Κυριακή, Οκτωβρίου 29, 2006

Μιραμπέλ



Πριν τέσσερα χρόνια (7/9/2002), για τις ανάγκες μιας θεατρικής παράστασης, μεταποίησα ένα όμορφο διήγημα (Ρενέ Αβιλές Φαβίλα, Η Μιραμπέλ, διήγημα, μετάφραση Τερέσα Καστινέιρα, περ. Χάρτης, αρ. 24, Αθήνα, Μάιος 1987) σε μπαλάντα. Η παράσταση ανέβηκε μία και μοναδική φορά, η μπαλάντα τραγουδήθηκε πολύ όμορφα. Η εικόνα που λάμπει στην οθόνη, ξεσηκώθηκε από την εφημερίδα Καθημερινή (11/8/2002) από κείμενο για μία έκθεση, χωρίς αναφορά στον καλλιτέχνη δυστυχώς και κοσμούσε την πρόσκληση για την παράσταση. Τίτλος της παράστασης, στίχος της Κικής Δημουλά: Σκύβοντας, ουρανό ατένιζα. Θέμα της και υλικό της, κείμενα που μιλάνε για γυναίκες. Μια από τις γυναίκες, η άτυχη Μιραμπέλ.
Γίνονται στα blogs αφιερώσεις; Αν γίνονται, τότε αφιερωμένο στη magica

Ι
Ήτανε μάγισσα, το ήξερα καλά
ας πέθαινε, μα ήθελα γερό χαρτί να έχω
ήταν κακότροπο παιδί του Σατανά
κι εγώ το νόμο του Θεού καλά κατέχω.

Με τράβηξε η σπάνιά της ομορφιά
με βύθισε στον έρωτά της με απάτη
έριχνε σκόνη στον καφέ για σιγουριά
και στο λαιμό για φυλαχτό είχε ’να μάτι.
Δεν έφαγα της Μιραμπέλ το φαγητό
ανθρώπων κόκαλα και βάτραχων το αίμα
και αν υπέκυψα στον πόθο τον ερωτικό
οι ουσίες φταίγανε και το κακόβουλο το πνεύμα.

Είδα ταινίες με βρικόλακες στοιχειά
σπούδασα τρόμο στων βιβλίων το χαρτί,
βρήκα απάντηση, σωστή όσο καμιά:
στα μάγια, όπλα, ο σταυρός και το σπαθί.

ΙΙ
Έπρεπε κάποτε με όλα να τελειώσω
ήθελα μόνο την κατάλληλη στιγμή
έβρεχε κι ήξερα πως πρέπει να σκοτώσω
παντού βασίλευε μια νεκρική σιωπή.
Γύρω στις δώδεκα έκανα πως κοιμόμουν
ήρθε μ’ ακούμπησε και είπε τ’ όνομά μου
δεν της απάντησα και όπως το φοβόμουν
αποτραβήχτηκε αργά από σιμά μου.
Απ’ την κουζίνα ήρθανε οι μυρωδιές
η Μιραμπέλ πάνω στη χύτρα ανταριασμένη
με μάτια κόκκινα και με διαολοπροσευχές
ετοίμαζε φαρμάκια η κολασμένη.
Στα χρόνια μας δεν γίνεται να δικαστεί
και ούτε να καεί σαν μάγισσα μεσ’ στην πλατεία
εμένα έστειλε ο Θεός για δικαστή
να καθαρίσω απ’ τη βρωμιά την κοινωνία.
Κουράγιο μάζεψα και, ναι τ’ ομολογώ
ο φόβος πέτρωνε το νου και την καρδιά μου
πήρα το όπλο το βαρύ και το παλιό
και το εγύρισα προς την διαόλισσά μου.
Να πεθάνεις εις το όνομα του Θεού
φώναξα, πέθανε πια κακούργο τέρας
κι άδειασα πάνω της φυσίγγια κυνηγιού
κι άδειασα πάνω της τον ήλιο της ημέρας.
Το μόνο που άκουσα ήτανε μια κραυγή
κι όλα σταμάτησαν γύρω μου να κινούνται
περίμενα μ’ όλη μου την υπομονή
αερικά να ’ρθουν και φλόγες να αιωρούνται.
Τίποτε δεν συνέβηκε ποτέ
η μάγισσά μου ήταν ένα πτώμα
κι όταν με βρήκαν αστυνόμοι, δικασταί
στην ίδια στάση ήμουν και περίμενα ακόμα.

ΙΙΙ
Δεν ήταν μάγισσα, το έμαθα αργά
στην αίθουσα, το έμαθα, ενός δικαστηρίου
για μένα σπούδαζε της γεύσης μυστικά
απ’ τις σελίδες του Τσελεμεντέ κι ενός βοτανικού εγχειριδίου.

Η τιμωρία μου δεν είναι η φυλακή
αλλά της Μιραμπέλ η άγια ομορφιά της
ακούγεται την νύχτα η κακή μου η φωνή
να θέλει μάγια να ζεστάνουν και πάλι όπως πρώτα την καρδιά της.
Στον άλλο κόσμο σκέφτομαι αν θα την βρω,
κι αν θα την βρω εάν θα μ’ έχει συγχωρέσει
μα αμφιβάλλω, καταλαβαίνετε θαρρώ
η επιστήμη σ’ άλλον κόσμο δεν έχει μέχρι σήμερα πιστέψει.

Σάββατο, Οκτωβρίου 28, 2006

Άλλων τσαλίμια που τα ζηλεύω / 3



Η απεργία των εκπαιδευτικών μπαίνει σε άλλη φάση.
Ο διάλογος τώρα έχει σα θέμα την αναπλήρωση των χαμένων ωρών, κυρίως για τους μαθητές των Δημοτικών Σχολείων.
Ο Ανδρέας Πετρουλάκης μ’ αυτό το σκίτσο δίνει ένα μάθημα οξυδέρκειας και πολιτικού σχολιασμού με χιούμορ και ευστοχία που δεν αφήνει περιθώρια για κανενός είδους εξυπνάδα. Υψηλού επιπέδου τέχνη κάτω από το βραχνά του καθημερινού σκιτσαρίσματος, τη γκιλοτίνα της ρουτίνας. Όταν το ταλέντο υπάρχει, όσο κι αν το ξοδεύεις, βρίσκει τρόπο και σκάει μύτη σαν ένα λαμπερό χαμόγελο που καταυγάζει τη μιζέρια.

Πέμπτη, Οκτωβρίου 26, 2006

Αντέχουν τα λουλούδια εκλογές;

Τη μπουκαμβίλια στα δεξιά του γραφείου μου, την αγόρασα την Παρασκευή πριν την πρώτη Κυριακή των Δημοτικών Εκλογών από τη λαϊκή αγορά, που γίνεται κάτω ακριβώς από το παράθυρό μου.
Αν πήγαιναν καλά τα πράγματα, θα της αγόραζα μια γυάλινη γλάστρα για να βλέπω τις ρίζες της να μεγαλώνουν…

Δημοτικές εκλογές 2006, Δήμος Σταυρούπολης, 5929 έγκυρα ψηφοδέλτια στην παράταξή μου από ένα σύνολο 16877 έγκυρων ψηφοδελτίων. Αυτοί που ψήφισαν ήταν 18645 ενώ μπορούσαν να ψηφίσουν 23124. Έλαβα 124 σταυρούς σύμφωνα με την ανακοίνωση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Ισοψηφώ με μία συνυποψήφιά μου στην 33η θέση του ψηφοδελτίου μας σε σύνολο 41 θέσεων.

Πώς τα πήγα;

124:5929=0,02091415078428065441052454039467
Από τους 100 που ψήφισαν την παράταξη οι 98 δεν θέλανε να χαλαλίσουνε ούτε έναν από τους δύο σταυρούς που είχαν δικαίωμα.

124:(5929Χ2)= 0,010457075392140327205262270197335
Αυτή η διαίρεση δεν λέει και πολλά πράγματα ή τα λέει όλα.
Από τους 100 σταυρούς που θα μπορούσαν να πάνε στην παράταξη μόνο ένας θα βρισκόταν μπροστά από το όνομά μου.

Τι θέλανε να μου πούνε όλοι αυτοί οι δημότες της πόλης μου οι οποίοι επέλεξαν την παράταξη στην οποία κι εγώ ανήκα;

Στις προηγούμενες δημοτικές εκλογές είχα εκλεγεί με 176 σταυρούς.
Τότε (Τετάρτη 9.10.2002, bar Λεμπέτ), σε ένα προεκλογικό πάρτυ φίλων διάβασα ένα κείμενο για τους αριθμούς που είχαν σημαδέψει μέχρι τότε τη ζωή μου:

1970. Τρία χρόνια στη Θεσσαλονίκη και γυμνάσιο. Στ΄ Γυμνάσιο Αρρένων. Η διαδρομή από τον Εύοσμο στη Σταυρούπολη, ήταν μετρημένη με μία ΙΟΝ αμυγδάλου, η οποία με κρατούσε παρέα, ακριβώς μέχρι την εξώπορτα του σχολείου. Ακόμη δεν μπορούσε να μ’ ενδιαφέρει η συνοικία. Έβλεπα το μεγάλο δρόμο, την οδό Λαγκαδά και καταλάβαινα. Πού αλλού να στηθεί σχολείο που να έχει μαθητές από το Δενδροπόταμο, την Επτάλοφο, την Ξηροκρήνη, τον Εύοσμο, το Κορδελιό, την Ηλιούπολη, τη Σταυρούπολη, την Πολίχνη, τη Νεάπολη, την Ευκαρπία, το Ωραιόκαστρο και τη Λητή; Τριάντα δύο χρόνια από τότε.
1976.Τα χρόνια του γυμνασίου τελειώνουν. Έξι ολόκληρα χρόνια στο ίδιο σχολείο, που εν τω μεταξύ έπαψε να είναι το μοναδικό των δυτικών συνοικιών. Εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο, βιογραφικό στην Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας αλλά τέλεια αδυναμία να καταφέρω να ταιριάξω με τους μετανάστες φοιτητές και τα χούγια τους. Γνωριμία εξ αιτίας της αδερφής μου με τον Πανσπουδαστικό σύλλογο Σταυρούπολης, κομματική μεταγραφή από το Πανεπιστήμιο και η πολιτική μου σταδιοδρομία ξεκινούσε στην ίδια συνοικία όπου έβγαλα το εξατάξιο γυμνάσιο και με δραστηριότητες που από τότε με σημαδεύουν. Μέχρι σήμερα. Εικοσιέξι χρόνια.
1978.Έντονη φοιτητική ζωή, με γκαλερί, κινηματογράφους, Alle house και τα υποχρεωτικά εργαστήρια. Η χρονιά πήγαινε με τα τέσσερα, ήρθε κι ο σεισμός και την αποτελείωσε. Φαινόταν πια καθαρά πως θα έκανα το Φυσικό, Ιατρική: έξι χρόνια. Δεν με πείραζε όμως. Ανακάλυπτα έναν κόσμο που με ενθουσίαζε. Τα χρόνια στον Πανσπουδαστικό ήταν από τα πιο παραγωγικά. Την προηγούμενη χρονιά είχα δώσει την μάχη μου μ’ αυτούς που θεωρούσα παλιά φρουρά και που τους κατηγορούσα πως πρόσεχαν περισσότερο το κόμμα τους παρά το σύλλογο. Οι εκλογές του 1977 ήταν η αφορμή να φανεί μια αντιπολίτευση που δεν είχε σχέση με ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ. Στο στόχαστρό μου ήταν και ο γαμπρός μου ο Αλεξιάδης με την αδερφή μου και ο Αναστασιάδης με την Βούλα και τον Σερασίδη, οι οποίοι απάρτιζαν τότε το ΔΣ. Την είχα κερδίσει εκείνη τη μάχη. Έτσι, το 1978 ήμουν πια έτοιμος να βοηθήσω περισσότερο τον πολιτικό μου χώρο. Ο Χρήστος Τσακίρης διεκδικούσε τη δημαρχία και τάχθηκα στο πλευρό του. Έγραφα τα πανώ και στόλιζα με γελοιογραφίες μου το εκλογικό του κέντρο. Τα καταφέραμε. Βγήκε δήμαρχος. Πέρασαν εικοσιτέσσερα χρόνια από τότε.
1981.Η ρετσινιά του διανοούμενου και του κουλτουριάρη αμαύρωνε την κομματική μου εικόνα. Οι διάφοροι επίδοξοι καθοδηγητές μου επέμεναν να μου μεταφέρουν τη νέα κομματική γραμμή κι εγώ, μαζί με τον Τσιπίδη τότε και λίγο πριν με τον Φωτιάδη τον Ρούλη και μ’ άλλους κάναμε τα δικά μας. Ο σύλλογος τα πήγαινε καλά, αλλά η σχέση με το κόμμα όλο και στράβωνε. Το δεκαεφτά τα εκατό, σαν εκλογικός στόχος, μου έκοβε τα πόδια. Ένιωθα προδότης που δεν πίστευα πως μπορούσε το ΚΚΕ να μπει στη δεύτερη κατανομή. Η παρουσία μου στο σύλλογο μ’ έκανε να γνωρίσω και κάποια πράγματα από την ίδια τη συνοικία. Γνώρισα τους παππούδες της Εθνικής αντίστασης και αγράμματους που μάθαιναν ανάγνωση στα γραφεία με τον Ριζοσπάστη. Από τις καλύτερές μου στιγμές ήταν οι μάχες με την αστυνομία για να μπορέσουν οι αγωνιστές να παρελάσουν με τα λάβαρα της Εθνικής Αντίστασης. Έγινε η αλλαγή με τον Ανδρέα Παπανδρέου και αντέδρασα όσο μπορούσα στο πρώτο του φιρμάνι που έλεγε πως οι κατά τόπους δήμαρχοι θα καταθέτουν στο εξής στεφάνια εκ μέρους των αγωνιστών. Δεν το χωρούσε το μυαλό μου. Μπορεί να συγχώρεσα τον Τσακίρη που το 1979 δεν επέτρεψε στο σύλλογο να κάνει εκδήλωση για την ειρήνη με Bob Dylan και Joan Baez μαζί με Σαββόπουλο και Λεοντή, αλλά δεν πίστευα πως θα συμμετείχε στο περίφημο moratorium. Την προηγούμενη ακριβώς χρόνια ένας αγωνιστής της Αντίστασης, σε διπλανή συνοικία, υπέκυψε πάνω στα επεισόδια με την αστυνομία. Κι άντε εμείς είχαμε αριστερό δήμαρχο. Ποιος θα εκπροσωπούσε ποιον σε άλλους δήμους; Το πράγμα όμως χειροτέρεψε όταν κατάλαβα πως το ΚΚΕ που δεν αντέδρασε στον Ανδρέα, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του με τους μικρούς. Δεν επιτρεπόταν λοιπόν στο ΚΚΕ εσωτερικού και στο Ρήγα Φεραίο να καταθέσουν στεφάνι επειδή το κόμμα αυτό δεν εκπροσωπούνταν στη βουλή. Κι οι Ρηγάδες είχαν τη φαεινή ιδέα να δώσουν το στεφάνι τους σ’ έναν παππού, που δεν τον ήξερα αλλά άκουγα πως υπήρξε Μακρονησιώτης κι άντεξε χωρίς να κάνει δήλωση. Δεν μ’ ενδιέφερε και δεν μ’ ενδιαφέρει ακόμα τι ακριβώς έκανε παλιά αυτός ο άνθρωπος. Εκείνη τη στιγμή τα μάτια μου έβλεπαν μιαν απαίσια πράξη: σκύβω το κεφάλι στον μεγάλο και τρίβω την μούρη του μικρού. Όταν λοιπόν ήρθε η σειρά του παππού, η πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου διέταξε την μπάντα (τρομάρα μας, λόγω πολιτιστικής πολιτικής διαθέταμε και μπάντα), να παίξει τον εθνικό ύμνο κηρύσσοντας το τέλος της γιορτής. Ο παππούς έμεινε μετέωρος και σαστισμένος. Ακόμα καμαρώνω από τότε που, μαζί με τον αδελφικό μου φίλο και σύντροφο στην ΚΝΕ, κάναμε χωρίς να το πολυσκεφτούμε ένα βήμα μπροστά χειροκροτώντας με δύναμη τον παππού ο οποίος αναθάρρησε, κατέθεσε το στεφάνι του κι εμείς υπογράψαμε την κομματική μας καταδίκη. 1981. Εικοσιτέσσερα χρόνια από τότε.
1982.Παραβρέθηκα στη συνέλευση που με διέγραψε. Ετοίμαζα μια εκδήλωση με φίλους μου, με δικά μας τραγούδια και ποιήματα και μουσικές και ταινίες super 8. Μας κυνήγησαν. Όλες οι κόβες της Θεσσαλονίκης είχαν τα κείμενά μας και απαγόρευαν στους συλλόγους που ελέγχανε να μας βοηθήσουν. Βρέθηκε το Μουσικό Εργαστήρι Ευόσμου και στέγασε την προσπάθειά μας. Νιώθαμε νικητές. Το Νοέμβρη παίρνω το πτυχίο μου και πηγαίνω φαντάρος. Τα Χριστούγεννα τυπώνεται το τεύχος της Διαγωνίου με τα πρώτα μου ποιήματα. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ξεκίνησε το περιοδικό αυτό την χρονιά που γεννήθηκα, το 1958. Ένιωθα πως δεν μου αξίζει το κυνηγητό του ΚΚΕ. Ήμουν όμως αποφασισμένος να μην σταματήσω να κάνω ό,τι έκανα. Είκοσι χρόνια από τότε.
1989.Επτά χρόνια στη μεγάλη οικογένεια της ανένταχτης αριστεράς. Με συγγραφικό έργο που μεγάλωνε. Κι έρχεται το μεγάλο νέο. Τα βρίσκει ο Φλωράκης με τον Κύρκο. Η αριστερά ενώνεται. Για μένα, Κοσκωτάς και Παπανδρέου και παραγραφή και συνεργασία με Μητσοτάκη ήταν και παραμένουν λεπτομέρειες. Το μεγάλο γεγονός ήταν πως η Αριστερά ξαναμπαίνει στην πολιτική σκηνή και τραβάει τα φώτα πάνω της. Οι πρωταγωνιστές δεν άντεξαν. Ο Ανδρέας ξανά νίκησε, το ΚΚΕ ξανά τραβήχτηκε στο καβούκι του κι εγώ έμεινα από τότε να βλέπω με τη λάμψη του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, όταν προοδευτικά όλοι εγκατέλειπαν το σκάφος. Μένω ακόμη. Δεκατρία χρόνια από τότε.
1990.Το ΠΑΣΟΚ βγήκε στην αντεπίθεση. Επίσημα συνεργάστηκε με τον Τσακίρη και ανεπίσημα σηκώνει ψηλά το άστρο του Σπύρου Μπαρούτα. Είμαι λίγο μακριά από την πολιτική. Μ’ ενδιαφέρουν πολύ τα βιβλία μου και οι δημοσιεύσεις, αλλά έχω το σαράκι. Γίνεται η αλλαγή σε όλες σχεδόν τις δυτικές συνοικίες. Πέφτουν κάστρα. Πόσο ακόμα θα είμαι στην απέξω. Συμμετέχω σε κάποια προσπάθεια να στηθεί μια κίνηση πολιτών στον Εύοσμο και βρισκόμαστε σε καλό σχετικά δρόμο. Κολλάμε μόνο στο δυσκίνητο των πολλών ατόμων και την διστακτικότητα των παιδιών του ΚΚΕ να μπουν με ορμή στο παιχνίδι. Τότε με βρίσκουν δυο παλικάρια από Ηλιούπολη και η πρότασή τους μ’ ενθουσιάζει. Όχι μεγάλες κινήσεις και σχήματα. Αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία, εκπομπές σε ραδιόφωνο, ακτίνα δράσης οι δυτικές όλες, θέματα πολιτικής και τέχνης. Η Άλλη Πλευρά είναι γεγονός. Μια από τις καλύτερές μου στιγμές. Σαν αστείο λέγαμε μεταξύ μας πως ό,τι σχεδιάζουμε θα το περιλάβουν στα προγράμματά τους οι επόμενοι υποψήφιοι δήμαρχοι. Κι έτσι έγινε. Μονή Λαζαριστών, επανάχρηση βιομηχανικών κελυφών και καπνομάγαζα, τοπική ιστορία και άλλα πολλά. Δεν αντέξαμε πολύ. Ο Δήμος που κατά τη μεταπολίτευση προσπαθούσε να τονώσει τους μαζικούς φορείς και τα σωματεία τώρα τα απορρόφησε όλα. Στην περίπτωση της Άλλης Πλευράς, το τέλος ήρθε από την οργανική συμμετοχή μελών της, πρώτα στους εκλογικούς συνδυασμούς και κατόπιν στον ίδιο το Δήμο. Δώδεκα χρόνια από τότε.
1994.Για πρώτη φορά υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος. Οι συνεργάτες του Τσακίρη στο ψηφοδέλτιο της Δημοτικής Κίνησης για τη Σταυρούπολη και ο ίδιος ο Τσακίρης στη θέση του Πιλάτου. Αρνείται να πάρει θέση υπέρ κάποιου συνδυασμού, αφού φυσικά το ΚΚΕ κατεβάζει κι αυτό δικό του ψηφοδέλτιο. Βγάζουμε δύο συμβούλους και το 10% δεν είναι και πολύ άσχημο. Αυτό προσπαθώ να υπερασπιστώ εγώ μέσα στην παράταξη, αλλά κάποιοι άλλοι θεωρούσαν πως ηττηθήκαμε επειδή δεν πήραμε το δήμο. Το γεγονός πως ο Μπαρούτας τα κατάφερνε και πως το ΠΑΣΟΚ ακουμπούσε το 50% στη Σταυρούπολη, ούτε που το λογάριαζαν. Πριν οκτώ χρόνια.
1996.Ξέχασα να σας πω πως από το 1988 είμαι παντρεμένος κι από το 1993 διορισμένος με πρώτη οργανική στο Σουφλί. Το 1996 λοιπόν αποφασίζω να εγκατασταθώ στη Σταυρούπολη και ακούγοντάς το ο Μπάμπης ο Λαζαρίδης με φέρνει σ’ επαφή με τον Σπύρο Μπαρούτα ο οποίος πουλάει το σπίτι του. Να μην τα πολυλογούμε, είμαι πια οικογενειάρχης και κάτοικος Σταυρούπολης. Έχω έτοιμο το μεγάλο μου βιβλίο. Χριστούγεννα βγαίνει κι ας γράφει πάνω 1997 για ευνόητους λόγους.
1998.Η πολιτική είναι άτιμο πράγμα. Αλλιώς το έλεγε η μάννα μου αλλά δεν πειράζει. Ξανά δημοτικές. Δεν μπορεί ένα αριστερό ψηφοδέλτιο να κερδίσει τον δήμο όσο ασχολείται με την ενδοαριστερή φαγωμάρα και διάσπαση. Είμαι οπαδός της συνεργασίας με την παράταξη του Σπύρου Μπαρούτα και βρίσκομαι μ’ ένα μαγικό τρόπο να ηγούμαι ψηφοδελτίου που κατεβαίνει αυτόνομα και με τους μισούς που θέλανε αυτόνομη κάθοδο να λακίζουν και να πηγαίνουν με τον Μπαρούτα. Πήγα στο σπίτι του με τρία κορίτσια όπως κι αυτός. Κατέβηκα για δήμαρχος όπως κι αυτός. Με λέγανε Σπύρο όπως κι αυτόνα. Εκεί σταματάνε οι ομοιότητες. Αυτός βγήκε δήμαρχος κι έκανε και το γιο κι εγώ ξαναγύρισα στα βιβλία. Πριν τέσσερα χρόνια.
2000.Δεν μ’ αφήνουνε ν’ αγιάσω. Ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, αμέσως μετά τις δημοτικές εκλογές του 1998 μου ζητάει ευθέως να στηρίξω τους πρώην συντρόφους μου και να γίνουμε πάλι φίλοι όπως παλιά. ΣΥΝ και ΠΑΣΟΚ μια αγκαλιά. Αρνούμαι. Μετά από δύο χρόνια μπαίνει στη ζωή μου ο Διαμαντής. Ελπίζω να μου βγει σε καλό γιατί ακόμα μέσα στη ζωή μου είναι. Μου προτείνει λοιπόν να κάνω κάτι για την ιστορία της Σταυρούπολης και μου υπόσχεται πως η πρότασή του δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική μου θέση. Δεν τον πιστεύω αλλά δέχομαι. Το Ιστορικό Αρχείο ξεκινάει την πορεία του. Μπορεί ο Διαμαντής να μην το συνέδεε με κάτι άλλο (που αμφιβάλλω) αλλά ο δήμαρχος και κάποιοι άλλοι σίγουρα το συνέδεαν. Γι’ αυτό και μέχρι να ολοκληρωθεί αυτή η δραστηριότητα ένιωθα περίπου σαν παράνομος κι ενώ είναι από τις πιο σημαντικές δουλειές μου, δεν μπόρεσα να τη χαρώ όπως θα ήθελα. Πριν δύο μόλις χρόνια.
2002.Τελείωσαν όλα πια. Και παρατάξεις με συντρόφους και μεγάλα λόγια. Οι μάχες δίνονται για να πετύχεις κάτι που το πιστεύεις πολύ. Καμιά φορά κι ένας φτάνει. Δεν θέλω κανενός είδους ομοφωνία. Γι’ αυτό είμαι στην Σύγχρονη πόλη. Επειδή διαφωνώ με κάποιους, επειδή συμφωνώ με άλλους κι επειδή ενθουσιάζομαι με λίγες πλευρές πολλών. Δεν είναι πάντα όλοι οι καλοί από την πλευρά μας και οι κακοί από τους αντίπαλους. Καλοί και κακοί υπάρχουν παντού. Τα καθαρά σχήματα οδηγούν στο περιθώριο ή στον ολοκληρωτισμό. Ο καιρός που υπάκουα στο απόφθεγμα πως ο χειρότερος κνίτης είναι καλύτερος κι από τον καλύτερο πασόκο και ρημάξαμε τον Πανσπουδαστικό πέρασε πια. Σήμερα μπορώ να μιλάω με όλους. Αντίπαλο θα κάνω κάποιον όταν χρειαστεί. Όχι επειδή ανήκει σε άλλο κόμμα.

Κάποτε, ίσως συνεχίσω να προσθέτω αριθμούς και λέξεις σ’ αυτό το κείμενο.
Τώρα το διαβάζω και μελαγχολώ:
124:(5929Χ2)= 0,010457075392140327205262270197335

Η μπουκαμβίλια μοιάζει ν’ αποστρέφεται το φως με το σώμα της. Όλα τ’ άνθη της είναι ριγμένα, μα τα έχω εκεί. Θα συνεχίζω να την ποτίζω αλλά γυάλινη γλάστρα δε νομίζω πως θα της αγοράσω. Εκτός κι αν…

Σάββατο, Οκτωβρίου 21, 2006

Φθινοπωρινή ενδοσκόπηση

Αποτυχίες μπορούν να συμβούν απρόσμενα και αναπάντεχα.
Ίσως πάλι, όχι και τόσο αναπάντεχα. Ό,τι σπείρεις, λένε, θα θερίσεις.
Μερικά πράγματα όμως στέκονται πάνω και πέρα από τις συγκυρίες και τα γεγονότα.
Είναι τα αντικείμενα, οι μουσικές και τα βιβλία που τρύπωσαν, σε ανύποπτο χρόνο, στο μυαλό και, ευτυχώς, τίποτα δεν τα αποκλείει από το να ξανατρυπώσουν.



Ευχαριστώ τον νεαρό που τύλιγε το σύρμα κι έφτιαξε τη μοτοσυκλέτα της εικόνας για να την έχω στο γραφείο μου και την καρδιά μου.



Ευχαριστώ τον Bruce Springsteen που με συντρόφεψε, μαζί με άλλους πολλούς, στις δεκαετίες του 1970 και του1980 όταν ανακάλυπτα δίσκους στα υπόγεια του κέντρου της Θεσσαλονίκης, πριν πλακώσουν οι λογικές των supermarkets και στην αγορά της μουσικής. Απόγευμα Σαββάτου, βρέχει, αύριο Κυριακή του δεύτερου γύρου των δημοτικών εκλογών, δεν έχω εκλεγεί μα η παράταξή μου διεκδικεί τη νίκη, η μεγάλη μου κόρη ετοιμάζεται να πάει να τραγουδήσει ροκ μουσική που γράφουν και παίζουν παιδιά στην ηλικία της και την ακούνε, μεταξύ άλλων και απομεινάρια του δικού μας καιρού στα κλαμπάκια του κέντρου που επιμένουν στα live και στα νειάτα, κι εγώ θέλοντας από κάπου να πιαστώ βρήκα τον Bruce κι αντί να κοπανήσω κανένα ποτό, κοπανάω τα πλήκτρα.



Ευχαριστώ τον Νίκο Κουνενή που μ’ έκανε να χαρώ το διάβασμα μετά από πολύ καιρό, ειδικά όμως σήμερα και χθές, πριν από την δεύτερη Κυριακή των δημοτικών εκλογών, που τρελαίνει κόσμο και κοσμάκη και κατάφερε να απελευθερώσει φαντάσματα που ξόρκιζα για πολλά χρόνια και νόμιζα, ο αφελής, πως τα κατάφερα.

Δεν είναι που δεν βρίσκω
λέξεις να σε τραγουδήσω.

Είναι που δεν σ’ αρέσουν
τα τραγούδια.

Έγραφα κάποτε σ’ ένα βιβλίο μου που είχε για τίτλο του ένα στίχο, άλλου συντρόφου της εφηβείας μου, του Tom Waits.

Κυριακή, Οκτωβρίου 01, 2006

Ο πολιτισμός των εκδηλώσεων και η γύμνια των δηλώσεων



Ένα τέλος στον «διάλογο» περί πολιτισμού.
Μην το ξεφτιλίσουμε τελείως.
Η απάντηση στο αίνιγμα με τις «εικόνες που λάμπουν».

Μία συγγνώμη στον Ντίνο Παπασπύρου για την «εμπλοκή» του σ’ αυτές τις συζητήσεις.
Με την άδειά του, δημοσιεύω το κείμενο που διάβασε την Παρασκευή 10 Μαΐου 2002 στα εγκαίνια των δύο εκθέσεων του Ιστορικού αρχείου Σταυρούπολης «Η Σταυρούπολη στη λογοτεχνία» και «Νεότητα».

Η προσπάθεια να στραφεί το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών της Θεσσαλονίκης και προς τα δυτικά είναι ειλικρινής και, όπως ελπίζω να φαίνεται εκ των υστέρων, δεν γίνεται για να εξαργυρωθεί σε κανένα χρηματιστήριο. Ο Νίκος Νικολαΐδης με ξυλογραφίες και ο Ντίνος Παπασπύρου με ζωγραφική ανταποκρίθηκαν στην πρώτη απόπειρα. Πρέπει να υπάρξει συνέχεια επειδή προέκυψαν όμορφα πράγματα.
Από εκείνον ή εκείνη που θα θελήσει, εκείνον ή εκείνη που θα μπορέσει επειδή θα γνωρίζει κι επειδή θα τον ή την εκτιμούν εκείνοι στους οποίους θα απευθυνθεί. Τέλος.

Ντίνος Παπασπύρου
Λίγα λόγια για την έκθεση «Σταυρούπολη 2002»

Πέρσι τον Ιούνιο με πήρε τηλέφωνο ο Σπύρος Λαζαρίδης, και με ξάφνιασε λέγοντάς μου: «Θέλω να ζωγραφίσεις Σταυρούπολη». Λέω με ξάφνιασε διότι ξέρει πολύ καλά ότι, για να αποδώσω κάτι ζωγραφικά, πρέπει να το έχω βιώσει.

Θα μου επιτρέψετε εδώ μία παρένθεση: Συχνά πολλοί φορείς διοργανώνουν ομαδικές θεματικές εκθέσεις και καλούν τους εικαστικούς καλλιτέχνες, ζωγράφους και γλύπτες, να αποδώσουν το θέμα σε περιορισμένο περιθώριο χρόνου και πολλές φορές σε περιορισμένες διαστάσεις. Κατά την γνώμη μου, αν οι καλλιτέχνες έχουν σε ανύποπτο χρόνο αποδώσει το ζητούμενο θέμα, έχει καλώς. Αν όμως καθίσουν επί τούτου, με περιορισμό χρόνου και διαστάσεων να το αποδώσουν, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι θετικό. Ο εικαστικός καλλιτέχνης δεν είναι εργαλείο. Αν δεν βιώσει, ή δεν αφήσει την φαντασία του να περιπλανηθεί δεν είναι δυνατό να εμπνευσθεί ώστε να μπορέσει να βγάλει προς τα έξω με το έργο του τον εσωτερικό του κόσμο. Διότι, όταν βλέπουμε ένα εικαστικό έργο, δεν πρέπει να στεκόμαστε μόνο στην εικονικότητα, αλλά να μας δίνει αυτό τη δυνατότητα να διεισδύσουμε στην ψυχή του καλλιτέχνη. Κλείνει η παρένθεση.

Με το τηλεφώνημά του όμως ο Σπύρος με προβλημάτισε. Είχα κάποια σχέση με τη Σταυρούπολη; Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν διαπίστωσα ότι η σχέση μου μαζί της ήταν διαχρονική, με ενδιάμεσα μεγάλα διαλείμματα.

1914: Η οικογένεια του παππού μου, από τη μητέρα μου, Νικόλαου Κουτρουμάνη, πρόσφυγες από το Τσανάκ-Καλέ, εγκαθίστανται στα τσαντίρια που στήθηκαν στις αλάνες του Λεμπέτ. Τελικά όμως δεν έμειναν οριστικά στην Σταυρούπολη αλλά κατηφόρισαν στην κάτω πόλη και βρήκαν καταφύγιο σε ένα ημιυπόγειο στην οδό Αετοράχης. Στην περιοχή αυτή στέριωσε και απλώθηκε η οικογένεια.

-2-

1947-1950: Επισκεπτόμαστε επανειλημμένα με την μητέρα μου, με μια χριστιανική οργάνωση, το ψυχιατρείο Λεμπέτ, που τότε ήταν θαρρώ και πτωχοκομείο. ΄Εχω ακόμη στην μνήμη μου τις εξαθλιωμένες σιλουέτες των τροφίμων που, απλώνοντας τα χέρια από τα κάγκελα της αυλής, παρακάλαγαν για ένα κομμάτι ψωμί, ένα γλυκό, ένα τσιγάρο.

1960-1961: Υπηρετώ τη στρατιωτική μου θητεία στα τεθωρακισμένα (μαυροσκούφης) της 20ής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας στο στρατηγείο που στεγάζονταν στο στρατόπεδο Γ΄Σ.Σ., στο κτίριο όπου σήμερα στεγάζεται το Πολεμικό Μουσείο. Όμως πολλές μονάδες της Μεραρχίας ήταν εγκατεστημένες στο Στρατόπεδο Καρατάσου και για τον λόγο αυτό βρέθηκα πολλές φορές στην περιοχή. Θυμάμαι μάλιστα μια εντυπωσιακή πολεμική άσκηση-επίδειξη που κάναμε, με πραγματικά πυρά, στους πίσω λόφους του Στρατοπέδου.

1991: Κάνω με επιτυχία την 5η μου ατομική έκθεση ζωγραφικής στο βιβλιοπωλείο «Υπόγειο» του Γιάννη Αλεξιάδη. Είχα τότε την ευκαιρία να γνωρίσω πολλούς αξιόλογους ανθρώπους της Σταυρούπολης και να δεθώ φιλικά μαζί τους, ιδιαίτερα με τον Σπύρο Λαζαρίδη και τον Γιάννη Αλεξιάδη.

Μετά λίγες μέρες τηλεφωνώ στον Σπύρο να συναντηθούμε και να με ξεναγήσει στη Σταυρούπολη σε μέρη που δεν είχα δει. ΄Ετσι, ένα ζεστό απόγευμα, στα τέλη Ιουνίου, ξεκινήσαμε, αρχίζοντας από την Τούμπα του Λεμπέτ. Καταϊδρωμένοι φτάσαμε επάνω, αλλά πραγματικά άξιζε τον κόπο. Θαυμάσια πανοραμική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις. Μετά το αρχαίο υδραγωγείο, το οποίο ευτυχώς σώθηκε από την μπουλντόζα μετά από προσπάθειες ανθρώπων που θέλουν να κρατήσουν την ιστορία της περιοχής. Ακολούθησε το στρατόπεδο Π.Μελά. Ο Σπύρος μου έδειξε το τζαμί, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσα, με προσανατολισμό τη Μέκκα.

-3-

΄Ηθελα όμως να ρίξω μία δεύτερη πιο λεπτομερή ματιά σε όλα αυτά. Αγγάρεψα λοιπόν, μετά από μέρες, ένα φίλο με αυτοκίνητο (εγώ δεν οδηγώ) να με ξαναπάει. Αυτή τη φορά πήρα μαζί μπλοκ, μολύβι και φωτογραφική μηχανή. Η δεύτερη περιήγηση κράτησε κανένα τετράωρο και την ευχαριστήθηκα πάλι.

Μόλις εμφανίσθηκαν οι φωτογραφίες, άρχισε το ζωγράφισμα σε συνδυασμό με ό,τι είχα σχεδιάσει στο μπλοκ. Βγήκαν δυο τρεις ζωγραφιές που με ικανοποιούσαν, αλλά ήθελα να έχω και τη γνώμη του Σπύρου. Τις φωτογράφισα και του τις έστειλα. Η απάντηση: «Πολύ καλές, προχώρα. Πόσες θα κάνεις;». Τελικά βγήκαν αυτές οι δέκα που βλέπετε.
Παράλληλα, βρίσκοντας μια παλιά πολύ μικρή φωτογραφία της οικογένειας του παππού μου, προφανώς από βιβλιάριο σίτισης όταν ήρθαν ως πρόσφυγες, και από το θέμα της έκανα τον πίνακα που τον βάφτισα «Πρόσφυγες», δεδομένου ότι αναφέρεται σε κάτι διαχρονικό. Πρόσφυγες υπήρχαν και τότε και αργότερα αλλά και σήμερα.

Ευχαριστώ.

Άλλων τσαλίμια που τα ζηλεύω / 2


Δεν γνωρίζω ποιος το έγραψε, δεν γνωρίζω αν είναι προϊόν μετάφρασης. Εξάλλου δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Το γραπτό ζηλεύω, επειδή είναι έξυπνα διαμορφωμένο κι επειδή για να βγει έτσι, κάποιος ζορίστηκε πολύ πάνω από το λευκό χαρτί.
Ανάμεσα σε άπειρα λόγια και πομπώδεις εκφράσεις σε τυπωμένες φράσεις, λάμπουν κάποτε, υλικά από ίδιες απλές λέξεις, σαν έντυπα διαμάντια.
Η μαγεία της γραφής αποκαλύπτει την ομορφιά της και μέσα από τέτοια κείμενα.