Πέμπτη, Οκτωβρίου 28, 2010

Η Σταυρούπολη στη λογοτεχνία: Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

Το Μάιο του 2002 έγινε η έκθεση "Η Σταυρούπολη στη λογοτεχνία".


Στο banner της έκθεσης επισημαίνονταν τα εξής:

Μια εκδρομή από το κέντρο της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης στη σημερινή Λητή, το 1910˙ μνήμη προσφύγων του 1914˙ ο Άγγλος στρατιώτης και ο δρόμος του Λεμπέτ˙ ξανά κατοχή και ζόφος, ημερολόγιο από τον προθάλαμο των εκτελέσεων˙ περίπατοι κατά μήκος της οδού Λαγκαδά και αναδρομή στο βυζαντινό παρελθόν˙ ερωτική αναζήτηση στις παρυφές της πόλης στα χρόνια μετά τον εμφύλιο˙ ψυχιατρικό νοσοκομείο˙ ο ενταφιασμός ενός χειμάρρου.

Το οδοιπορικό ξεκίνησε καταγράφοντας τα κατάλευκα χαλίκια κάτω από τα διαυγή νερά του Δενδροπόταμου και κατέληξε στην τσιμεντένια σαρκοφάγο που τον έκρυψε από τα μάτια των ανθρώπων. Ένας κύκλος έκλεισε. Κάτι τελείωσε, μα η ζωή συνεχίζεται. Κάποιοι άλλοι θα γράψουν για τον νέο κύκλο. Για τους επόμενους κύκλους.

Εδώ παρουσιάζεται το banner με το κείμενο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη: Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής. Ίσως ακολουθήσουν και τα υπόλοιπα.

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΣΚΟΡΠΙΑΣ ΖΩΗΣ, Ζ
Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, β΄ έκδοση, εκδ. ΑΣΕ, 1978


Το τοπίο όπου με τη φαντασία μου τοποθετώ τον εαυτό μου, καθώς σκύβω και ανακατώνω τ’ αναμνηστικά του χαρτονένιου κουτιού, είναι μόλις ολίγα χιλιόμετρα έξω απ’ την πόλη μας. Λίγο πιο εδώ είναι η μεγάλη Τούμπα του Λεμπέτ, όπου ανευρέθηκαν κατάλοιπα των πρώτων οικήσεων της Μακεδονίας, στη νεολιθική εποχή.
Παραπέρα απ’ την Τούμπα αρχινάει το αγρόκτημα που παλαιότερα ονομάζονταν Γκιουλμπαχτσές, όπου παράλληλα προς τον οπωρώνα στα δυτικά, περνάει ένας χείμαρρος. Στην απ’ εδώ όχθη του ξηρού ρέματος, παρά την οδό που πάει στο Λαγκαδά, είναι το εργοστάσιο αναγομώσεως ελαστικών, προικοδοτημένο από το σχέδιο Μάρσαλ, επί τη βάσει τoυ προγράμματος για ανόρθωση της βιομηχανίας μας.
Στα κράσπεδα της ανηφορικής πλαγιάς του βραχώδους λόφου, πίσω από την Τούμπα και τ’ αγρόκτημα, προς ανατολάς, απλώνεται, με τα λιγοστά, ανάρια σπιτάκια του, με μια ασυνήθιστη για τις νεώτερες εποικήσεις Εκκλησία, ανάμεσα στα πυκνά δέντρα που η φιλοπονία των κατοίκων φύτεψε ημερεύοντας την τραχιά γύμνια των υψωμάτων που υπέρκεινται, ο συνοικισμός Νέα Ευκαρπία. Δεν μπορώ να ξεχάσω την εντύπωση του παραμυθιού που απεκόμισα, όταν προ ετών, με συννεφιά φθινοπωριάτικη, επιστρέφοντας πεζή με συντροφιά απ’ τ’ Ωραιόκαστρο, αντίκρισα το παραπάνω χωριό.
Έκτοτε όσες φορές κι αν πέρασα απ’ εκεί, δεν έσβησε εντελώς εν ονόματι του πραγματικού η εντύπωση αυτή. Εξακολουθώ να διατηρώ κάπως την ιδέα ότι εκεί είν’ ένας τόπος απ’ αυτούς που περιγράφονται στα παραμύθια, όταν oι άνθρωποι κατεβαίνουνε στον άλλο κόσμο.
Θα μπορούσα ίσως λογικά να δικαιολογήσω τη μυθική μου αυτή εντύπωση πάνω στο πραγματικό, αραδιάζοντας ένα πλήθος μαρτυρίες δυστυχίας.
Ότι η Νεκρούπολη του Ζεϊτενλίκ δεν απέχει και τόσο πολύ.
Ότι ένας τόπος ομαδικών εκτελέσεων από τους Γερμανούς είν’ εκεί σιμά.
Ότι εκεί κοντά είναι το άσυλο αλητών, όπου είδα στην είσοδό του να παλεύει κάποιος που δεν ήθελε να τον περιορίσουν μέσα στα ελεεινά παραπήγματα του φιλανθρωπικού ιδρύματος.
Ότι εκεί επίσης είναι το τρελοκομείο και το ξέχωρο Νεκροταφείο του, δίχως πόρτα καμιά να κλείνει τον μαντρότοιχό του.

Δεν είναι τάχα όλ’ αυτά ένας μεγάλος και μαύρος θάνατος; Θάνατος επίσης δεν είναι η κίνηση της φτώχειας στα χαμηλότερα από το επίπεδο του δρόμου παραπήγματα του συνοικισμού Σταυρουπόλεως που περνάμε πριν φτάσουμε άντικρυ στο χωριό Νέα Ευκαρπία; Πώς ήταν παλαιότερα ή πλευρά αυτή των προαστίων της πόλης μας, δεν ξέρω. Αλλά τώρα μια φορά, δικαιολογημένα στέρεψε η αρχαία βρύση, επιδεικνύοντας ακόμα τη δίχως καμιά πρακτική ωφέλεια γραφικότητα του κτισίματός της.
Πολλές φορές περνώντας μπροστά απ’ αυτή τη στερεμένη βρύση, που ’ναι λίγο πριν απ’ τη μεγάλη Τούμπα του Λεμπέτ, ένιωσα να μου καίει το λάρυγγα δίψα ακόρεστη. Πιστέψτε με ότι μιλώ περιγράφοντας όσο μπορώ πιο πιστά το τοπίο που έχω υπόψη μου. Δεν είναι φαντασία όσα λέω, αλλά απευθείας εντυπώσεις και συμπεράσματα πάνω σ’ αυτές.
Όταν ταλαιπωρείσαι από τη σκόνη που ’ρχεται και απλώνει πάνω στα ματόκλαδά σου και θολώνει το βλέμμα σου, πώς αλλιώς θα νιώσεις; Τι θα πεις μπροστά στα κουρέλια που ντύνουν το ταλαίπωρο βρώμικο σώμα του ομοίου σου; Τι έχεις να σκεφτείς απαριθμώντας τα σκόρπια φτηνά κόκαλα που ξέρασαν οι αβαθείς τάφοι για να θρέφονται τα αδέσποτα σκυλιά; Είναι δυνατό να μη λαχταρήσεις για πρασινάδα και ολίγη δροσιά;
Δικαιολογημένα τότε σου φαίνονται όλα τα πομπώδη και υπερβολικά ονόματα των μικρών λαϊκών καφενείων που παρέχουν την άνεση των κουτσών τους καθισμάτων, κάτω από τον ίσκιο μιας ακακίας ή μουριάς. Η δυστυχία απαιτεί ως διέξοδο τη μέθη, και συχνά τα ποτά και τα λόγια φαίνονται ανεπαρκή, χρειάζεται να εργαστεί ο νους για τη δημιουργία μιας άλλης καταστάσεως, ενός άλλου κόσμου, με καρπούς καλούς, όπως υπόσχεται τ’ όνομα Ευκαρπία του συνοικισμού που περιγράψαμε.
Δεν ξέρω αν τυχόν έπεισα κάποιον με την εξήγησή μου, πάντως γεγονός είναι ότι κάθε φορά που περνώ απ’ εκεί, ο νους μου απ’ την Ευκαρπία και πέρα αρχινά να επαναπαύεται σε παραμύθια και μύθους. Τα βράχια και οι πέτρες, στις γυμνές πλαγιές των λόφων, παραπέρα από τον συνοικισμό, κατεβαίνοντας ίσαμε την αναστατωμένη στεγνή κοίτη του χείμαρρου, δημιουργούν μιαν ανησυχία στα μάτια του θεατού που καθησυχάζει μόνο σαν αρχίσει να μιλά για μαρμαρώματα.
Πιο πέρα από τη Νέα Ευκαρπία, ανάμεσα στις χαραδρώσεις που τις παρουσιάζει πιο επίμονες η εκσκαφή ενός λατομείου, χαίρεσαι το βραχώδες ύψωμα που μπορείς να πεις ότι μοιάζει με λειρί κόκορα. Ενός πολύ μεγάλου πετεινού που μαρμάρωσε και μόλις διακρίνεται λιγάκι το θριαμβευτικό του λειρί. Με παρόμοιες κουβέντες εξέρχεσαι εντελώς πια από τον κόσμο της πολιτείας στη φύση, που οι αναλογίες της είναι εντελώς διάφορες και επιτρέπουν μεγεθύνσεις, επί το υπερβολικότερο, μετατροπές και μεταμορφώσεις.

Λοιπόν, κοντολογής, ανασκαλεύοντας στα παλιά μου χαρτιά και αναμνηστικά, φαντάζομαι τον εαυτό μου σ’ ένα τέτοιο τοπίο, σε μια από τις εξόδους της πόλης μας. Απ’ όποια μεριά κι’ αν προχωρήσεις έξω από τη πόλη, θα βρεις εκτάσεις γεμάτες από τ’ απορρίμματα που κενώνουν τα ειδικά οχήματα της δημοτικής υπηρεσίας, που κάθε μέρα περισυλλέγουν σκουπίδια της πόλης. Ένα μεγάλο μέρος της κοίτης του χείμαρρου που ανάφερα, γεμίζει από τέτοια σκουπίδια και απορρίμματα. Η οργάνωση της κοινωνικής μας ζωής δεν έχει προχωρήσει, όπως σε άλλες χώρες στη συστηματική εκμετάλλευση των απορριμμάτων. Απλώς μόνο σε πολλές περιοχές νοικιάζονται σκουπίδια, όπως τ’ αδειάζουν, σε διαφόρους που ενδιαφέρονται να διαθρέψουν φθηνά, κοπάδια χοίρους που έτσι παχαίνουν και κάνουν καλό κρέας. Τα λοιπά όμως εκτός των τροφών υπόλοιπα και λογής υλικά αντικείμενα που περιέχονται στα σκουπίδια μένουν συνήθως ανεκμετάλλευτα. Κουρελόχαρτα και παλιοτενεκέδες περισυλλέγονται και αποστέλλονται στο εξωτερικό, όπου η μεγάλη βιομηχανική οργάνωση επιτρέπει την μετατροπή τους σε είδη χρήσιμα.

Στην κοίτη του χείμαρρου, λίγο πιο πέρα από τον Γκιουλμπαχτσέ, ένα πλήθος ανθρώπινες υπάρξεις, ντυμένες με κουρέλια τεφρά και μαύρα, σαν τα φτερά απ’ τις καλιακούδες, πασπατεύουν τα σκουπίδια για κάτι που θα μπορούσε να χρησιμέψει στη φτώχεια τους. Είδα ανθρώπους που τρεφόντουσαν απ’ τα σκουπίδια τον καιρό της κατοχής. Τώρα είναι πολλοί που παν και μαζεύουν άδεια κουτιά τενεκεδένια. Με παλιοτενεκέδες είναι βολεμένα πολλά σπιτάκια στην περιφέρεια της πόλης μας. Μερικά παρουσιάζουν μάλιστα μιαν αναμφισβήτητη γραφικότητα, παρ’ όλη τη δυστυχία και την έλλειψη των μέσων που φανερώνουν. Μιλούν σαν θαύματα της υπομονής και απαντοχής που μπορεί να πραγματώσει ή ψυχή του ανθρώπου.
Με άδεια κουτιά από γάλα πολλοί συνηθίζουν να περιφράζουν τα παρτέρια του μικρού κήπου της καλύβας των ή να στρώνουν τα δρομάκια για να ’ναι κάπως ολιγότερη η λάσπη. Είδα επίσης κάποιον εγκαταστημένο σε μια τρύπα των κάστρων, που ’χε σιάξει με παλιοσύρματα και σκουριασμένα φύλλα τενεκέ, έναν ωραιότατο περίβολο τριγύρω στη διαμονή του, σωστό παιχνίδι φαντασίας παιδιάτικης. Ξαναπέρασα πέρυσι πάλι έξω από την τρωγλοδυτική εκείνη κατοικία, αλλά ο άνθρωπος είχε πεθάνει και η όμορφοφραγμένη μικρή αυλή ήταν έρημη. Δύσκολα μπορεί να ’χει κανείς αρκετές πληροφορίες για πρόσωπα όπως αυτά που συναντάμε στην κοίτη του χείμαρρου ν’ ανασκαλεύουν τους σωρούς τα σκουπίδια. Τους βλέπουμε, κι έπειτα απότομα χάνονται και μας αφήνουν να υποθέσουμε ότι μάλλον θα ’χουν πεθάνει, οπότε επανεμφανίζονται, ζώντας και υπάρχοντας πάντα, δίχως να μπορούμε να φανταστούμε τη δύναμη που τους κρατεί στη ζωή με όρεξη.
Το κέφι μου τώρα που πασπατεύω τα παλιά μου χαρτιά, μένει αδιάπτωτο, δεν τρομάζω ούτε φοβούμαι όπως άλλοτε που μόνο μια ρανίδα φως έβλεπα μπρος μου προχωρώντας. Τώρα το φως του καντηλιού γεμίζει έναν χώρο ολόκληρο. Δεν ρωτιέμαι πού να βάλω το πόδι μου και να μην είναι κενό και πέσω. Βλέπω πού πατώ κι ας είμαι μέσα στη στεγνή κοίτη τoυ χείμαρρου, μαζί με τους άλλους που ξεδιαλέγουν τ’ απορρίμματα. Ξεδιαλέγω για να βρω το υλικό να φράξω τον περίβολο όπου βγαίνει απ’ την τρύπα της και παίζει η μοναχική μου ψυχή, συντροφιάζοντας με τους άλλους.