Τρίτη, Δεκεμβρίου 11, 2007

Death proof: Down in Mexico (The Coasters)



Μία μόνο από τις εκπληκτικές σκηνές που έστησε ο Quentin Tarantino. Καραμπινάτος αισθησιασμός κι ούτε ένα βυζί στην οθόνη. Οι μεγάλοι σκηνοθέτες δεν χρειάζονται τίποτε άλλο παρά μια κάμερα και καλούς ηθοποιούς. Τα άλλα είναι για τους μικρομέγαλους.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 02, 2007

Ευτυχώς, κάποια πράγματα μας ομορφαίνουν τη ζωή...


Ο σταθμός που παίζει αυτή τη στιγμή στο ραδιόφωνό μου, πληροφορεί τους ακροατές του πως δεν έχει στη διάθεσή του σύνδεση internet κι έτσι μόνο από σταθερό τηλέφωνο μπορεί κανείς να επικοινωνήσει μαζί του.
Μόλις είχα πατήσει το κουμπί που έδινε την εντολή στον scanner να αποτυπώσει την εικόνα που αιωρείται πάνω από αυτές τις γραμμές.
Κάποιος πρέπει να τους μιλήσει για το ταχυδρομείο σκέφτηκα και χαμογέλασα. Βέβαια τότε εξαφανίζεται η αμεσότητα και η ταχύτητα του sms και του τηλεφώνου, χάνεται η αίσθηση του fast food που μονοπωλεί, σχεδόν τις αναζητήσεις και τις επιλογές μας. Πάντα; Όχι! Ευτυχώς!
Είμαι συνδρομητής του λογοτεχνικού περιοδικού Πλανόδιον από το 1999. Το διαβάζω όμως από το πρώτο του τεύχος και ακόμα νωρίτερα από τους πρόδρομους τίτλους που εξέδιδε η ψυχή του, ο ποιητής Γιάννης Πατίλης και η παρέα του.
Τα τελευταία χρόνια, το Πλανόδιον κάνει δώρο στους συνδρομητές του βιβλία ποίησης και πεζογραφίας που τυπώνουν κάτω από τη στέγη του γνωστοί και άγνωστοι στο λογοτεχνικό χώρο. Όλα τα διακρίνει μια ποιότητα γραφής. Σε όλα είναι ευδιάκριτη η επιμέλεια στην έκδοση. Κυρίως κυκλοφορούν εκτός εμπορίου. Όλα είναι καταδικασμένα, σ’ αυτήν τους τουλάχιστον τη μορφή, να μην γίνουν best sellers.
Και τι έγινε; Διαβάζονται από ανθρώπους που αγαπούν το διάβασμα. Λίγο είναι; Πέρσυ μάλιστα ένα από αυτά (Θεανώ Κοτίνη, Ανίδεοι πάλι, εκδ. Πλανόδιον, 2006) έφτασε να βραβευθεί με το πρώτο βραβείο ποίησης από το περιοδικό Διαβάζω (βλ. περ. Διαβάζω, αρ. 474, Μάιος 2007).
Στο γραμματοκιβώτιό μου, την Παρασκευή ασφυκτιούσαν, εκτός από τους διάφορους λογαριασμούς, δύο παραφουσκωμένοι φάκελοι. Στον έναν από αυτούς βρισκόταν και το βιβλίο της Ευαγγελίας Κόσσυβα, Στήμονες οι ηδυπαθείς. Πουθενά δε φαίνεται να έβγαλε άλλο βιβλίο. Ό,τι έγραφε τα τελευταία δέκα χρόνια (γεν. 1952, Καλαμάτα) τα δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά της Καλαμάτας και των Πατρών.
Θεωρώ πως όταν εκείνοι που γράφουν επειδή έχουν κάτι να πουν, διαθέτουν και την ικανότητα να είναι ευγενείς και να σέβονται, εκτός από τους ήρωές τους, τον αναγνώστη τους και τη γλώσσα που υπηρετούν, τότε αναδεικνύονται σε συγγραφείς που δεν μπορείς να τους προσπεράσεις με μια ανάγνωση.
Επειδή κουράστηκα να διαβάζω νέους και νέες συγγραφείς που βιάζονται να γίνουν «καταραμένοι» και αθυρόστομοι, επειδή η ανθρώπινη δυστυχία είναι ένα πρώτης τάξεως υλικό για να χτίσει κανείς πολυόροφες ιστορίες και να ανέβει στην ταράτσα τους, χωρίς σεμνοτυφίες και ενδοιασμούς και να ανεμίζει αίματα και βλέννες, μύξες και ακατανόμαστα γαμίσια, πόνο και σπέρμα, φθόνο και μίσος, μοβόρους και αδίστακτες, βιβλία σαν αυτό της Κόσσυβα, λάμπουν σαν διαμάντια.
Η ίδια πρώτη ύλη, η ανθρώπινη ανημπόρια και η εγκατάλειψη, περιγράφονται σαν να φροντίζει η συγγραφέας ένα εύθραυστο γυαλικό της γιαγιάς της. Και αλλουνού να ήτανε το γυαλικό, με τον ίδιο τρόπο φαντάζομαι να το φρόντιζε. Η ευγένεια δεν επιλέγει το στόχο της. Απλώνεται και φτάνει μέχρι τα ακροδάχτυλα όσων είναι εκεί κοντά.
Πολύ χαίρομαι που είμαι σε μια τέτοια παρέα, Γιάννη Πατίλη.
Καλή δύναμη!