίσω και έρθει πρωινιάτικα να χωθεί κάτω από τις κουβέρτες μου και να κάνει εκείνα τα χαζά της σαν να είμαι βυζανιάρικο, λέω να την αφήσω. Ναι ρε πούστη μου θα την αφήσω. Αυτό θα είναι το δικό μου αντίδωρο. Νομίζω, θα της αρέσει πολύ.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 15, 2015

Ποιος είναι καλύτερος από εμένα; Ε; Ποιος;

Δεν ξέρω πώς εισέπραξαν οι συμμετέχοντες λογοτέχνες τη συμμετοχή τους στην 4η Λογοτεχνική Σκηνή. Αν το χάρηκαν δηλαδή, είτε επειδή έκαναν και κάποιες επαφές, είτε επειδή άκουσαν όμορφα σχόλια. Ο καθείς και οι προσμονές του. Εγώ θέλω να σταθώ στους άλλους, το κοινό. Το τρισυπόστατο κοινό. Τον απλό αναγνώστη της καλής λογοτεχνίας, τον εξ επαγγέλματος περίεργο ακροατή-θεατή δηλαδή τον/την δημοσιογράφο και τον εν δυνάμει συμμετέχοντα δηλαδή τον άνθρωπο που γράφει ή θέλει να γράψει. Είδα στα καθίσματα του Άνετον και τις τρεις αυτές φυλές. Δείγματα δηλαδή.

Η εκδήλωση φιλοξενήθηκε στο θέατρο Άνετον, τριακοσίων θέσεων. Επί δύο βραδιές που κράτησε η διοργάνωση, κοντά στα 600 άτομα αν και θα μπορούσαν να είναι οι ίδιοι τριακόσιοι αφού οι 22 λογοτέχνες μοιράστηκαν, όπως και τα αφιερώματα οπότε κάθε βραδιά είχε τον δικό της χαρακτήρα. Ας πούμε τριακόσιους λοιπόν σε μια πόλη που φλερτάρει με το εκατομμύριο κατοίκων και επαίρεται για το βάθος της ιστορίας της, το πολυπολιτισμικό του χαρακτήρα της και τις λαμπρές τριάδες των λογοτεχνών της. Έτσι κι αλλιώς λοιπόν, όλο το κοινό ήταν δείγμα πόσο μάλλον και οι υποδιαιρέσεις του. Για να μην πω και το γεγονός πως δεν ήταν λίγες οι κενές θέσεις. 

Τι προσφέρθηκε σ' αυτό το κοινό; Προσφέρθηκε λογοτεχνική αξία. Είκοσι δύο λογοτέχνες είχαν από οκτώ λεπτά στη διάθεσή τους για να διαβάσουν αποσπάσματα του έργου τους. Εδώ τα πρώτα σαρδόνια χαμόγελα: γιατί εικοσιδύο, γιατί οι συγκεκριμένοι εικοσιδύο, γιατί οκτώ λεπτά; Περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Θα επανέλθω σ' αυτό. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες λογοτέχνες και αφιερώματα σε τεθνεώτες συναδέλφους τους με την συνεπικουρία ανθρώπων του θεάτρου και της μουσικής. Ανάμεσα στους εικοσιδύο, άλλοι ήταν πολύ γνωστά ονόματα, άλλοι ήταν πολύ νέοι στο λογοτεχνικό χώρο, κάποιοι πολυγραφότατοι, άλλοι πιο φειδωλοί στην έκδοση του έργου τους. Όλοι όμως διαθέτοντες το μοναδικό επιτρεπτό τεκμήριο, αυτό της ποιότητας. Το οποίο διασφάλισε για λογαριασμό του κοινού η διοργάνωση αυτή καθαυτή. Και σ' αυτό θα επανέλθω. 

Ακούστηκαν ποιήματα, πεζά μέχρι και θεατρικό. Άλλοι διάβασαν με στόμφο, άλλοι με εμφανές τρακ, άλλοι με την σιγουριά της δύναμης των λέξεών τους, άλλοι με την αγωνία να αρέσουν οι λέξεις τους. Επειδή γράφω λογοτεχνία σημαίνει θέλω να διαβαστεί η λογοτεχνία μου. Εδώ βέβαια ακούστηκε. Και επειδή τριακόσιες ψυχούλες από κάτω ανέπνεαν στον ρυθμό των εικοσιδύο από πάνω, υπήρχε ένα ρεύμα επικοινωνίας. Μπορούσε ο καθένας να ανασάνει ικανοποιημένος μόλις γεύονταν την κατάλληλη λέξη. Προσωπικά το ένιωσα πολλές φορές κι ας μην έφτασα στο σημείο έκστασης που διέκρινα στα παρατεταμένα χειροκροτήματα και το, εφηβικής ψυχής, μπράβο-ξέσπασμα μιας κυρίας που έθεσε σε στιγμιαία αμηχανία τον λογοτέχνη-αποδέκτη.  

Επειδή στο λογοτεχνικό σινάφι δύσκολα βγαίνει μια καλή κουβέντα για τον άλλον.  
Επειδή πρέπει να τιμάται και να διευκολύνεται στο έργο του εκείνος που μπορεί να κάνει κάτι. Επειδή το εγώ μπορώ καλύτερα δεν ισχύει όταν κάτι το βλέπεις να το κάνει άλλος πριν από σένα.
Αν μπορούσες θα το είχες ήδη κάνει. Το μόνο που μπορείς είναι να το μιμηθείς και να το ευτελίσεις.
Και ερχόμαστε στο δεύτερο ερώτημα. 






Ποιος προσέφερε αυτό το λογοτεχνικό φορτίο στις τριακόσιες τόσες πλάτες; 
Μα αυτός που μπορούσε. Αν μια πόλη του ενός εκατομμυρίου ψυχών, του λαμπρού παρελθόντος της και των υπέροχων καλλιτεχνών της δεν είχε έναν Κορδομενίδη έπρεπε πάσει θυσία να τον δημιουργήσει. 
Επειδή ο Γιώργος δεν ξύπνησε μια μέρα και αναλογιζόμενος το πληκτικό εικοσιτετράωρο που τον περίμενε είπε "δεν στήνω ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ"; Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα. Πίσω του έχει άπειρες ώρες σχεδιασμού ενός λογοτεχνικού περιοδικού και ραδιοφωνικών εκπομπών. Έχει πίσω του υλοποίηση εκδηλώσεων. Έχει ανταλλάξει αλληλογραφία ή συνομιλία με εκατοντάδες λογοτέχνες. Έχει μπει στο πετσί της συναλλαγής (ναι, μην φοβάστε τη λέξη, δεν συναλλάσσονται μόνο λαμόγια, υπάρχει και τίμιο αλισβερίσι) με ιδιοφυΐες και ταλαντούχους και χαμάληδες της Τέχνης και έχει αναπτύξει το ένστικτο που θα τον προφυλάξει από τις κακοτοπιές. Αυτό του το ένστικτο μας έσωσε από τέτοιες κακοτοπιές (επάνοδος πρώτη). Η εμπειρία του και η συσσωρευμένη γνώση του τον οδήγησε σε συγκεκριμένες προσκλήσεις και εξ αυτών σε συγκεκριμένες συμμετοχές, ο αριθμός των οποίων δεν είναι μόνο συνάρτηση των λογοτεχνικών απαιτήσεων του Γιώργου και όλων μας αλλά και των οικονομικών δυνατοτήτων της διοργάνωσης. Το ένστικτό του είναι που έδωσε την ομορφιά του άγνωστου και του αναπάντεχου αφού δεν ζήτησε να δει εκ των προτέρων χειρόγραφα, ούτε έθεσε προαπαιτούμενα. Σε καλώ επειδή προφανώς σ' εκτιμώ. Διαβάζεις ό,τι επιθυμείς. Κι αν σκεφτείτε πως υπήρξε συμμετοχή με βιβλίο στο μακρινό 1997 και ισχνή παρουσία σε περιοδικά έκτοτε, τότε το ρίσκο του διοργανωτή αγγίζει τα όρια της ροπής προς χαρακίρι. Το ότι η συγκεκριμένη συμμετοχή απέσπασε ενθουσιώδη αποδοχή από το κοινό της βραδιάς εκείνης επιβεβαιώνει απλώς τον ισχυρισμό μου πως και το ένστικτο του διοργανωτή είναι προσόν και όχι γινάτι (επάνοδος δεύτερη). Βέβαια και το γινάτι ενίοτε είναι προσόν. 

Και περνάω στο τρίτο ερώτημα; Ποιος στάθηκε δίπλα στον διοργανωτή; Απαντώ, δυο τρεις φίλοι. Ενώ η πόλη ολάκερη, οι καλλικρατικοί δήμοι που την απαρτίζουν, οι ποικιλώνυμοι θεσμοί που την στεφανώνουν με τη δόξα τους, έμειναν στα δελτία τύπου, τα πριν της εκδήλωσης. Άλλη πληγή του Φαραώ της εποχής μας. Διαβάζεις πληθώρα δελτίων τύπου σε παραδοσιακά μέσα επικοινωνίας αλλά και σε νέα, διαδικτυακά που σε προετοιμάζουν για μια εκδήλωση και μετά τίποτε. Σαν την κυρία Τίποτε (κυρία Νίχιλ) του Γιώργου Χρονά της πρώτης βραδιάς. Αντί να σπρώχνονται μεταξύ τους όλοι αυτοί οι θεσμικοί παράγοντες για να εξασφαλίσουν την προσφορά υπηρεσιών από τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αυτοί κρύβονται από γραφείου εις γραφείον και αφήνουν το μοναδικό φεστιβάλ λογοτεχνίας να φέρνει στα όρια της αντοχής του τον άνθρωπο που το εμπνεύστηκε και μπορεί να του δώσει σάρκα και πνοή. Γιατί μην έχετε καμία αμφιβολία, πως αν ο Γιώργος αντέξει καναδυό χρονιές ακόμη τότε θα δείτε να ξεφυτρώνουν καμπόσοι "εγώ μπορώ καλύτερα" και θα βρεθούν και τα κατάλληλα κονδύλια της ντροπής για τα νέα φυντάνια. 

Κλείνω. Οι εικοσιδύο λογοτέχνες που συμμετείχαν ήταν λουλούδια που άνθισαν. Οι θεατράνθρωποι και οι μουσικάνθρωποι που τους στάθηκαν ήταν οι ξεχωριστές ρίζες που φροντίζει ο καθένας σε μια γωνιά του κήπου του. Οι τριακόσιοι του Άνετον ήταν οι μέλισσες που τρύγησαν την γύρι τους Δεκεμβριάτικα. Κι ο ένας και μοναδικός επίμονος κηπουρός αξίζει την καλή κουβέντα από εκείνους που τους έκανε να χαρούν και την αρωγή από εκείνους που εκλέγονται για να κάνουν την ζωή των εκλεκτόρων τους καλλίτερη.  

Μακάρι κάποιος άλλος να τα πει καλλίτερα. Και του χρόνου, λέω.