Κυριακή, Ιουλίου 29, 2007

Πρόταση γάμου

Ο Άγγλος λοχαγός της Στρατιάς της Ανατολής δε γνώριζε αν θα βγει ζωντανός απ’ αυτόν τον πόλεμο. Φίλοι του και συμπολεμιστές του θάφτηκαν στη γη της μεγάλης πόλης δίπλα στη θάλασσα. Οι εχθροί που τους ξεπάστρευαν δεν ήταν μόνο τα βόλια και τα αέρια. Κινδύνευαν από κουνούπια και ελονοσίες. Κινδύνευαν από τη διαμονή τους σε ακατάλληλα εδάφη. Ένιωθαν πως τίποτε σ’ αυτήν τη γη, λίγα χιλιόμετρα από την πρώτη γραμμή του Μετώπου, δεν τους ήταν φιλικό. Ακόμη κι αυτός ο χείμαρρος που στα νερά του έπλεναν τα κορμιά τους και τα ρούχα τους οι συνάδελφοί του, αγρίευε απροειδοποίητα και παρέσυρε σκηνές και γεφύρια, θυμίζοντάς τους πως άλλο πράγμα η στρατιωτική συμμαχία που αποφασίστηκε σε κάποια γραφεία κι άλλο πράγμα να σε θέλει ο τόπος ο ίδιος. Ο δρόμος, ο πανάρχαιος δρόμος, ονομάστηκε από τους Άγγλους στρατιώτες με το ίδιο μυστήριο όνομα που είχαν τα υψώματα όπου στήθηκε το στρατόπεδό τους. Το δρόμο αυτό τον τραγούδησαν πολύ οι Άγγλοι φαντάροι. Και επειδή τους οδηγούσε στα κέντρα της μεγάλης πόλης όπου ξόδευαν τα χρήματά τους και τις ημέρες της άδειάς τους, αλλά και επειδή, σε όλο το μήκος του μέχρι το Μέτωπο, προέβαλλε τόσες δυσκολίες στα τροχοφόρα και στους πεζούς στρατιώτες, ώστε έμοιαζε με έπος άξιο να υμνηθεί η πορεία κατά μήκος του.




Ο δρόμος, κοντά στη πόλη, περνούσε δίπλα από τον μικρό προσφυγικό οικισμό που στήθηκε λίγο πριν κατασκηνώσουν οι ξένοι στρατιώτες στην περιοχή. Ακόμα έφταναν κάρα με οικογένειες ξεσπιτωμένες που προσπαθούσαν να αντέξουν τον, πρόσκαιρο όπως ήθελαν να πιστεύουν, ξενιτεμό˙ η σκέψη τους και η ψυχή τους είχαν μείνει πίσω. Στις πατρίδες.
Αυτός ο οικισμός ήταν που φόρτωνε με μια ακόμη αμφιβολία τον Άγγλο λοχαγό. Έβλεπε τους πρόσφυγες να παλεύουν με τις ίδιες λάσπες και τα ίδια κουνούπια με τα οποία πάλεψε και αυτός. Μα έβλεπε και κάτι άλλο. Μια γυναίκα που ξεχώριζε από όλες τις άλλες. Την έβλεπε να παίρνει νερό από την βρύση που γειτόνευε με το παλιό κανάλι˙ αυτό που ξεκινούσε από τα υψώματα με το μυστήριο όνομα. Την έβλεπε πάνω στο γαϊδουράκι της, με τη μικρή της κόρη αγκαλιά να τραβάει κάθε λίγες μέρες προς την πόλη. Την έβλεπε να ισιώνει την μέση της, να βγάζει το τσεμπέρι και να τινάζει τα μαύρα της μαλλιά, μετά το σκούπισμα της αυλής μπροστά από το χαμόσπιτο. Την έβλεπε και δεν μπορούσε να αποτραβήξει τη ματιά του. Ποια ήταν; Πού βρισκόταν ο άντρας της; Ήξερε η ίδια την ομορφιά που κουβαλούσε; Κι αν το ήξερε, την άφηνε η προσφυγιά και η δυστυχία να το χαρεί αυτό το θείο δώρο;

Προσπαθούσε ν’ απαλλαγεί από την εικόνα της αλλά δεν τα κατάφερνε. Έδινε μάχη με τον εαυτό του πως μια τέτοια ομορφιά δεν ήταν σωστό να ξοδευτεί σ’ ένα δόσιμο μιας χήρας κι ενός φαντάρου. Αλλά πάλι, όταν οι μέρες για την αναχώρηση στο Μέτωπο ζυγώνουν, δεν θα ήταν χειρότερο να φύγει χωρίς να της έδειχνε τον αγνό –η ψυχούλα του το ήξερε- θαυμασμό του; -Στην πατρίδα θα ήταν διαφορετικά, σκεφτόταν. Μήπως όμως αυτή η ίδια γυναίκα, στη μακρινή χώρα, ντυμένη με ακριβά ρούχα, δεν θα του έκανε την ίδια εντύπωση; Μήπως δεν ήταν μόνο η ομορφιά αυτής της γυναίκας που τον αναστάτωσε, αλλά η ομορφιά αυτής της γυναίκας στη μέση της φτώχειας και του πόνου; Μήπως τα μάτια της έλαμπαν για να ξορκίσουν το κακό που τη βρήκε και όχι για να ξελογιάσει το δύστυχο λοχαγό; Δεν έχει σημασία αν αυτό ακριβώς κατάφερε. Ήταν ο σκοπός της;



Δεν έβγαζε άκρη και οι μέρες τελείωσαν. Έφευγε το επόμενο πρωινό. Δεν είχε βρει το θάρρος να της απευθύνει ούτε μια κουβέντα και η ευκαιρία είχε δοθεί πολλές φορές. Στο πλάι της βρύσης, εκεί που κάθεται και τώρα, αυτήν την τελευταία ημέρα σ’ αυτό το περιχαρακωμένο στρατόπεδο, την έβλεπε να σκύβει και να πλένει το πρόσωπό της παίρνοντας νερό με τα δυο της χέρια από την αρχαία λάρνακα και μετά να γεμίζει το λαγήνι της και να φεύγει. Το πρόσωπό της είχε χαραχτεί σ’ αυτό το παλιό μάρμαρο και το έβλεπε ο λοχαγός να του χαμογελάει κι ένιωθε άχρηστος που δεν προσπάθησε. Η επόμενη ημέρα θα τον έβρισκε στο Μέτωπο. Το κρεβάτι του θα είναι τυλιγμένο με συρμάτινο πλέγμα για να μην τον φάνε τα ποντίκια και στο σακίδιό του θα έχει μια μάσκα, μια τεχνητή μουσούδα, που θα τον προφυλάσσει από τα δηλητηριώδη αέρια των εχθρών. Έδινε μάχη με τις σκέψεις του για ν’ απαλλαγεί από αυτήν τη φρίκη όταν την είδε πάλι. Όχι μέσα στο νερό. Στο δρόμο, καβάλα στο γαϊδουράκι της, με τη μικρή της κόρη στην αγκαλιά, επέστρεφε από την πόλη. Σηκώθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Την πλησίασε! Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Τα μάτια του μείναν καρφωμένα στο πρόσωπο της γυναίκας. Στα μάτια και στα χείλη της. Τώρα έπρεπε να γίνει. Το χέρι του απλώθηκε προς το σύμπλεγμα μάνας και κόρης και …χάιδεψε το μάγουλο της μικρής. Αυτό ήταν. Η γλώσσα του λύθηκε. Έκανε μια πρόταση γάμου στην μικρούλα και του φάνηκε πως όλοι -οι τρεις τους- κατάλαβαν τι ζούσαν.

Το ξωτικό του καναλιού, με τη μορφή του φωτογράφου, που είχε κι αυτός κάνει στέκι του την βρύση γιατί έτσι του παράγγειλε η εφημερίδα του που ήθελε φωτογραφίες από τους φτωχούς πρόσφυγες και τους καλούς στρατιώτες, απαθανάτισε την στιγμή. Και η πρόταση γάμου ταξίδεψε σε όλη την ήπειρο και σ’ όλον τον κόσμο.





Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), το καλοκαίρι του 2002. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά. Οι εικόνες προέρχονται: η πρώτη από το αρχείο του Σ.Λ.˙ η δεύτερη από την εφημερίδα Le miroir, 4.3.1917 (Βιβλιοθήκη ΑΠΘ)˙ η τρίτη από την εφημερίδα The Graphic, 12.2.1916 (Βιβλιοθήκη ΑΠΘ).

Παρασκευή, Ιουλίου 27, 2007

«Δι’ εγκαταστάσεως το 1914»


Η όμορφη γυναίκα ήρθε στη μεγάλη πόλη, δυο χρόνια μετά την απελευθέρωσή της. Περισσότερο από πέντε αιώνες κράτησε εκείνη η σκλαβιά. Οι βυζαντινοί κάτοικοι της πόλης έγιναν στα χρόνια αυτά ένας κόσμος ολόκληρος που τον αποτελούσαν Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Αρμένιοι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Γάλλοι, Ιταλοί και άλλοι λαοί. Μόνον οι Έλληνες γιόρτασαν την απελευθέρωση. Οι υπόλοιποι είχαν κι από ένα λόγο να δυσφορούν για την εξέλιξη αυτή. Όπως και να ένιωθαν όμως, μία ήταν η ουσία˙ το ελληνικό κράτος διαφέντευε πια τις τύχες της μεγάλης πόλης που ξάπλωνε από τη θάλασσα μέχρι τις πλαγιές του βουνού. Στα χώματά της, η μητέρα πατρίδα υποδέχτηκε χιλιάδες πρόσφυγες από την ανατολή, όταν τους έπιασε η κατάρα του μίσους και των ταραχών που σάρωναν στα Βαλκάνια.



Αυτή και το κοριτσάκι της ήταν από τους πρώτους ξεσπιτωμένους που έφτασαν με όλο τους το βιος σε δυο μπογαλάκια. Σαν πήραν το δρόμο που οδηγούσε στην περιοχή όπου θα τους έβαζαν σε σκηνές, την έζωσαν τα φίδια. Μόλις βγήκαν από την πόλη, διέσχισαν ένα εγκαταλελειμμένο μουσουλμανικό κι ένα ελληνορθόδοξο περιφραγμένο νεκροταφείο. Κατόπιν, ένα ίδρυμα στα δυτικά του δρόμου που προετοίμαζε, πριν την απελευθέρωση, δασκάλους και ιερείς που έσπερναν τους σπόρους των εθνικών και θρησκευτικών ταραχών, που θύμα τους υπήρξε και ο άντρας της˙ ποτέ της δεν πρόλαβε να σκεφτεί πώς έγινε και τον σκότωσαν και κυρίως ποιοι το έκαναν. Τόσο γρήγορα τρέχανε πια τα γεγονότα σ’ αυτήν τη γειτονιά του κόσμου. Τέλος, ένα στρατόπεδο στα ανατολικά και ερημιά, απέραντη ερημιά. Έλη και άγονα, ακαλλιέργητα εδάφη από τις δυο μεριές του πανάρχαιου δρόμου που ένωνε τη μεγάλη πόλη με όλον τον κόσμο. Εδώ λοιπόν θα έμεναν; Ευτυχώς όχι για πολύ. Ήταν σίγουρη πως η περιπέτεια θα τελείωνε γρήγορα και θα επέστρεφε στα γνώριμα, αγαπημένα εδάφη της πατρίδας. Πού να το ήξερε τότε πως στην πατρίδα θα γύριζε, για λίγα όμως χρόνια και μετά, μια δεύτερη, οριστική πια, προσφυγιά θα την ξανάφερνε σ’ αυτόν τον άσχημο τόπο και θα την γράφανε στα κιτάπια, αργότερα, πως απέκτησε την ιδιότητα του δημότη της νέας κοινωνίας που στήθηκε σ’ αυτά τα χώματα, «δι’ εγκαταστάσεως το 1914»;

Ένα σημείο μόνο έκανε την καρδιά της να ζεσταθεί σ’ εκείνη την πρώτη γνωριμία με τον άγνωστο τόπο. Μια βρύση. Μια μεγαλόπρεπη βρύση χτισμένη με αρχαίες πέτρες. Ο κρουνός της γέμιζε με καθαρό νερό μια λάρνακα, ένα βαθουλωτό κομμάτι μάρμαρο. Εκεί κοντά θα ήθελε να μείνει και εκεί έμεινε. Οι σκηνές στήθηκαν σχεδόν γύρω από την βρύση, δίπλα στον πανάρχαιο δρόμο. Το νερό ερχόταν από το γειτονικό παλιό κανάλι και κατέληγε στο χείμαρρο που σημάδευε τον τόπο από πάντα. Όταν τους έκτισε το κράτος μεγάλα κτίσματα, θαλάματα τα λέγανε οι δικοί της, αυτή δεν μπήκε μέσα. Προτίμησε ένα μικρό δωματιάκι, κοντά στο νερό, που το έστησε πέτρα την πέτρα, με την ψυχή της ανατολικά. Στην πατρίδα.

Δεν πρόλαβαν οι πρόσφυγες να βγάλουν τα πρώτα λαχανικά από τους κήπους τους και μια νέα αναστάτωση τους βρήκε. Ένα πολύχρωμο και πολυάνθρωπο στράτευμα ήρθε να εγκατασταθεί στα ίδια μ’ αυτούς χώματα. Δεν τους είδαν τους καινούριους με καλό μάτι κι ας έκαναν οι δύστυχοι στρατιώτες ό,τι μπορούσαν για να φανούν φιλικοί και χρήσιμοι. Άνοιξαν κανάλια για να διώξουν τα στάσιμα νερά και την ελονοσία, έφτιαξαν δρόμους και, το κυριότερο, ένα μεγάλο νοσοκομείο για τους πληγωμένους συναδέλφους τους μα και για όσους από τους πρόσφυγες θα το είχαν ανάγκη. Και το είχαν πολύ μεγάλη ανάγκη το νοσοκομείο οι πρόσφυγες. Μέχρι και σχολείο έκτισαν οι ξένοι στρατιώτες και τα παιδιά των προσφύγων μάθαιναν, ανάμεσα στα άλλα, και την ξένη γλώσσα.



Η όμορφη γυναίκα έστησε με υπομονή το νοικοκυριό της. Μια φορά στις δέκα μέρες, μάζευε τα αυγά από τις κότες της και το βούτυρο απ’ το γάλα της κατσίκας της, τα φόρτωνε στο γαϊδουράκι, ανέβαινε κι αυτή με το κοριτσάκι της αγκαλιά και τραβούσε για την πόλη. Θες η ομορφιά της, θες η συμπόνια των ανθρώπων, θες τα καλά της εμπορεύματα, πάντα ξεπουλούσε και γύριζε χαρούμενη και περήφανη στο δωματιάκι. Χαρούμενη που τα κατάφερνε μόνη της και περήφανη που δεν ξέπεσε στα εύκολα. Ήταν νέα αλλά το βλέμμα των αντρών το καταλάβαινε. Όπως καταλάβαινε και τα πικρόχολα σχόλια των γυναικών. Το όμορφο σώμα της και το γλυκό της πρόσωπο, μόνα τους, μέσα στο απομονωμένο από τα άλλα νοικοκυριά δωματιάκι, χωρίς άντρα, χωρίς επίσημο άντρα, ήταν κάτι που δεν το χωρούσε ο νους τους επειδή δεν το ανεχότανε η ηθική τους. Και στην πολιτεία τι ήθελε κάθε τόσο;
Δεν την πείραζαν αυτά όλα. Το αντίθετο. Χαιρόταν που το κορμί της τους έπαιρνε το νου. Είχε κάτι που δε γινότανε να μην το προσέξουν οι γύρω της. Είχε κάτι που την έκανε να λάμπει μέσα στις λάσπες και στη δυστυχία. Είχε κάτι που για να συνεχίσει να λάμπει, έπρεπε να μην το μαγαρίσει κανείς. Κι ας νόμιζαν οι γυναίκες. Κανείς τους. Και όχι μόνον οι πρόσφυγες. Αυτούς τους ήξερε και τους έφερνε βόλτα. Τους άλλους έπρεπε να προσέχει. Τους φαντάρους που σήμερα τους βλέπεις και αύριο χάνονται. Αυτούς. Που όλο μέσα στα πόδια τους τριγυρνούσαν. Ένας μάλιστα, λες και ήξερε το χούι της, σκότωνε την ελεύθερη ώρα του δίπλα στην βρύση. Καθόταν δίπλα στην λάρνακα και φαινόταν χαμένος στις σκέψεις του. Εκεί, στο ίδιο σημείο καθόταν κι αυτή τα βράδια που γέμιζε το φεγγάρι και το ’βλεπε να καθρεφτίζεται στο νερό μαζί με το πρόσωπό της. Γινότανε τότε ένα με τα ξωτικά που ήξερε πως τριγύριζαν στις λίμνες και στα ποτάμια. Αυτή ήταν το ξωτικό της βρύσης. Άφηνε το πρόσωπό της χαραγμένο στο μάρμαρο και πήγαινε να ξαπλώσει δίπλα στο κοριτσάκι της που κοιμότανε ήρεμο και, θαρρείς, χαμογελαστό. Το φύλαγε το ξωτικό. Δεν έλεγε ποτέ της η νεράιδα. Το ξωτικό.

Ήταν όμορφο το παλικάρι αλλά ντροπαλό. Δεν την κοίταξε ποτέ κατάματα κι ας συναντήθηκαν πολλές φορές. Ή μήπως δεν ήταν ντροπή αυτό αλλά αδιαφορία; Δεν έφτανε λοιπόν σ’ αυτόν τον άντρα εκείνο που έφτανε σε όλους τους άλλους; Δεν τον συγκινούσε η ομορφιά; Το όπλο της ήταν ακίνδυνο γι’ αυτόν; Τρόμαζε όταν συνειδητοποιούσε τι ήταν αυτό που σκεφτόταν εδώ και λίγες ημέρες κοιτώντας τον. Την ένοιαζε τόσο πολύ αυτό το παλικάρι το οποίο φαινόταν να μην την είχε προσέξει καθόλου; Τρόμαζε ακόμη περισσότερο όταν έβγαινε από το δωματιάκι και έπιανε τον εαυτό της να ψάχνει στη βρύση και στο δρόμο για να τον δει. Τι στο καλό! Το ένιωθε πως κάτι αναδεύει μέσα της και δεν μπορούσε να το ελέγξει. Φοβόταν.

Ήταν μια μέρα σαν τις άλλες. Φόρτωσε το γαϊδουράκι της, ανέβηκε πάνω του με την κόρη της αγκαλιά και τράβηξε για την πόλη. Επέστρεψε νωρίς. Μόλις έφτασε στην βρύση, τον είδε να σηκώνεται, να την κοιτάει στα μάτια, να την πλησιάζει, τον είδε να έχει κάτι σαν χαμόγελο στα χείλη του, τον είδε να απλώνει το χέρι του και η καρδιά της φτερούγισε. Χαμήλωσε τα μάτια της και το κορμί της μυρμήγκιασε. Το ένιωθε πως ήταν έτοιμο για την ξένη σάρκα και περίμενε. Περίμενε. Άκουσε κάτι ακαταλαβίστικα λόγια και ανασήκωσε τα μάτια της. Τον είδε να χαϊδεύει το μάγουλο της μικρής της κόρης, να της λέει κάτι στην γλώσσα του και να έχει ένα βλέμμα ευτυχισμένο και ήρεμο. Για μια στιγμή συννέφιασε το πρόσωπό της. Τι ήταν αυτή που νόμισε πως θα την πρόσεχε αυτός ο ευγενής αξιωματικός; Έπειτα πάλι σαν να χάρηκε που η ζωή της δεν κινδύνευε να βγει από τη ρότα που είχε χαράξει. Ξαναγύρισε στον κόσμο της. Τις γυναίκες που κοιτούσαν τη σκηνή χωρίς να σηκώνουν το κεφάλι τους καθώς ήταν σκυμμένες στη βρύση, δεν τις έδωσε καμία σημασία. Κατέβηκε από το γαϊδουράκι της και, λίγο πριν μπει στο δωματιάκι της, ξανακοίταξε προς το δρόμο. Η συνηθισμένη εικόνα. Εκτός από έναν φωτογράφο που πείραζε τις γυναίκες και τις τραβούσε φωτογραφίες.




Υ.Γ. Το διήγημα αυτό ανήκει στη σειρά "Ιστορίες απ' τα χώματα" και δημοσιεύτηκε στο περ. «Δυτικώς» της Θεσσαλονίκης (Άνω Ηλιούπολη), το καλοκαίρι του 2002. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι τόσο πραγματικά όσο ακριβώς και φανταστικά. Οι δύο πρώτες εικόνες προέρχονται από το αρχείο του Σ.Λ. και η τρίτη από το αρχείο του Γιάννη Μέγα.

Εντελώς προσωπικό


Χε! χε! χε!

Γυάλινο βαζάκι για γλάστρα ο μάστορας,
φούξια ανθάκια το γιαβρί.

Ναι, είναι η γνωστή μπουκαμβίλια, αναστημένη. Η ζωή συνεχίζεται.

Σάββατο, Ιουλίου 21, 2007

Ηλιόλουστο, Κιλκίς


Το πέλμα βυθίζεται στο απότιστο χορτάρι
ζουζούνια, πολλά ζουζούνια, ξεχύνονται σε αναγνωριστικές κινήσεις στη γυμνή σάρκα
όμορφη αυλή, φωνάζει από κάθε γωνιά της πως της λείπουν οι νοικοκύρηδές της.

Απλώνω το λάστιχο, ανοίγω την κάνουλα
λουλούδια, πολλά λουλούδια, με μαζεμένα τα φύλλα αναδίδουν την ξέπνοη μυρωδιά τους
καθώς το νερό πέφτει στο ξερό χώμα από το χέρι του περίεργου μουσαφίρη.

Κάτω από την καρυδιά απλώνω βιβλία και χαρτιά
θόρυβοι, πολλοί θόρυβοι, ήχοι πουλιών, ζώων μα και ανθρώπων˙ λίγα μηχανήματα από τη μεριά του ποταμιού, απόμακρα, κάνουν με κάποιο τρόπο αισθητή την παρουσία τους, αλλά κυριαρχούν οι ήχοι των ζωντανών.

Άλλοι ήχοι το πρωί, άλλοι το βράδυ. Όχι κραυγές και τσαμπουκάδες μπροστά στα φανάρια της τροχαίας. Κανακέματα στο πιτσιρίκι που συντροφεύει κυράδες στον καφέ. Η πρώτη μέρα στο χωριό μετά από πολύ καιρό και με δηλωμένη την πρόθεση δεκαήμερης διαμονής: μια τρελή φουσκάλα οξυγόνου που ξεχύνεται στο αίμα, φέρνει τ’ απάνω κάτω καθώς διατρέχει την μπουκωμένη κυκλοφορία κι επιβάλλει την παρουσία της με το έτσι θέλω.
Μ’ αρέσει.

Τρίτη, Ιουλίου 17, 2007

Απελπιστικά μόνοι... αγωνίζονται!


Απελπιστικά μόνοι. Μόνο οι εργαζόμενοι κι αυτοί όχι όλοι. Οι πολιτικοί της Σταυρούπολης, άφαντοι. Στο δημοτικό συμβούλιο, την επόμενη Τρίτη, αν τελικά μπει το θέμα, με ετοιμότητα καφενείου οι περισσότεροι θα πούνε κάτι μεγαλόστομο και θα γυρίσουνε πλευρό.
Κανείς πολίτης, ένα άτομο από τη διοίκηση της «Ίρις», για λίγο˙ ένα άτομο από τη διοίκηση του Δήμου για να πληροφορήσει για την παρουσία του δημάρχου στο γραφείο του και για την πρόθεση να τεθεί το θέμα στο ΔΣ της Τρίτης˙ κι ένα άτομο που ήταν στην προηγούμενη διοίκηση του Δήμου αλλά που θα πήγαινε έτσι κι αλλιώς˙ ένα άτομο από το σύλλογο των εργαζομένων στους ΟΤΑ˙ ένα συνεργείο τηλεοπτικού σταθμού που ρωτούσε αν έχουν οι εργαζόμενοι χρέη και δάνεια˙ πολλοί αστυνομικοί. Και τα καφενεία, ήδη από τις εννιά το πρωί γεμάτα.

Απελπιστικά μόνοι, τώρα που είναι πρόβλημα. Όχι εργαζόμενοι πια, ή πολίτες αλλά πρόβλημα που πρέπει να το λύσουν άλλοι. Πάντα οι άλλοι φταίνε. Εμείς ποτέ.

Κάνε φύλλο γκαρντάσι μπας κι αλλάξει η παρτίδα.

Δευτέρα, Ιουλίου 16, 2007

Συγκέντρωση διαμαρτυρίας εργαζομένων στην «Ίρις»



Οι εργαζόμενοι στη Δημοτική Κοινωνικοπολιτιστική Επιχείρηση Σταυρούπολης «Ίρις» καλούν το λαό της Σταυρούπολης σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας την Τρίτη, 17.7.2007, στις 9 το πρωί, μπροστά στο Δημαρχείο Σταυρούπολης.
Καταγγελία ονομάζουν αυτήν την ανακοίνωση, φαίνεται σ’αυτήν ποιοι καταγγέλουν, φαίνεται σε ποιον καταγγέλουν, αλλά δεν ξεκαθαρίζεται ποιον καταγγέλουν.
Δέκατη μέρα επίσχεσης εργασίας, πέμπτος μήνας χωρίς μισθό, χρονιά εναρμόνισης των δημοτικών επιχειρήσεων με το νέο Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, αλλά δυστυχώς και περίοδος έντονου προεκλογικού καιροσκοπισμού από πολλούς καλοθελητές .
Δεν γνωρίζω ποιους κάλεσαν να μιλήσουν σ’ αυτήν την συγκέντρωση, δεν γνωρίζω πόσοι πολίτες της Σταυρούπολης θα συγκινηθούν, είναι όμως σημαντικό να πάμε και ν’ ακούσουμε:
Ποιοι και πώς θα σιγοντάρουν την οργή των εργαζομένων;

Το τσαλίμι θα είναι εκεί.

Σάββατο, Ιουλίου 14, 2007

Δυο e-books κι ένα cd είναι τα νέα αποκτήματα του site: www.tsalimi.gr



Το λεύκωμα που τεκμηριώνει το γενέθλιο έτος της Σταυρούπολης, τώρα προσβάσιμο στον καθένα, μ’ ένα τσαλίμι του ποντικιού σας.




Το κείμενο της θρυλικής παράστασης με ηθοποιούς και φιγούρες. Μια ιστορία έρωτα και φιλίας που συνελήφθη στα υψίπεδα του Φαλακρού όρους˙ παίχτηκε σε θέατρα του Ευόσμου, της Σταυρούπολης, του Κιλκίς και τώρα απλώνεται μπροστά σας με το γνωστό τσαλίμι του ποντικιού σας.




Θέατρο χωρίς μουσική, σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. Τα τραγούδια της παράστασης, με τις φωνές των ηθοποιών.

Παρασκευή, Ιουλίου 13, 2007

Πολιτισμός στη Σταυρούπολη, ένα χρονικό αυθαιρεσιών


Στη δεκαετία του ’80, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα στον τομέα της πολιτικής του δήμου Σταυρούπολης στον πολιτισμό.
Κυρίαρχο ρεύμα ήταν η ανάπτυξη, η ανάδειξη και η προβολή της ερασιτεχνικής δημιουργίας. Ιδρύθηκε το Πνευματικό κέντρο σαν ένας τεράστιος πολιτιστικός σύλλογος, απ’ αυτούς που άνθισαν σε όλες τις συνοικίες μετά την μεταπολίτευση και κατέλαβε μονοπωλιακά τον χώρο.
Ο δήμος στάθηκε περίπου ανταγωνιστικά απέναντι στους πολιτιστικούς συλλόγους επιταχύνοντας την πορεία τους προς τον μαρασμό.
Το σχήμα όμως λειτούργησε. Οι εκδηλώσεις στις γειτονιές πλήθαιναν, ιδρύθηκαν παραρτήματα επιδιώκοντας την γεωγραφική κάλυψη της συνοικίας, στήθηκε φιλαρμονική, θεατρική ομάδα, γίνονταν και κάποιες μετακλήσεις καλλιτεχνών.
Ο σχεδιασμός εκείνης της δεκαετίας κορυφωνόταν με την ανέγερση ενός κτιρίου-έδρας του Πνευματικού Κέντρου. Σαν πολιτιστική υποδομή μπορούν να θεωρηθούν και οι δύο πλατείες (Ελευθερίας, Εδέσσης). Παράλληλα μπήκε και ένας στρατηγικός στόχος: η Μονή Λαζαριστών η οποία ήδη από το 1985 αγοράστηκε με τα χρήματα για τα 2300 χρόνια της Θεσσαλονίκης. Μέσα στη δεκαετία εκείνη ολοκληρώθηκε και ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός που έδινε σχήμα στο Πολυδύναμο Πολιτιστικό Κέντρο των Δυτικών Συνοικιών. Η Μονή όμως ανήκε στο Νομαρχιακό Ταμείο κι έτσι έμπαινε στο πρόγραμμα κι ένας διεκδικητικός στόχος.
Όλα έδειχναν πως ο πολιτισμός στη Σταυρούπολη ετοιμαζόταν να περάσει στο επαγγελματικό του στάδιο, αφού τα στελέχη που πλαισίωναν το Πνευματικό Κέντρο θα στέγαζαν την εμπειρία και το ταλέντο τους σε κατάλληλα κτίρια, ειδικά σχεδιασμένα για πολιτιστικές δράσεις.

Η νέα δεκαετία φέρνει στη Σταυρούπολη νέο δήμαρχο ο οποίος φαίνεται να είχε άστρο. Θα μείνει τελικά στην ιστορία επειδή ασχολήθηκε με πράγματα που δεν τα είχε ποτέ φανταστεί. Τα κείμενα της προεκλογικής περιόδου των δημοτικών εκλογών του 1990, αλλά και τα δύο πρώτα τεύχη του Δημότη που αντανακλούν την πολιτική της νέας διοίκησης μένουν στα τυπικά λόγια και δεν προμηνύουν αυτά που έμελλε να συμβούν. Ειδικά η επιστολή εκ μέρους των έξι δημάρχων της δυτικής Θεσσαλονίκης την οποία υπογράφει ο δήμαρχος Σταυρούπολης και απευθύνεται στον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη, είναι ένα κείμενο που στερείται έμπνευσης και πνοής. Θα μπορούσε κανείς να χρεώσει σ’ εκείνη τη διοίκηση την ιδέα μιας επιχείρησης στον τομέα του πολιτισμού αφού σε δύο μόνον χρόνια την έστησε αλλά το γεγονός πως τον επόμενο χρόνο άλλαξε άρδην τους σκοπούς της μόνο σχεδιασμό και προνοητικότητα δεν δείχνει. Δεν γνωρίζω ποιο θα ήταν το σημερινό πολιτιστικό πρόσωπο της Σταυρούπολης, αν στους πρώτους μήνες της πρώτης θητείας Μπαρούτα δεν εμφανιζόταν στο προσκήνιο ένας εξωτερικός παράγοντας και μία συγκυρία. Η «Άλλη πλευρά» και η ανάδειξη της Θεσσαλονίκης σαν «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας» της Ευρώπης. Ή μάλλον γνωρίζω. Διαβάστε τα κείμενα των δύο πρώτων τευχών του Δημότη που προανέφερα για να δείτε την ρητορική και την πολιτική στάση απέναντι στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα και την κυβέρνηση. Βέβαια εκείνη η κυβέρνηση άλλαξε γρήγορα, αλλά και με φιλική κυβέρνηση δεν φαντάζομαι να άλλαζε κάτι σημαντικό. Αυτό που θα άλλαζε σίγουρα είναι η φρασεολογία και το ύφος. Ίσως κατάφερναν να πάρουν και ό,τι διεκδικούσαν. Κάλυψη Δενδροποτάμου και γενικολογίες περί ανάπτυξης. Ούτε η Μονή υπήρχε στο λεξιλόγιό τους, ούτε το κτίριο με το θέατρο των τριακοσίων θέσεων.

Τι ακριβώς έγινε την άνοιξη του 1991;

Η «Άλλη πλευρά» ήταν μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία που ιδρύθηκε το 1991 και χωρίς να διακρίνεται από τη μαζικότητα των πολιτιστικών συλλόγων της προηγούμενης δεκαετίας κατάφερε να πάρει το αίμα τους πίσω. Επιτέλους εμφανίστηκαν πολίτες που ανέλαβαν πρωτοβουλίες που έμελλαν να γίνουν πολιτικές της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ουσιαστικά έδειξαν έναν νέο δρόμο πέρα από τις καταγγελίες και την πολιτική σκοπιμότητα. Η φρεσκάδα των ιδεών, η τεκμηρίωση των προτάσεων και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να προβληθούν ήταν πρωτόγνωρα. Ένα λάθος, όπως αποδείχτηκε αργότερα ήταν η επιλογή της πολύ στενής συνεργασίας με το δήμο Σταυρούπολης που οδήγησε στην απορρόφηση όλου, σχεδόν, του πυρήνα της «Άλλης πλευράς». Από τα πέντε μέλη της «Άλλης πλευράς» την δουλειά έβγαζαν τρεις κι απ’ αυτούς οι δύο έγιναν συνεργάτες του δημάρχου και εντάχθηκαν οργανικά στο Δήμο Σταυρούπολης.
Η «Άλλη πλευρά» λοιπόν ξεκίνησε μια σειρά εβδομαδιαίων εκπομπών στο ραδιόφωνο του Παρατηρητή και ανέδειξε πολλά και σημαντικά θέματα πολιτισμού, τοπικής ιστορίας, κοινωνικής και περιβαλλοντικής ευαισθησίας. Κυρίως όμως έδινε το στίγμα των δυτικών συνοικιών σαν ζωντανό μέλος μιας πόλης που διεκδικεί τη θέση του προβάλλοντας την ιστορία του, τους ανθρώπους του, τα κτίριά του, τα προβλήματά του και την προοπτική του.
Κορυφαίες στιγμές στη σύντομη διαδρομή της «Άλλης πλευράς» ήταν τα δύο τριήμερα που διοργάνωσε το 1991 και το 1992 για τη Μονή Λαζαριστών και τα καπνομάγαζα, αντίστοιχα. Και τα δύο είχαν κοινό σχεδιασμό και φιλοσοφία: να αναδειχθούν χώροι που έρχονται από το παρελθόν και μπορούν να ξαναζήσουν στο μέλλον. Βασική επιδίωξη ήταν να τους γνωρίσει ο κόσμος από πολύ κοντά. Οι εκδηλώσεις φιλοξενήθηκαν μέσα στα κτίρια και τις αυλές τους, με όλους τους κινδύνους και τις δυσκολίες. Καλλιτεχνικά σχήματα κράχτες αλλά και ημερίδες με επιστήμονες και ερευνητές ώστε να καταγραφούν όλα με τον πιο έγκυρο τρόπο, έδιναν έναν τόνο θριαμβευτικό. Ανασύρθηκαν οι μακέτες του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για τη Μονή Λαζαριστών και προβλήθηκαν σε μια έκθεση, έγιναν παρεμβάσεις ιστορικών, αρχιτεκτόνων και υπηρεσιακών παραγόντων. Στην δεύτερη μάλιστα ημερίδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η εκπληκτική πρόταση του Γιώργου Αθανασόπουλου που αποτελεί τώρα το περίφημο Δυτικό τόξο που τόσο έχει ανάγκη η πόλη και είναι πια και κυβερνητική εξαγγελία, αφού αξιώθηκε ενός παγκόσμιου αρχιτεκτονικού διαγωνισμού.
Πέρα από την ανάδειξη των χώρων, βασική αγωνία της «Άλλης πλευράς» και πρόταση προς τον δήμο Σταυρούπολης ήταν και να διεκδικηθούν και να προταθούν χρήσεις. Η Μονή Λαζαριστών ανήκε στο Νομαρχιακό Ταμείο, γη δική της ήταν δεσμευμένη αυθαίρετα από ομάδα των Αμπελοκήπων, τα καπνομάγαζα ανήκαν σε ιδιώτες και στον Εθνικό Οργανισμό Καπνού. Με τις εκδηλώσεις της «Άλλης πλευράς» τις εκπομπές και τα δημοσιεύματα προετοιμαζόταν το έδαφος. Κέντρο βιβλιοθηκών στη Μονή με τεκμηριωμένη πρόταση της Νανάς Παναγιώτου από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη των Αμπελοκήπων, Μέγαρο μουσικής στη Μονή αφού στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό προβλεπόταν Λυρική Σκηνή αντί για το οικόπεδο στην παραλία, παρουσίαση του μοναδικού και πολύ μεγάλου ζωγραφικού έργου του χαράκτη Τάσσου που κοσμεί την είσοδο του κόκκινου καπνομάγαζου, στέγαση της Σχολής Καλών τεχνών στο Καπνομάγαζο του Λάτση, επιμονή στην απόδοση του στρατοπέδου του Παύλου Μελά στην τοπική κοινωνία μέσα από κείμενα που αναδείκνυαν πτυχές της ιστορίας του και το δέσιμό του με τη συνοικία, σύνδεση των ιστορικών κτιρίων και των μεγάλων ελεύθερων χώρων σ’ ένα τόξο που περιβάλλει την πόλη και την σώζει. Αν σ’ αυτά προσθέσει κανείς την επιμονή στην ανάδειξη και των αρχαιολογικών χώρων της Σταυρούπολης θα καταλάβει πως αυτό που έβγαινε στην επιφάνεια δεν ήταν μια κραυγή του αδικημένου που διεκδικεί όπως φαινόταν στα κείμενα του Δημότη που ανέφερα, αλλά ένα ώριμο αίτημα που έκρυβε πίσω του μεγάλο βαθμό ετοιμότητας. Τα θέλουμε αυτά όχι μόνο επειδή τα χρειαζόμαστε αλλά επειδή τα γνωρίζουμε, τα αγαπάμε και μπορούμε να τα διαχειριστούμε.

Φυσικά τίποτε από αυτά δεν έγινε όπως έπρεπε να γίνει.

Η Θεσσαλονίκη αναδείχτηκε Πολιτιστική Πρωτεύουσα, ο Σπύρος Μπαρούτας έγινε μέλος στο διοικητικό της συμβούλιο, η Μονή και το θέατρο στο κτίριο του Πνευματικού κέντρου μπήκαν στα μεγάλα έργα της Πολιτιστικής και μαζί τους και το κτίριο μουσικής. Μέχρι το 1997 η Σταυρούπολη έγινε αγνώριστη. Όλοι στη Θεσσαλονίκη φαίνεται να αναγνωρίζουν στον δήμαρχο ένα έργο στον τομέα του πολιτισμού κορυφαίας έμπνευσης και υλοποίησης. Δεν είναι βέβαια έτσι τα πράγματα. Εμείς εδώ μέσα γνωρίζουμε καλά πόσο δική μας είναι η Μονή και πόσο ανήκει στις δυτικές συνοικίες. Το στρατόπεδο και μαζί του ο άξονας του δυτικού τόξου κινδυνεύει να χαθεί, η ιστορία με τα καπνομάγαζα βρίσκεται σε τελματώδη κατάσταση. Γιατί άραγε επί έξι και πλέον χρόνια γίνονταν εκδηλώσεις στον αύλειο χώρο της Μονής και αναγγέλλονταν θεσμοί και χάνονταν πολύτιμο έδαφος στην κατεύθυνση που προανέφερα και δεν έγινε τίποτα αντίστοιχο στο κόκκινο και στο στρόγγυλο καπνομάγαζο;

Το 1992 ιδρύεται η Κοινωνικοπολιτιστική Επιχείρηση με πρώτες δράσεις τους παιδικούς σταθμούς κι αμέσως μετά το θερινό Σταυρουπόλ. Την επόμενη χρονιά, 1993, αλλάζουν οι σκοποί της επιχείρησης και οι τέσσερις παράγραφοι στο άρθρο για τους σκοπούς στο ΦΕΚ του 1992 γίνονται δώδεκα στο ΦΕΚ του 1993. Αυτό όμως δεν πειράζει και τόσο. Η μεγάλη ανακατωσούρα γίνεται με το κτίριο.
Η εμπλοκή στην υπόθεση Πολιτιστική Πρωτεύουσα βγάζει και το κτίριο στο προσκήνιο. Συνεχίζονται οι εργασίες και στο τέλος του 1993 μπαίνει, πρώτη η επιχείρηση στο κτίριο, με το μπαλέτο και καταλαμβάνει ολόκληρο τον τέταρτο όροφο σε πείσμα του αρχιτέκτονα και της Τεχνικής υπηρεσίας (βλ. έγγραφο ΤΥ, 7851/31-5-1995). Διαφημίζεται η σχολή χορού, καμαρώνουμε αλλά κανείς ποτέ δεν είπε ότι κανένας αρμόδιος δεν έδινε άδεια σ’ αυτή τη σχολή χορού εξ αιτίας της επικινδυνότητας του ημιτελούς κτιρίου (βλ. έγγραφο της ΤΥ της Νομαρχίας πια, 22-2-1994). Αυτή η πρακτική βέβαια δεν είναι καινούρια. Στο κόκκινο από το σεισμό του 1978, ετοιμόρροπο κτίριο της Μονής μεταφέρθηκε το ξυλουργείο του Δήμου και γίνονταν εκδηλώσεις ασταμάτητα. Πολιτισμός νέου τύπου. Να δείξουμε. Όλη η αγωνία ήταν να δείξουμε, όχι να προγραμματίσουμε και να κάνουμε. Ακόμη και το 1998 με τελειωμένη τη Μονή τα ίδια έγιναν. Για να δείξει ο Σπύρος Μπαρούτας ότι έχει το πόδι του στη Μονή έστησε μια μεταλλική κατασκευή για να δει ο κόσμος το Νταλάρα, πάνω από το κλιμακοστάσιο του υπόγειου πάρκιγκ και το υποστήριξε με σωληνόβεργες χωρίς καμία μελέτη υπεύθυνων τεχνικών.
Έτσι λοιπόν, χωρίς να παραληφθεί το κτίριο, χωρίς να γνωρίζει κανείς τι λειτουργίες θα στεγάσει, μπαίνουνε μέσα και προκαθορίζουνε το μέλλον του. Το Πνευματικό Κέντρο παρακολουθεί αμήχανα. Παρόλο που ο Δημότης ακόμη και τον Ιούλιο του 1994 ονομάζει το κτίριο «Πνευματικό Κέντρο», η Κοινωνικοπολιτιστική από το 1993 σχεδιάζει τα νέα της τμήματα και τα ονειρεύεται μέσα στο κτίριο. Ούτε βιβλιοθήκες, ούτε τίποτα. Η διοίκηση Μπαρούτα δεν φαίνεται να έχει ξεχωριστή πολιτική για το κτίριο. Δεν δίνει καμία σημασία στο σχεδιασμό Τσακίρη και Αθανασόπουλου για το κτίριο και το προορίζει για προίκα στην Επιχείρηση. Ουσιαστικά όμως το υποβιβάζει σε μια πολυκατοικία.
Στον απολογισμό δράσης το 1994, έκδοση του Δήμου Σταυρούπολης, αλλά ουσιαστικά προεκλογικό φυλλάδιο του Σπύρου Μπαρούτα για τις εκλογές του Οκτώβρη 1994, χαρακτηρίζεται η Κοινωνικοπολιτιστική «υπεύθυνη για την οργάνωση και συντονισμό των δραστηριοτήτων στο καινούριο Πνευματικό Κέντρο». Το κτίριο εννοεί κι ας υπάρχει Νομικό Πρόσωπο με τον ίδιο τίτλο. Στο ίδιο φυλλάδιο κάνει την εμφάνισή της και η τοπική ιστορία με φωτογραφίες και λεζάντες από το δικό μου βιβλίο, χωρίς να μου ζητηθεί άδεια κι ενώ εγώ κατεβαίνω υποψήφιος με άλλη παράταξη. Σε δελτίο λοιπόν αυτής της άλλης παράταξης της «Δημοτικής Κίνησης για τη Σταυρούπολη» γράφω για την εσπευσμένη κίνηση της διοίκησης να βάλει πόδι στο κτίριο: «Βιάζεται να παραδώσει ένα κτίριο και αδυνατεί να καταλάβει πως έχει στα χέρια της ένα καλλιτεχνικό ίδρυμα και πρέπει να αποδεχθεί στοιχειώδεις κανόνες σοβαρότητας απέναντί του» (Δελτίο, αρ. 2, 23-9-1994). Στο δε πρόγραμμα της Κίνησης γίνεται λόγος για «σύνδεση των χώρων παραγωγής πολιτισμού» και εννοούνται το Πνευματικό Κέντρο (το ΝΠΔΔ), το κτίριο και η Μονή. Είναι η πρώτη φορά που διατυπώνεται η ιδέα για κάτι που δεν είναι ούτε Πνευματικό Κέντρο, ούτε Επιχείρηση.
Μέχρι τις εκλογές του 1994 γίνεται το «έλα να δεις» από εκδηλώσεις και θεσμούς στον χώρο της Μονής, ιδρύεται και η «Τετρακτύς» και μπαίνει κι αυτή στο κτίριο, ενώ παίρνει σειρά και το θέατρο, επειδή χάνει τον χώρο του στο κέντρο της πόλης το ΚΘΒΕ λόγω εργασιών συντήρησης και θα φιλοξενηθεί στη Σταυρούπολη. Σε κουβέντα με τον Δήμαρχο δεν διαφωνώ με την έλευση του ΚΘΒΕ αλλά του θέτω τις ανησυχίες μου και για το κτίριο και για το σύνολο των δράσεων στον τομέα του πολιτισμού. Με διαβεβαιώνει πως κι αυτός βλέπει με σοβαρότητα τα πράγματα και μου εξηγεί πως το ΚΘΒΕ θα συνεργάζεται πια με τη Σταυρούπολη και το θέατρο στη συνοικία θα πάρει άλλον αέρα. Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.
Ξαναβγαίνει δήμαρχος ο Σπύρος Μπαρούτας, και εντάσσει οργανικά στον Δήμο τα δύο μέλη της «Άλλης Πλευράς», η οποία φυσικά από τότε παύει να υφίσταται. Συνεχίζω τις συζητήσεις για το κτίριο και καταθέτω μάλιστα και συγκεκριμένη πρόταση για το τι εννοώ χαρακτηρίζοντάς το «ίδρυμα», πώς βλέπω τη σχέση του με την Μονή που φαίνεται πως θα ολοκληρωθεί το 1997 και με το Πνευματικό Κέντρο. Μιλώ και με τον δήμαρχο και του προτείνω δράσεις ώστε αυτό να πάρει φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά καλλιτεχνικού ιδρύματος, να παράγει πολιτιστικό έργο και κυρίως στελέχη που θα επανδρώσουν αργότερα το Πολυδύναμο Πολιτιστικό Κέντρο στη Μονή.
Δεν γίνεται τίποτε απ’ όσα συμφωνήθηκαν προφορικά, παύω να ασχολούμαι ώσπου στο τέλος του 1995 μαθαίνω πως ιδρύεται ΝΠΔΔ με τίτλο «Κέντρο Πολιτισμού και Νεολαίας». Από όλη την πρότασή μου αυτό που έγινε ήταν ένα νομικό πρόσωπο με διοίκηση. Στην αρχή δεν κατάλαβα. Μετά όμως είδα το φως. Όλο το 1996 και όλο σχεδόν το 1997 δύο άτομα στο νέο νομικό πρόσωπο έπαιρναν μισθό. Το ένα μάλιστα έπαιρνε μισθό και από το Πνευματικό Κέντρο στου οποίου επίσης τη διοίκηση ήταν. Το πόσο υπήρχε πολιτική για το κτίριο και το νομικό πρόσωπο φαίνεται στην προγραμματική σύμβαση του Δήμου με το ΥΠΠΟ το 1997. Τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το ΥΠΠΟ, ο Δήμος Σταυρούπολης, η Κοινωνικοπολιτιστική επιχείρηση «Ίρις» και το Πνευματικό Κέντρο. Αν και στο άρθρο 6 που μιλάει για την υποδομή των πολιτιστικών χώρων γίνεται αναφορά στο κτίριο, το νομικό πρόσωπο που συνδέεται εκ γενετής με το κτίριο απουσιάζει παντελώς. Με την ίδια ευκολία που καπέλωσε το Πνευματικό κέντρο η επιχείρηση, έτσι ακριβώς συνεχίζει να καπελώνει και το Κέντρο Πολιτισμού. Οκτώβριο του 1997 γίνεται η προγραμματική σύμβαση με το ΥΠΠΟ και φαίνεται πια πως το Κέντρο Πολιτισμού δεν το χρειάζονται. Γνωρίζετε πότε σταμάτησε η μισθοδοσία του προέδρου και του αντιπροέδρου του; Σεπτέμβριο του 1997. Μετά τις εκλογές του 1998 μπαίνει και επίσημα πια μπροστά το σχέδιο ενοποίησης των τριών νομικών προσώπων. Τι να τα κάνουν; Η Μονή πήρε μια μορφή που την επέβαλε ο υπουργός κ. Ευάγγελος Βενιζέλος. Είδαμε με έκπληξη τους φορείς που τελικά θα έμπαιναν στο κτιριακό συγκρότημα, είδαμε με έκπληξη το εξ αδιαιρέτου με την Νομαρχία και με ορθάνοικτο το στόμα είδαμε κι ένα εστιατόριο από το πουθενά να στρογγυλοκάθεται στο κέντρο της Μονής. Από εκεί λοιπόν δεν υπάρχει χαΐρι. Οι μισθοί στα ΝΠΔΔ κόπηκαν. Τρία νομικά πρόσωπα στο ίδιο κτίριο είναι πολλά. Μπλέξιμο ΝΠΙΔ με ΝΠΔΔ είναι δύσκολο πράγμα και η λύση έτοιμη και εμπνευσμένη: Ενώνουμε τα δύο ΝΠΔΔ, βάζουμε και κοινή διοίκηση στο νέο ΝΠΔΔ και στο παλιό ΝΠΙΔ και τα διαχειριζόμαστε όλα σα να είναι ένα κι όλα μέλι γάλα. Το σχέδιο αυτό ολοκληρώνεται το 2000. Και δέστε ποιο καταργήθηκε. Το Πνευματικό Κέντρο. Μια ιστορική δράση, που εξαπλώθηκε σε όλη τη συνοικία, που η αναγκαιότητα ύπαρξής του και σήμερα είναι πολύ μεγάλη, καταργήθηκε και οι δράσεις του μεταφέρθηκαν στο κτίριο. Όλα στο κτίριο. Η κατάσταση που επικρατεί πια είναι χαώδης. Κτίριο και χώροι του ΝΠΔΔ ανήκουν με το έτσι θέλω στο ΝΠΙΔ. Στελέχη του ενός απασχολούνται στο άλλο. Για να καταλάβετε το μπέρδεμα δέστε τι γράφει ο Δημότης το 1998, λίγο πριν τις εκλογές. Γράφει για αυτόνομη, πλέον, διοίκηση του θεάτρου, η οποία μάλιστα κατά τον Δημότη κέρδισε και το στοίχημα. Και μη χειρότερα. Ένα κτίριο του Δήμου Σταυρούπολης, με προδιαγραφές στέγασης κεντρικών πολιτιστικών δραστηριοτήτων στα πλαίσια ενός Πνευματικού Κέντρου με υποκαταστήματα σε όλη τη συνοικία, παραχωρείται σ’ ένα ΝΠΔΔ με την ιδρυτική του πράξη, αλλά από πολύ νωρίτερα και για πολλά χρόνια μετά δεσμεύεται (πιο σωστή θα ήταν η λέξη υπονομεύεται) από χρήσεις ενός άλλου φορέα που από φιλοξενούμενος έγινε δυνάστης. Το θέατρο καταλαμβάνει πολύ μεγάλο μέρος του κτιρίου, έχει καταπληκτική υποδομή, αλλά δεν έχει άδεια, η σκηνή του θεωρείται προέκταση του 4ου ορόφου για να πάρει άδεια η σχολή χορού, το εκμεταλλεύεται η «Ίρις» η οποία στις 30-12-2002 (προσέξτε την ημερομηνία) το νοικιάζει από το Κέντρο Πολιτισμού για τέσσερα χρόνια προς 300 ευρώ το μήνα. Όσα δηλαδή ζητάνε από έναν ιδιώτη για μία μέρα για να του παραχωρήσουν την αίθουσα. Λεπτομέρεια: τα δύο νομικά πρόσωπα έχουν την ίδια διοίκηση. Μισθωτής-εκμισθωτής ο ίδιος. Είναι αυτό διάκριση ρόλων; Είναι λογιστικό τερτίπι κι όχι ζήτημα ουσίας;

Με ποια πολιτική πρόταση, δημόσια και ανοικτή έγινε η προγραφή ενός ΝΠΔΔ για να εμφανίζεται σαν ανθούσα μια επιχείρηση επιδοτούμενη και αυθαιρετούσα; Από τις δεκαπέντε ειδικές δράσεις της «Ίριδας» στον απολογισμό του 2002 τρεις εμφανίζουν κέρδος, τρεις άλλες είναι με ειδικό καθεστώς επιδότησης και οι υπόλοιπες εννέα είναι μέσα! Είναι λάθος να κρίνονται πολιτιστικά μεγέθη με λογιστικό τρόπο, ακόμη κι αν αφορούν σε δημοτική επιχείρηση. Η ίδια όμως λογική διέπει όλη την ιστορία της επιχείρησης.
Υπάρχει κατατιθεμένη φιλοσοφία που να κάνει κατανοητή τη φυσιογνωμία της επιχείρησης;
Πώς να την κρίνει κανείς; Με βάση το ΦΕΚ; Με βάση το ύψος συναλλαγών; Με βάση την παραγωγή πολιτιστικού προϊόντος; Με βάση την κοινωνική προσφορά και αποδοχή της;
Να μην κριθεί δηλαδή το γεγονός πως κτίστηκε ένα δίδυμο κτίριο για ΚΑΠΗ και Μουσική σχολή και τελικά μπαίνει η μουσική σχολή στο κομμάτι που προγραμματιζόταν για ΚΑΠΗ; Δεν γνωρίζω αν οι χώροι του ΚΑΠΗ διακρίνονται για την ηχομόνωσή τους, κι αν εκεί υπάρχει αίθουσα για παρουσίαση μικρών έστω μουσικών συνόλων, αλλά να μην γίνει κριτική πως στο κτίριο που στεγάζεται το ωδείο πια, με καλλιτεχνικούς διευθυντές χωρίς τα τυπικά προσόντα για την θέση για την οποία πληρώνονται και φυσικά επιλεγμένους χωρίς καμία δημόσια προκήρυξη της θέσης, δεν υπάρχει ηχητική μόνωση, δεν υπάρχουν κατάλληλες αίθουσες όχι μόνο για συναυλίες αλλά ούτε και για μάθημα; Δεν πρέπει κάποιος να έχει την ευθύνη για όλη αυτήν την προχειρότητα;
Πρέπει κάποτε να μπουν σε κριτική συγκεκριμένες επιλογές προσώπων, συνεργατών, εκδηλώσεων κτλ.

Γυρίζω στο θεσμικό επίπεδο και πιστεύω ότι δεν πάει άλλο. Το παιχνίδι του πολιτισμού στη Σταυρούπολη πρέπει ν’ αρχίσει από την αρχή και σ’ αυτό το παιχνίδι πρέπει να μπουν κανόνες και ένας νέος παίκτης: ο Δήμος Σταυρούπολης. Ο μεγάλος απών της δωδεκαετίας.
Πρέπει να αποκατασταθεί η πολιτική του τιμή και ο Πολιτισμός να προστεθεί στις αρμοδιότητες που εκχωρεί ο δήμαρχος στους αντιδημάρχους. Μια Αντιδημαρχία Πολιτισμού θα αποτιμήσει με έγκυρο τρόπο την ιστορία των Νομικών προσώπων αλλά και των υπολοίπων πολιτιστικών δράσεων του Δήμου (Φεστιβάλ Παιδείας, Ιστορικό αρχείο), ακόμη και την προσφορά φορέων εκτός δήμου και θα μπορεί να προτείνει πολιτικές, να στηρίζει θεσμούς και να στήνει νόμιμα κι όχι με πολιτικές αυθαιρεσίες νομικά πρόσωπα όπου και όταν αυτά χρειάζονται. Θα υποστηρίζεται από ένα γραφείο Πολιτισμού όπως προβλέπεται από τον Οργανισμό του Δήμου και θα παράγει πολιτική που θα κάνει τον πολιτισμό συστατικό στοιχείο όλων των δράσεων του δήμου και όχι μόνον όσων βαφτίστηκαν πολιτιστικές. Θα φροντίζει ώστε να υπάρχει ετοιμότητα για την αντιμετώπιση μεγάλων προκλήσεων. Τόσα χρόνια όλοι καμαρώνουν για την πρωτοπορία της Σταυρούπολης στον Τομέα του Πολιτισμού. Διεκδικούμε το στρατόπεδο του Παύλου Μελά, τη Μονή καλογραιών και κάποια Καπνομάγαζα. Γνωρίζετε πόσες αντιφατικές προτάσεις γι’ αυτούς τους χώρους είδαν κατά καιρούς το φως; Η Μονή Λαζαριστών εντάχθηκε στα έργα της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας επειδή υπήρχε μεγάλος βαθμός ετοιμότητας από την Διοίκηση Τσακίρη. Αν δεν δείξουμε τέτοια σοβαρότητα (αργήσαμε, έπρεπε να την έχουμε δείξει ήδη) θα βρεθούμε φιλοξενούμενοι και στου Παύλου Μελά όπως και στην Μονή.
Το λάθος του δημάρχου στον διαχωρισμό των προβλημάτων σε μεγάλα και μικρά και η πρόκριση για την πρώτη διετία των μικρών καθημερινών που μας εμφανίζει ανέτοιμους να υποδεχθούμε και ν’ αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται σε μεγάλα ζητήματα, πρέπει να εκλείψει άμεσα. Ο σύγχρονος Δήμος έχει τον τρόπο να ασχολείται με ό,τι τον αφορά. Δεν διαλέγει.

Έστω και τώρα. Να μην καταργήσουμε τίποτε στον Πολιτισμό. Να τον αναβαθμίσουμε και να τον τιμήσουμε ανοίγοντας διάλογο στην κοινωνία όπου θα καταθέσουμε την κριτική μας και τις προτάσεις μας. Να επιλέξουμε την πολιτική πρώτα και να αναζητήσουμε τους ανθρώπους που θα την υπηρετήσουν ύστερα. Χωρίς παζάρια, αντιπαροχές και πρωτόκολλα. Αξιοκρατικά όσο παλιομοδίτικη κι αν κατάντησε πια η λέξη.

ΥΓ
Το κείμενο αυτό κατατέθηκε ως δήλωσή μου στο δημοτικό συμβούλιο της Σταυρούπολης, 4.11.2003 και συνόδευε την αρνητική μου ψήφο στην κατάργηση του ΝΠΔΔ «Κέντρο Πολιτισμού». Μια πρώτη του μορφή, συζητήθηκε στη δημοτική ομάδα της διοικούσας παράταξης τον Αύγουστο του 2003. Από τις 7.10.2003 είχα καταθέσει δήλωση στο Δημοτικό Συμβούλιο με την οποία διαχώριζα τη θέση μου από ενέργειες της Διοίκησης.
Απομονώνεται από τα πρακτικά του ΔΣ και δημοσιεύεται εδώ, και επειδή δεν λειτούργησε σωστά το copy paste στην απομαγνητοφώνηση και για να αρχίσει, επιτέλους, ένας σοβαρός διάλογος για τον Πολιτισμό στη Σταυρούπολη και να σταματήσουν οι παραταξιακές αντεγκλήσεις. Οι αναφορές στο όνομα του πρώην δημάρχου Σπύρου Μπαρούτα, δεν έχουν τίποτε το προσωπικό. Απλώς έτσι κωδικοποιούνται πράξεις και παραλήψεις συνεργατών του. Σε προσωπικό επίπεδο, ο Σπύρος ο Μπαρούτας έλαβε εγκαίρως τα μηνύματα των καιρών, έπρεπε όμως να πορευτεί με τα στελέχη του κομματικού του περίγυρου. Δυστυχώς, τα πρόσωπα που διαμόρφωσαν την κατάσταση στα πολιτιστικά πράγματα στη Σταυρούπολη, εξακολουθούν να βρίσκονται στο μεϊντάνι μέχρι και τώρα . Οι δήμαρχοι αλλάζουν, οι συνεργάτες παραμένουν.
Μαύρο στους Μαυρογιαλούρους του πολιτισμού στο, πάλαι ποτέ, Λεμπέτ.


Η, σύγχρονη, φωτογραφία του κτιρίου είναι του Τριαντάφυλλου Κουρούκλα

Πέμπτη, Ιουλίου 12, 2007

Nostalgic for the G.B. (Sissy reads poetry)



Έχουν και τα βιβλία τα video clips τους. Νέος εκδοτικός οίκος με φρέσκο βλέμμα και υψηλή αισθητική. Θα αναζητήσω το πρώτο βιβλίο του στα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης, θα περιμένω τις νέες κυκλοφορίες. Αν είναι τα προγράμματα του ΟΑΕΔ να βγάζουν τέτοια διαμάντια, ζήτω ο ΟΑΕΔ.

Δευτέρα, Ιουλίου 09, 2007

Διάλογος για χρέη και διαφυγόντα κέρδη

Εργαζόμενοι στη Δημοτική Κοινωνικοπολιτιστική Επιχείρηση Σταυρούπολης «Ίρις», 3.07.2007:
Δουλεύουμε απλήρωτοι εδώ και 4 μήνες και δεν έχουμε πάρει σαφή απάντηση για το αν και πότε θα πληρωθούμε.


Δήμαρχος Σταυρούπολης, στο δημοτικό συμβούλιο, 3.07.2007:

Δεν έχω ούτε το πώς, ούτε το πότε θα δοθούν τα χρήματα.

το τσαλίμι:
Αγαπητέ δήμαρχε, έχω ένα «πώς»: Ο Δήμος Σταυρούπολης έχει παραιτηθεί, ουσιαστικά, του δικαιώματός του στην εκμετάλλευση του υπαίθριου χώρου της Μονής Λαζαριστών από το 2002. Ας μην ζητήσετε τα διαφυγόντα κέρδη του παρελθόντος. Μην επιτρέψετε να διαφεύγουν στο μέλλον. Διαννοείται κανείς να βάλει χέρι στα έσοδα του ΚΘΒΕ από την αίθουσα θεάτρου; Γιατί καρπώνεται άλλος τα έσοδα από την αυλή;

Παρασκευή, Ιουλίου 06, 2007

Μπαίνει το ποίημα στον αποχυμωτή;





Γυρόφερνα στα blogs κι έπεσα πάνω σ’ ένα εξώφυλλο βιβλίου με τον τίτλο «Το θηλυκό πρόσωπο της ποίησης στη Θεσσαλονίκη». Ποιητική ανθολογία. Το αναζήτησα, το διάβασα κι έμεινα μ’ ένα μούδιασμα. Δεν υπήρχε καμία αναφορά σε μια συγκεκριμμένη ποιήτρια, την Ολυμπία Σταύρου, η οποία έγραψε λίγα μέχρι τώρα, αλλά καλά ποιήματα.
Δε βαριέσαι, είπα μέσα μου, ανθολογία είναι, έχει έντονο το υποκειμενικό κριτήριο, δε μου πέφτει λόγος. Εξ άλλου κι εγώ στη δική μου ανθολογία που ετοιμάζω για το Νοέμβριο, το ΕΝΔΟΣΚΕΛΗΔΟΝ (κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας για μοτοσυκλέτες και μοτοσυκλετιστές), δεν ανθολογώ όλα τα κομμάτια που έχω εντοπίσει παρά μόνο αυτά που, υποκειμενικά και αυθαίρετα, θεωρώ εγώ καλά. Βέβαια στην συγκεκριμμένη ανθολογία για την γυναικεία ποίηση της Θεσσαλονίκης δεν διατυπώνονται τα κριτήρια επιλογής αλλά και πάλι δε μας πέφτει λόγος.

Το καλοκαίρι αυτό είναι η αρχή του τέλους για τη δική μου ανθολογία. Εργάζομαι πάνω στην πρώτη διόρθωση των τυπογραφικών δοκιμίων κι έχω μιαν αγωνία μην και προκύψει κάτι πολύ καλό και δεν μπορέσω να το εντάξω. Σ’ αυτή τη φάση λοιπόν, δέχομαι ένα τηλεφώνημα.

- Είμαι ο τάδε, είμαι συγγραφέας και ένα μυθιστόρημά μου, πιθανόν να σας ενδιαφέρει για την ανθολογία σας. Ο ήρωάς του είναι μηχανόβιος.


- Αν και βρίσκομαι στην τελική φάση, στείλτε το, μ’ ενδιαφέρει να το δω.


Δεν έχει σημασία το πώς και το τι ακριβώς πληροφορήθηκε για τη δουλειά μου ο συγγραφέας, το βιβλίο πάντως σε λίγες ημέρες ήρθε μ’ ένα μπιλιετάκι όπου με πληροφορούσε για τις συγκεκριμμένες σελίδες όπου υπήρχε αναφορά στη μοτοσυκλέτα και - έκπληξη - ένας δικός μου στίχος οργανικά δεμένος με το δικό του κείμενο. Γυρνάω τις σελίδες του βιβλίου και πράγματι βρίσκω στο τέλος μια σελίδα σημειώσεων όπου γίνεται αναφορά στο όνομά μου. Λείπει η βιβλιογραφική αναφορά, η συγκεκριμένη φράση ανήκει σε δοκίμιο κι όχι σε ποίημα όπως αφήνεται να εννοηθεί, αλλά δεν πειράζει. Με τίμησε και τον ευχαριστώ.
Επιστρέφω στο δισέλιδο να δω πώς σχολιάζει τη φράση μου και το μάτι μου πέφτει στις προηγούμενες σειρές. Τι να δω; Μεταγραμμένο σε πεζό λόγο ένα ποίημα το οποίο το έχω συμπεριλάβει στην ανθολογία μου. Ποιανού είναι το ποίημα; Της Ολυμπίας Σταύρου. Ρε τι άτυχο αυτό το κορίτσι, σκέφτομαι. Στην ανθολογία δεν τη βάλανε. Αυτός είχε την ίδια έμπνευση, μέχρι και ίδιες λέξεις.
Ξεκινάω το βιβλίο από την αρχή. Προσπερνάω το γνωστό δισέλιδο και κάποιες σελίδες παρακάτω νά σου κι άλλη Ολυμπία Σταύρου. Ψάχνω παντού, πουθενά καμία αναφορά στ’ όνομά της. Δεν πρόκειται για σύμπτωση. Πείθομαι γι αυτό όταν διαβάζω το βιογραφικό του συγγραφέα και βλέπω ότι δημοσίευσε στο περιοδικό που δημοσίευσε και η Σταύρου όπως και στο περιοδικό των εκδόσεων όπου τύπωσε το βιβλίο της η Σταύρου.

Ένα χαμόγελο ενός αναγνώστη, γνωρίζω πως είναι μια ανταμοιβή και μια ικανοποίηση για έναν συγγραφέα.Έστω και ένα. Μια τέτοια μεταχείριση, όπου κάποιος παίρνει δύο ποιήματα, τα βάζει στον αποχυμωτή της λογοτεχνίας του και τα κάνει ένα γλυκερό ζουμί, είναι άδικη για οποιονδήποτε πόσο μάλλον για μια καλή ποιήτρια.



Το εξώφυλλο του βιβλίου της Ολυμπίας Σταύρου:



Το ανθολογημένο ποίημα:



Το πεζό κείμενο:




Το δεύτερο ποίημα:



Το πεζό κείμενο:


Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2007

Γέρνουν, ωρέ, τα παλληκάρια;


Μια κριτική αποτίμηση του πρώτου εξαμήνου της νέας διοίκησης του Δήμου Σταυρούπολης, διατυπωμένη από τον προηγούμενο δήμαρχο κ. Διαμαντή Παπαδόπουλο.