Κυριακή, Μαΐου 24, 2015

Απόδοση στα ποντιακά μιας σελίδας του Θερμού Σεπτέμβρη

Θερμόν Σταυρίτες,
τη Γιώρικα τη Κορινίδη
(Το πρώτον την σελίδαν έκλοσεν σα ποντιακά, ο Σπύρον ο Λαζαρίδης, ο Μαλόφτσαλης)

Πρόλογον γιόξα όντες ο Φιλ Φλάναγκαν δεβάζ για τα πράμματα ντο τρέχνε σ’ ήναν χώραν τη Ευρωπαϊκού Νότονος ήντιναν θα εθέλνεν να επισκέφκουνταν επειδή «πολλά θα ιμπόρναν να είνουντουν εκειαυκά» 

Ο Φιλ Φλάναγκαν ίδρωσεν και ντο εχώθεν απές σ’ ατόσους νομάτας ξάι κι ευκόληνένατον. Άμα κι εφόρνεν εείνο το καμίς ντο έφαένα η θέσα, ά σκονεν κι εσύρνεν κα με όλον την καρδίαν νατ, το τριμένον την πατατούκα νατ. Εξέγκεν ας σ’ οπίς την τσόπαν νατ την διπλωμέντσαν εφημερίδαν «Λαϊκόν Λαλίαν». Καλά ντο επέρασεν ας σα γραφεία κι επέρεν το τελευταίον το φύλλον. Είσσεν πολλάν ώραν εμπροστά τ’ κι εθέλνεν να εφύαζεν τον χρόνον νατ με το δέβασμαν.
 Αβούτον ο κόσμον ντ’ ενεμείνεν σην σειράν για να παίρ’ το επίδομαν κι ετελείντουν κι εμοίαζεν αμόν έναν ποτσίκ μακρύν. Ο Φιλ έτον είνας ασή πολλούς άεργους τη Ιρλανδίας και είνας ας σα λίγα μέλη τη ζεβρού Κόκκινου Μπλοκ. Εράεψεν για τεκείνο το άρθρον π’ εντόκεν σην καρδίαν νατ ας σο πρότον το ματοτέρεμαν ντ’ έσυρεν σον πρώτον την σελίδαν τι επίσημονος εφημερίδας τι κόμματός ανάτ. Σα τελευταία απάν πολλά κόσμος ενδιαφέρκουνταν για τ’ ερώτεμαν σ’ όποιον επουγαλεύκουντουν να εδίνεν απάντησην ο χιαρίφς ντ’ υπέγραφεν με τα σημάδε j.j.

ΜΕΡ ΚΙΕΣ ΠΟΡΠΑΤΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ;

Η ορθία νατ’ κι έργησεν να φανερούται. Ο άλλον ο αβαράς π’ ενέμνεν οπίσα τ’ κι εδέβαζεν την εφημερίδαν απάν ας ωμία τ’, ερώτεσέ νατον αν επόρνεν να σύρ’ ατός πα ήναν οματέαν με την σειράν νατ’. «Ξάι μη νιάσκεσαι κια, ας όσον ελέπω, έεις χρόνον να δεβάεις όλον την ιστορίαν τη Σοβιέτ τη Λίμερικ».
Μερικά φοράς έπρεπεν να εφτάει και δύο και τρία δεβάσματα για να εγνάευ
εν ντ’ έγραφεν σο χαρτίν. Εσάεψεν με τον νου νατ’ πως ους να ετέλενεν με το άρθρον π’ εδέβαζεν, το μάκρος τη ποτσικί ντ’ έπλαθαν τ’ ανθρώπινε σουράτε θα επεμείνεν το ιμπσόν.
Τσιπ καλά έτον.
[…]

19/5/2015

Τρίτη, Μαΐου 12, 2015

Η απόφαση για την μη ανακήρυξη σε διατηρητέο του εργοστασίου ΕΣΤΙΑ-ΖΕΝΙΘ

Είναι εξωφρενική η επιχειρηματολογία την οποία υπογράφει ο υπουργός, τότε (25-11-2014), Βορείου Ελλάδος Γ. Ορφανός. Σε πείσμα εισηγήσεων που δέχεται, αποφασίζει διαφορετικά και ρίχνει την ευθύνη στην ρημάδα την οικονομική κρίση. Μια ντροπή απλώνεται πάνω από τους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης και όχι μόνο. Είναι μόνο υπόθεση του ΚΙΑΘ να διαμαρτύρεται; Το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης δεν είναι άραγε στον κύκλο των ενδιαφερόμενων; Κάθε 9-10 Μάη κατατίθενται στεφάνια εκεί όπου χτυπήθηκαν οι εργάτες τον Μάη του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Και οι χώροι όπου δούλεψαν; Τιμάμε μόνο τα εδάφη που βάφτηκαν με αίμα; Όσα ποτίστηκαν με απλό, καθημερινό ιδρώτα; Είναι μπανάλ και ευτελή; Ντρέπομαι!

Κυριακή, Μαΐου 10, 2015

Για τον Θερμό Σεπτέμβρη του Γιώργου Κορινίδη



Σπύρος Λαζαρίδης
ΘΕΡΜΟΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ / ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΡΙΝΙΔΗ
(Ελιξίριο, Άνω Ηλιούπολη, Θεσσαλονίκη
Σάββατο 9 Μαΐου 2015)

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ


Αστεράκια στη σελίδα 5 του βιβλίου, πρώτη της αφήγησης:
*χώρα του ευρωπαϊκού νότου όπου «πολλά μπορούν να συμβούν εκεί κάτω»
*ουρά ανέργων για επίδομα σε Ιρλανδία
*διπλωμένη στην κωλότσεπη «Λαϊκή φωνή»
*Κόκκινο Μπλοκ με λιγοστά μέλη
*ΠΟΥ ΒΑΔΙΖΕΙ Η ΕΛΛΑΔΑ;
*το σοβιέτ του Λίμερικ

Ο Κορινίδης ξεκινάει από την Ευρώπη για να μιλήσει για την Ελλάδα. Το κάνει μ’ έναν λόγο περιεκτικότατο (βλέπε αστεράκια) και βάζοντας τις προτάσεις του σε τέτοια αλληλουχία ώστε να προσδίδει στην αφήγησή του τον εύληπτο χαρακτήρα των, αμερικάνικων κυρίως, αστυνομικών μυθιστορημάτων.
Η πλοκή προκύπτει από μια σειρά από γεγονότα που εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη και της αναγνώστριας και τους οδηγούν σ’ έναν κόσμο τόσο διεθνή όσο και τοπικό. Τα πρώτα γεγονότα συμβαίνουν στην Ιρλανδία με την ουρά των ανέργων, το Αριστερό Κόκκινο Μπλοκ και την εφημερίδα του την Λαϊκή Φωνή η οποία αναρωτιέται για την Ελλάδα του Νότου. Περί πολιτικής λοιπόν ο λόγος με τον τρόπο της αστυνομικής λογοτεχνίας (κι ας μην έχει γίνει ακόμη καμία μνεία του θέματος του βιβλίου) και με καρύκευμα την αναφορά σε ιστορικά γεγονότα των οποίων η επίκληση νοστιμεύει το κυρίως πιάτο.
Αν η αρχή είναι το ήμισυ του παντός τότε η 5η σελίδα του Θερμού Σεπτέμβρη κουβαλάει επάξια το βάρος αυτό. Είναι σχεδόν όλο το βιβλίο εκτός από το έγκλημα, η ύπαρξη του οποίου θα έδινε, όχι πια την υποψία αστυνομικής λογοτεχνίας λόγω εκφοράς του λόγου από τον συγγραφέα αλλά τη βεβαιότητα για το κυρίως θέμα του βιβλίου.
Κυρίως θέμα; Είναι εύκολο σ’ ένα τέτοιο βιβλίο να διακρίνεις το κυρίως θέμα; Μυστήριο καλύπτει την απάντηση και το μυστήριο είναι το αγαπημένο μοτίβο των αστυνομικών συγγραφέων. Είναι λοιπόν αστυνομικός συγγραφέας ο Κορινίδης;
Οι επόμενες σελίδες του προλόγου είναι ένα συγγραφικό τόλμημα. Ή μια αποκοτιά. Ο «Θερμός Σεπτέμβρης» εκδίδεται το Δεκέμβριο του 2014. Σε μια Ελλάδα που κινείται στην τροχιά βουλευτικών εκλογών οι οποίες γίνονται στις 25 Ιανουαρίου 2015. Διανύσαμε τους τρεις και πλέον μήνες της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και των –μετεκλογικών- συμμάχων του.
Στο βιβλίο ο χρόνος είναι μετεκλογικός, οι εκλογές έγιναν τον Ιούνιο, τα γεγονότα διαδραματίζονται μετεκλογικά και θερμός θα είναι ο Σεπτέμβρης που έρχεται για την κυβέρνηση του νικητή των εκλογών, το Αριστερό Μέτωπο.
Για όσους και όσες διάβασαν το βιβλίο πριν τις 25 Γενάρη θα ήταν ένα ευχάριστο παιχνίδι σύγκρισης, τουλάχιστον ήταν για μένα, των εξελίξεων στο βιβλίο με τις πιθανολογούμενες, τότε, εξελίξεις στη ζώσα ελληνική πραγματικότητα.
Πάντως, αν εξαιρέσουμε τις διαφοροποιήσεις που προέκυψαν μετά τον Γενάρη (ας πούμε ότι στο βιβλίο υπουργός Άμυνας γίνεται ο ηγέτης της Αριστερής Πτέρυγας του Αριστερού Μετώπου ενώ στην Ελλάδα έγινε ο ηγέτης του δεξιού συμμάχου του ΣΥΡΙΖΑ) το βιβλίο εξακολουθεί να γοητεύει και τους μετεκλογικούς αναγνώστες και αναγνώστριές του αφού το βασικό πολιτικό του υπόβαθρο δεν ακυρώνεται αλλά ενισχύεται σύμφωνα με τα όσα, ήδη, ζούμε. (Ακόμα και η διαφοροποίηση της προηγούμενης παρένθεσης εξαχνώνεται αν κρατήσουμε πως και οι δύο υπουργοί Άμυνας, λογοτεχνικός με το πραγματικό ισοδύναμό του και ο της ζώσας πραγματικότητας είναι διαφοροποιημένοι από τον πρωθυπουργό σε πολιτικά ζητήματα τακτικής και όχι μόνο).
Γιατί διακινδύνεψε ο συγγραφέας αυτήν την άμεση σύγκριση;
Έβαλε τα χεράκια του κι έβγαλε, μόνος του, τα ματάκια του;
Κατ’ εμέ, το έκανε επειδή ήθελε να βάλει το ελληνικό πολιτικό τοπίο στο βιβλίο και το έκανε μ’ έναν τρόπο που παραπέμπει στο παιχνίδι. Ευχάριστο, ψυχαγωγικό αλλά και κοπιώδες, άγριο, σοβαρό. Παιχνίδι είναι ο τελικός του ΝΒΑ και του Champions League. Διασκεδάζουν και τα δυο, κόσμο και κοσμάκη, μεταξύ του οποίου και τους ίδιους τους παίκτες. Είναι όμως μόνον αυτό; Ο Κορινίδης λοιπόν παίζει στα σοβαρά. Και το διασκεδάζει αλλά και δοκιμάζει τις αντοχές (τις δικές του αλλά και του αναγνώστη, αναγνώστριας) στην πολιτική ανάλυση και στην πολιτική πρόβλεψη.
Και παντού σε κάθε σελίδα μέχρι τώρα δίνει και δωράκι τα ψήγματα διεθνιστικής πολιτικής εμπειρίας. Από τα σοβιέτ της Ιρλανδίας, σε τσιτάτο του Μάο Τσε Τουγκ και πίσω στον αναρχικό Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι και από τους άνεργους Ιρλανδούς στους φασίστες της Ελλάδας αλλά και στους μετανάστες που σκαλώνουν στον ευρωπαϊκό νότο με το βλέμμα και την καρδιά τους στραμμένα στον βορρά.
Η παιγνιώδης διάθεση του σοβαρού συγγραφέα φαίνεται στην αναφορά του στον Ζορζ Σιμενόν. Ο κόσμος τον ξέρει σαν αστυνομικό συγγραφέα, άρα όσοι διέγνωσαν από τον τρόπο γραφής πως κάτι το αστυνομικό τους περιμένει στις σελίδες που ακολουθούν τώρα με την παρουσία του Σιμενόν πείθονται πως μάλλον σωστά διέγνωσαν. Και τι κάνει ο δαιμόνιος συγγραφέας; Παραθέτει απόσπασμα του Σιμενόν με μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό φορτίο. Και δεν μας αφήνει να βγάλουμε την πολιτική από το μυαλό μας και μας υπενθυμίζει το αστυνομικό φίλτρο από το οποίο θα διηθήσει την αφήγησή του της οποίας το βασικό θέμα δεν άρχισε ακόμη. Ή μήπως άρχισε κι αυτό που περιμένουμε ως κυρίως θέμα δεν είναι ακριβώς αυτό που περιμένουμε;
Είμαστε στη 15η σελίδα του βιβλίου και στην 10η της ανάγνωσης. Είμαστε στον πρόλογο και τον μόνο που γνωρίσαμε μέχρι τώρα είναι ο Φιλ Φλάναγκαν.

1

Είναι η ώρα να γνωρίσουμε και τον ήρωα του βιβλίου. Τον Γιάννη Προκοπίδη. Καταφεύγω πάλι στα αστεράκια μου.
*ΔΙΑΣΗΜΟΣ
*ΜΕΛΟΣ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ
*ΕΤΕΡΟΧΡΟΝΙΣΜΕΝΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΘΗΤΕΙΑ
*ΠΑΛΙΟΣ ΓΙΩΤΑΣ
*ΜΑΘΑΙΝΕ, ΕΙΧΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΑΝΟΙΚΤΑ
*ΑΝΕΡΓΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
*ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ
*ΤΥΧΕΡΟΣ ΚΑΙ ΑΤΥΧΟΣ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ
*ΤΗΣ ΠΡΟΣΚΟΛΛΗΣΕΩΣ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΛΗ ΕΝΝΟΙΑ
*ΚΑΠΝΙΣΤΗΣ ΕΛΑΦΡΩΣ ΙΔΙΟΤΡΟΠΟΣ ΣΤΟΝ ΚΑΦΕ

Δέκα στοιχεία του χαρακτήρα μαθαίνουμε από την πρώτη μας γνωριμία μαζί του. Όλα τους είναι οργανικά δεμένα με αυτά που θα ακολουθήσουν. Ο συγγραφέας μας προετοίμασε επαρκώς και στόλισε το έργο του με διακοσμητικά των οποίων η προέλευση είναι άλλοτε εμφανής και άλλοτε επαφίεται στην φαντασία ή τις γνώσεις του αναγνώστη και της αναγνώστριας.
Διάσημος λοιπόν με το μερίδιό του στη δημοσιότητα να ξεπερνάει το περιβόητο δεκαπεντάλεπτο του Άντι Γουόρχολ. Η αιτία ήταν μια –απρόσμενα καλή- παρουσία του σε κάποια ταινία ενός θεόμουρλου Ιρλανδού σκηνοθέτη και της αδιακρισίας μιας «χαζής ξανθιάς ρεπόρτερ των μεσημεριανών εκπομπών» που φύτρωσε εκεί που δεν την έσπειραν. Το σχόλιο για τη φράση του Γουόρχολ συνάδει με την εμφάνιση στο βιβλίο της ρεπόρτερ των μεσημεριανάδικων. Η δημοσιότητα είναι μια διαχρονική αξία η οποία στις μέρες μας ανάγεται σε εφήμερη θεότητα ακόμη κι αν δεν υπήρχε ο Γουόρχολ να το διατυπώσει ως αξίωμα.
Γιατί όμως το μικροσκοπικό διαμέρισμα όπου φιλοξενείται ο ήρωάς μας προσομοιάζεται λόγω διαστάσεων με απλό σπιρτόκουτο (χωρίς εισαγωγικά) για να γίνει 10 μόλις αράδες παρακάτω και για όλο το κεφάλαιο 1 «σπιρτόκουτο» με εισαγωγικά και με κλειστοφοβικό περιβάλλον; Το όνομα του Γιάννη Οικονομίδη σκηνοθέτη της ταινίας Σπιρτόκουτο δεν αναφέρεται πουθενά αλλά, ακόμα κι αν δεν ήταν στην πρόθεση του συγγραφέα ο παραλληλισμός, η αναφορά -για όσους γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα στο ελληνικό πολιτικό και πολιτιστικό γίγνεσθαι- είναι ευθεία και ευπρόσδεκτη και το αλισβερίσι συγγραφέα-αναγνώστη συνεχίζεται και ισχυροποιεί έναν δεσμό που άρχισε με τον πρόλογο, συνεχίζεται και αναπτύσσεται μεταξύ τους.
Η ρεπόρτερ τον εντόπισε στην πύλη ενός στρατοπέδου όπου πήγε ανταποκρινόμενος σε μια πολιτική ενέργεια του νέου υπουργού Άμυνας. Θα προσπαθήσω να μην μπω σε λεπτομέρειες του βιβλίου που έχουν σχέση με την αποκάλυψη της πλοκής. Θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω όσα στοιχεία της πλοκής λένε κάτι παραπάνω από όσα λέει η πρώτη εντύπωση.
Ο ήρωάς μας είναι μέλος Αριστερού Μετώπου, δεν εκπλήρωσε στο παρελθόν την στρατιωτική του θητεία αφού είχε «μείζονα καταθλιπτική διαταραχή» και την εκπληρώνει τώρα που το Μέτωπο είναι κυβέρνηση αλλά φοβάται ένα πιθανό πραξικόπημα. Και δεν στρατεύεται απλώς αλλά κρατάει και σημειώσεις για οτιδήποτε του φαίνεται ενδιαφέρον αφού «οι καιροί είναι περίεργοι». Γνωρίζω πρώην μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας που σε βαθειά γεράματα είχαν καλογυαλισμένο το κυνηγετικό ντουφέκι τους ακόμη κι αν δεν πυροβόλησαν ποτέ κοτσύφια ακριβώς επειδή δεν βολεύονταν στην ρουτίνα της ήττας.
Τα χρόνια πριν την κρίση που καταπλάκωσε την Ελλάδα, μια από τις πιο γνωστές κατηγορίες ανέργων ήταν οι πτυχιούχοι των σχολών που οδηγούσαν στην δημόσια εκπαίδευση. Τέτοιος είναι και ο Προκοπίδης.
Το ερωτευμένος δεν χρειάζεται περισσότερης ανάλυσης. Εδώ δεν λέω κουβέντα τώρα γι’ αυτό κι αφήνω τον καθένα και την κάθε μια να δει και να διαβάσει πώς αυτό το στοιχείο (που ο συγγραφέας το βάζει στον επεξηγηματικό τίτλο του 1ου κεφαλαίου του βιβλίου του) αντιμετωπίζεται στο Θερμό Σεπτέμβρη. Είναι ένα καλό θέμα για μια συζήτηση σε μια λέσχη ανάγνωσης (που δεν υπάρχει στον δήμο μας και νομίζω πως ξεκίνησε μία –μόνο μία- στις αγαπημένες δυτικές συνοικίες μας) για την χρήση του ερωτικού στοιχείου σε διάφορες αφηγήσεις γενικά και στην προκείμενη ειδικά.
Το στοιχείο της έκπληξης, του αναπάντεχου, του τυχαίου είναι πολύ σημαντικό ακόμα και στις επαναστάσεις και στα πραξικοπήματα. Θυμάμαι το Δεκέμβρη του 1979 σ’ ένα πηγαδάκι περί πολιτικής στην αυλή του δημαρχείου Σταυρούπολης όταν, κνίτης όντας, ρώτησα τον μεγάλο καθοδηγητή μου για το πότε ακριβώς έγινε η αλλαγή εξουσίας στο Αφγανιστάν και πότε ακριβώς έγινε η σοβιετική εισβολή (δηλαδή ο Μπαμπράκ Καρμάλ έφερε τους σοβιετικούς και τα τανκς ή οι σοβιετικοί με τα τανκς τον Καρμάλ) μου έκανε μια περισπούδαστη ανάλυση περί του τυχαίου στην πολιτική.
Ο Κορινίδης μας αφήνει για τέσσερις σελίδες μ’ αυτήν την αίσθηση του τυχαίου και της σύμπτωσης. Ο ήρωάς μας συναντάει στον στρατό ως εκπαιδευτή του έναν παλιό φίλο που τον βοηθάει ποικιλοτρόπως ακόμα και δίνοντάς του το κλειδί του διαμερίσματός του για τις καθιερωμένες κοπάνες. Και πριν μονιμοποιηθεί το συγκαταβατικό χαμόγελό μας για την εύπεπτη προσφυγή του συγγραφέα στα εύκολα και στις συμπτώσεις αντιλαμβανόμαστε πως ο παλιός φίλος είναι κομβικός ρόλος του μυθιστορήματος.
Και πάλι ένα ακόμα τέχνασμα του Κορινίδη αξίζει μνείας. Είναι άραγε τυχαίο πως ο παλιός αυτός φίλος ήταν λάτρης των δύσκολων σταυρολέξων και των ανεπίλυτων γρίφων; Ναι, οι ανεπίλυτοι γρίφοι και οι δύσκολοι κώδικες είναι κι αυτά βασικά στοιχεία του μυθιστορήματος όπως θα δούμε παρακάτω.
Το έβαλε το κουκούτσι του ροδιού στην μαρουλοσαλάτα του ο συγγραφέας και σ’ όποιου τυχερού το δόντι κάθισε το χάρηκε με την ψυχή του. Η απώλεια όπλου στον στρατό είναι σοβαρό παράπτωμα κι όταν συνδέεται με κάποιον φόνο ακόμα σοβαρότερο για έναν οποιονδήποτε πόσο μάλλον για έναν άνεργο φιλόλογο μέλος του κυβερνώντος πια κόμματος που θέλει να διοριστεί και να χαρεί τη ζωή και τον έρωτά του. Η τύχη με την ατυχία μπλέκονται σ’ ένα κουβάρι.
Για να μπούμε στην καρδιά ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, εκτός από έναν ή περισσότερους φόνους χρειαζόμαστε ένα ή και περισσότερα πτώματα. Κι εδώ έχω να σχολιάσω δυο πράγματα που χάρηκα πολύ που τα βρήκα σ’ αυτό το βιβλίο.
Ο ήρωάς μας είναι και λίγο της προσκολλήσεως. Ξαδερφάκι του τού δίνει μέρος να μένει όταν έρχεται Θεσσαλονίκη, κολλητός από τα παλιά του δίνει τα κλειδιά του διαμερίσματός του για κάθε ενδεχόμενο, κάνει τηλεφωνήματα από δανεικό κινητό, μπαίνει σε αμάξι φίλου του φίλου για να κάνει μια διαδρομή και τα λοιπά. Το διαμέρισμα όπου μένει έχει από κάτω του ένα μαγαζί υγειονομικού ενδιαφέροντος και εκεί κατεβαίνει για καφέ ο Προκοπίδης. Βρίσκει μπρίκι, βρίσκει καφέ αλλά δεν βρίσκει γάλα. Έχει ήδη στρίψει ένα τσιγάρο και ψάχνει απεγνωσμένα το γάλα. Η μέρα πρέπει να ξεκινήσει όπως ακριβώς το έχει σχεδιάσει στο μυαλό του. Γουλιά καφέ όπως ακριβώς τον πίνει και ρουφηξιά τσιγάρου. Τίποτε λιγότερο. Έχουμε λοιπόν τον Προκοπίδη να ψάχνει στον καφενέ-ταβέρνα μανιωδώς για λίγο γάλα.
Και ρίχνει στο παιχνίδι ο Κορινίδης και την λεπτομέρεια η οποία κάνει οικείο και ελκτικό (όχι απλώς ελκυστικό) το αφήγημά του.
Πώς αρχίζει ο καθένας μας να πιστεύει στην τηλεπάθεια όταν νομίζει πως βλέπει κάποιον γνωστό του, διαψεύδεται όταν τον διακρίνει καλύτερα για να τον συναντήσει (αυτόν τον ίδιο που είχε να τον δει και να τον σκεφτεί χρόνια ολόκληρα) ολοζώντανο μπροστά του λίγο αργότερα; Έτσι ακριβώς βρίσκει το πτώμα ο Προκοπίδης και μπαίνει στα βαθειά αναζητώντας λύση και βοήθεια στο πρόβλημα που ήρθε και θρονιάστηκε στη ζωή του μετατρέποντας τα μέχρι τότε πλεονεκτήματά του (δανεικά σπίτια, γνωστός στο στρατό) σε εφιάλτες του.
Η αναζήτηση λύσης σε ένα πρόβλημα απαιτεί ορισμένες συνθήκες ως προαπαιτούμενα. Εδώ έχουμε μαύρο σκοτάδι. Βρισκόμαστε όμως σε περιβάλλον ταβέρνας, βιολογικοί μεζέδες και θεόσταλτο τσίπουρο κάνουν την εμφάνισή τους και οδηγούν τον ήρωά μας σε μια γλυκιά τσιπουροκατάνυξη διά της οποίας ανακεφαλαιώνει όσα ξέρει και είδε, όσα άκουσε και δεν θυμάται αν γνωρίζει κάτι για τη φωνή που τα είπε, όσα φαντάζεται πως θα τον βοηθήσουν, χρειάζεται μέθοδο, έχει τσίπουρο, ποιοι είναι μεθοδικοί, οι Εγγλέζοι είναι μεθοδικοί και πάμε για την πρώτη έξωθεν βοήθεια. Τον Εγγλέζο των επόμενων βημάτων.
Κάτι ακόμα όμως.
Εδώ στο 1ο κεφάλαιο έχουμε και το τοπίο της Θεσσαλονίκης να αναδύεται. Στην παλιά παραλία τον αφήνει το αυτοκίνητο που τον έφερε στη Θεσσαλονίκη από την μονάδα του, Αγίας Σοφίας, Αγίου Δημητρίου, Καυτατζόγλειο και πορεία προς Κατσιμίδη για τον Εγγλέζο.
Έναν κι άλλο λένε οι πόντιοι. Ένα ακόμη στοιχείο.
Ο Προκοπίδης στρίβει το τσιγάρο του και δεν το παίρνει από ένα πακέτο έτοιμο, της μηχανής. Και λίγο μετά, το βάζει στο αυτί σαν παλιός μάστορας. Η αναφορά στο στριμμένο τσιγάρο βροντοφωνάζει πως είμαστε στη δεκαετία την οποία ήδη διανύουμε, άντε και στην προηγούμενη. Η εικόνα αγοριών και κοριτσιών με τα φιλτράκια στο στόμα και το κεφάλι σκυφτό να βλέπει τα δάχτυλα που στρίβουν τον καπνό στο χαρτάκι δεν είναι χθεσινή. Είναι τωρινή. Η κίνηση του μάστορα να βάζει το στριμμένο τσιγάρο στο αυτί είναι χθεσινή.
Παρελθόν και παρόν σε μια λαογραφικού ενδιαφέροντος επισήμανση. Στο κεφάλαιο 1 έχει τεθεί το αστυνομικό πρόβλημα, υπάρχει μια ένδειξη για έναν πιθανό σύμμαχο και βοηθό στην επίλυσή του χωρίς να προδίδονται τα στοιχεία του προλόγου και ως προς την τεχνική και ως προς το πολιτικό υπόβαθρο και περιβάλλον. Είμαστε ήδη στην σελίδα 33 του βιβλίου και είμαστε έτοιμοι να εγκαταλείψουμε την γραμμική αφήγηση.

2

Η αφήγηση συνεχίζει σε τρίτο πρόσωπο αλλά αφορά πλέον στον πρωθυπουργό, σ’ έναν νεαρό και σε τέσσερις φίλους. Κράτος, παρακράτος και αντι-κράτος όπως λέει ο υπέρτιτλος. Οι σελίδες που ακολουθούν είναι ζουμερές, ίσως να πλεονάζουν κάποια στοιχεία που παρεισφρύουν στην συζήτηση των τεσσάρων φίλων όμως δεν είναι ξένες με το γενικό πνεύμα του βιβλίου. Απλώς εδώ τα μεζεδάκια ιστορίας είναι λίγο ενισχυμένα, ίσως γιατί οι αναλογίες με την ελληνική πραγματικότητα είναι πιο έντονες.
Ο πρωθυπουργός έρχεται και μπαίνει ως ήρωας του βιβλίου που αντιμετωπίζει την Εσωκομματική και Ενδοκυβερνητική Αντιπολίτευση της Αριστερής Πτέρυγας (εδώ και τώρα κομμουνισμό, όπλα σε λαϊκές πολιτοφυλακές, κοινωνικοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων), τους Έχοντες (η οικογένεια των Διαβουλόπουλων φίλα προσκείμενη αναμένοντας ανταλλάγματα, ο ελέω πατρός εφοπλιστής Μαρίνος Βαγγελάκης κρυπτοχρηματοδότης της νεοναζιστικής Νέας Πατρίδας η οποία άλλαξε αρχηγό και εμφάνιση για να προσαρμοστεί στο κοινοβουλευτικό τοπίο) αλλά και Συνεργάτες που θα τον κρατούσαν ώστε να μην παρεκκλίνει ούτε προς τα δεξιά, ούτε προς τ’ αριστερά (ψηφίστηκε για να κάνει πράξη την ελπίδα και αυτό θα έκανε τελικά πεπεισμένος πως θα άντεχε όλην την πίεση, θα πετύχαινε και θ’ αποχωρούσε μένοντας στρατιώτης της Αριστεράς).
Ο νεαρός που ακολουθεί έχει χαρακτηριστικά μαφιόζου. Είναι μέλος ή μισθωμένος από μια Εταιρεία, έχει πρόσβαση σε μια κρύπτη όπλων, κάνει τρεις δουλειές (μια καθαρή και τίμια, μία καθαρή ως προς το νόμο αλλά λιγότερο τίμια και μία που δεν είναι ούτε καθαρή ούτε τίμια), έχει μία καλοπληρωμένη αποστολή και αναλαμβάνει και μια έκτακτη μικρότερη. Μια προβοκάτσια μεγάλου βεληνεκούς η πρώτη κι ένας απλός και με όλους τους κανόνες του πρωτοκόλλου χαφιεδισμός η δεύτερη. Έχουμε πληροφορίες για τον λόγο που μπήκε σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής, έχουμε πληροφορίες για εκείνον που τον στρατολόγησε, έχουμε πληροφορίες για την τακτική που ακολουθεί ώστε να ενημερώνεται με κάθε τρόπο για τα συμβαίνοντα στον πολιτικό χώρο όπου κυρίως δραστηριοποιείται. Έχουμε κάποιες πληροφορίες λαογραφικού ενδιαφέροντος (καλά και ακριβά ρεστοράν στην Αριστοτέλους, λαϊκά εστιατόρια στην Ολύμπου) και το γνωστό μας μελλοντολογικό παιχνίδι του συγγραφέα με την τύχη του Ρώσου μεγιστάνα μεγαλομέτοχου μιας από τις ποδοσφαιρικές ομάδες της Θεσσαλονίκης. Υπάρχει και μια παράγραφος, όλως διόλου σκοτεινή και ξένη με όσα προηγήθηκαν και μας δίνει μια ελαφριά τσιμπιά για τον λόγο που την έβαλε ο συγγραφέας εκεί.
Οι τέσσερις φίλοι που ο Κορινίδης τους αποκαλεί με τα ονόματα των αδελφών Ντάλτον από το κόμικ Λούκυ Λουκ είναι πελάτες στο Καναρίνι, την ταβέρνα όπου πίνει τον καφέ του ο ήρωάς μας ο Προκοπίδης, κάνουν μια πολιτική συζήτηση με ιστορικές προεκτάσεις οι οποίες έχουν το σύγχρονο αντίκρισμά τους (ή επιδιώκεται από κάποιους να το έχουν) ενώ απολαμβάνουν τα εδέσματα και το κρασί τους. Βρίσκονται στον Αντιεξουσιαστικό χώρο, ο ένας τους ψήφισε Αριστερό Μέτωπο και όλους τους απασχολεί το πώς θα (ή πρέπει να) αντιδράσει (εκμεταλλευτεί) ο χώρος τους την πολιτική πραγματικότητα της διακυβέρνησης του τόπου από το Αριστερό Μέτωπο. Ένας τους είναι παιδί των δυτικών συνοικιών, μένει στην Ξηροκρήνη και ο τρόπος της κουβέντας τους είναι αυτός που γνωρίζουμε όλοι από τις κουβέντες μας στις ταβέρνες: Όλοι έδειχναν να καταλαβαίνουν, το πιθανότερο όμως είναι ότι ο καθένας κατάλαβε αυτό που ήθελε.
Η καλή λογοτεχνία είναι αυτή που κάνει απτό και ορατό το άυλο και αδιόρατο. Και η λογοτεχνία του Θερμού Σεπτέμβρη είναι καλά γειωμένη ώστε να συλλαμβάνει τα φορτία κάθε συναισθήματος που προκύπτει από την κοινωνική συναναστροφή και συναλλαγή των ανθρώπων και να τα διοχετεύει (και να τ’ αποθηκεύει) ως λογοτεχνικό φορτίο στον πυκνωτή των σελίδων της.

3, 4

Ο Εγγλέζος είναι ένας μακρινός συγγενής, αλλά καλός φίλος του ήρωά μας. Η ομάδα διευρύνεται με δύο κανονικούς φίλους (δηλαδή χωρίς βαθμό συγγένειας) του Προκοπίδη. Εδώ, για τις ανάγκες των συγγραφικών ευρημάτων που επιλέχθηκαν για να κυλήσει η ιστορία, περνάμε από τα πολιτικά στα αστυνομικά αποσπάσματα κειμένων. Έχουμε λοιπόν Άρθουρ Κόναν Ντόυλ και Ουμπέρτο Έκο. Ενώ είχαμε ως τώρα προϊδεασθεί με τον αμερικάνικο τρόπο των αστυνομικών ιστοριών κάνουμε το άλμα του Ατλαντικού και περνάμε στον αγγλικό, των σύνθετων διανοητικών σκέψεων, την εκμετάλλευση κάθε δυνατής σύμπτωσης ώστε να φτάσουμε στο επιθυμητό συμπέρασμα.
Είπαμε και νωρίτερα πως είναι αμφιλεγόμενο αν το κυρίαρχο στο Θερμό Σεπτέμβρη είναι το αστυνομικό ή το πολιτικό σκέλος της αφήγησής του. Οι συμπτώσεις διευκολύνουν τη ροή, απογοητεύουν όμως τον απαιτητικό αναγνώστη. Οι δύο από τους τρεις νέους ήρωες που μπήκαν στο παιχνίδι έχουν αποφασιστική συμβολή στην εξέλιξη της ιστορίας και μάλιστα με ειδικές γνώσεις για να λύσουν τον πρώτο άξιο λόγου γρίφο της υπόθεσης. Εδώ θα σημειώσω πως ο τρίτος της παρέας είναι και σύντροφος του Προκοπίδη, Νεαπολίτης και το ραντεβού τους για να ενταχθεί ή όχι στην περιπέτεια του φίλου του δίνεται στα Συμμαχικά Κοιμητήρια του Ζέιτενλικ. Έτσι δίνεται η ευκαιρία στον Κορινίδη να δώσει λίγες πληροφορίες ιστορικού περιεχομένου και σε μένα να φύγω από τον Κορινίδη και να θέσω ένα γενικότερο ζήτημα.
Είναι υποχρεωμένος ο λογοτέχνης να σεβαστεί απολύτως την ιστορική αλήθεια; Και πριν απαντήσει κανείς πως δεν υπάρχει μία αλήθεια, ειδικά όταν πρόκειται για θέματα Ιστορίας λέω πως δεν εννοώ την χρήση της Ιστορίας από τους νικητές ή τους ηττημένους των ιστορικών γεγονότων αλλά για έναν σύγχρονο άνθρωπο ο οποίος δίνει μια δική του διάσταση αλλοιώνοντας, για τις δικές του συγγραφικές ανάγκες το πρόσωπο ακόμα και μιας εμβληματικής προσωπικότητας όπως είναι ο φύλακας του Σέρβικου Τμήματος των Συμμαχικών Κοιμητηρίων. Δεν κρύβω ότι σε κάθε κείμενο που διαβάζω αναζητώ με ιδιαίτερη προσοχή τα πραγματικά στοιχεία μιας περιοχής ή ενός γεγονότος και το πώς φιλτράρονται στο λογοτεχνικό έργο και το κάνω με την αγωνία ενός ερευνητή της Ιστορίας ο οποίος προσπαθεί να αντλήσει στοιχεία από κάθε πηγή, αλλά και εκείνου του αναγνώστη που επιθυμεί να θέτει υπό κριτική την τύχη που επιφυλάσσει ο λογοτέχνης στον ήρωά του ή στην ηρωίδα του.
Ο Κορινίδης δεν μας μεταφέρει εσφαλμένα στοιχεία όταν παραθέτει όσα θέλει για τα κοιμητήρια (αριθμός νεκρών, καταγωγή των στρατιωτών που τάφηκαν εκεί, χρόνος παραχώρησης των εδαφών στα ξένα κράτη κλπ). Δεν μας ξαφνιάζει ούτε με το να βάλει τους δυο φίλους να τα λένε μέσα στο Κοιμητήριο όταν γνωρίζουμε πολύ καλά πως τα παιδιά του Καϊστρίου Πεδίου (Οι Αμπελόκηποι του Κορινίδη στην σχετική αναφορά) εκεί μέσα έπαιζαν τα παιχνίδια τους στη δεκαετία του 1960. Προσέξτε τώρα την περιγραφή ενός άλλου λογοτέχνη: «Ο πελώριος άντρας με τα έντονα ζυγωματικά και τα βυθισμένα μάτια στεκόταν απέναντί μου και μου έκλεινε τον δρόμο. Αξύριστος, με πράσινο μπλουζάκι και στρατιωτικό παντελόνι παραλλαγής, με κοιτούσε ζυγίζοντας τις προθέσεις μου». Γράφεται για τον φύλακα του σέρβικου κοιμητηρίου. Και αρκετά πιο κάτω: «Τότε επιβεβαίωσα ότι όσα ακούγονταν γι’ αυτόν ήταν αλήθεια. Πίσω από τη βιτρίνα του Ormond και του σέρβικου νεκροταφείου, ο Τίγρης έκανε με άλλους τρεις τη διακίνηση των γυναικών».
Όσοι πέρασαν τα τελευταία χρόνια από τα Συμμαχικά Κοιμητήρια θα δυσκολευτούν να φανταστούν τον Γκιόρκι Μιχαήλοβιτς ως Τίγρη και ιδιοκτήτη στριπτιζάδικου. Ο αδίστακτος λογοτέχνης το έκανε. Αν αυτό είναι το μοναδικό βιβλίο που θα διασωθεί μιας ολοκληρωτικής καταστροφής, τι ακριβώς θα συμπεράνει ο ιστορικός ή ο αναγνώστης του μέλλοντος; Θα μου πείτε εδώ ο Ταραντίνο έβαλε έναν ήρωά του να σκοτώσει τον Χίτλερ και να δώσει Happy End στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η μετατροπή του συμπαθούς Μιχαήλοβιτς σε νταβατζή και σωματέμπορα σε πείραξε;
Ομολογώ πως με πείραξε και δεν είναι αθώο το παρατσούκλι αφού παραπέμπει ευθέως στον Αρκάν και τους Τίγρεις του στον πόλεμο της Βοσνίας που κατηγορήθηκαν για εθνικές εκκαθαρίσεις Κροατών και Μουσουλμάνων.
Με πειράζει όταν βλέπω λογοτεχνία με πρώτη ύλη ειδήσεις, λήμματα εγκυκλοπαιδειών και ιστορικών διατριβών χωρίς ψυχή και συναίσθημα. Μπροστά σε τέτοιες ακροβασίες, τα πταίσματα (κατά την υποκειμενική μου γνώμη πάντα η οποία μπορεί να είναι και λανθασμένη) του Κορινίδη με τη χρήση των συμπτώσεων μπορούν με πολύ μεγάλη ευκολία να περάσουν απαρατήρητα.

5

Η αφήγηση επιστρέφει στον Νεαρό της Εταιρείας τον οποίο ακολουθούμε στον ζωολογικό κήπο της Θεσσαλονίκης και στο εμπορικό κέντρο στην περιοχή του λιμανιού μετά τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό. Δεν γίνεται αναφορά στο Μπεχ Τσινάρ ίσως επειδή στόχος του Κορινίδη δεν είναι να μας μπουκώσει πληροφορίες τάχα ιστορικής κομπορρημοσύνης αλλά μεζεδάκια γνώσης όταν είναι απαραίτητα.
Αντίθετα γίνεται σχολαστική αναφορά στα του ζωολογικού κήπου και του εμπορικού κέντρου ενσωματώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο στο βιβλίο του τις απαραίτητες για τον μελλοντικό ερευνητή πληροφορίες για εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής στην εποχή που αναφέρεται το βιβλίο. Από τον τρόπο που κερδίζουν οι αυτοκινητοβιομηχανίες (πώληση κάτω του κόστους-κέρδη από υπερβολικούς τοκισμούς δόσεων) μέχρι τους Βούλγαρους τσιγγάνους και την επιδρομή στους κάδους με τα ανακυκλώσιμα υλικά.
Στο ζωολογικό κήπο έλαβε τις οδηγίες του και στον χώρο του εμπορικού κέντρου θα ολοκληρώσει την αποστολή του ο Νεαρός της Εταιρείας. Εκτός από τον σχεδιασμού του εκτελεστικού μέρους της αποστολής του βλέπουμε και την προετοιμασία των συμπληρωματικών ενεργειών του ώστε στο συμβάν να εμπλακεί ο χώρος του Αριστερού μετώπου και ο Αντιεξουσιαστικός. Ήδη οι δύο αντίστοιχοι στόχοι-θύματα αφήνεται να εννοηθούν συνδέοντας πια τις πράξεις του Νεαρού με το καθαυτό αστυνομικής υφής θέμα μας (υπόθεση Προκοπίδη) και μιας παράπλευρης συνιστώσας του (οι Ντάλτον). Το πολιτικό θέμα που θίγεται εδώ είναι φυσικά η προβοκατόρικη δράση των λεγόμενων τρομοκρατικών οργανώσεων ή καλύτερα η επένδυση του κράτους και του παρακράτους σ’ αυτές. Αν δεν υπήρχαν έπρεπε να τις εφεύρουν.

6

Στο κεφάλαιο αυτό βρίσκονται τα πρώτα κλειδιά τα οποία ξεκλειδώνουν ένα ένα τα μυστήρια που κάλυπταν την υπόθεσή μας και ανοίγουν το δρόμο για να περάσουμε σε ένα επόμενο στάδιο της αφήγησης το οποίο το περιμένουμε από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Κατατίθεται ένα πρώτο σενάριο που ερμηνεύει τις συνθήκες και αποκαλύπτει κάποια από τα φυσικά πρόσωπα που εμπλέκονται στον φόνο, μένει όμως ανοικτό το θέμα των ή του κινήτρου.
Σημειώνω μια θαρραλέα φράση για αστυνομικό μυθιστόρημα η οποία αφορά σε ένα βασικό στοιχείο της υπόθεσης το οποίο «είχε αποκαλυφθεί το ίδιο τυχαία με το πτώμα, στον ίδιο ακριβώς χώρο». Απ΄ ότι φαίνεται δεν είναι το τυχαίο και οι συμπτώσεις που θα αποθαρρύνουν τον συγγραφέα να προχωρήσει στο κυρίως θέμα του, δηλαδή μοιάζει να είναι το αστυνομικό μέρος της πλοκής να είναι το υπόβαθρο όπου θα στηθεί ένα άλλο έργο το οποίο θα άπτεται της πολιτικής.
Η αφήγηση διατηρεί τα χαρακτηριστικά που είδαμε μέχρι τώρα, η τελευταία ιστοριούλα με τον επιχειρηματία του Κέτερινγκ για την εκδήλωση-σταθμό όπου σχεδιάζεται να πραγματοποιηθεί η «τρομοκρατική» ενέργεια μοιάζει να μπήκε μόνο και μόνο για να παραπέμψει στις ιστορίες εκμετάλλευσης εργαζόμενων μεταναστών από ατσίδες Έλληνες επιχειρηματίες. Τι κέτερινγκ στο λιμάνι Θεσσαλονίκης, τι φράουλες στη Μανωλάδα! Το φαινόμενο δεν είναι τοπικό.

7

Κατατίθεται το πολιτικό σκεπτικό των δυνάμεων που θα οργανώσουν την προβοκάτσια. Μια συνεδρίαση κάποιων, των οποίων οι τοποθετήσεις αποτελούν το υλικό του κεφαλαίου 7.
Μια επιλογή του συγγραφέα για την οποία δεν μας πέφτει ιδιαίτερος λόγος. Έτσι το ήθελε. Η ταπεινή μου γνώμη είναι ότι καλά θα ήταν να το έκανε αλλιώς αλλά σταματάω εδώ.
Η Εταιρεία είναι είτε αυτοί οι ίδιοι είτε μισθωμένη από αυτούς και αυτοί δεν κατονομάζονται μεν, φωτογραφίζονται όμως από τα λεγόμενά τους πως ανήκουν στην νεοναζιστική Νέα Πατρίδα. Βαρύ πυροβολικό στην αντεπίθεση που ετοιμάζουν ο Ανεύθυνος Πολιτειακός Παράγοντας, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με το προετοιμασμένο από πριν Διάγγελμά του το οποίο θα δοθεί στην δημοσιότητα μετά από αυτό που περιμένουν οι συνεδριάζοντες.

8, 9, 10

Τα τελευταία τρία κεφάλαια έχουν και ημερολογιακή επισήμανση. Μέρα μέρα λοιπόν μέχρι την κορύφωση του δράματος. Καταλαβαίνετε όμως πως όσο πλησιάζουμε προς το τέλος οφείλω να περιορίσω κι άλλο τις (έτσι κι αλλιώς, ελπίζω λιγοστές) πληροφορίες για την τροπή της πλοκής. Λέω απλώς εδώ ότι ο Κορινίδης διατηρεί τις αρετές της αφήγησής του και δεν έχει ανοίξει ακόμα όλα τα χαρτιά του. Ούτε έχει βγάλει όλους τους ήρωές του στο μεϊντάνι. Έχει άλλες σαράντα σελίδες μπροστά του και μια ωραία παρέα αναγνωστών και αναγνωστριών την οποία θέλει να κρατήσει μαζί του μέχρι το τέλος.
Θα γίνω συνεργός του και δεν θα συνεχίσω να μιλώ άλλο για το βιβλίο εκτός από την παρατήρηση πως όταν κάποτε ολοκληρώσει το βιβλίο τον πρώτο αναγνωστικό κύκλο του και το ξανασυζητήσουμε θα αρχίσω να μιλάω γι’ αυτό από τις σελίδες που παραλείπω τώρα. Όσοι το έχετε ήδη διαβάσει μάλλον αντιλαμβάνεστε τον λόγο, όσοι θα το διαβάσετε θα με θυμηθείτε.
Δεν το έκανα μέχρι τώρα αυτό που θα κάνω ακριβώς τώρα. Θα διαβάσω ένα απόσπασμα του βιβλίου από τη σελίδα 192 και η οποία ανήκει στο 8ο κεφάλαιο:
«Βγήκε έπειτα από ένα δεκάλεπτο, με τα καλά της και ελαφρώς μακιγιαρισμένη. Γυναίκες! Πλησίασε χαμογελαστή προς το μέρος του και εκείνος έκανε να σηκωθεί. Τον προσπέρασε, πήρε αγκαζέ τον μπρατσαρά που καθόταν από πίσω του και έφυγαν με τη μηχανή του».
Και τώρα ένα ποίημα από ποιητική συλλογή του 1986, το «Ραντεβού»:
«Νοτισμένη απ’ τη βραδινή βροχή η Τσιμισκή,
με τα φώτα να βυθίζονται στην άσφαλτό της,
υποδέχεται τη νύχτα.
Ένα κορίτσι βγαίνει από το φροντιστήριο,
καθρεφτίζεται στη βιτρίνα με τους δίσκους,
κατεβάζει το τσουλούφι στα μάτια
και κατευθύνεται στον νέο με την μηχανή
που καπνίζει και περιμένει».
Είναι από το πρώτο-πρώτο μου βιβλίο, την ποιητική συλλογή «Γλυκιές σφαιρούλες απ’ τ’ όμορφό σου όπλο» και χαίρομαι πολύ που βρήκα την ίδια εικόνα, που με συγκίνησε τότε και την κατέγραψα, τριάντα σχεδόν χρόνια αργότερα σ’ ένα βιβλίο άλλου συγγραφέα, το οποίο μου άρεσε πολύ και το παρουσιάζω.