Σάββατο, Μαΐου 31, 2008

Η αρχή του "Δρόμου" ήταν "Ο Σταύρακας ηγάπησεν"

Μια μεγάλη παρέα σχηματίστηκε κι ετοιμάζεται να ανεβάσει ένα θεατρικό έργο (Ο δρόμος)που μιλάει για τους σημερινούς πενηντάρηδες και την εφηβεία τους στα χρόνια του εβδομήντα. Το τόλμημα είναι μεγάλο. Πάντως οι πρόβες ξεκίνησαν εδώ και καιρό. Υλικό από την πορεία του έργου υπάρχει στο ομώνυμο blog. Γίνονται πολλές κουβέντες για το μέλλον της ομάδας και την προοπτική μιας μονιμότερης παρουσίας στο χώρο των Δυτικών Συνοικιών της Θεσσαλονίκης.
Οπότε, καλό είναι σ' αυτό το σημείο να γυρίσουμε το χρόνο πίσω, στο 2001 για να δούμε πώς ξεκίνησαν όλα. Πώς οι μνήμες δεν γυρίζουν πίσω σαν νοσταλγία αλλά ξεσηκώνονται σαν ξεκίνημα. Ξεκίνημα στα πενήντα; Ναι, γιατί όχι;

Σάββατο, Μαΐου 17, 2008

Ποιον αφορά η ιστορία των δυτικών συνοικιών Θεσσαλονίκης;

Το πρώτο βιβλίο που εκδόθηκε στις Δυτικές Συνοικίες της Θεσσαλονίκης σχετικό με την ιστορία, είναι το δικό μου "Λεμπέτ", έκδοση της "Άλλης Πλευράς", το 1993. Η "Άλλη Πλευρά" ήταν μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρία που έκανε κάποια σημαντικά πράγματα από το 1991 μέχρι το 1993. Ίσως μιαν άλλη φορά να καταγράψω τη σύντομη δράση της. Το "Λεμπέτ" λοιπόν ήταν το πρώτο βιβλιαράκι που έθιγε ένα ζήτημα τοπικής ιστορίας, την προέλευση του τοπωνυμίου αυτού. Άνοιξε έναν δρόμο πριν δεκαπέντε χρόνια.
Στα τέλη του 1996 είχε τυπωθεί και το βιβλίο μου "Από το Βαρδάρι ως το Δερβένι" από τις εκδόσεις Ζήτρος, αν και στον κολοφώνα του έγραφε πως τυπώθηκε το 1997. Ήταν μια κίνηση του εκδότη, σε περίπτωση που το έβαζε στην εκδοτική σειρά της "Θεσσαλονίκης Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 1997". Κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ, ούτε το επεδίωξε ο Ζήτρος. Ήταν ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε με τον κλασικό τρόπο: από τον ιδιώτη εκδότη στα βιβλιοπωλεία. Θέμα του είναι η καταγραφή της ιστορίας της εκτός των τειχών δυτικής Θεσσαλονίκης, μέχρι το 1919. Λίγο πριν καταφθάσουν στην περιοχή οι πρόσφυγες του 1922 και της προσδώσουν τη φυσιογνωμία που έχει μέχρι και σήμερα.



Την ίδια περίοδο βγήκαν ακόμα δύο βιβλία, τα οποία όμως χρηματοδοτήθηκαν από τον Οργανισμό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας παρόλο που ήταν καθαρά δημοτικές εκδόσεις.
Σημασία έχει πως είναι σημαντικά βιβλία, τα οποία προφανώς γράφονταν τον ίδιο περίπου καιρό με το "Δερβένι".

Δήμος Νεάπολης: Αν ψάξει κανείς τώρα στην ιστοσελίδα του Δήμου Νεάπολης δεν θα βρει τίποτε σχετικό με την τοπική ιστορία. Τουλάχιστον δεν βρήκα εγώ ψάχνοντας. Αν υπάρχει κάτι, θα είναι καλά κρυμμένο.
Το 1996, από τις 24 Νοεμβρίου μέχρι 1 Δεκεμβρίου, ο Δήμος Νεάπολης έστησε μια εβδομάδα μνήμης, στα πλαίσια της οποίας συγκεντρώθηκε το υλικό που συγκρότησε το βιβλίο "1946-1996, 50 χρόνια Δήμος Νεάπολης". Το βιβλίο γράφει ως έτος έκδοσης το 1996 και αναφέρει ως χορηγούς το Υπουργείο Πολιτισμού, την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, τη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης "Θεσσαλονίκη 1997". Το ερευνητικό φορτίο το ανέλαβε ο Jose Rondriguez.
Το βιβλίο έχει πλούσιο φωτογραφικό υλικό και είναι επαρκώς τεκμηριωμένο.



Δήμος Ελευθερίου-Κορδελιού: Η αναφορά στην ιστορία του, στην ιστοσελίδα του ίδιου του Δήμου, είναι ισχνή και αποκαρδιωτική. Κάποια στοιχεία που παρατίθενται, μένουν μετέωρα και ατεκμηρίωτα. Τα στοιχεία αυτά αναπαράγονται και σε κάποιες ιστοσελίδες σχολείων κάνοντας την εικόνα τραγική. Καμία αναφορά σε ιστορική έρευνα και σε συγκεκριμμένους ερευνητές.
Και να φανταστεί κανείς πως υπάρχει ένα βιβλίο που εκδόθηκε από το Δήμο στα πλαίσια του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 1997, γραμμένο από σοβαρό ερευνητή και άνθρωπο που διετέλεσε και αντιδήμαρχος. Ο Περικλής Βακουφάρης έκανε μια σημαντική έρευνα και τα τεκμήριά της, απλόχερα, τα δημοσίευσε στο βιβλίο του με τίτλο "Ελευθέρια-Ν. Κορδελιό, πατρίδες τότε και τώρα". Έτσι στο βιβλίο βρίσκει κανείς δημοσιεύματα της "Εφημερίδας των Βαλκανίων" μεταξύ των ετών 1922-1930 και τη μετάφραση του οθωμανικού κτηματολογίου μιας περιοχής που σχεδόν καλύπτει τη συνολική έκταση στην οποία αναπτύχθηκαν οι Δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης.



Ένα εκπληκτικό βιβλίο το οποίο τυπώθηκε το Σεπτέμβριο του 1997 και εκδόθηκε από τις εκδ. Μακεδνός με τη συνεργασία του Οργανισμού "Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997". Όλος ο σχεδιασμός όμως δείχνει πως πρόκειται για έκδοση του Δήμου Ελευθερίου-Κορδελιού. Στα περιεχόμενα γίνεται λόγος για "Προοίμιο Πολιτιστικής Πρωτεύουσας" το οποίο δεν υπάρχει πουθενά στο βιβλίο. Στη θέση του, ως πρώτο κείμενο βρίσκεται η, τότε, σύνθεση του Δημοτικού Συμβουλίου Ελευθερίου-Κορδελιού για να ακολουθήσει ο "πρόλογος δημάρχου" μετά φωτογραφίας, παρακαλώ!

Τα πρώτα βήματα έγιναν. Τη σκυτάλη πήρε ο Δήμος Αμπελοκήπων. Όχι με το βιβλίο που παρουσιάζεται στην ιστοσελίδα του και για το οποίο έγραψα πως ελέγχεται για την δεοντολογία που τήρησε και την ερευνητική του ομάδα που μένει στην αφάνεια. Ο Δήμος αυτός νωρίτερα, το 1998, είχε βγάλει ένα πολύ σημαντικό βιβλίο.

Δήμος Αμπελοκήπων: Όπως ο Δήμος Νεάπολης ανέθεσε στον Jose Rondriguez να κάνει την έρευνα για την ιστορία της περιοχής, έτσι και ο Δήμος Αμπελοκήπων απευθύνθηκε στον Ευάγγελο Χεκίμογλου. Καρπός της έρευνας το βιβλίο "Οι Αμπελόκηποι έχουν ιστορία" που εκδόθηκε από το Δήμο Αμπελοκήπων και τις εκδόσεις Ιανός το 1998. Μια πολύ καλή εργασία η οποία έλαβε υπόψιν της και τα ήδη εκδοθέντα βιβλία (Το "Από το Βαρδάρι ως το Δερβένι" και το "Ελευθέρια-Ν. Κορδελιό, πατρίδες τότε και τώρα"). Σημαντική είναι η συμβολή του βιβλίου αυτού στην Ιστορία των Δυτικών Συνοικιών της Θεσσαλονίκης καθώς ο συγγραφέας του επιχειρεί την ταύτιση των περιοχών του οθωμανικού κτηματολογίου που δημοσιεύτηκε από τον Περικλή Βακουφάρη με σημερινές τοποθεσίες.

Δήμος Σταυρούπολης: Επισήμως ο Δήμος αυτός βγάζει βιβλία τοπικής ιστορίας στα πλαίσια του Ιστορικού του αρχείου το 2001 και το 2002. Στην ιστοσελίδα του υπάρχει αναφορά στο Ιστορικό αρχείο και τις εκδόσεις του.


Δήμος Πολίχνης: Το 2006 βγαίνει το βιβλίο του πρωτοπρεσβύτερου Αναστασίου Π. Παρούτογλου. Δεν αναφέρεται πουθενά στην ιστοσελίδα του Δήμου Πολίχνης. Στο βιβλίο δεν υπάρχει πουθενά χρονολογική σήμανση. Έχει αριθμό ISBN με τον οποίο δεν βρήκα άκρη στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Ως εκδότης αναφέρεται ο Δήμος Πολίχνης (υπάρχει η καθιερωμένη σελίδα του δημάρχου) με χορηγό το Υπουργείο Πολιτισμού. Αναφέρονται και οι εκδόσεις Αιγαίο. Ο τρόπος που χειρίζεται τις πηγές του είναι λιγάκι προβληματικός. Παραπέμπει κατευθείαν στην πρωτογενή πηγή όταν είναι προφανές πως το στοιχείο το "δανείστηκε" από άλλον ερευνητή που προηγήθηκε. Ονόματα δε λέμε μην μας πουν και παραπονιάρηδες.





Όπως γίνεται φανερό, οι ιστοσελίδες των Δήμων δεν γνωρίζουν από τοπική ιστορία. Αγνοούν σημαντικά βιβλία. Υπάρχουν και οι Δήμοι που δεν έχουν εκδόσει ακόμα κάτι. Για τη Μενεμένη δεν έχω καμία πληροφορία για έκδοση. Στην ιστοσελίδα της αναφέρονται λίγα ιστορικά στοιχεία με πηγή την έκδοση για τα 2300 χρόνια της Θεσσαλονίκης. Ο Δήμος Ευόσμου έχει έναν ικανό άνθρωπο στο Ιστορικό του αρχείο, ο οποίος έχει συγκεντρώσει σημαντικό υλικό που δεν βγήκε ακόμα σε βιβλίο, ενώ κι αυτόν η ιστοσελίδα του Δήμου του τον αδικεί με τη φτώχια της. Το μοναδικό βιβλίο που γνωρίζω και που έχει μια ιδιαίτερη αξία είναι το "Προσφυγικός Ελληνισμός". Είναι μια έκδοση του 2ου ΤΕΛ Ευόσμου του 1995. Αποπειράται μια συνολική παρουσίαση της εικόνας των Δυτικών συνοικιών και έχει πολλές αφηγήσεις προσφύγων και κατοίκων του Ευόσμου. Καλύπτει δηλαδή ένα κενό στον τομέα "Μαρτυρίες".


Στους Αμπελόκηπους ξεκίνησε και μια σοβαρή προσπάθεια εκτός Δήμου για τη συγκρότηση Κέντρου Ιστορίας. Ο Δήμος Ευκαρπίας είναι νεοσύστατος Δήμος. Γνωρίζω ότι από το 2006 υπάρχει μια έκδοση με πρωτοβουλία του συλλόγου των Μικρασιατών, αλλά δεν το έχω. Πρόσφατα ένα δημοσίευμα έκανε λόγο για ένα λεύκωμα των μαθητών του Γυμνασίου Ευκαρπίας ("Ευκαρπία, η καρδιά μας μεθάει με τις αναμνήσεις σου...), το οποίο ο δήμαρχος το χαρακτήρισε "στολίδι". Η Ε΄ ΕΛΜΕ, η συνδικαλιστική οργάνωση των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης προετοιμάζει μια εκδήλωση για την ιστορία των Δυτικών Συνοικιών της Θεσσαλονίκης. Ας ξεκινήσει λοιπόν μια κουβέντα για την τοπική ιστορία.

Κυριακή, Μαΐου 11, 2008

Συνέντευξη στη Μακεδονία για το Ενδοσκεληδόν


ΒΙΒΛΙΟ Λογοτεχνικές σελίδες μοτοσικλέτας

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ενδοσκεληδόν, ανθολογία έργων της ελληνικής λογοτεχνίας με ήρωες μοτοσικλέτες και μοτοσικλετιστές» από τις εκδόσεις Ζήτρος.

Συνέντευξη: Στέλιος Κούκος

Ο συγγραφέας Σπύρος Λαζαρίδης, που έκανε την ανθολογία, ξέρει τόσο από μοτοσικλέτες όσο και από λογοτεχνία. Τρανή απόδειξη και το λοιπό του συγγραφικό έργο, που βεβαίως δεν εξαντλείται στο συγκεκριμένο θέμα. Μαζί του όμως μιλήσαμε για αυτό το ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο.
Αρκετά χρόνια μετά τη μελέτη του «Η μοτοσικλέτα στην ελληνική λογοτεχνία» (εκδόσεις Διαγωνίου 1986, Ζήτρος 1998), ο Σπύρος Λαζαρίδης μάς προσφέρει ακόμη ένα ενδιαφέρον βιβλίο με το ίδιο θέμα. Θα πρέπει εξαρχής να διευκρινίσουμε πως η έκφραση «ενδοσκεληδόν» ανήκει στον λογοτέχνη Στράτη Μυριβήλη, που κι αυτός όπως και πολλοί άλλοι, παλαιότεροι και νεότεροι, ανθολογείται στον εν λόγω τόμο. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, από τα οποία το πρώτο περιλαμβάνει την ποίηση και το δεύτερο την πεζογραφία. Η πλούσια αυτή ανθολογία φιλοξενεί ακόμη και κείμενα τα οποία καταφέρονται κατά της μοτοσικλέτας. Όσο για τον Στράτη Μυριβήλη, εσείς πού θα τον κατατάσσατε; Στους φίλους του «σπορ» ή σ’ αυτούς που το απεχθάνονται; Η λύση στην ιδιαίτερα διαφωτιστική συζήτηση που είχαμε με τον Σπύρο Λαζαρίδη.


Φαντάζομαι ότι χρειάζονται δύο αγάπες (λογοτεχνία και μοτοσικλέτα) για την ενασχόληση με το θέμα του βιβλίου σας... Αγαπώ τη λογοτεχνία και λατρεύω τη μοτοσικλέτα, μα δε νομίζω πως είναι απαραίτητος αυτός ο συνδυασμός για να γίνει σωστά μια ερευνητική δουλειά. Προέχει η αγάπη για τη γραφή την ίδια και η ιδιαίτερη κλίση στην έρευνα. Με ενθουσιάζει η ιδέα να ψάχνω. Αν και έχω δύο -για την ώρα- ενεργά ερευνητικά πεδία (την παρουσία της μοτοσικλέτας στην ελληνική λογοτεχνία και την ιστορία των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης), δεν δίστασα να ανταποκριθώ στην πρόσκληση του περιοδικού «Η λέξη» και δημοσίευσα το καλοκαίρι του 2000 μια μελέτη για την παρουσία του αυτοκινήτου στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης. Πάντως η ύπαρξη και της αγάπης προς το αντικείμενο της έρευνας φορτώνει με ιδιαίτερη ευθύνη τον ερευνητή, αφού δεν πρέπει να λειτουργήσει ως ερωτευμένος έφηβος (στιλ: υμνώ και καταδικάζω με ευκολία) αλλά ως έμπειρος μάστορας (στιλ: κατατάσσω και επιλέγω με περίσκεψη).
Πώς ξεκίνησε αυτό το ταξίδι; Ένα παιδικό μου απωθημένο ήταν το ποδήλατο. Δεν το απέκτησα ποτέ αλλά και δεν το απαίτησα ποτέ από τους γονείς μου. Μια, μάλλον εν τη ρύμη του λόγου, υπόσχεση από κάποιον θείο μετανάστη στη Γερμανία μ’ έκανε να στήνομαι για μερικά χρόνια στην πλατεία του χωριού μου και να περιμένω τον εισπράκτορα του λεωφορείου να κατεβάσει το περιπόθητο δέμα. Τέτοιο δέμα δεν κατέβηκε ποτέ. Στη Θεσσαλονίκη που ήρθαμε, βολευόμουν με ενοικιαζόμενα ποδήλατα, ώσπου στον στρατό (25άρης πια λόγω της αναβολής λόγω σπουδών) ανακαλύπτω πως στο πλαίσιο της εκπαίδευσης στην ειδικότητα που μου ’λαχε ήταν και η οδήγηση μοτοσικλέτας. Norton 750, παρακαλώ. Να την πετρελαιώνω για να την καθαρίζω, να την τσουλάω σιγά σιγά, να βγαίνουμε μετά πορεία οι εκπαιδευόμενοι Ελληνικό - Σούνιο, να βλέπω τους έμπειρους οδηγούς με τις ολοκαίνουργιες Suzuki ν’ αναλαμβάνουν αποστολές... πολύ θέλει; Κάποια χρήματα που είχα στην άκρη για ν’ ανοίξω μετά τον στρατό φροντιστήριο έγιναν Yamaha XS 400 και μ’ αυτήν πορεύτηκα για περίπου είκοσι χρόνια. Δύο χρόνια πριν την αγοράσω, είχα δημοσιεύσει και τα πρώτα μου ποιήματα στο περιοδικό «Διαγώνιος», το 1982. Φαίνεται παράξενο, αλλά κι αυτά από μια απογοήτευση ξεκίνησαν. Ερωτική, βεβαίως. Κι όταν το πήρα απόφαση πως το γράψιμο μ’ ενδιαφέρει ανεξαρτήτως ερωτικών επιτυχιών ή αποτυχιών και πως ήταν πολύ σωστή η συμβουλή του Ντίνου Χριστιανόπουλου ν’ ασκούμαι στη γραφή («γιατί η Τέχνη είναι πολύ αριστοκράτισσα κι όταν αποφασίσει να σ’ επισκεφτεί πρέπει να είσαι έτοιμος να την δεχτείς», μας μετέφερε με δικά του λόγια την άποψη του Καβάφη για την τέχνη και την άσκηση εκεί στο εντευκτήριο της «Διαγωνίου»), έβαλα μπροστά μου το θέμα «η μοτοσικλέτα στην ελληνική λογοτεχνία» χωρίς να γνώριζα τότε πού θα με οδηγούσε.
Τι σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση στις αναφορές των λογοτεχνών; Μεταξύ 1983 και 1984 άρχισα να ψάχνω το θέμα αυτό. Ήμουν στην Αθήνα υπηρετώντας τη θητεία μου. Συμμετείχα σε κάποιες συναντήσεις μοτοσικλετιστών και έβλεπα τον ειδικό Τύπο να ξεκινάει τα πρώτα του βήματα. Έτσι νόμιζα τότε, τώρα γνωρίζω πως υπήρχαν περιοδικά για τη μοτοσικλέτα πολύ πριν τ’ ανακαλύψω εγώ. Σημασία πάντως είχε πως υπήρχε κάτι που δεν μ’ άρεσε. Ούτε οι υπερβολές που δημοσιεύονταν στις καθημερινές εφημερίδες για τις σκοτώστρες με τις δύο ρόδες, ούτε οι άπειρες αναφορές σε τεχνικά χαρακτηριστικά των κινητήρων, των πλαισίων, των ελαστικών και των τρόπων οδήγησης, λες και όλοι έπρεπε να κρύβουμε έναν μηχανικό κι έναν οδηγό αγώνων μέσα μας για να χαρούμε τη μοτοσικλέτα μας. Οι λογοτέχνες θα είναι πιο ευαίσθητοι και πιο προσεκτικοί, σκεφτόμουν και έψαχνα. Και όσο έψαχνα τόσο έβρισκα τα ίδια στερεότυπα που περνούσαν αβασάνιστα από την κοινωνία στη λογοτεχνία. Αυτό, αντί να με απογοητεύσει και να τα παρατήσω, μ’ έκανε να εντείνω την έρευνα. Έτσι, βρέθηκαν έργα που αντιμετωπίζουν και τη μοτοσικλέτα ως λογοτεχνικό ήρωα κι αυτό ήταν το πρώτο βήμα για να βρεθούν και έργα που σέβονταν τον ήρωά τους, τη μοτοσικλέτα δηλαδή, και δεν την έβαζαν να σουζάρει ακατάσχετα και να σκοτώνει, ντε και καλά, τον αναβάτη της. Ώσπου έφτασα και σε κείμενα-εκπλήξεις για την ευαισθησία τους και την πληρότητά τους σε λογοτεχνικό φορτίο, χωρίς αυτό να σημαίνει και ταύτιση με τους λογοτεχνικούς ήρωες. Καταπληκτικά διηγήματα, που υπάρχουν στην ανθολογία, έχουν για πρωταγωνιστές άτομα όχι κατ’ ανάγκην ελκυστικά. Αλλά γι’ αυτό είναι όμορφη η λογοτεχνία. Μιλάει όμορφα και για τα όμορφα και για τα άσχημα. Και για το καλό και για το κακό.
Υπάρχει διαφορά στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τις μηχανές οι παλαιότεροι λογοτέχνες από τους νεότερους; Ναι, υπάρχει. Πολλοί από τους νεότερους λογοτέχνες (και των δύο φύλων) είναι οι ίδιοι μοτοσικλετιστές. Αυτό τους παρέχει και το στοιχείο τής εκ των ένδον γνώσης του μικρόκοσμου της μοτοσικλέτας, κάτι το οποίο βρίσκει τρόπο και αντανακλάται στη γραφή τους. Οι παλιότεροι μόνο έβλεπαν, ίσως και κάποιοι να ανέβηκαν συνεπιβάτες. Αλλά φυσικά δεν είναι προϋπόθεση η οδήγηση μοτοσικλέτας για τη συγγραφή ενός έργου με ήρωα τη μοτοσικλέτα ή τον μοτοσικλετιστή. Το λογοτεχνικό φίλτρο είναι αυτό που έχει τον τελικό λόγο. Το κοινωνικό φαινόμενο «οδήγηση μοτοσικλέτας» αλλιώς φιλτράρεται σε κείμενα της δεκαετίας του 1960, αλλιώς σε κείμενα της δεκαετίας του 1970 κι αλλιώς σήμερα. Και βέβαια αλλιώς το αποτυπώνει στη λογοτεχνία του ένας ταλαντούχος λογοτέχνης κι αλλιώς ένας λιγότερο ικανός. Η λογοτεχνική επάρκεια είναι πιο σημαντικός παράγοντας από την οδηγητική εμπειρία για να γράψει κανείς ένα καλό κείμενο με ήρωα μια μοτοσικλέτα ή έναν μοτοσικλετιστή. Από την άλλη μεριά όμως ο μοτοσικλετιστής που γράφει μπορεί ν’ αφήσει ένα ίχνος στο έργο του το οποίο δεν θα μπορούσε εύκολα ν’ αφήσει ένας άλλος.
Και πού μπορούμε να πούμε ότι συγκλίνουν παλιοί και νέοι; Συγκλίνουν στο λογοτεχνικό αποτέλεσμα. Η καλή λογοτεχνία είναι καλή είτε αυτός που την έγραψε έχει και οδηγά μοτοσικλέτα είτε τη φοβάται όπως ο διάολος το λιβάνι, είτε ανήκει σε παλιότερες γενιές είτε ζει στο σήμερα.
Ποιος λογοτέχνης πιστεύετε πως είναι κατ’ εξοχήν μηχανόβιος; Αρκεί να μπορεί κανείς να ορίσει την έννοια «μηχανόβιος» και, το κυριότερο, να καταλαβαίνουμε όλοι το ίδιο πράγμα όταν ακούμε αυτή τη λέξη. Άλλο πράγμα ο «μοτοσικλετιστής», άλλο ο «οδηγός μοτοσικλέτας», άλλο ο «μηχανόβιος». Δεν γνωρίζω την προσωπική ζωή όλων των λογοτεχνών, των οποίων ανθολόγησα έργα, για να τους κατατάξω ανάλογα. Ούτε θα ήταν σωστό κάτι τέτοιο. Τους λογοτεχνικούς ήρωες, ναι, θα μπορούσε να τους κατατάξει κανείς. Αυτό φάνηκε στη μελέτη μου «Η μοτοσικλέτα στη ελληνική λογοτεχνία» και φαίνεται επίσης και στην ανθολογία «Ενδοσκεληδόν». Γνωρίζοντας σχεδόν ολόκληρο το λογοτεχνικό έργο όσων ανθολογούνται στο βιβλίο μου, μπορώ να πω με σιγουριά πως κανέναν δεν τον ενδιαφέρει να καταγραφεί ως «μηχανόβιος λογοτέχνης» ή «μοτοσικλετιστής λογοτέχνης» αλλά ως «λογοτέχνης», σκέτο.
Μπορούμε να χωρίσουμε τους λογοτέχνες της ανθολογίας σ’ αυτούς που βλέπουν τον κόσμο από τη σέλα της μοτοσικλέτας και σ’ αυτούς που βλέπουν τις μηχανές να περνούν; Μερικοί το δηλώνουν ευθαρσώς. Ο Γιώργος Ιωάννου βλέπει τις μοτοσικλέτες από το πεζοδρόμιο. Ο Γιάννης Ζουγανέλης βλέπει, στα αποσπάσματα που ανθολογούνται, από τη σέλα της μοτοσικλέτας του. Η Έλσα Χίου με τα αισθαντικότατα πεζά της δεν γνωρίζω αν ανέβηκε ποτέ ή αν είχε μοτοσικλέτα στην πραγματικότητα. Δεν έχει απολύτως καμία σημασία να προσπαθήσω να κάνω έναν τέτοιο διαχωρισμό. Πάντως κάποιοι συγγραφείς επιλέγουν το τρίτο πρόσωπο στην αφήγηση και κάποιοι το πρώτο - χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτε απολύτως. Ο Δημήτρης Παπανδρέου υπήρξε οδηγός αγώνων μοτοσικλέτας και εκδότης μοτοσικλετιστικού περιοδικού αλλά γράφει σε τρίτο πρόσωπο το εκπληκτικό διήγημά του «Ο Γάτος». Η μοτοσικλετιστική του ιδιότητα προφανώς έντυσε με μιαν ιδιαίτερη αύρα το διήγημα, μα αυτή η αύρα γίνεται διακριτή διαβάζοντας το κείμενο αυτό καθεαυτό και όχι γνωρίζοντας την ιδιότητα του συγγραφέα του.
Επειδή αγαπάτε τις μηχανές, στενοχωρηθήκατε επειδή έπρεπε να ανθολογήσετε και κάποιο κείμενο που μιλά άσχημα για μηχανές και μοτοσικλετιστές; Χάρηκα αφάνταστα όταν βρήκα όμορφα λογοτεχνικά κείμενα που απορρίπτουν τη μοτοσικλέτα. Δυστυχώς είναι λίγα, αν και με πολύ βαριές υπογραφές. Στράτης Μυριβήλης, Ζωή Καρέλλη, Βασίλης Βασιλικός και άλλοι καταθέτουν υπέροχα κείμενα και διατυπώνουν την αποστροφή τους προς τη μοτοσικλέτα. Δεν προσπαθώ να δικαιώσω τη μοτοσικλέτα. Ανιχνεύω την παρουσία της στην ελληνική λογοτεχνία και προτείνω, μ’ αυτή την ανθολογία, έναν τρόπο ανάγνωσης όσων κειμένων έχουν για ήρωά τους τη μοτοσικλέτα ή τον μοτοσικλετιστή.
Υπάρχει πιθανότητα κάποιος που δεν έχει σχέση με τις μηχανές να τις αγαπήσει μετά την ανάγνωση του βιβλίου και να αρχίσει τα... γκάζια και τις σούζες; Δεν νομίζω ότι το βιβλίο από μόνο του μπορεί να κάνει κάποιον να θελήσει να αποκτήσει μοτοσικλέτα. Πολύ περισσότερο να τον κάνει «γκαζάκια» και «σουζάκια». Αυτό όμως που δεν θα ήθελα με τίποτε να συμβεί είναι να αποκλειστεί το βιβλίο από τους αναγνώστες της «λογοτεχνίας γενικά» επειδή έχει για αντικείμενό του ένα ειδικό θέμα. Όπως ακριβώς μια ανθολογία με ήρωες παραβατικούς και περιθωριακούς χαρακτήρες δεν απευθύνεται μόνο σ’ αυτούς (ή καλύτερα, καθόλου σ’ αυτούς) αλλά σε όλους τους αναγνώστες της λογοτεχνίας, έτσι κι αυτή η θεματική ανθολογία απευθύνεται σε όλους, επειδή θεωρώ ότι το θέμα είναι αυτό που επιτρέπει τη συγκατοίκηση λογοτεχνών από διαφορετικές γενιές και νοοτροπίες αναδεικνύοντας τη λογοτεχνική αξία των έργων, σε πείσμα όσων γοητεύονται μόνο από καθιερωμένα και μεγάλα ονόματα.
Υπάρχει και η περίπτωση το βιβλίο να βοηθήσει κάποιον μηχανόβιο να αγαπήσει τη λογοτεχνία; Ναι, αυτό είναι πιο εύκολο. Να πλησιάσει κάποιος το βιβλίο λόγω θέματος και να βρεθεί μπροστά στη μαγεία της λογοτεχνίας. Πολύ θα το ήθελα.
Μήπως θα ασχοληθείτε και με άλλες σχετικές μελέτες, όπως μοτοσικλέτα και κινηματογράφος; Δεν κρύβω ότι ενημερώνω ένα σχετικό αρχείο με έργα κάθε μορφής τέχνης που έχουν σχέση με τη μοτοσικλέτα, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι θα προκύψει κάτι σχετικό.
Ετοιμάζετε κάτι άλλο; Περίμενα πολύ καιρό για αυτό το βιβλίο και δεν μπορώ να σκεφτώ τώρα για κάτι άλλο. Αν θεωρηθεί ότι ο κύκλος «μοτοσικλέτα» κλείνει με την ανθολογία, ο κύκλος «ιστορία των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης» περιμένει τον μεσοπόλεμο. Η προηγούμενη μελέτη μου «Από το Βαρδάρι ως το Δερβένι» είχε χρονολογικό όριο το 1919. Η μελέτη της περιόδου του μεσοπολέμου είναι μια εργασία σε εξέλιξη. Περιμένω, επίσης, στα τέλη του φθινοπώρου το ανέβασμα του δεύτερου θεατρικού μου έργου. Τίτλος του «Ο δρόμος» και θέμα του οι σημερινοί πενηντάρηδες και τα φαντάσματα της εφηβείας τους στη δεκαετία του 1970. Οι συντελεστές του έργου είναι φίλοι από τα παλιά: παιδιά που στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 δραστηριοποιήθηκαν σε συνοικιακούς συλλόγους και πνευματικά κέντρα και ξαναβρίσκονται τώρα που τα δικά τους παιδιά βγαίνουν στο μεϊντάνι.



ΥΓ
Ευχαριστίες στο Σ.Κ. και στο Γ.Σ. Το κείμενο της συνέντευξης βρίσκεται και στον ιστότοπο της εφημερίδας Μακεδονία. Κρατήθηκε η ορθογραφία της εφημερίδας, αν κι εμένα μου αρέσει η μοτοσυκλέτα με ύψιλον.